Αρχική » Πέρα από το μύθο και την εκκοσμίκευση

Πέρα από το μύθο και την εκκοσμίκευση

από Άρδην - Ρήξη

του Σ. Μιχαήλ
1. Ο Πάρ­σιφαλ κι ο Ρα­κο­συλ­λέ­κτης
“Μύ­θος θα υ­πάρ­χει πά­ντα ό­σο υ­πάρ­χει κι ο τε­λευ­ταί­ος ζη­τιά­νος”1 – εί­πε ο σο­φός ρα­κο­συλ­λέ­κτης των Μο­ντέρ­νων Και­ρών, ο Βάλ­τερ Μπέν­για­μιν α­πό το Βε­ρο­λί­νο, που τον εί­πα­νε και “μαρ­ξι­στή ρα­βί­νο”.
Αιώ­νες τώ­ρα, η εκ­κο­σμί­κευ­ση δια­τεί­νε­ται ό­τι πο­λε­μά­ει τους μύ­θους. Οι ζη­τιά­νοι πά­ντως πλημ­μυ­ρί­ζουν τους δρό­μους στις με­γα­λου­πό­λεις. Η εκ­κο­σμί­κευ­ση δεν έ­δω­σε τρο­φή στον πει­να­σμέ­νο ού­τε νε­ρό στον δι­ψα­σμέ­νο, δεν α­νά­παυ­σε τους κο­πιώ­ντας και πε­φορ­τι­σμέ­νους, δεν μοι­ρά­στη­κε τη φυ­λα­κή με τον φυ­λα­κι­σμέ­νο – για να μη μι­λή­σει κα­νείς για την α­πε­λευ­θέ­ρω­σή του ή και την κα­τάρ­γη­ση των φυ­λα­κών. Γκρέ­μι­σε, εί­ναι α­λή­θεια, προ­λή­ψεις. Έ­χτι­σε, ό­μως, και τον μύ­θο της κα­τάρ­γη­σης των μύ­θων ό­ταν παν­τού τα κοι­νω­νι­κά δει­νά πή­ραν νέ­ες τε­ρα­τώ­δεις μορ­φές και μυ­θι­κές δια­στά­σεις. Το κα­κό στην Ι­στο­ρί­α μαρ­τυ­ρά­ει για το ό­ριο, την α­πο­τυ­χί­α ή και τη συ­νε­νο­χή της α­στι­κής εκ­κο­σμί­κευ­σης.
“Ό­λα α­κό­μα εί­ναι υ­περ­πλή­ρη απ’ αυ­τό που μας λεί­πει”2 – εί­πε ο σύγ­χρο­νος ιπ­πό­της του Γκρά­αλ, ο φί­λος του Μπέν­για­μιν Ερ­νστ Μπλοχ α­νε­βαί­νο­ντας στον  Montsalvat της ε­πο­χής μας, σαν έ­νας Πάρ­σι­φαλ αλ­λά με κόκ­κι­νη ση­μαί­α.
Οι δύ­ο τό­σο δια­φο­ρε­τι­κοί φί­λοι, οι πα­ρά­δο­ξοι σύ­ντρο­φοι, ο ρα­κο­συλ­λέ­κτης “μαρ­ξι­στής ρα­βί­νος” και ο Πάρ­σι­φαλ με την κόκ­κι­νη ση­μαί­α, δέ­χτη­καν α­πό τους κα­τη­γό­ρους τους τον ί­διο λι­θο­βο­λι­σμό: ό­τι θέ­λουν να δια­λύ­σουν τη θρη­σκεί­α –εί­παν οι μεν– μέ­σα στην εκ­κο­σμί­κευ­ση του μαρ­ξι­σμού ή, α­ντι­στρό­φως, κα­τά τους δε, ό­τι δια­λύ­ουν τον μαρ­ξι­σμό μέ­σα στους μύ­θους των θε­ο­λό­γων.
Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ό­μως, οι δύ­ο φί­λοι και σύ­ντρο­φοι ψά­χνα­νε για το ε­ντε­λώς α­ντί­θε­το απ’ ό­σα τους κα­τα­μαρ­τυ­ρούν. Για το πώς θ’ α­πε­λευ­θε­ρω­θεί η αν­θρω­πό­τη­τα και α­πό τον βρα­χνά των μύ­θων και α­πό τη μυ­θο­ποί­η­ση της α­πο­μυ­θο­ποί­η­σής τους και, προ­πα­ντός, α­πό κά­θε τυ­ραν­νί­α που υ­πη­ρε­τούν οι μύ­θοι ή η εκ­κο­σμί­κευ­ση, η θρη­σκευ­τι­κή φρε­να­πά­τη και η ά­θρη­σκη φε­νά­κη.
Η κρι­τι­κή της θρη­σκεί­ας για τον Μπλοχ και τον Μπέν­για­μιν δεν μπο­ρεί πα­ρά να ο­δη­γεί, ό­πως και στον Μαρ­ξ, στην “κα­τη­γο­ρι­κή προ­στα­γή της α­να­τρο­πής ό­λων των σχέ­σε­ων που κά­νουν τον άν­θρω­πο έ­να ον τα­πει­νω­μέ­νο, υ­πο­δου­λω­μέ­νο, ε­γκα­τα­λε­λειμ­μέ­νο, πε­ρι­φρο­νη­μέ­νο”.3
Τού­το εί­ναι το ζη­τού­με­νο: πέ­ρα α­πό τον μύ­θο και την εκ­κο­σμί­κευ­ση, το άλ­μα στο βα­σί­λειο της Ε­λευ­θε­ρί­ας ε­νός κό­σμου αλ­λαγ­μέ­νου εκ θε­με­λί­ων.
