Αρχική » Η Ελλάδα και ο πόλεμος των πολιτισμών

Η Ελλάδα και ο πόλεμος των πολιτισμών

από Άρδην - Ρήξη

του Γ. Καραμπελιά
Νέα δεδομένα στα Βαλκάνια

Έχουμε πολλές φορές χαρακτηριστεί ως απαισιόδοξοι σε ό,τι αφορά στις εκτιμήσεις μας για την κατάσταση στα Βαλκάνια και την αλλαγή των συσχετισμών δυνάμεων στην περιοχή. Μέσα στα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, κατέρρευσε η παλιά γεωπολιτική και οικονομική ισορροπία στην περιοχή σε όφελος της Τουρκίας και της Δύσης. Ιδιαίτερα μετά το 1990, οι περισσότερες βαλκανικές χώρες, και κυρίως εκείνες του ορθόδοξου πολιτισμικού χώρου, ακολούθησαν μια τραγική πορεία προς τη φτώχεια, τον πόλεμο, την υποβάθμιση.

Στη Γιουγκοσλαβία, η ενότητα των Νοτιοσλάβων, που είχε κατακτηθεί με σκληρούς αγώνες μέσα σε εξήντα χρόνια, κατέρρευσε με το αιματηρό παραλήρημα στην Κράινα, τη Σεμπρένιτσα, το Κόσοβο. Και την καταστροφή ολοκλήρωσαν οι αμερικανο-νατοϊκοί βομβαρδισμοί που προκάλεσαν, μόνο στην οικονομική υποδομή, ζημιές 80 δισεκατομμυρίων δολαρίων και έστειλαν τη Σερβία δεκαετίες πίσω.

Η Ρουμανία και η Βουλγαρία έχουν καταποντιστεί οικονομικά, η παραγωγή τους έχει πέσει στο μισό σε σχέση με δέκα χρόνια πριν και έχουν γίνει έρμαια των τοπικών κλεπτοκρατιών και των βουλήσεων των δυτικών.

Τέλος, ακόμα και οι «αγαπημένοι ορθόδοξοι» των Δυτικών, οι Σλαβομακεδόνες της Π.Γ.Δ.Μ., γνωρίζουν μια βίαιη, έστω και σταδιακή, διαδικασία διαμελισμού.

Η Ελλάδα είναι η μόνη που κατόρθωσε να αποφύγει μια άμεση εδαφική συρρίκνωση ή μια οικονομική κατάρρευση, ακριβώς γιατί βρισκόταν στο στρατόπεδο των νικητών του ψυχρού πολέμου. Αντιμετώπισε όμως μια αυξανόμενη εχθρότητα και υπέστη μια απόπειρα δαιμονοποίησης γύρω από το Μακεδονικό, καθώς και υποβάθμισης έναντι της ανερχόμενης περιφερειακής δύναμης, της Τουρκίας. Το τίμημα της ακεραιότητας και της σχετικής ευημερίας της Ελλάδας, συγκριτικά με τα υπόλοιπα Βαλκάνια, υπήρξε η πλήρης ευθυγράμμισή της με τη Δύση στο Γιουγκοσλαβικό, η παράδοση του Οτσαλάν, η παραδοχή της προτεραιότητας της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή (συμφωνία του Ελσίνκι, ελληνοτουρκική «φιλία», κ.ά.). Παράλληλα την ίδια περίοδο, η χώρα ακολούθησε μια οικονομική πολιτική ταυτόσημη, mutatis-mutandis, με τις ΗΠΑ. Για να αντιμετωπίσει τις πληθωριστικές πιέσεις, να μειώσει το κόστος της εργατικής δύναμης και να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας μέσω της φτηνής εργασίας, εισήγαγε εκατοντάδες χιλιάδες λαθρομετανάστες, ιδιαίτερα από την Αλβανία, και διεύρυνε τις εισοδηματικές ανισότητες στο εσωτερικό της, εκτινάσσοντας τον αριθμό των εγγεγραμμένων ανέργων σε πάνω από 500.000 άτομα στα μέσα του 2001. Αν μέχρι το 1990, και επί τη βάσει της αναδιανεμητικής πολιτικής που ακολουθήθηκε στη μεταπολίτευση, η Ελλάδα διέθετε μια σχετικά ομοιογενή κοινωνική δομή παρά τις ταξικές ανισότητες, στη συνέχεια ακολουθείται το μοντέλο της κοινωνίας των «δύο τρίτων». Ένα μεγάλο μέρος των εργαζομένων, ιδιαίτερα οι μετανάστες, οι Τσιγγάνοι, οι Πόντιοι της πρώην ΕΣΣΔ, οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό βιομηχανικό τομέα, αποτελούν μία κατηγορία αποκλεισμένων, απέναντι σε μια ενσωματωμένη και συντηρητικοποιούμενη κοινωνία. Η μεταβολή της κοινωνικής δομής έχει καταγραφεί και στατιστικά: το 1997, η ανισότητα του εισοδήματος, όπως καταγράφεται με τον δείκτη Gini, βρισκόταν στην Ελλάδα, στο επίπεδο της… .Τουρκίας, μεγαλύτερη ήδη από εκείνη των ΗΠΑ ενώ ξεπερνούσε κατά πολύ τις ευρωπαϊκές χώρες. [1] Η ελληνική πολιτική εισήγαγε έτσι τα Βαλκάνια στο εσωτερικό της χώρας. Τόσο μέσα από την προώθηση ενός βαλκανικού μοντέλου ανισοτήτων όσο και με την «εισαγωγή» των εθνοτικών και θρησκευτικών προβλημάτων των Βαλκανίων. Τη στιγμή που η γειτονική Γιουγκοσλαβία τιναζόταν στον αέρα από τα μειονοτικά, εθνοτικά και θρησκευτικά προβλήματα που αντιμετώπιζε, η Ελλάδα, η οποία μόλις πριν δέκα χρόνια ήταν η πιο ενοποιημένη πολιτισμικά και οικονομικά χώρα της περιοχής, φρόντισε, χάρη στα κοντόφθαλμα συμφέροντα των αρχουσών ελίτ, να «βαλκανοποιηθεί».

