«Στον κόσμο των αφεντικών… είμαστε όλοι ντόπιοι»
Του Δημήτρη Ναπ. Γιαννάτου από τη Ρήξη που κυκλοφορεί (τ. 90)
Η κρίση, που εκφράζεται με τη νέο-αποικιοποίηση της χώρας και τη συνακόλουθη επίθεση του κεφαλαίου στους εργαζόμενους, θέτει εντατικά την ανάγκη μιας εσωτερικής στροφής στις «γηγενείς» δυνάμεις και αποθέματα τόσο του ελληνισμού, όσο και …του ντόπιου πληθυσμού! Όπως, αναφέρει ο Γ.Καραμπελιάς, στο τελευταίο βιβλίο του (Η αποστασία των διανοουμένων – Εναλλακτικές εκδόσεις -2012): «Το νέο διακύβευμα του ελληνισμού καθίσταται επομένως είτε η ολοκλήρωσή του, με μια στροφή προς τα μέσα και προς την ιστορία του, είτε η εξαφάνισή του, ως ιδιαίτερου ιστορικού υποκειμένου».
Στην οραματική αυτή διέξοδο, νομίζω πως είμαστε αναγκασμένοι να εντάξουμε και το μεταναστευτικό θέμα, προκειμένου να αποφύγουμε είτε τον ανθρωποφαγικό φυλετικό ρατσισμό, είτε το νεφελώδη ανεπεξέργαστο και αδιέξοδο «αντιρατσιστικό» λόγο.
Πέρα από την επείγουσα ανάγκη μιας συνολικής μεταναστευτικής πολιτικής, που εμπεριέχει τόσο τη διαχείριση της μεταναστευτικής ροής, τον επαναπατρισμό, και την επαναδιαπραγμάτευση της συνθήκης, Δουβλίνο ΙΙ, όσο και τις ενδιάμεσες παραμέτρους της ενσωμάτωσης και του πολιτικού ασύλου, είναι θεμελιώδης μια άλλου είδους ενσωμάτωση. Η ματιά, πως οι μετανάστες –τουλάχιστον όσοι έχουν επιλέξει από χρόνια την Ελλάδα ως τόπο εγκατάστασής τους– εντάσσονται στο πολυπρόσωπο υποκείμενο και δυναμικό που θα επιχειρήσει αυτή την εσωτερική στροφή, προς την επιβίωση. Εντάσσονται στην ντόπια και διεθνή ιστορία ενός Ελληνισμού που μπορεί να ενσωματώνει και όχι να κατακερματίζει ή διαχωρίζει. Συγγράφουν κι αυτοί την ιστορία του τόπου και έχουν ανάγκη εν πολλοίς να συνδεθούν με αυτήν και τις παραδόσεις της, σε πολλά επίπεδα (τοπικά, εθνικά, περιφερειακά, ταξικά, κοινωνικά, κ.λπ.).
Σε αντίθεση, με τους κάθε είδους «αριστερούς» ακτιβιστές, που… «μαρξιστικά» ταυτίζουν τον «ριζοσπαστισμό» με την απαξίωση κάθε λαϊκής παράδοσης, ιστορικότητας, ατομικής ή συλλογικής αφήγησης και την ακύρωση της μνήμης (νοητικής ή σωματικής), ο ίδιος ο Μάρξ, τους διαψεύδει. Στην «Κριτική της φιλοσοφίας του Δικαίου του Χέγκελ», αποφαίνεται πως: «ριζοσπάστης είναι όποιος πιάνει τα πράματα απ’ τη ρίζα τους. Και ρίζα του ανθρώπου είναι ο ίδιος ο άνθρωπος». Ο άνθρωπος δεν είναι ένα απο-εδαφοποιημένο, όν. Έχει ουσία, συναίσθημα, μνήμη και λογική που συνδέονται με τόπους, μυρωδιές, ήχους, φαγητά, εικόνες, τόσο κατά την απώλειά τους, όσο και κατά την αναζήτησή τους.