2. Στον ί­διο ι­στο­ρι­κό στρό­βι­λο
Μπέν­για­μιν και Μπλοχ κι­νή­θη­καν στον ί­διον ι­στο­ρι­κό στρό­βι­λο των πο­λέ­μων και των ε­πα­να­στά­σε­ων του αιώ­να. Ο πρώ­τος, νε­ό­τε­ρος, προ­σέ­κρου­σε στο α­δια­πέ­ρα­στο ό­ριο το 1940, φυ­γάς στα σύ­νο­ρα Γαλ­λί­ας-Ι­σπα­νί­ας, ό­ταν αυ­το­κτό­νη­σε για να μην πα­ρα­δο­θεί στην Γκε­στά­πο. Ο δεύ­τε­ρος, με­γα­λύ­τε­ρος στην η­λι­κί­α, ε­πέ­ζη­σε εν τη κοι­λί­α του κή­τους, διέ­σχι­σε τον με­τα­πό­λε­μο και τον Ψυ­χρό Πό­λε­μο, έ­λαμ­ψε υ­πέρ­λα­μπρον με­τέ­ω­ρον πά­νω α­πό τη γε­νιά του Ρού­ντι Ντού­τσκε και του Μά­η του ’68 και πέ­θα­νε ε­νε­νη­ντά­ρης το 1977. Το πρώ­το του βι­βλί­ο βγή­κε το 1918, την πα­ρα­μο­νή της Γερ­μα­νι­κής Ε­πα­νά­στα­σης και της θυ­σί­ας της Ρό­ζας Λού­ξε­μπουρ­γκ, το τε­λευ­ταί­ο τρί­α χρό­νια πριν τον θά­να­τό του, με α­φιέ­ρω­ση στη Ρό­ζα Λού­ξε­μπουρ­γκ. Θαυ­μα­στή συ­νέ­πεια του “γε­ρο­ντά­κου με την υ­ψω­μέ­νη γρο­θιά”, ό­πως τον ο­νό­μα­ζε τρυ­φε­ρά ο μα­θη­τής του J. Moltman, κό­λα­φος σε κά­θε συμ­βι­βα­σμέ­νο, α­προ­σκύ­νη­το πνεύ­μα της ε­πο­χής πά­νω α­πό τις ε­πι­μέ­ρους πλημ­μυ­ρί­δες και α­μπώ­τι­δές της!
Nur um der Hoffunglosen ist uns die Hoffnung gegeben: Η ελ­πί­δα μας δό­θη­κε μό­νο χά­ρη στους χω­ρίς ελ­πί­δα – έ­γρα­φε ο Μπέν­για­μιν δέ­κα χρο­νιά πριν τον θρί­αμ­βο της χι­τλε­ρι­κής πα­νού­κλας. Εί­ναι αυτή η Αρ­χή της Ελ­πί­δας, das Prinzip Hoffnung, ό­πως την α­πο­κά­λυ­ψε στο υ­λι­κό της βά­θος ο Μπλοχ, ό,τι πο­λυ­τι­μό­τε­ρο με­τέ­φε­ραν και με­τέ­δω­σαν κρά­τη­σαν τρε­μά­με­νη αλ­λά ά­σβη­στη τη φλό­γα μέ­σα στις θύ­ελ­λες του αιώ­να τού­του, φως εκ του α­νε­σπέ­ρου Φω­τός.
Οι Ε­βραί­οι πρέ­πει πά­ντα να ε­τοι­μά­ζουν τα πράγ­μα­τα τους εν ό­ψει του ε­πό­με­νου πο­γκρόμ. Ο Μπέν­για­μιν κι ο Μπλοχ εί­ναι οι κο­ρυ­φαί­οι εκ­πρό­σω­ποι της ε­βρα­ϊ­κής ε­κεί­νης ι­ντε­λι­γκέ­ντσιας της Κε­ντρι­κής Ευ­ρώ­πης, που μπή­κε με ό­λες τις α­πο­σκευές της πα­ρά­δο­σης και του ε­βρα­ϊ­κού μεσ­σια­νι­σμού στο τρέ­νο της πα­γκό­σμιας σο­σια­λι­στι­κής ε­πα­νά­στα­σης. Ση­μα­δεύ­τη­κε α­νε­ξί­τη­λα α­πό το μέ­γι­στο μεσ­σια­νι­κό γε­γο­νός της ε­πο­χής, την Ο­κτω­βρια­νή Ε­πα­νά­στα­ση, και μπή­κε στην πρώ­τη γραμ­μή των μα­χών. [ ]
Για­τί αυ­τή η ε­πι­βλη­τι­κή σε ποιό­τη­τα και πο­σό­τη­τα συμ­με­το­χή μιας μειο­νό­τη­τας διε­σπαρ­μέ­νης α­νά­με­σα στον Ρή­νο και τον Βόλ­γα; Για­τί η α­να­ζω­πύ­ρω­ση, ή μάλ­λον η εκ­πύ­ρω­ση, του ε­πα­να­στα­τι­κού της μεσ­σια­νι­σμού; Α­νά­με­σα σε πολ­λούς λό­γους, βα­σι­κός εί­ναι ο ί­διος ο τρό­πος ύ­παρ­ξης των Ε­βραί­ων της Κε­ντρι­κής και Α­να­το­λι­κής Ευ­ρώ­πης, της Yiddischkeit, που τους έ­κα­νε ευά­λω­τους και ευαί­σθη­τους ό­χι α­πλώς στη μί­α ή την άλ­λη αλ­λα­γή αλ­λά στην ί­δια την αλ­λα­γή ι­στο­ρι­κής ε­πο­χής που συ­ντε­λού­νταν με τον Με­γά­λο Πό­λε­μο και την Ε­πα­νά­στα­ση του 1917.