Στα Βαλκάνια, οι αντιθέσεις δεν έλαβαν τόσο έντονα θρησκευτική διάσταση, όπως συμβαίνει σε άλλες περιοχές, αλλά παρέμειναν αντιθέσεις εθνικές και εθνοτικές, με θρησκευτικό πολιτισμικό υπόβαθρο. Στη Γιουγκοσλαβία, από τη Βοσνία έως το Κόσοβο και την Π.Γ.Δ.Μ., οι αντιθέσεις έφεραν στο ίδιο στρατόπεδο τους καθολικούς της Κροατίας και της Σλοβενίας με τους Μουσουλμάνους της Βοσνίας και τους Αλβανούς μουσουλμάνους του Κοσόβου και της Π.Γ.Δ.Μ. Όσο για τα διεθνή στηρίγματα των καθολικών και των μουσουλμάνων θα ανευρεθούν σε μια ευρύτατη συμμαχία όλων των δυτικών χωρών με τις ισλαμικές και μουσουλμανικές δυνάμεις και κατ’ εξοχήν την Τουρκία. Στη Βοσνία και το Κόσοβο, οι ισλαμιστικές οργανώσεις, παρ’ όλο που συγκρούονται με τη Δύση στη Μέση Ανατολή, θα συνεργαστούν μαζί της, στην αντίθεση με τον ορθόδοξο χώρο. Ήταν η μεγάλη ιστορική ευκαιρία, μετά την κατάρρευση του ανατολικού στρατοπέδου και την καταρράκωση της Ρωσίας, να κατακερματιστεί και να υποταχθεί η ορθόδοξη ιδιαιτερότητα. Και το σχέδιο αυτό συνεχίζεται με μια αδήριτη εντελέχεια: απόσπαση του Κοσόβου από τη Γιουγκοσλαβία, διάλυση της Π.Γ.Δ.Μ., ενίσχυση του ρόλου της μουσουλμανικής μειονότητας στη Βουλγαρία –το περιβόητο ισλαμικό τόξο για το οποίο γίνεται λόγος εδώ και δέκα χρόνια τουλάχιστον.

