Αρχική » Μπορεί ο φονταμενταλισμός να απαντήσει στα προβλήματα;

Μπορεί ο φονταμενταλισμός να απαντήσει στα προβλήματα;

από Άρδην - Ρήξη

Συγγραφέας: Ζιάκας Θεόδωρος

Ο όρος φονταμενταλισμός χρησιμοποιείται σήμερα για μια κατηγορία ιδεολογικών και πολιτικών κινημάτων που εμφανίζονται έπειτα από τη δεκαετία του ’60. Έχει σαφώς υποτιμητική χροιά και υποσημαίνει κάτι το εξαιρετικά επίφοβο. Συχνά διαβάζουμε ότι ο φονταμενταλισμός αποτελεί τον «υπ’ αριθμό ένα» εχθρό της Δύσης, ύστερα από την κατάρρευση του κομμουνισμού.

Τι είναι ωστόσο ο φονταμενταλισμός; Αντιπροσωπεύει πράγματι κάτι το εξ ορισμού εσφαλμένο και κακό; Είναι πράγματι τόσο φοβερός όσο τον παρουσιάζουν;

1. Φονταμενταλισμός=αναθεμελιωτισμός

Αυτό που πριν απ’ όλα χαρακτηρίζει τον φονταμενταλισμό είναι η ταύτισή του με ένα αίτημα «επιστροφής» στα «θεμέλια» μιας καθορισμένης παράδοσης. «Επιστροφής στην αρχική γνησιότητα» (: του δόγματος, του συστήματος προτύπων, του τρόπου ζωής της). Ή «κάθαρσης» της «παραδοσιακής αλήθειας»από τα «επιπρόσθετα» στοιχεία που την έχουν «αλλοιώσει». Είναι λοιπόν φαινόμενο που προϋποθέτει μια παράδοση και αναφέρεται στη σχέση της παράδοσης με τον εαυτό της.

Αναφέρεται επίσης στη σχέση με μιαν άλλη παράδοση, που συμβαίνει να είναι κυρίαρχη. Με το κήρυγμα της επιστροφής στα παραδοσιακά «θεμέλια» αμφισβητείται ευθέως η θεμελίωση του κυρίαρχου σήμερα πολιτισμικού τύπου. Στον πυρήνα του σύγχρονου φονταμενταλισμού υπάρχει, λίγο πολύ, μια θεωρία σύμφωνα με την οποία τα πράγματα δεν μπορούν να διορθωθούν αν δεν πραγματοποιηθεί μια «θεμελιακή» αλλαγή πολιτισμού. Αν δεν αλλάξει «εκ θεμελίων» ο σημερινός κόσμος. Το πολύμορφο αίτημα της «επιστροφής» στα παραδοσιακά «θεμέλια» μορφοποιεί την ενιαία άρνηση των θεμελίων του κυρίαρχου δυτικού πολιτισμού.

Ο σύγχρονος φονταμενταλισμός συγκροτείται λοιπόν πάνω σε δύο σχέσεις-αντιθέσεις. Καθέτως: την αντίθεση της παράδοσης με τον «αυθεντικό» διαχρονικό εαυτό της – το σύστημα των προτύπων της. Οριζοντίως: την αντίθεση με την κυρίαρχη νεωτερική παράδοση. Αυτή η δεύτερη σχέση είναι και το ειδοποιό στοιχείο ταυτότητας του σύγχρονου φονταμενταλισμού, ως διεθνικού και διαπολιτισμικού φαινομένου. Φονταμενταλισμός = ανα-θεμελιωτισμός. [1]

2. Προϋποθέσεις του φονταμενταλισμού

Το περιβάλλον που εκτρέφει τον αναθεμελιωτισμό, είναι πάντοτε ένα περιβάλλον «κρίσης». Όταν τα πράγματα «πηγαίνουν καλά» οι αναθεμελιωτικές προτάσεις φυτοζωούν στο περιθώριο. Κανείς δεν τους δίνει σημασία. Πρέπει να υπάρχουν «πολύ σοβαρά προβλήματα» για να μπορέσει ο φονταμενταλισμός να ανέλθει στο ιστορικό προσκήνιο. Επιπροσθέτως τα προβλήματα που τον γεννούν θα πρέπει να χρονίζουν και να επιδεινώνονται, ενώ παράλληλα θα πρέπει να έχουν αποτύχει όλες οι καθιερωμένες «σύγχρονες λύσεις», ώστε ευλόγως να μπορεί να τεθεί θέμα κοινωνικής «ανα-θεμελίωσης». Ο σύγχρονος φονταμενταλισμός είναι, μ’ αυτή την έννοια, γέννημα της κρίσης της νεωτερικότητας κι’ απ’ αυτήν αντλεί το ιστορικό του νόημα. Σ’ αυτήν πρωτίστως είναι ανάγκη να εμβαθύνουμε αν θέλουμε να κατανοήσουμε τη φύση του.

2.1. Η κρίση της νεωτερικότητας

Το περιβάλλον που εκτρέφει τον σύγχρονο φονταμενταλισμό είναι η κρίση της νεωτερικότητας, δηλαδή του πολιτισμού που θεμελίωσε η Γαλλική Επανάσταση και έχει σήμερα σαν κεντρικό πυλώνα την αμερικανική πλανηταρχία.