[ ] Ό­σο διαρ­κού­σε η λάμ­ψη του Ο­κτώ­βρη, λί­γοι α­κο­λου­θού­σαν τη σιω­νι­στι­κή ο­φθαλ­μα­πά­τη μιας ε­θνι­κής ό­α­σης στην έ­ρη­μο. Τα πιο φω­τει­νά πνεύ­μα­τα προ­σχώ­ρη­σαν μ’ ό­λη τους την ψυ­χή και το σώ­μα και το μεσ­σια­νι­κό πά­θος στην υ­πό­θε­ση της πα­γκό­σμιας ε­πα­νά­στα­σης. Συ­νει­δη­τά ή α­συ­νεί­δη­τα, κου­βα­λού­σαν την Πα­ρά­δο­σή τους. Ο Ι­σα­άκ Μπά­μπελ ζω­γρά­φι­σε α­ξε­πέ­ρα­στα στο Κόκ­κι­νο Ιπ­πι­κό την ει­κό­να του Ε­βραί­ου ε­πα­να­στά­τη, που έ­χει α­νά­κα­τα στα πράγ­μα­τά του κομ­μα­τι­κές εν­το­λές και Ψαλ­μούς του Δα­βίδ, το πορ­τρέ­το του Λέ­νιν κι ε­κεί­νο του Μα­ϊ­μο­νί­δη.
Ρό­δα α­μά­ρα­ντα αυ­τής της ι­διαί­τε­ρης ε­πα­να­στα­τι­κής κουλ­τού­ρας, ο Βάλ­τερ Μπέν­για­μιν κι ο Έρ­νστ Μπλοχ. Δεν χω­ρούν σε κα­νέ­να κα­λού­πι, σαν αυ­τό που κα­τα­σκεύ­α­σε ο Merleau Ponty και πα­ρέ­λα­βε ο Perry An­der­son, του δια­χω­ρι­σμού α­νά­με­σα σε “α­να­το­λι­κό ή σο­βιε­τι­κό μαρ­ξι­σμό” και α­κα­δη­μα­ϊ­κό “δυ­τι­κό μαρ­ξι­σμό”. Τι σχέ­ση μπο­ρεί να ’χουν με τον “δυ­τι­κό μαρ­ξι­σμό” οι προ­ση­λω­μέ­νοι αυ­τοί στο α­στέ­ρι του Ο­κτώ­βρη; “Α­κα­δη­μα­ϊ­κός” ο Μπέν­για­μιν που του α­πέρ­ρι­ψαν α­κό­μα και την α­ρι­στουρ­γη­μα­τι­κή του δια­τρι­βή για το Trauerspiel; Ή ο Μπλοχ που πρω­το­έ­γι­νε κα­θη­γη­τής σε η­λι­κί­α 64 χρο­νών στη Λει­ψί­α και που μέ­χρι τα βα­θιά του γη­ρα­τειά μί­λα­γε σε δια­δη­λώ­σεις ε­νά­ντια στους α­ντι­κομ­μου­νι­στι­κούς διωγ­μούς στη Δυ­τι­κή Γερ­μα­νί­α, ε­νά­ντια στον α­ντι­ση­μι­τι­σμό ή και ε­νά­ντια στην ει­σβο­λή στην Τσε­χο­σλο­βα­κί­α;
Η ι­διαι­τε­ρό­τη­τά τους α­πέ­να­ντι στους μπολ­σε­βί­κους δεν ή­ταν ο μεσ­σια­νι­σμός. Ο ή­ρω­ας του Μπά­μπελ ή­ταν υ­παρ­κτός μπολ­σε­βί­κος. Για­τί ξε­χνού­με ό­τι, κα­τά τον Τρό­τσκυ, το κα­τε­ξο­χήν ποί­η­μα της Ε­πα­νά­στα­σης του 1917 δεν εί­ναι ε­κεί­νο του Μα­για­κόφ­σκι αλ­λά το μεσ­σια­νι­κό ποί­η­μα Οι Δώ­δε­κα του Α­λε­ξά­ντερ Μπλοκ; Ή, πά­λι, εί­ναι τυ­χαί­α η υ­πο­δο­χή των θε­ω­ριών του Νι­κο­λά­ι Φιο­ντό­ρωφ α­πό τους μπολ­σε­βί­κους στην πρώ­τη ε­πα­να­στα­τι­κή πε­ρί­ο­δο της Σο­βιε­τι­κής Έ­νω­σης;
Η δια­φο­ρά βρί­σκε­ται αλ­λού: το κύ­ριο έρ­γο του Μπέν­για­μιν και του Μπλοχ δια­μορ­φώ­νε­ται στην πε­ρί­ο­δο των φο­βε­ρών ητ­τών του κι­νή­μα­τος που α­κο­λού­θη­σε τη νί­κη του Ο­κτώ­βρη. Δεν προ­σαρ­μό­στη­καν στις ήτ­τες. Α­ντί­θε­τα, κο­λύ­μπη­σαν με τον τρό­πο τους ε­νά­ντια στο ρεύ­μα, κά­νο­ντας τη δι­κή τους συ­νει­σφο­ρά για την ε­πό­με­νη φά­ση της πα­γκό­σμιας ε­πα­νά­στα­σης.