Όμως τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου, και η αμερικανική επίθεση στο Αφγανιστάν, με τη στρατηγική και μακροπρόθεσμη απήχησή τους, μεταβάλλουν εν μέρει τα δεδομένα, για πρώτη φορά μετά από δέκα χρόνια. Η σύγκρουση της Δύσης με το Ισλάμ αποκτάει μια στρατηγική προτεραιότητα τέτοιας κλίμακας ώστε οδηγεί όλες τις υπόλοιπες αντιθέσεις σε δεύτερο πλάνο. Οι Αλβανοί και οι μουσουλμανικές μειονότητες πιθανότατα θα πάψουν να έχουν τη σκανδαλώδη υποστήριξη που απολάμβαναν μέχρι τώρα από τη Δύση. Για πρώτη φορά δε, οι συνέπειες της σύγκρουσης μπορούν να αμφισβητήσουν και τον ρόλο της Τουρκίας.

Η Τουρκία μεταξύ Ισλάμ και Δύσεως

Η κατάρρευση του Συμφώνου της Βαρσοβίας και ιδιαίτερα η κρίση στη Σοβιετική Ένωση υπήρξαν στοιχεία που αναβάθμισαν τον ρόλο της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης. Σε αντίθεση με τις εύκολες και θριαμβολογικές αναλύσεις των Ελλήνων δημοσιογράφων και υπευθύνων που, μετά την κρίση στην Ανατολική Ευρώπη, έσπευσαν να διαπιστώσουν πως η στρατηγική σημασία της Τουρκίας για την ανάσχεση του σοβιετικού κινδύνου υποβαθμίζεται (sic!), η πραγματικότητα υπήρξε πολύ πιο περίπλοκη, διότι ενισχύθηκε ο γεωπολιτικός ρόλος της ως πόλου ισχύος στην περιοχή.

Η κρίση της Σοβιετικής ‘Ένωσης έδωσε μια νέα διάσταση στην τουρκική πολιτική. Ο παντουρανισμός μπόρεσε να περάσει από την ευφάνταστη ονειροπόληση μιας μακρινής «μεγάλης ιδέας» των «γκρίζων λύκων» στην πραγματικότητα μιας σειράς τουρκόφωνων κρατών με σημείο αναφοράς, προς τη Δύση, το ίδιο το τουρκικό κράτος. Η Τουρκία απέκτησε τη δυνατότητα μιας πολιτικής παρέμβασης που φτάνει μέχρι τις τουρκικές μειονότητες της Κίνας ενώ, μέσα από τον Πόλεμο του Κόλπου και την στρατηγική υποβάθμιση του Ιράκ, αναδείχτηκε σε σημαντικό παράγοντα της περιφερειακής ισορροπίας. Η συμμαχία της δε με το Ισραήλ ήρθε να επισφραγίσει τον νέο ρόλο της. Τέλος, μετά την υποχώρηση του Ιράκ, εντάθηκε και ο τουρκο-ιρανικός ανταγωνισμός. Αυτός είναι άλλωστε ο νέος ρόλος που θέλει να «πουλήσει» η Τουρκία στη Δύση, εκείνος του κυματοθραύστη της ιρανικής ισχύος, στη θέση του Ιράκ. Η κρίση του Κόλπου ωστόσο, αποκάλυψε για πρώτη φορά ένα βαθύτατο ρήγμα στην τουρκική κοινωνία που επιβεβαίωσε εκ νέου η μετωπική σύγκρουση του Σεπτεμβρίου 2001. Ένα ρήγμα ανάμεσα στη συντριπτική πλειοψηφία της κοινής γνώμης και τον κυρίαρχο κεμαλισμό. Πράγματι, η πολιτική της εμπλοκής στoν πόλεμο του Κόλπου αποδοκιμάστηκε μαζικά από το 85% της κοινής γνώμης ενώ, στην «κρίση των Διδύμων», το 80% τάχθηκε εναντίον οποιασδήποτε αμερικανικής επέμβασης. Γεγονός εξαιρετικά ενδεικτικό που υπογραμμίζει το βαθύτερο ρήγμα που υπάρχει στην τουρκική κοινωνία ανάμεσα στους «πάνω» και τους «κάτω». Τωόντι, τα ισλαμικά αισθήματα χαρακτηρίζουν, τουλάχιστον ακόμα, την πλειοψηφία του πληθυσμού της Τουρκίας και, επομένως, η πολιτική του ενεργού εκπροσώπου των συμφερόντων της Δύσης δεν διαθέτει την απαραίτητη λαϊκή συναίνεση και πολιτισμική αποδοχή. Η πολιτική της τουρκικής άρχουσας τάξης στηρίζεται εν μέρει σε πήλινα πόδια. Όσο περισσότερο θα εμπλέκεται η Τουρκία στην αντιπαράθεση Ισλάμ και Δύσης, τόσο περισσότερο θα γίνεται αισθητή αυτή η διάσταση ανάμεσα στο κράτος και την κοινωνία, συστατική εξ άλλου τόσο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας όσο και του Κεμαλισμού. [2]