Το ειδικό νόημα της κρίσης αυτής, ως «θεμελιακής», αρχίζει να διαμορφώνεται ήδη από τη δεκαετία του ‘60, με φορείς μαζικά κινήματα όπως η Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα και ο Μάης του ‘68 στη Γαλλία. Τα κινήματα αυτά συνέλαβαν τα πολιτισμικά, τα κοινωνικά και τα οικολογικά όρια της νεωτερικότητας. Η κριτική του σοβιετικού μοντέλου οδήγησε π.χ. στη διαπίστωση ότι η βασική θεραπευτική πρόταση της νεωτερικότητας, η μαρξιστική, η οποία υποσχόταν να εξαλείψει την εθνική και την κοινωνική ανισότητα, όχι μόνο δεν έλυνε τα προβλήματα αυτά, αλλά τα αναδημιουργούσε με διαφορετική μορφή. Η εμπειρία των εθνικο-απελευθερωτικών κινημάτων, από την άλλη πλευρά, απέδειχνε ότι, παρά τις άριστες προθέσεις τους, τα κινήματα αυτά αναπαράγουν την εξάρτηση από την οποία θέλουν να απαλλαγούν. Από την αποικιοκρατία περάσαμε στη νεο-αποικιοκρατία. Κι απ’ αυτήν στη σημερινή πλήρη εξάρτηση και συγχρόνως περιθωριοποίηση-καταστροφή του Τρίτου Κόσμου. Οι ελπίδες να «φθάσουμε» τις δυτικές χώρες, είτε από τον δρόμο της εισαγωγής των κλασικών εθνο-δημοκρατικών θεσμών, είτε από τη σοσιαλιστική «παρακαμπτήριο», αποδείχτηκαν ευσεβής πόθος. Τα οικολογικά του όρια κλείνουν πλέον τον δρόμο στην οικουμενική εφαρμογή του νεωτερικού προτύπου. Το φαινόμενο του θερμοκηπίου, για παράδειγμα, δεν επιτρέπει στα εκατοντάδες εκατομμύρια των Κινέζων και των Ινδών να αποκτήσουν αυτοκίνητο.

Ο υπαρκτός σοσιαλισμός, ως νεωτερική συνταγή, κατέρρευσε, συμπαρασύροντας και πολλές από τις κατακτήσεις του ίδιου του δυτικού εργατικού κινήματος. Η κατάρρευσή του απελευθέρωσε τον καπιταλισμό από το κυριότερο αντίπαλο δέος του. Η αθλιότητα του Τρίτου Κόσμου μπορεί πλέον να αναπαράγεται ανοιχτά, ακόμα και στα ίδια τα μητροπολιτικά κέντρα, όπου ψαλιδίζεται απροκάλυπτα το σοσιαλδημοκρατικό «κοινωνικό συμβόλαιο»: το κράτος πρόνοιας και πλήρους απασχόλησης. Έτσι βρισκόμαστε σήμερα σε μια κατάσταση όπου ενώ διεψεύσθη η όλη πρόταση του Μαρξ, μοιάζει ωστόσο να επαληθεύεται πλήρως η περιφρονημένη πρόρρησή του για την «απόλυτη εξαθλίωση», ως νόμου ανάπτυξης του καπιταλισμού. Ποτέ άλλοτε οι εθνικές και οι κοινωνικές ανισότητες δεν φαίνεται να ήταν τόσο μεγάλες και τόσο καταστροφικές, για τους λαούς του κόσμου, όσο σήμερα. Και ποτέ άλλοτε ο άνθρωπος δεν στεκόταν τόσο ανήμπορος να τις αντιμετωπίσει.

Η κατάρρευση των οραματικών διεξόδων της νεωτερικότητας θέτει σε αμφισβήτηση την οικουμενικότητά της. Προκύπτουν έτσι σοβαρές επιπλοκές στους ιδεολογικούς μηχανισμούς αποικισμού του φαντασιακού των απόκληρων λαών, εκ μέρους της νεωτερικότητας. Το καταναλωτικό πρότυπο είναι ακαταμάχητο, αλλά απρόσιτο. Οι απωθημένες προνεωτερικές μορφές κοινωνικού φαντασιακού αρχίζουν έτσι να «απελευθερώνονται». Η αφύπνισή τους τροφοδοτεί τάσεις ανανοηματοδότησης του εθνικού και του οικουμενικού «Κοινού Λόγου», των πολιτισμικών ταυτοτήτων και της πολιτισμικής συνοχής. Οι προνεωτερικές παραδόσεις, «οικουμενικές» και «εθνικές», βγαίνουν τώρα στην επιφάνεια, για να δοκιμαστούν σαν έδαφος αναδίπλωσης «έξω από το σύστημα». Σαν αρχιμήδειο εφαλτήριο για τη ζητούμενη αποδέσμευση από τον «νόμο της εξαθλίωσης».