[ ] Κοι­νή τους α­γω­νί­α, η Ι­στο­ρί­α. Η προ­σέγ­γι­ση, ό­μως, α­ντί­θε­τη. Ο Μπέν­για­μιν προ­χω­ρά­ει ό­πως ο πε­ρί­φη­μος Άγ­γε­λος της Ι­στο­ρί­ας, στις Θέ­σεις του 1940, με τη ρά­χη στραμ­μέ­νη στο μέλ­λον και το μέ­τω­πο στα συσ­σω­ρευό­με­να ε­ρεί­πια του πα­ρελ­θό­ντος. Ο Μπλοχ, α­ντί­θε­τα, κρα­τά­ει στα­θε­ρά το μέ­τω­πο προς το Μέλ­λον ως τον Ου-Τό­πο ό­που θα πραγ­μα­τω­θούν οι α­νεκ­πλή­ρω­τες προσ­δο­κί­ες του τρα­γι­κού πα­ρελ­θό­ντος.
[ ] Δια­φέ­ρουν και μοιά­ζουν ό­σο δύ­ο α­δέρ­φια, ό­σο ο Α­λιό­σα κι ο Ι­βάν Κα­ρα­μά­ζωφ. Μό­νο που τα πράγ­μα­τα εί­ναι πιο μπερ­δε­μέ­να. Ο Μπέν­για­μιν εί­ναι έ­νας Α­λιό­σα που μι­λά­ει με την α­βυσ­σα­λέ­α πί­κρα και φω­νή του Ι­βάν Κα­ρα­μά­ζωφ, μέ­σα α­πό το ζό­φο του Ι­βάν. Ο Μπλοχ εί­ναι ο πραγ­μα­τι­κός Ι­βάν Κα­ρα­μά­ζωφ, που βα­σα­νί­ζε­ται αν εί­ναι συ­νέ­νο­χος του Σμερ­ντια­κώφ – Τζου­γκα­σβί­λι, αλ­λά συ­νε­χί­ζει να μι­λά­ει σαν τον Α­λιό­σα της Χα­ράς, μέ­σα στο φως του Α­λιό­σα Κα­ρα­μά­ζωφ και του Σε­ρα­φείμ του Σα­ρώφ.


3. Το Μυ­θι­κό

Αυ­τά τα αλ­λό­κο­τα πνεύ­μα­τα μιας αλ­λό­κο­της ε­πο­χής, ό­που τα πά­ντα βρί­σκο­νται σε με­τά­βα­ση, στο σταυ­ρο­δρό­μι ό­λων των δυ­να­το­τή­των, στο με­ταίχ­μιο της βαρ­βα­ρό­τη­τας και του σο­σια­λι­σμού, οι δύ­ο αυ­τοί Ε­βραί­οι, δια-σταυ­ρω­μέ­νοι σ’ ό­λες τις πα­ρα­δό­σεις και α­ντι­φά­σεις, ή­ταν οι πιο κα­τάλ­λη­λοι να θέ­σουν σε νέ­ο φως τα ε­ρω­τή­μα­τα που α­δυ­να­τού­σαν και να δια­τυ­πώ­σουν α­κό­μα οι ορ­θο­λο­γι­στές, οι ρε­φορ­μι­στές κι οι στα­λι­νι­κοί: για­τί η α­στι­κή νε­ο­τε­ρι­κό­τη­τα, που εί­χε πρώ­τη υ­ψώ­σει τη ση­μαί­α του Δια­φω­τι­σμού και της εκ­κο­σμί­κευ­σης, κα­τέ­λη­ξε να α­να­γεν­νά μυ­θι­κές δυ­νά­μεις ή και να δί­νει στην ε­πι­στρο­φή του Μυ­θι­κού την α­πο­τρό­παι­η μορ­φή του φα­σι­σμού; Για­τί ο σύγ­χρο­νος Λό­γος, α­ντί­στρο­φα α­πό ό,τι εί­χε πει ο Μαρ­ξ για τον Χέ­γκελ, κα­λύ­πτει μ’ έ­να ορ­θο­λο­γι­κό πε­ρι­κά­λυμ­μα τον μυ­στι­κι­στι­κό του πυ­ρή­να; Κι α­κό­μα, το κυ­ριό­τε­ρο: Μπο­ρεί η ερ­γα­ζό­με­νη, σκε­πτό­με­νη και κα­τα­πιε­σμέ­νη αν­θρω­πό­τη­τα να λυ­τρω­θεί α­πό το βρα­χνά των μύ­θων χω­ρίς ν’ α­σφυ­κτιά στο ζουρ­λο­μαν­δύ­α της τά­χα ορ­θο­λο­γι­κής εκ­κο­σμί­κευ­σης;
Στο εγ­χεί­ρη­μά τους να θέ­σουν εκ νέ­ου τα ε­ρω­τή­μα­τα και να δώ­σουν και­νο­τό­μες α­πα­ντή­σεις, ο Μπέν­για­μιν κι ο Μπλοχ κα­τη­γο­ρή­θη­καν, ό­πως ει­πώ­θη­κε, ό­τι δια­λύ­ουν τη θε­ο­λο­γί­α στον ι­στο­ρι­κό υ­λι­σμό ή, συ­νη­θέ­στε­ρα, το α­ντί­θε­το. Και οι δύ­ο δέ­χτη­καν κα­τά κό­ρον τη μομ­φή της πα­λιν­δρό­μη­σης στο μυ­στι­κι­σμό.