Δεν είναι τυχαίο πως το ισλαμικό κίνημα, που άρχισε να ενισχύεται στην Τουρκία μετά το 1980, γιγαντώθηκε και έφτασε στην εξουσία μετά τον Πόλεμο του Κόλπου ενώ, σήμερα, γνωρίζει νέα άνοδο μέσα σε συνθήκες πολύ πιο αρνητικές για το τουρκικό κατεστημένο. Και αυτό γιατί στην Τουρκία εξελίσσεται μια σαρωτική οικονομική και κοινωνική κρίση που υποθηκεύει όλα τα πρόσφατα κέρδη της, ιδιαίτερα μετά την παράδοση Οτσαλάν και το πρόσκαιρο «κλείσιμο» του Κουρδικού.

Κατ’ αρχάς, η χώρα δοκιμάζεται από τη χειρότερη οικονομική κρίση των τελευταίων δεκαετιών, κρίση που απειλεί το οικονομικό «θαύμα» της καθώς από το 1998, εμφανίζεται μια σημαντική και απότομη οικονομική επιβράδυνση. Η αύξηση του ΑΕΠ, από 8,3% το 1997, θα πέσει σε 3,9% το 1998, ενώ το 1999 θα καταρρεύσει (και όχι μόνο σαν συνέπεια των σεισμών) στο -6,1%. [3] Το 2000, απλώς θα εξισορροπήσει την πτώση, με 6% άνοδο [4] , ενώ το 2001, γνωρίζει μια γενικευμένη κρίση με πτώση που, σύμφωνα με τον Κεμάλ Ντερβίς, τον υπερυπουργό Οικονομικών, θα φτάσει το -8% (σύμφωνα δε με τον Economist θα ξεπεράσει το -9%), ενώ η βιομηχανική παραγωγή έχει ήδη πέσει κατά -12% [5] . Το εμπορικό έλλειμμα πλησίασε τα 30 δισεκατομμύρια δολάρια το 2000, το εξωτερικό χρέος προσεγγίζει τα 120 δισ. δολάρια, ενώ ο πληθωρισμός θα ξεπεράσει το 80%, σύμφωνα με τον Ο.Ο.Σ.Α. Σε αυτές τις συνθήκες, όχι μόνο αναπτύσσεται και πάλι το κουρδικό κίνημα αλλά και οι ισλαμιστές, παρά τις διώξεις και τις απαγορεύσεις, έχουν αυξήσει τόσο τη δύναμή τους που, καθώς δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, θα κέρδιζαν πάλι τις εκλογές.

Η Τουρκία θα δοκιμάσει να βγει κερδισμένη από την τελευταία αντιπαράθεση, όπως είχε βγει από τον πόλεμο του Κόλπου, προσπαθώντας να εξασφαλίσει οικονομικά και πολιτικά ανταλλάγματα «για να μη πέσει στα χέρια των ισλαμιστών» και για να αναδειχθεί σε παράγοντα της δυτικής τάξης στην περιοχή. Ωστόσο η μακροπρόθεσμη εμπιστοσύνη της Δύσης έναντι του τουρκικού υποσταθμού κινδυνεύει να κλονιστεί. Διότι, πιθανότατα, αφ’ ενός η Ευρωπαϊκή Ένωση θα γίνει ακόμα πιο απρόθυμη να εντάξει την Τουρκία στους κόλπους της, αφ’ ετέρου οι ΗΠΑ, παρά τη δύναμη του εβραϊκού και τουρκικού λόμπι, θα επιδιώξουν μια πολιτική διασποράς των στηριγμάτων τους στην περιοχή. Και δεν είναι εύκολο να συνεχίσουν να στηρίζουν τους ισλαμιστές φίλους της Τουρκίας στα Βαλκάνια ή την Τσετσενία. Αν μάλιστα προκύψει μια αμερικανο-ρωσική συνεννόηση, τότε ο ρόλος της Τουρκίας εν μέρει θα υποβαθμιστεί. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση λύσης του Παλαιστινιακού. Η Τουρκία, μια χώρα μεταξύ Ισλάμ και Δύσεως, θα αντιμετωπίσει νέες παρατεταμένες προκλήσεις και, για πρώτη φορά μετά το 1974, δεν είναι καθόλου βέβαιο πως θα βγει κερδισμένη από μια μείζονα διεθνή κρίση.