2.2. Η ανεπάρκεια των προνεωτερικών παραδόσεων

Ο αναθεμελιωτισμός συνδέεται όχι μόνο με την κρίση της νεωτερικότητας αλλά και με την κρίση των προνεωτερικών παραδόσεων, η οποία είναι προγενέστερη της νεωτερικότητας. Όταν η νεωτερικότητα έκανε την εμφάνισή της οι ισλαμικές, οι ινδουιστικές, οι κομφουκιανές και λοιπές κοινωνίες, ήταν ήδη στάσιμες και σάπιες από αιώνες. Τα προβλήματα επομένως των κοινωνιών αυτών δεν μπορούν να αποδοθούν αποκλειστικά στη νεωτερική παράδοση, αλλά και στην ανεπάρκεια των δικών τους παραδόσεων. Η γενικευμένη άλλωστε προσφυγή στην εθνο-δημοκρατική ή τη σοσιαλιστική διέξοδο, τις οποίες προσέφερε η νεωτερικότητα, πρέπει να καταγραφεί ως αποτέλεσμα της αδυναμίας των ιθαγενών παραδόσεων να δώσουν προοπτική στους λαούς τους. Φυσικά η ανεπάρκεια των προνεωτερικών παραδόσεων διαφέρει κατά περίπτωση. Όμως η ύπαρξή της είναι αναμφισβήτητη. Είναι βασική παράμετρος του προβλήματος και χωρίς αυτήν δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τις αιτίες και τους τρόπους κυριάρχησής τους από τη νεωτερικότητα. Ούτε να συλλάβουμε τους εγγενείς περιορισμούς με τους οποίους είναι συνυφασμένα τα αναθεμελιωτικά κινήματα. [2]

3. Ο αναθεμελιωτισμός και η εθνική αλλοτρίωση

Ο σύγχρονος πολιτισμός είναι δομή παραδόσεων με κυρίαρχη τη νεωτερική- δυτική παράδοση. Τα έθνη είναι επίσης σχηματισμοί παραδόσεων, με κεντρική, περιφερειακές και κυρίαρχη παράδοση. [3] «Κεντρική» είναι η πλειοψηφικότερη σε κάθε έθνος ιστορική παράδοση. «Κυρίαρχη» είναι εκείνη, της οποίας το σύστημα προτύπων (το σύστημα διαμόρφωσης και ιεράρχησης των αναγκών), καθορίζει τον καθημερινό βίο των οπαδών της κυριαρχούμενης παράδοσης. Η κυριαρχία ολοκληρώνεται σε εθνική αλλοτρίωση, όταν η κυρίαρχη παράδοση ελέγχει την παιδεία της κεντρικής παράδοσης ενός εθνικού σχηματισμού. Σε προχωρημένα μάλιστα στάδια εθνικής αλλοτρίωσης η πνευματική ηγεσία της κυριαρχούμενης παράδοσης δεν αντιλαμβάνεται καν τον ετεροκαθορισμό της παιδείας της. [4]

Η κυριάρχηση-αλλοτρίωση της κεντρικής παράδοσης κατοχυρώνεται από ειδικούς μηχανισμούς συναρθρωμένους με την πολιτική εξουσία. [5] Απώτερος στόχος των μηχανισμών ελέγχου είναι η χειραγώγηση-νόθευση της παιδείας που η κυριαρχούμενη παράδοση παρέχει στον εαυτό της. Με μια λέξη: ο «εκνεωτερισμός» της προνεωτερικής παράδοσης. Άμεσος στόχος των μηχανισμών αυτών είναι ο έγκαιρος αποκλεισμός, από τις ηγετικές βαθμίδες της παράδοσης, κάθε πιθανού αμφισβητία της αλλοτρίωσης. Το φαινόμενο δεν ερμηνεύεται φυσικά με όρους «συνωμοσίας», παρ΄ όλο που η «συνωμοσία» πάντοτε υπάρχει. Ερμηνεύεται πρωτίστως από την κρίση-αδυναμία της ίδιας της κυριαρχούμενης παράδοσης. Χωρίς τη συνειδητοποίηση του περιεχομένου αυτής της αδυναμίας είναι λογικώς αδύνατη η άρση της εθνικής αλλοτρίωσης.

Η πνευματική ηγεμονία της νεωτερικής παράδοσης στον σύγχρονο κόσμο έχει, λοιπόν, σαν περιεχόμενο την πνευματική αλλοτρίωση των «παραδοσιακών» παραδόσεων. Αυτή έχει με τη σειρά της, ως αποτέλεσμα, οι ιθαγενείς πρακτικές να αποκλίνουν τελείως από τα πρότυπα της κυριαρχούμενης παράδοσης, αλλά σε σημαντικό βαθμό και από τα πρότυπα της κυρίαρχης. [6]

3.1. Η εσωτερική πόλωση της παράδοσης

Όταν, λοιπόν, μιλάμε για την «Παράδοση» ποιά ακριβώς παράδοση εννοούμε; Αυτό που είναι πραγματικά η παράδοση, τελώντας υπό καθεστώς αλλοτρίωσης, ή «κάτι άλλο»; Γύρω από το ερώτημα αυτό οι δυνάμεις της «παράδοσης» πολώνονται μεταξύ ενός «συντηρητικού» πόλου, ο οποίος ταυτίζει την παράδοση με τη «νεωτερική» προσαρμογή της και ενός «ριζοσπαστικού» πόλου, επικαλούμενου την προνεωτερική «γνησιότητα» της παράδοσης. Η «συντηρητική» πλευρά εξισώνοντας την παράδοση με την αλλοτριωμένη μορφή της, κλείνει τους δρόμους στην έξοδο από την κρίση. Καθώς έχει συμβιβασθεί με τα νεωτερικά πρότυπα βίου, αναπαράγοντας την κυριαρχία τους, είναι και η ίδια μέρος του προβλήματος.