Δεν θα μπο­ρού­σαν ό­μως να θέ­σουν σε νέ­α βά­ση και σε υ­ψη­λό­τε­ρο ε­πί­πε­δο το πρό­βλη­μα του Μύ­θου και της εκ­κο­σμί­κευ­σης ε­άν δεν κρα­τού­σαν πά­ντα α­νοι­χτό το μέ­τω­πο ε­νά­ντια στον α­νορ­θο­λο­γι­σμό. Ο Μπέν­για­μιν τό­νι­ζε την α­νά­γκη “να ξε­χερ­σώ­νε­τε τα χω­ρά­φια ο­πού μό­νο η φρε­να­πά­τη μέ­χρι τώ­ρα φύ­τρω­σε με α­φθο­νί­α. Να προ­χω­ρά­τε με το α­κο­νι­σμέ­νο τσε­κού­ρι του λό­γου, χω­ρίς να κοι­τά­ζε­τε δε­ξιά ή α­ρι­στε­ρά, για να μην υ­πο­κύ­ψε­τε στον τρό­μο, που α­πό τα βά­θη του παρ­θέ­νου δά­σους ζη­τά να σας σα­γη­νεύ­σει. Ό­λη η γη ο­φεί­λει μια μέ­ρα να ξε­χερ­σω­θεί με το λό­γο, να ξε­τι­νά­ξει τις ο­μί­χλες του πα­ρα­λη­ρή­μα­τος και του μύ­θου”.4
Κι ο Μπλοχ α­πό τη με­ριά του πά­ντο­τε φώ­τι­ζε, πλά­ι στο “θερ­μό ρεύ­μα” του μαρ­ξι­σμού, στο ό­ρα­μα, και το “ψυ­χρό ρεύ­μα”, την αυ­στη­ρή ε­πι­στη­μο­νι­κή α­νά­λυ­ση που “σαν τον Σέρ­λοκ Χολ­μς κά­νει έρ­γο ντε­τέ­κτιβ”, ψά­χνει για τα ί­χνη του ε­γκλή­μα­τος, α­πο­κα­λύ­πτει τον έ­νο­χο και τον πα­ρα­δί­δει στη Δι­καιο­σύ­νη. Η στα­θε­ρή α­ντί­στα­σή τους στις δυ­νά­μεις του α­νορ­θο­λο­γι­σμού δεν τους ε­μπό­δι­σε να δουν τα ό­ρια του ορ­θο­λο­γι­σμού, του Δια­φω­τι­σμού, της εκ­κο­σμί­κευ­σης, που δεν εί­ναι άλ­λα α­πό τα ό­ρια της α­στι­κής ορ­θο­λο­γι­κό­τη­τας.
Το Μυ­θι­κό δεν εί­ναι α­πλώς μια μορ­φή ψευ­δούς συ­νεί­δη­σης, έ­να λά­θος που διορ­θώ­νε­ται με τη σω­στή ε­πι­στη­μο­νι­κή δια­παι­δα­γώ­γη­ση, κά­τι το α­νορ­θο­λο­γι­κό που για να σβή­σει αρ­κεί η έ­νε­ση με την κα­τάλ­λη­λη δια­φω­τι­στι­κή δό­ση ορ­θο­λο­γι­σμού. Αν ή­ταν έ­τσι, πώς ε­ξη­γεί­ται ό­τι στους θε­τι­κι­στι­κούς μας και­ρούς η ε­πι­στρο­φή του μύ­θου της α­ρί­ας φυ­λής συ­νο­δεύ­τη­κε νο­μο­τε­λεια­κά με την α­να­γω­γή της γε­νο­κτο­νί­ας σε κλά­δο της πιο μο­ντέρ­νας τε­χνο­λο­γί­ας υ­πό την ε­πι­στα­σί­α τε­χνο­κρα­τών-μά­να­τζερ­ς τύ­που Ά­ιχ­μαν;
Ο Μαρ­ξ πρώ­τος έ­δει­ξε ό­τι ο θρη­σκευ­τι­κός μύ­θος δεν εί­ναι α­πλώς φρε­να­πά­τη αλ­λά έ­χει τις υ­λι­κές του ρί­ζες. Τον α­νι­μι­στι­κό τρό­μο μπρο­στά στις α­νε­ξέ­λε­γκτες δυ­νά­μεις μιας χα­ο­τι­κής φύ­σης, που δεν γί­νε­ται α­κό­μα α­ντι­λη­πτή σαν “κό­σμος”, τον α­ντι­κα­θι­στά η εμ­φά­νι­ση του Μύ­θου και η ορ­γά­νω­ση ε­νός μυ­θι­κού κο­σμο-ει­δώ­λου. Βά­ση τους, το δυ­νά­μω­μα του κοι­νω­νι­κού δε­σμού ως δια­με­σο­ποί­η­σης και προ­ϋ­πό­θε­σης της α­να­πα­ρα­γω­γής των σχέ­σε­ων του αν­θρώ­που με τη Φύ­ση. Η αυ­το­νό­μη­ση-φε­τι­χο­ποί­η­ση των κοι­νω­νι­κών σχέ­σε­ων της κοι­νό­τη­τας και της φυ­σι­κής-προ­σω­πι­κής ε­ξάρ­τη­σης των ά­με­σων πα­ρα­γω­γών α­πό τους κρα­τού­ντες εί­ναι η πρώ­τη βά­ση του μύ­θου.