Η ελληνική πολιτική μετά τις 11 Σεπτεμβρίου

Η ελληνική πολιτική, από την κρίση του Κόλπου μέχρι τη σύγκρουση του Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου 2001, υπήρξε πιστή στην παράδοση της δειλίας που επιδεικνύουν οι άρχουσες «ελίτ» όλα τα τελευταία χρόνια. Η πολιτική αυτή στηρίχτηκε στην ακόλουθη λογική: δεδομένου ότι η Τουρκία εμπλέκεται στη διαμάχη, ας εμπλακούμε και εμείς, για να μη μείνουμε έξω από τη νέα «διεθνή τάξη πραγμάτων». Γι’ αυτό υπονομεύτηκε και η παραδοσιακή φιλία της Ελλάδας με τις αραβικές χώρες, προς όφελος μιας λογικής αναβάθμισης των σχέσεων με το Ισραήλ. Για τον Υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας, μάλιστα, η χώρα μας θα έπρεπε να αποτελέσει τον τρίτο πόλο στον άξονα Τουρκίας-Ισραήλ!

Η μόνη πολιτική, που θα ήταν σύμφωνη τόσο με μια πολιτική αρχών όσο και με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του ελληνικού λαού, θα ήταν μια πολιτική άρνησης εμπλοκής στην αντιπαράθεση, με ανάληψη μεσολαβητικών πρωτοβουλιών, στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των αραβικών και των βαλκανικών χωρών. Η Ελλάδα, σαν μία χώρα που βρίσκεται στα σύνορα Ισλαμικής Ανατολής και Δύσης, δεν μπορεί παρά να παίζει μεσολαβητικό ρόλο και, για να μπορεί να το κάνει, θα έπρεπε να διατηρεί την αξιοπιστία της –και την αυτονομία της– έναντι και των δύο. Η ταύτισή μας με το δυτικό στρατόπεδο, και ιδιαίτερα με το Ισραήλ, μπορεί να έχει καταστρεπτικές συνέπειες. Τα συμφέροντα της αυτοδιάθεσης και της ανεξαρτησίας του ελληνικού λαού στην Ελλάδα και την Κύπρο δεν ταυτίζονται σε καμία περίπτωση με εκείνα της Τουρκίας, του Ισραήλ και των πετρελαϊκών συμφερόντων, αλλά συμβαδίζουν με τα συμφέροντα και τις επιθυμίες του αραβικού και του κουρδικού λαού. Η ενοποίηση των Αράβων της εύφορης ημισελήνου και η δημιουργία πατρίδας για τους Κούρδους αποτελεί θετική εξέλιξη για την ισορροπία και την ειρήνη στην περιοχή, ενοποίηση που δεν επιθυμούν ούτε οι Τούρκοι ούτε, πολύ περισσότερο, οι Ισραηλινοί, παρόλο που μια τέτοια εξέλιξη θα αποδυνάμωνε τον ισλαμικό φονταμενταλισμό.

Η ελληνική πολιτική πρέπει να είναι μια πολιτική βαλκανικής συσπείρωσης και ευρωπαϊκών πρωτοβουλιών, σε συνεργασία με αραβικές δυνάμεις, για συζήτηση όλων των προβλημάτων της περιοχής –Παλαιστινιακό, Κυπριακό, Κουρδικό– με προφανή επιμονή στο Κυπριακό από τη δική μας πλευρά, για τη μεταρρύθμιση των διεθνών σχέσεων και την απεμπλοκή από την κυριαρχία του πετρελαίου. Μια τέτοια πολιτική θα ενίσχυε τις διεθνείς θέσεις την Ελλάδας και τη δυνατότητα αυτονομίας της.

Και παρά τον μεγάλο κίνδυνο μιας πλανητικής σύγκρουσης, οι γεωπολιτικές εξελίξεις μπορεί να έχουν θετική έκβαση. Η συμμαχία της Δύσης με το αναθεωρητικό Ισλάμ ενάντια στον ορθόδοξο κόσμο, από τα Βαλκάνια μέχρι την Τσετσενία, θα γίνει πολύ πιο δύσκολη και πιθανώς οι σχέσεις της Δύσης με τον ορθόδοξο κόσμο να πάψουν να χαρακτηρίζονται στον ίδιο βαθμό από την εχθρότητα της προηγούμενης δεκαετίας.