Η «ριζοσπαστική» πτέρυγα, από το άλλο μέρος, είναι αναγκασμένη να κάνει διμέτωπο αγώνα. Αμφισβητεί, αφ’ ενός την κυριαρχία της δυτικής παράδοσης και αφ’ ετέρου, την αλλοτρίωση της ντόπιας παράδοσης, ερχόμενη σε σύγκρουση με μηχανισμούς τους. Χτυπιέται έτσι τόσο από τους «φωταδιστές», όσο και από τους «σκοταδιστές». Η θέση της είναι πολύ εκτεθειμένη. Καθίσταται δε ιδιαζόντως δυσχερής, στο μέτρο που καλείται, συγχρόνως, να περάσει από το ριζοσπαστικό αίτημα στη ριζοσπαστική πράξη: στην υποτιθέμενη «γνήσια» ενσάρκωση των παραδοσιακών προτύπων.

Η πόλωση αυτή αποτελεί σήμερα την κύρια εσωτερική αντίθεση κάθε ενεργού παραδόσεως και είναι ιδιαίτερα φανερή στον χώρο του Ισλάμ. Τη ζήσαμε και στην περίπτωση του μαρξισμού, στην τελευταία φάση του, των δεκαετιών ‘60 και ‘70, όπου πλήθος κινημάτων «επιστροφής στην αρχική γνησιότητα», ενέπνευσαν την τότε διεθνή νεολαία. [7]

3.2. Η κρίση της εθνικής αλλοτρίωσης

Η εθνική αλλοτρίωση είναι ο ανάπηρος τρόπος μετοχής των μη δυτικών λαών στον νεωτερικό Λόγο. Ο φονταμενταλισμός όμως γεννιέται από την κατάρρευση των οραματικών διεξόδων της νεωτερικότητας. Από το κλείσιμο των δρόμων εκνεωτερισμού της περιφέρειας. Είναι επομένως προϊόν όχι της εθνικής αλλοτρίωσης αλλά της κρίσεώς της. Η κρίση της νεωτερικότητας συμβαδίζει δηλαδή με την κρίση της εθνικής αλλοτρίωσης. Η κρίση της εθνικής αλλοτρίωσης είναι βασικός τρόπος εκδήλωσης της νεωτερικής κρίσης στους περιφερειακούς εθνικούς σχηματισμούς.

Προφανώς η άρση της εθνικής αλλοτρίωσης εξαρτάται από την εξέλιξη της πόλωσης στο εσωτερικό της κεντρικής παράδοσης των περιφερειακών εθνικών σχηματισμών. Από την έκβαση του διμέτωπου αγώνα που κάνει εκεί η «ριζοσπαστική»-αναθεμελιωτική πλευρά της. Μπορεί επομένως να συλληφθεί είτε ως «αποκοπή» από τον Λόγο της νεωτερικότητας και εγκλεισμός στο εσωτερικό ενός «καθαρώς» παραδοσιακού αντι-νεωτερικού Λόγου, είτε ως μετοχή σε έναν μετα-νεωτερικό Λόγο.

Ας υποθέσουμε ότι μετανεωτερική διέξοδος δεν διαμορφώνεται και οι πλούσιες χώρες δεν κάνουν τίποτα για να μειώσουν το χάσμα Βορρά-Νότου. Τότε η δράση του δημογραφικού παράγοντα και η ηθική διάβρωση, θα φέρουν κάποια στιγμή την κατάρρευση της νεωτερικότητας. Οι προνεωτερικές παραδόσεις θα έχουν «νικήσει». Επειδή όμως δεν θα είναι σε θέση να ενοποιήσουν τον κόσμο (στο παρελθόν όλες τους απέτυχαν να γίνουν οικουμενικές) θα περάσουν υποχρεωτικά από τον φαύλο κύκλο της αμοιβαίας εξόντωσης, πριν καταλήξουν σ’ ένα ασταθές σύστημα ισορροπίας. Το είδαμε σε μικρογραφία στη Βοσνία. Η ενδεχόμενη κατάρρευση του Βορρά και η ντε-φάκτο επιβολή του φονταμενταλισμού, μ’ αυτή την έννοια, θα ήταν πράγματι μια φρικαλέα προοπτική.

Επομένως ο αγώνας για την άρση της εθνικής αλλοτρίωσης έχει προοπτική μόνο στο μέτρο που προσλαμβάνει μετανεωτερικό περιεχόμενο. Στο μέτρο δηλαδή που ο αναθεμελιωτισμός λύνει τα προβλήματα της νεωτερικότητας. Το πολύ κρίσιμο ερώτημα αν αυτό είναι δυνατόν θα το θίξουμε πιο κάτω.

4. Αναθεμελιωτισμός και ηγετικές ομάδες

Κάθε παράδοση έχει έναν πόλο «δημώδη»-λαϊκό και έναν πόλο «λόγιο»-ηγετικό. Μεταξύ τους υπάρχει σχέση ανατροφοδοτική: καλλιέργεια-συστηματοποίηση-εκλαϊκευση των συλλογικών προτύπων.