Η διά­λυ­ση των σχέ­σε­ων προ­σω­πι­κής ε­ξάρ­τη­σης και η α­να­σύν­θε­σή τους ως σχέ­σε­ων έμ­με­σης α­πρό­σω­πης ε­ξάρ­τη­σης, βα­σι­σμέ­νης στο νό­μο της α­ξί­ας-ερ­γα­σί­ας, α­παί­τη­σε τη διά­λυ­ση των πα­λιών μύ­θων με την εκ­κο­σμί­κευ­ση — δεν κα­τήρ­γη­σε, ό­μως, την α­πο­ξέ­νω­ση του κοι­νω­νι­κού δε­σμού ως υ­λι­κής ί­α­σης του Μυ­θι­κού· το α­ντί­θε­το, την κο­ρύ­φω­σε. Ό­πως γρά­φει ο Μαρ­ξ, “α­πό ε­δώ και μπρος τα ά­το­μα κυ­ριαρ­χού­νται α­πό α­φαι­ρέ­σεις, ε­νώ προ­η­γου­μέ­νως ε­ξαρ­τώ­νταν οι μεν α­πό τους δε”.5 Οι α­φαι­ρέ­σεις αυ­τές εκ­φρά­ζουν υ­λι­κό­τα­τες σχέ­σεις, την κυ­ριαρ­χί­α της α­φη­ρη­μέ­νης ερ­γα­σί­ας πά­νω στη συ­γκε­κρι­μέ­νη, της νε­κρής πά­νω στη ζω­ντα­νή ερ­γα­σί­α, του κε­φα­λαί­ου πά­νω στην ερ­γα­σί­α.
[ ] Στο σχε­τι­κό πρώ­το κε­φά­λαιο του Κε­φα­λαί­ου6, ο Μαρ­ξ πά­νω σ’ αυ­τή α­κρι­βώς τη βά­ση κά­νει τη διά­κρι­ση α­νά­με­σα στις φυ­σι­κές θρη­σκεί­ες των προ­κα­πι­τα­λι­στι­κών σχη­μα­τι­σμών και στη “λα­τρεί­α του α­φη­ρη­μέ­νου αν­θρώ­που”, μέ­σα στον κα­πι­τα­λι­σμό, Ι­διαί­τε­ρα στις α­στι­κές μορ­φές του χρι­στια­νι­σμού, ό­πως εί­ναι ο προ­τε­στα­ντι­σμός, ή στον ντε­ϊ­σμό κλπ. Στο ί­διο κε­φά­λαιο για το φε­τι­χι­σμό το­νί­ζει ό­τι η α­πε­λευ­θέ­ρω­ση α­πό τις φε­τι­χι­στι­κές αυ­τα­πά­τες και τους μύ­θους μπο­ρεί να γί­νει μό­νο στα πλαί­σια μιας α­τα­ξι­κής κοι­νω­νί­ας των “ε­λεύ­θε­ρα συ­νε­ται­ρι­σμέ­νων πα­ρα­γω­γών”, των “ε­λεύ­θε­ρων κοι­νω­νι­κών α­τό­μων” που δεν ε­λέγ­χο­νται αλ­λά ε­λέγ­χουν συ­νει­δη­τά και συλ­λο­γι­κά τις κοι­νω­νι­κές τους σχέ­σεις.