Για να μην βρεθούμε όμως αντιμέτωποι με το άλλο στρατόπεδο, εκείνο του Ισλάμ, θα πρέπει να διατηρήσουμε την αυτονομία μας έναντι της Δύσεως και να συμβάλουμε στην οικοδόμηση ενός αλληλέγγυου κόσμου. Είναι καιρός ν’ αρχίσουμε να βάζουμε τις βάσεις για ένα νέο ρόλο μας στον 21ο αιώνα, όχι πια του συνόρου των πολιτισμών, που συνθλίβεται από τη σύγκρουσή τους, αλλά της γέφυρας των πολιτισμών. Η Δύση και η ισλαμική Ανατολή έχουν ανάγκη από «μεσολαβητές», για να μην οδηγηθεί ο κόσμος στην ανάφλεξη. Το δυτικό εργαλειακό υπόδειγμα και το ισλαμικό φονταμενταλιστικό είναι εξ ίσου αποκλειστικά και ολοκληρωτικά. Ο κόσμος μας έχει ανάγκη από μια νέα πορεία, μια σύνθεση ελευθερίας και ισότητας, ατομικού και συλλογικού, φύσης και τεχνόσφαιρας, ορθού λόγου και συναισθήματος, νεωτερικότητας και παράδοσης. Οι «ενδιάμεσοι» πολιτισμικοί χώροι, και κατ’ εξοχήν ο ελληνικός, έχουν ένα μεγάλο ρόλο να διαδραματίσουν. Είθε αυτές οι νέες προκλήσεις να μας αφυπνίσουν επί τέλους.

Πάντως δεν πρέπει να ξεχνάμε, όσο και αν επιθυμούμε να προσδώσουμε μια αισιόδοξη νότα στον ζόφο των ημερών, πως αυτή τη στιγμή οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί ισοπεδώνουν το Αφγανιστάν, πως ο κίνδυνος γενικότερης ανάφλεξης είναι υπαρκτός και πως οι περιορισμοί των ελευθεριών μας, βραχυπρόθεσμα, είναι βέβαιοι. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η κρίση της παγκοσμιοποίησης, η οποία είναι αναπόφευκτη και μπορεί να αποδειχτεί μακροπρόθεσμα θετική, για την ώρα κινδυνεύει να επιφέρει ακόμα μεγαλύτερη ανέχεια, φτώχεια και αθλιότητα, με την άμεση κατάρρευση των χρηματιστηρίων και των οικονομιών. Πως, σήμερα, ζούμε ακόμα κάτω από τον αστερισμό του πολέμου και της κρίσης και τα μελλοντικά εναλλακτικά σχέδια είναι σχετικά απόμακρα.

Ιδιαίτερα εμείς, στην Ελλάδα, δεν πρέπει να ξεχνάμε την μείζονα υποθήκη της Ολυμπιάδας του 2004 που, πέρα από το δυσβάστακτο οικονομικό κόστος, πέρα από την περιβαλλοντική καταστροφή, πέρα από την επιδείνωση της ισορροπίας της χώρας, με την επίταση της συγκεντροποίησης στην Αθήνα, αποκτά και νέες αρνητικές παραμέτρους. Η διεξαγωγή των Ολυμπιακών στην Αθήνα θα μας εμπλέξει πολύ βαθύτερα στην αντιτρομοκρατική υστερία των Αμερικανών, θα οδηγήσει σε βίαιη περιστολή των δημοκρατικών ελευθεριών –ήδη έχει γίνει αποδεκτή η δυνατότητα έκδοσης Ελλήνων πολιτών σε ξένες χώρες– θα μας ταυτίσει απολύτως με το ένα στρατόπεδο, ενώ θα διακινδυνεύσουμε και πιθανά τρομοκρατικά κτυπήματα στο έδαφός μας.

Οι μεγάλες κρίσεις αποτελούν πάντα μεγάλες ευκαιρίες αλλά εμπεριέχουν και τεράστιους κινδύνους. Η κρίση του 1929, επί παραδείγματι, και οι κοινωνικοί και πολιτικοί μετασχηματισμοί που προκάλεσε, οδήγησε στη διαμόρφωση ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου που εκφράστηκε με τον κεϋνσιανισμό και το κοινωνικό κράτος του σοσιαλ-καπιταλισμού. Όμως αυτή η νέα ισορροπία πραγματοποιήθηκε μετά από δεκαπέντε χρόνια συγκρούσεων, την άνοδο του ναζισμού, έναν νέο παγκόσμιο πόλεμο και τις απίστευτες φρικαλεότητες που τον συνόδευσαν.