Στον ηγετικό πόλο διακρίνουμε τρεις ομάδες ανθρώπων, ανάλογα με τη θέση τους απέναντι στο κοινό σύστημα προτύπων: Έχουμε αυτούς όπου το πρότυπο και η πράξη εναρμονίζονται. Αυτούς που ενώ πιστεύουν στο κοινό πρότυπο η πράξη τους είναι ασύμφωνη. Και τέλος εκείνους που ενώ έχουν κοινές καταβολές με τους προηγούμενους δεν πιστεύουν στα παραδοσιακά πρότυπα. Είναι, περίπου, η τυπολογία της Βίβλου: «εσαίοι», «φαρισαίοι» και «σαδουκαίοι». Ένα σχήμα με τρεις ομόκεντρους κύκλους, όπου τα όρια είναι ρευστά και ασαφή.

Στον πρώτο κύκλο ο αναθεμελιωτισμός προσλαμβάνει ριζοσπαστική-ζηλωτική μορφή. Εκεί συγκροτείται ο πυρήνας του αναθεμελιωτισμού, με δύο συνήθως μορφές: τον «κομισάριο και τον γιόγκι». Τον εξωστρεφή και τον εσωστρεφή ζηλωτή. Ο πρώτος συγκεντρώνει την προσοχή του στην αλλαγή του συλλογικού υποκειμένου και αγωνίζεται για τη ριζική κοινωνική επανάσταση. Ο δεύτερος θεωρεί, ως πρώτιστη και επαρκή προϋπόθεση, την αλλαγή του ατομικού υποκειμένου και ζητά να επέμβει στις μυστικιστικές καταβολές της υποκειμενοποίησης. Παράδειγμα: τα «κόμματα του θεού» και η άνθιση του σουφισμού στο Ισλάμ.

Ο «φαρισαίος», αντιστοιχεί στον άνθρωπο που πιστεύει στην «υπεροχή της παράδοσης», αλλά η πίστη του μένει στα λόγια, γιατί η καθημερινή του ζωή ανήκει στη νεωτερικότητα και έχει ανάγκη τα αγαθά της. Είναι ακριβώς ο τύπος που ζητά την επιβολή του ισλαμικού νόμου, χωρίς να αρνείται τη δυτική τεχνολογία. Νομίζει ότι μπορεί να έχει τα αγαθά των «απίστων», χωρίς την «απιστία» τους. Αν ο τύπος του ζηλωτή-«εσαίου» είναι η «πρωτοπορία» του φονταμενταλισμού, ο τύπος του «φαρισαίου» είναι το ευρύτερο «μετωπικό» του στήριγμα. Ο «μαζικός χώρος» του.

Τέλος ο τρίτος τύπος, ο τύπος του «σαδουκαίου», που αντιστοιχεί στις κυρίαρχες και συνδεδεμένες με τη Δύση πολιτικές και οικονομικές ομάδες, δεν πιστεύει φυσικά παρά μόνο στο συμφέρον του. Αναγκασμένος όμως να αναγνωρίσει τη «σημασία της παράδοσης» και αποδεχόμενος τη «στροφή» σ’ αυτήν, προσπαθεί να της προσδώσει «εκσυγχρονιστικό» περιεχόμενο. Αν απέτυχε ο εθνοδημοκρατικός και ο σοσιαλιστικός δρόμος προς τον «εκσυγχρονισμό», γιατί να μην είναι καταλληλότερος ο «ισλαμικός δρόμος»; Στη βάση αυτή μπορεί π.χ. ο βασιλιάς της Σαουδικής Αραβίας, που όπως κάθε βασιλιάς ενδιαφέρεται πρωτίστως για την εξουσία του, να υποστηρίζει τη μίξη ισλαμικού νόμου και δυτικής τεχνικής.

Τα αναθεμελιωτικά κινήματα ξεκινούν από το εσωτερικό της ζηλωτικής πρωτοπορείας και προσπαθούν να διαπεράσουν το «φαρισαϊκό» κέλυφός της, για να μπορέσουν να επηρεάσουν το πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον. Στη δυναμική τους αυτή αντλούν τους απαραίτητους «φαρισαίους» και «σαδουκαίους», από τη δεδομένη δομή της παράδοσης, απομονώνοντας τα «συντηρητικά» στοιχεία. Έτσι η πόλωση σχίζει κάθετα τον κορμό της παράδοσης. Όταν μάλιστα διαπεράσει τον μαζικό περίγυρο μπορεί, ο φονταμενταλισμός, να αφομοιώσει και το «άλλο κομμάτι» της παράδοσης και να πάρει την εξουσία. Είναι η περίπτωση της Περσίας.

Βασικό λάθος των αναλυτών του φονταμενταλισμού είναι ότι δεν αντιλαμβάνονται την ομαδική τυπολογία μέσα στην οποία εκδηλώνεται και αναπτύσσεται. Πώς γίνεται και το πρόβλημα της «αναθεμελίωσης» κρίνεται στο επίπεδο ενός σχετικά μικρού αριθμού ανθρώπων.

5. Η επιστημολογική νομιμότητα του αναθεμελιωτισμού

Είναι ο αναθεμελιωτισμός μια επιστημολογικά νόμιμη πρόταση; Ας εξετάσουμε το ερώτημα.