Απ’ αυ­τή τη σκο­πιά, μιας κρι­τι­κής της πο­λι­τι­κής οι­κο­νο­μί­ας του Μύ­θου, η κι­νη­το­ποί­η­ση και τε­ρα­τώ­δης α­νά­πτυ­ξη των μυ­θι­κών πα­ρα­στά­σε­ων στην ε­πο­χή της κα­πι­τα­λι­στι­κής πα­ρακ­μής δεν ο­φεί­λε­ται μό­νο στην ι­στο­ρι­κή ε­ξά­ντλη­ση της ορ­θο­λο­γι­κό­τη­τας του συ­στή­μα­τος αλ­λά και στην πα­γκο­σμιο­ποί­η­ση της “κυ­ριαρ­χί­ας των α­φαι­ρέ­σε­ων”, για την ο­ποί­α μι­λού­σε ο Μαρ­ξ. Ας μην ξε­χνά­με, μια και τό­σος λό­γος γί­νε­ται στις μέ­ρες μας για την “πα­γκο­σμιο­ποί­η­ση”, ό­τι αυ­τή α­φο­ρά πρω­ταρ­χι­κά το χρη­μα­τι­στι­κό κε­φά­λαιο, που ορ­θό­τα­τα ο Hilferding το ο­νό­μα­σε α­φη­ρη­μέ­νο κε­φά­λαιο, κε­φά­λαιο πού έ­χει α­πο­σπα­στεί ως α­φαί­ρε­ση α­πό την πα­ρα­γω­γή, την ε­πι­χεί­ρη­ση, το ί­διο το Έ­θνος-Κράτος. Πα­γκο­σμιο­ποί­η­ση του α­φη­ρη­μέ­νου κε­φα­λαί­ου, κο­σμο­κρα­το­ρί­α των α­φαι­ρέ­σε­ων, ι­σο­δυ­να­μεί με την πα­γκό­σμι­α τυ­ραν­νί­α μιας νέ­ας ό­σο και βα­θιά πα­ρηκ­μα­σμέ­νης Βα­βυ­λώ­νας.
[ ] Στην μπεν­για­μι­νι­κή φι­λο­σο­φί­α της Ι­στο­ρί­ας γί­νε­ται διά­κρι­ση τριών ε­πο­χών. Μιας προ-μυ­θι­κής α­νι­μι­στι­κής ε­πο­χής που συν­δέ­ε­ται με την πρω­τό­γο­νη προ-τα­ξι­κή κοι­νό­τη­τα. Μιας μυ­θι­κής ε­πο­χής που αρ­χί­ζει α­πό τη διά­λυ­ση της πρω­τό­γο­νης κοι­νό­τη­τας, τη με­τά­βα­ση α­πό την προ-τα­ξι­κή στην τα­ξι­κή κοι­νω­νί­α, κι α­πλώ­νε­ται σ’ ό­λη τη διάρ­κειά της, με κο­ρύ­φω­ση τον κα­πι­τα­λι­σμό. Και μιας με­τα-μυ­θι­κής ε­πο­χής που παίρ­νει το βι­βλι­κό ό­νο­μα Μεσ­σια­νι­κή ε­πο­χή.
4. Βί­βλος και Ι­στο­ρι­κός Υ­λι­σμός
Για­τί, ό­μως, η α­προσ­δό­κη­τη συ­νά­ντη­ση με τη Βί­βλο και τη γλώσ­σα της; Μα για­τί η Βί­βλος, ό­πως την εί­δε ι­δί­ως ο Μπέν­για­μιν, ε­πέ­φε­ρε ι­στο­ρι­κά την πρώ­τη ρι­ζι­κή ρή­ξη με το Μυ­θι­κό. Ή­ταν σ’ ό­λη τη διάρ­κεια της τα­ξι­κής κοι­νω­νί­ας, α­πό τις α­παρ­χές της γέ­νε­σής της στους κόλ­πους των α­σια­τι­κών δε­σπο­τι­κών κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κών σχη­μα­τι­σμών, η άρ­νη­σή της, η ρη­τή α­πόρ­ρι­ψη της avoda zara7, με την κυ­ριο­λε­κτι­κή και τη με­τα­φο­ρι­κή της έν­νοια, ως αλ­λο­τριω­μέ­νης ερ­γα­σί­ας και ως ει­δω­λο­ποι­η­τι­κής-ει­δω­λο­λα­τρι­κής πρα­κτι­κής, άρ­νη­ση της θε­ο­ποί­η­σης των α­νε­ξέ­λε­γκτων φυ­σι­κών και προ­πα­ντός κοι­νω­νι­κών δυ­νά­με­ων.
Αν κα­τά τον Φό­υερ­μπαχ, και, μέ­χρις ε­νός ση­μεί­ου, για τον Μαρ­ξ, η ου­σί­α της θρη­σκεί­ας εί­ναι η θε­ο­ποί­η­ση του αν­θρώ­που, τό­τε η Βί­βλος εί­ναι κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό θε­μέ­λιος λί­θος δυο μο­νο­θε­ϊ­στι­κών θρη­σκειών: εί­ναι και η αρ­χή της κα­τάρ­γη­σης κά­θε θρη­σκεί­ας. Έ­στω κι αν εμ­φα­νί­ζε­ται α­κό­μα με θρη­σκευ­τι­κό έν­δυ­μα, στο ο­ποί­ο και συρ­ρι­κνώ­νε­ται με τη θε­σμο­ποί­η­σή της.