Ο μετανάστης που ψάχνει με αγωνία να ριζώσει στην Ελλάδα, συναντά τον Έλληνα που, στην ουσία, εκριζώνεται από την πατρίδα του. Η διαφορά πια, έγκειται στην κοινότητα και όχι στην διαφορά, στην εντοπιότητα και όχι στην εξιδανίκευση του αρρίζωτου περιπλανώμενου υποκειμένου (τραγικού σε κάθε περίπτωση για τον ίδιο τον πρόσφυγα, αλλά «επαναστατικού» για το ναρκισσιστικό αντιρατσιστικό φαντασιακό). Για χρόνια, ο αντιρατσιστικός λόγος, εκφραζόταν μέσα από μια παρορμητική αντίδραση ταύτισης μόνο με το «ξένο», το τραυματισμένο, με το αποκλεισμένο, με το έλλειμμα, όχι το απόθεμα, με το μερικό και όχι το καθολικό. Θεωρώντας το ατέρμονα, χωρίς ρίζα, σπάνια ταυτιζόταν με τις ανθρώπινες ανάγκες των προσφύγων που τόπο έψαχναν και πατρίδα να ριζώσουν.
Ιδιαίτερα, στους μετανάστες δεύτερης γενιάς, είναι πια εμφανής ένας λόγος που αναφέρεται στην ταύτιση με τον τόπο γέννησης, που αποκλείει τον διαχωρισμό, που μιλά για το εντόπιο και όχι για το ξένο, σε αντίθεση με τους «αλληλέγγυους» των μεταναστών που συνεχίζουν στον ίδιο προβλέψιμο λόγο.
Αυτή η «πνευματική ενσωμάτωση», με αφετηρία το «μέσα» και όχι το «εισαγόμενο», βοηθάει πιότερο την ενσωμάτωση των μεταναστών, τουλάχιστον στο συναισθηματικό και συμβολικό επίπεδο (τόσο για τους Έλληνες, όσο και για τους ίδιους τους μετανάστες).
Αποτελεί έναν λόγο λαϊκό και ριζοσπαστικό, που θέτει την ενσωμάτωση έναντι ενός μονοσήμαντου «δικαιωματικού» λόγου. Που προκρίνει τη δημιουργία έναντι της αποδόμησης, τη θετική δόμηση της ανθρώπινης ταυτότητας και αυτονομίας, έναντι του ετεροπροσδιοριζόμενου ταυτοτικού «αντί» (αντί-ρατσιστής, αντί-φασίστας, αντί-καπιταλιστής, κ.λπ.), που εντέλει υποκρύπτει μια αδυναμία να γεννήσεις κάτι νέο και επαναστατικό, ενάντια στις έννοιες αυτές, στις οποίες αντιτίθεσαι.
Παράλληλα, ορίζει εκ νέου, μια (εκσυγχρονιστική) οπτική του κοινοτισμού, συνδυασμένου τόσο με τις ντόπιες παραδόσεις, όσο και με την «πολυπολιτισμική» ανάγκη όλων των ανθρώπων για τον οικείο χώρο, την οικογένεια, την γειτονιά, την κοινότητα. Μια οπτική, τόσο αντίθετη με τις συντηρητικά «προοδευτικές» φωνές, που σχεδόν αυταρχικά ταυτίζουν και προκαταβάλουν την οποιαδήποτε αναφορά στην συνεκτική κοινότητα ως μια αναχρονιστική εθνικιστική αναφορά στην «ομοιογενή εθνικά κοινότητα». Παραβλέποντας, βέβαια πως αυτό που δομούσε τις ανθρώπινες σχέσεις δεν ήταν τόσο η έννοια της φυλετικής ή εθνικής ομοιογένειας, όσο αυτή της κοινότητας.
2 ΣΧΟΛΙΑ
Απ’τα καλύτερα κείμενα που έχω διαβάσει για το μεταναστευτικό
σύντομο απλό και κατανοητό. όπως πρέπει.