Η βασική ιδέα του αναθεμελιωτισμού είναι ότι τα μεγάλα προβλήματα της εποχής μας (το ανθρωπολογικό, το οικολογικό, το εθνικό, το κοινωνικό) προκύπτουν από την ίδια τη θεμελίωση του νεωτερικού πολιτισμού και δεν μπορούν να λυθούν χωρίς την αντικατάστασή της, χωρίς την προσφυγή σε μιαν άλλη κοινωνική οντολογία. Η ιδέα αυτή προϋποθέτει ότι: α) Η διαχρονική ταυτότητα του σύγχρονου πολιτισμού εξασφαλίζεται πράγματι από τη θεμελίωσή του σε ένα διαχρονικό σύστημα προτύπων. Και β) ότι το εν λόγω σύστημα αφορά τα πρότυπα που κατευθύνουν τον σχηματισμό του υποκειμένου. (Τον πολιτισμό τον κάνουν τα υποκείμενα, οπότε η υποτιθέμενη διαχρονική ενότητά του είναι δυνατόν να εξασφαλίζεται μόνο αν αυτά υπόκεινται σε ένα διαχρονικό σύστημα προτύπων υποκειμενοποίησης). [8]

Αν οι παραδοχές αυτές είναι επιστημολογικώς νόμιμες, τότε το ερώτημα, αν μια συγκεκριμένη αναθεμελιωτική πρόταση είναι ή όχι σωστή, εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από τα ακόλουθα ερωτήματα: α) Είναι σωστή η συγκεκριμένη ανάλυση εντοπισμού της «παθολογικής» διαχρονικής θεμελίωσης του νεωτερικού πολιτισμού; β) Είναι σωστή η συγκεκριμένη ανάλυση, που εξαρτά την αποφυγή της περαιτέρω καταστροφικής επιδείνωσης των μεγάλων προβλημάτων του σημερινού κόσμου, από την αλλαγή της νεωτερικής πολιτισμικής θεμελίωσης; γ) Έχει αναλυτική και εμπειρική τεκμηρίωση η προσδοκία ότι η προτεινόμενη «νέα θεμελίωση» θα επιτρέψει την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση, αν όχι την πρόληψη, των προβλημάτων αυτών;

Βεβαίως δεν αποκλείεται η όποια αναθεμελιωτική πρόταση να αφορά φαντασιακή «αναβίωση» νεκρών πολιτισμικών μορφών. Πριν όμως κρίνουμε και απορρίψουμε έναν φονταμενταλιστικό κίνημα πρέπει πρώτα να το μελετήσουμε. Και μάλιστα όχι στο κέλυφός του αλλά στον ριζοσπαστικό πυρήνα του, τον επαναστατικό και τον μυστικιστικό. Δεν μπορεί να σταθεί μια θέση άρνησης ή κατάφασης του φονταμενταλισμού γενικά.

Αυτό που μπορεί να τεθεί, ως γενικό πρόβλημα, είναι αν μπορεί ένα κίνημα, που αναπτύσσεται σε συνθήκες εθνικής αλλοτρίωσης, να απαλλαγεί απ’ αυτήν και να ανταποκριθεί στο ζητούμενο: τη μετανεωτερική απάντηση στα οικουμενικά προβλήματα της νεωτερικότητας. Το ερώτημα είναι συμμετρικό με το αν μπορεί ένα αντίστοιχο κίνημα στα κέντρα του συστήματος να υπερβεί τους γνωσιολογικούς φραγμούς του νεωτερικού «παραδείγματος» και να εκπονήσει μετανεωτερικές προτάσεις. Οι περιορισμοί και των δύο είναι βεβαίως τεράστιοι. Αν όμως υποθέσουμε ότι τα δύο κινήματα «συνδυάζονται», οι περιορισμοί μπορούν ίσως να υπερβαθούν, γιατί εν πολλοίς έχουν συμμετρικό χαρακτήρα. Τετριμμένο παράδειγμα: εργαλειακή μονομέρεια του «δυτικού» Λόγου – συναισθηματική μονομέρεια του «ανατολικού» Λόγου.

Αν προσέξουμε τις πνευματικές εξελίξεις, στο επίπεδο των «εσαίων» της νεωτερικότητας, θα διαπιστώσουμε ότι οι προϋποθέσεις του συνδυασμού διαμορφώνονται εδώ και πολύν καιρό. Μεταξύ των μεγάλων φυσικών και μαθηματικών ο εργαλειακός-ντετερμινιστικός Λόγος έχει ήδη ξεπεραστεί. Το νεωτερικό παράδειγμα έχει διαρραγεί. Γι’ αυτό και μπορούν π.χ. διάσημοι επιστήμονες να συσχετίζουν τη μοντέρνα φυσική με το …Ταό. Όμως το νεωτερικό-νευτώνιο παράδειγμα εξακολουθεί, ακόμη, να κυριαρχεί απόλυτα στις λεγόμενες «επιστήμες του ανθρώπου».

Μεγάλο πρόβλημα είναι, από την άλλη πλευρά, ότι οι προνεωτερικές παραδόσεις ενώ προσφέρουν ερείσματα αποδέσμευσης από τον εργαλειακό Λόγο, τα πνευματικά τους πρότυπα είναι, εν γένει, κολλεκτιβιστικά. Οι ιδέες και οι πρακτικές τους αποβλέπουν στην εξάλειψη του Εγώ: της προσωπικής ετερότητας και της ατομικότητας. Πράγμα που έρχεται σε αντίθεση με το ανθρωπολογικό αίτημα της νεωτερικής κρίσης. Η κρίση αυτή είναι κατά βάθος κρίση της νεωτερικής εξατομίκευσης. Κατάρρευση της ατομικότητας, οφειλόμενη στην προϊούσα αυτοματοποίηση, όχι μόνο της παραγωγής και της διοίκησης, αλλά και της ίδιας της ψυχής του ανθρώπου. Το ζητούμενο δεν είναι η εξάλειψη της ατομικότητας, αλλά η αποκατάστασή της σε ένα ανώτερο επίπεδο, ώστε να γίνει ικανή να υπερβεί την αυτονομία των συστημάτων.