Σήμερα, που βρισκόμαστε στην αρχή ενός νέου μεγάλου κρισιακού κύκλου, πρέπει να αντιμετωπίζουμε και τις δύο διαστάσεις των μελλοντικών εξελίξεων, τόσο τις άμεσες, την πιθανότητα δηλαδή αρνητικών εξελίξεων σε πλανητικό και τοπικό επίπεδο, όσο και τις μακροπρόθεσμες, δηλαδή τις εναλλακτικές πιθανότητες για έναν διαφορετικό κόσμο. Είμαστε πεπεισμένοι πως, στην παρούσα σύγκρουση Ισλάμ και Δύσεως, Πρώτου και Τρίτου Κόσμου, δυνάμεων του μετασχηματισμού και συμφερόντων ακινησίας, των λαών και των πολυεθνικών, δεν μπορεί να υπάρξει μια εύκολη και «ειρηνική» διέξοδος και τα κατεστημένα συμφέροντα θα αντιδράσουν με όλες τους τις δυνάμεις. Γι’ αυτό και θα πρέπει να υπερασπιστούμε τις ελευθερίες μας, την υπόστασή μας, ατομική και συλλογική, ταξική και εθνική, και να πάρουμε όλα τα αναγκαία μέτρα για την άμεση αναδιάρθρωση των κοινωνιών μας.

Ταυτοχρόνως, θα πρέπει να διαμορφώσουμε με σύνεση και τόλμη το πρόταγμα του 21ου αιώνα που θα ανανεώσει τα εξισωτικά και απελευθερωτικά οράματα του 20ού σε μια νέα βάση, πλουραλιστική και αληθινά παγκόσμια, στηριγμένη στη συμβολή όλων των παραδόσεων, έχοντας απορρίψει κάθε τι το ολοκληρωτικό και το δυτικοκεντρικό. Η φιλελεύθερη μονοπολική παγκοσμιοποίηση μπήκε σε θανάσιμη αγωνία. Το ερώτημα είναι αν θα έχουμε αντιδραστικές διεξόδους από την κρίση στο άμεσο μέλλον ή αν, με μια εκστατική υπέρβαση, θα εγκαινιάσουμε έναν νέο αλληλέγγυο κόσμο.

Για την Ελλάδα η αυτονομία γίνεται απόλυτη ανάγκη. Άραγε θα πρέπει πρώτα να βιώσουμε την απόλυτη εξάρτηση και υποταγή, θα πρέπει να δοκιμάσουμε νέες εθνικές ταπεινώσεις για να πάρουμε αυτόν τον δρόμο, ή «θα κόψουμε δρόμο» προς μια μετανεωτερική παγκοσμιότητα, που θα στηρίζεται στην αυτονομία και τη συμβολή μας; Όσο ταχύτερα το συνειδητοποιήσουμε τόσο λιγότερες οι ωδίνες του τοκετού.

1. Βλέπε ΟECD, Economic Surveys, Greece, OECD, Παρίσι, Φεβρουάριος. 2001, σ. 104, γραφ. παρ. 19.

2. Για την Τουρκία, βλέπε, Kamuran Bekir Harputlu, La Turquie dans l’ impasse, Ed. Αnthropos, Παρίσι 1974, Les Temps Modernes, No 456-457, 1984, ειδικό τεύχος «Τurquie», Tσαγλάλ Κεϋντέρ, Τουρκία: Δικτατορία και δημοκρατία, Στοχαστής, Αθήνα 1983, Jacob Landau, Παντουρκισμός, εκδ. Θετίλη, Νεοκλής Σαρρής, Οσμανική πραγματικότητα, Αρσενίδης, Αθήνα 1990, Καραμπελιάς Γιώργος (επιμ), Τουρκία, Ισλάμ και κρίση του κεμαλισμού., Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 1997.

3. Turkish Government, Undersecretariat of Treasury, Main Economic Indicators, 7/10/2001.

4. CIA, The World Factbook 2000,Turkey.

5. Dunya on Line, 7/10/2001.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