Συνυφασμένος με τη μεταφυσική απροσωπία είναι κι ο μανιχαϊστικός περιορισμός της αλήθειας σε προνόμιο των λίγων «εκλεκτών», μακριά από τη βέβηλη πλέμπα. Αυτό το πνεύμα της κάστας, η θεωρητική βάση του ανατολικού δεσποτισμού, βρίσκεται σε οξύτατη αντίθεση με τις δημοκρατικές αξίες του σύγχρονου ανθρώπου. [9]

Αν επομένως δεν περάσουν, οι ριζοσπαστικές δυνάμεις της περιφέρειας, σε μια θετική στάση απέναντι στην εξατομίκευση και το δημοκρατικό πνεύμα, είναι αδύνατο να συλλάβουν τη μετανεωτερική διέξοδο από την εθνική αλλοτρίωση.

[1] Η διττή υφή του φονταμενταλισμού είναι εμφανέστερη στην περιφέρεια Στα κέντρα η προσφυγή στα «θεμέλια» κάποιας άλλης παράδοσης συνήθως απουσιάζει. Π.χ. φονταμενταλιστές του φανταστικού, πράσινοι φονταμενταλιστές, προτεσταντικές σέχτες, New Age κ.ά. Η αναθεμελίωση ζητεί εδώ τα περιεχόμενά της κυρίως στο «μέλλον» και όχι στο «παρελθόν». Η διάκριση είναι ωστόσο επιφανειακή, διότι είτε με τη «φυγή προς τα πίσω» είτε με τη «φυγή προς τα μπρος,», ανήκουμε στο παρόν, απ’ όπου και αντλούνται τα πραγματικά περιεχόμενα του αναθεμελιωτισμού

[2] Η ανεπάρκεια των προνεωτερικών παραδόσεων, ως συντελεστής της κυριάρχησής τους από τη νεωτερική παράδοση, είναι ένα από τα θέματα ταμπού, μεταξύ των παραδοσιακών κύκλων των χωρών της περιφέρειας. Αφού η συγκεκριμένη παράδοση δόθηκε από τον ίδιο τον Θεό πώς θα μπορούσε να είναι ατελής-ανεπαρκής; Αντί να διαστείλουν τον Θεό από τους ανθρώπους και να αναρωτηθούν για τα σφάλματα των ανθρώπων, προτιμούν να εξηγούν την ήττα της παράδοσης με το αφελέστατο σχήμα: βάρβαροι-προδότες. Είναι το σχήμα που εφάρμοζε ο Στάλιν για να δικαιολογήσει την αντίφαση ανάμεσα στα πρότυπα της κομμουνιστικής παράδοσης και στην πρακτική της. Βεβαίως η σοβιετική υπερδύναμη δεν έπεσε από τον συνδυασμό «καπιταλιστικής περικύκλωσης» και «εσωτερικής προδοσίας». Έπεσε για λόγους καθαρά «εσωκομμουνιστικούς». Και όταν οι «βάρβαροι» είχαν ηττηθεί προ πολλού (Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος). Με το ίδιο σχήμα «εξηγείται», από τους περισσότερους δικούς μας, και η πτώση της βυζαντινής υπερδύναμης στα χέρια αριθμητικά ασήμαντων νομαδικών φυλών. Η «παρατεταμένη βαρβαρική περικύκλωση», μαζί με την «εσωτερική προδοσία» (αιρέσεις κ.λπ.), συν κάποια κερκόπορτα, φέρονται ως η «αιτία» της Άλωσης. Βεβαίως υπάρχουν και εκείνοι που πηγαίνουν βαθύτερα, αλλά αρκούνται στα σφάλματα των πολιτικών, ή στη θηριώδη ιδιοτέλεια των αρχουσών τάξεων. Δεν αντιλαμβάνονται ότι το θέμα είναι κατά βάθος πνευματικό. Οπότε τα σφάλματα πρέπει να αναζητηθούν στις επιλογές της πνευματικής ηγεσίας. Των αγίων και όχι των αυτοκρατόρων.

[3] Βλ. Θ. Ζιάκας, Έθνος και Παράδοση, Μέρος ΙΙ, ΙΙΙ. Αιγαίον και Εναλλακτικές Εκδόσεις, Λευκωσία-Αθήνα 1993.

[4] Όπως έδειξε ο Χρήστος Γιανναράς, στο έργο του «Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα», τους τελευταίους αιώνες κυριαρχούν στην ορθόδοξη παράδοση τα δυτικά θρησκευτικά πρότυπα, ενώ οι εκπρόσωποί της νομίζουν ειλικρινά ότι κάνουν αγώνα εναντίον της Δύσης. Ακόμα και ασκητικά πρότυπα ξένα προς την ορθόδοξη παράδοση αποκτούν ορθόδοξη περιωπή, όπως π.χ. τα «Πνευματικά Γυμνάσματα» του Ιγνάτιου Λογιόλα, ή ο «Αόρατος Πόλεμος» του Λορέντζο Σκούπολι, που εκδίδονται, χωρίς το όνομα του συγγραφέα τους, από τον άγιο Νικόδημο τον αγιορείτη..!

[5] Η τεκτονική Στοά της οδού Αχαρνών π.χ. μπορεί, αξιοποιώντας τους όρους του κληροδοτήματος, να ελέγχει το Δ.Σ. της Ριζαρείου Σχολής, από την οποία βγαίνει ο μεγαλύτερος αριθμός των ιερέων της ελλαδικής Εκκλησίας. Εξ άλλου για να γίνεις επίσκοπος πρέπει να έχεις περάσει από θεολογική σχολή φτιαγμένη κατά τα προτεσταντικά πρότυπα. Ο παραδοσιακός μηχανισμός αναπαραγωγής της εκκλησιαστικής ηγεσίας, το ορθόδοξο μοναστήρι, εξοστρακίζεται στο περιθώριο της εκκλησιαστικής ζωής, ως τις μέρες μας. Άλλο παράδειγμα μηχανισμού ελέγχου είναι το μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία. Καθώς το μάθημα αυτό δεν έχει καμιά σχέση με την εκκλησιαστική εμπειρία, νοθεύει το φρόνημα της ίδιας της ορθόδοξης παράδοσης και συνάμα της προσάπτει προθέσεις παραβίασης της ελευθερίας εκείνων των μαθητών που δεν θα ήθελαν να είναι ορθόδοξοι, -προθέσεις που είναι έξω από το πνεύμα και το γράμμα του Ευαγγελίου.

[6] Στη σημερινή Ελλάδα, για παράδειγμα, δεν έχουμε ούτε νεωτερικό κοινοβουλευτισμό ούτε παραδοσιακό κοινοτισμό, αλλά πελατειακό σύστημα. Επίσης: ο Έλληνας δεν είναι, στην πράξη, ούτε καθολικός, ούτε προτεστάντης, ούτε άθεος. Δεν είναι όμως ούτε ορθόδοξος. Γίνεται λίγο απ’ όλα και τίποτα. «Διχασμένη προσωπικότητα», που για να αποφύγει την αντίφαση έχει μάθει να αρκείται στην επιφάνεια των πραγμάτων. Όλη η φοβερή προσπάθεια εκνεωτερισμού του έχει καταλήξει σε φιάσκο. Οι νεωτεριστές το αναγνωρίζουν, αλλά στρουθοκαμηλικά το αποδίδουν στη δήθεν «αντίσταση» των «σκοταδιστικών» ηγεσιών της «άλλης πλευράς».

[7] Στην Ελλάδα σήμερα, παρ’ ότι τα πράγματα κινούνται σε χαμηλούς τόνους, η αντίθεση είναι επίσης ορατή. Οι πλέον καλοπροαίρετοι, εκ των «συντηρητικών», αντικρίζουν το πρόβλημα από μια πολύ εμπεδωμένη ανιστορική αντίληψη. Από την προφανή αλήθεια ότι η απόκλιση πράξης – ιδανικού είναι φυσιολογική, οδηγούνται στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα: «πάντα έτσι είχαν τα πράγματα»! Δεν αντιλαμβάνονται ότι το θέμα δεν είναι η διαφορά ιδανικού-πραγματικού. Πράγματι, αυτή θα υπάρχει πάντοτε, εφόσον ο άνθρωπος δεν γεννιέται ώριμο ελεύθερο υποκείμενο, αλλά καλείται να γίνει με τις δικές του προσπάθειες, που προϋποθέτουν το σφάλμα και την αποτυχία. Το θέμα είναι άλλο και φαίνεται μόλις διατυπωθούν τα ακόλουθα ερωτήματα: Μήπως είναι διαφορετικές οι επιπτώσεις στην πραγμάτωση του ιδανικού της παράδοσής σου, όταν η παιδεία της, αντί να κατευθύνεται απ’ αυτή την ίδια, κατευθύνεται από μιαν άλλη παράδοση, προς διαμετρικώς αντίθετα πρότυπα; Είναι δυνατόν να διατηρεί τον χαρακτήρα της μια παράδοση όταν υπόκειται, για αρκετές γενιές, σ’ έναν τέτοιο ετεροκαθορισμό;

[8] Θ. Ζιάκας, Η ‘Εκλειψη του Υποκειμένου. Δόμος Αθήνα 1996.

[9] Το γενικότερο αυτό πρόβλημα δεν αφορά την ελληνική παράδοση, η προσωποκεντρική οντολογία της οποίας υπερβαίνει το δίπολο ατομικισμού-κολλεκτιβισμού και θεωρεί τους ανθρώπους εξ ίσου αγαπητούς από τον απροσωπόληπτο Τριαδικό Θεό. Αυτή η ενικότητα της ελληνικής παράδοσης δημιουργεί, κάποιες ειδικές δυνατότητες. Όμως η ευτυχής εξαίρεση δεν απαλλάσσει τον ελληνικό αναθεμελιωτισμό από την υποχρέωση να συνειδητοποιήσει τους εσωτερικούς λόγους που οδήγησαν την ελληνική παράδοση στο ιστορικό περιθώριο και τον Ελληνισμό στην έσχατη πνευματική αλλοτρίωση. (Βλ. Η Έκλειψη του Υποκειμένου, ό.π.)

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