Η α­πο-θε­ο­κρα­τικο­ποί­η­ση (Entheo­kra­ti­esierung) της Βί­βλου που ζη­τά ο Μπλοχ, κα­θώς τη δια­βά­ζει, ό­πως λε­ει, “α­πό τη σκο­πιά του Κομ­μου­νι­στι­κού Μα­νι­φέ­στου”8, εί­ναι conditio sine qua non για ν’ α­να­βλύ­σουν τα πη­γαί­α της ρεύ­μα­τα, που κι­νού­νται ορ­μη­τι­κά ν’ α­να­τρέ­ψουν τα πά­ντα, να τα ξε­πλύ­νουν και να τα με­τα­μορ­φώ­σουν σε “ου­ρα­νόν και­νόν και γην και­νήν ”.9
Στην αιχ­μή της α­ντι-μυ­θι­κής κα­τεύ­θυν­σης της Βί­βλου εί­ναι η “θε­με­λια­κή μορ­φή κά­θε μυ­θι­κής συ­νεί­δη­σης”, ο μύ­θος των μύ­θων, ο κυ­κλι­κός χρό­νος, η Αιώ­νια Ε­πι­στρο­φή. Το μεσ­σια­νι­κό πε­ριε­χό­με­νο της Βί­βλου α­να­τι­νά­ζει τη συ­νέ­χεια του κύ­κλου, τον α­νοί­γει σε α­νε­λισ­σό­με­νη σπεί­ρα, που στο έ­σχα­το ση­μεί­ο της Κρί­σης δί­νει τέ­λος στην Ι­στο­ρί­α των βα­σά­νων της αν­θρω­πό­τη­τας.10 Το ι­στο­ρι­κό, στη Βί­βλο, εί­ναι το Α­νο­λο­κλή­ρω­το, το Α­νοι­χτό, το “Μη Ει­σέ­τι” (Noch-Nicht) στη γλώσ­σα του Μπλοχ.
[ ] Το Μεσ­σια­νι­κό, η ρι­ζι­κή ρή­ξη της ι­στο­ρι­κής συ­νε­χεί­ας που φέρ­νει ε­πι­τέ­λους τη λύ­τρω­ση ό­λων “των τα­πει­νω­μέ­νων, υ­πο­δου­λω­μέ­νων, ε­γκα­τα­λε­λειμ­μέ­νων, πε­ρι­φρο­νη­μέ­νων”, εί­ναι το τέ­λος του Μυ­θι­κού.
Αυ­τό το πε­ριε­χό­με­νο του Μεσ­σια­νι­κού θέ­λει ο Μπέν­για­μιν, με­τά το 1924, και προ­πα­ντός στις Θέ­σεις του για την Έν­νοια της Ι­στο­ρί­ας, γραμ­μέ­νων πυ­ρε­τω­δώς “σι­μά εις του μνή­μα­τός” του “τ’ α­νοι­χτόν στό­μα”11,το 1940, να το συλ­λά­βει, με τους ό­ρους του ι­στο­ρι­κού υ­λι­σμού. Ή, α­κό­μα, να το “με­τα­φρά­σει” στη “γλώσ­σα” του μαρ­ξι­σμού. Τού­το συ­νά­δει και με την ό­λη κα­βα­λι­στι­κής υ­φής θε­ω­ρί­α του Μπέν­για­μιν για τη γλώσ­σα και τη με­τά­φρα­ση. Θυ­μί­ζου­με ό­τι, για τον Μπέν­για­μιν, η γλώσ­σα δεν εί­ναι α­πλώς μέ­σον ε­πι­κοι­νω­νί­ας αλ­λά έκ­φρα­ση της ου­σί­ας. Η “έκ­φρα­ση” ε­δώ έ­χει σπι­νο­ζι­κή χροιά (ό­πως, αρ­γό­τε­ρα, ό­ταν ο Μπέν­για­μιν βλέ­πει στο ε­ποι­κο­δό­μη­μα να εκ­φρά­ζε­ται κι ό­χι α­πλώς να α­ντα­να­κλά­ται η υ­πο­δο­μή).
Πρό­κει­ται για έκ­φρα­ση της ί­διας της substantia. Γι’ αυ­τό ε­ξάλ­λου ο Μπέν­για­μιν μι­λά­ει “για τη γλώσ­σα καθ’ ε­αυ­τήν και τη γλώσ­σα του αν­θρώ­που”.
[ ] Στα ε­βρα­ϊ­κά, davar ση­μαί­νει και λέ­ξη και πράγ­μα. Ό­ταν ο Θε­ός λε­ει, δη­μιουρ­γεί. Με­τά βλέ­πει “ό­τι κα­λόν λί­αν” και τέ­λος δί­νει το ό­νο­μα, σύμ­φω­να με την ι­διαί­τε­ρη φύ­ση / δυ­να­μι­κή α­νά­πτυ­ξης του κά­θε κτί­σμα­τος [βλ. π.χ. Γέ­νε­σις 1, 3-5]. Ό­ταν, ό­μως, δη­μιουρ­γεί τον άν­θρω­πο, δεν λε­ει “γεν­νη­θή­τω”, αλ­λά “ποι­ή­σω­μεν άν­θρω­πον κατ’ ει­κό­να η­με­τέ­ραν και καθ’ ο­μοί­ω­σιν ” (Γέ­νε­σις 1,26) και τον πλά­θει παίρ­νο­ντας “χουν α­πό της γης” ( Γέ­νε­σις 7) και εμ­φυ­σώ­ντας σ’ αυ­τόν “πνο­ή ζω­ής” η ο­ποί­α, στον Μπέν­για­μιν, ταυ­τί­ζε­ται με την ί­δια τη γλώσ­σα.
[ ] Ο Μπλοχ ε­πι­τί­θε­ται σ’ ό­σους θέ­λουν να ε­λα­χι­στο­ποι­ή­σουν το έρ­γο του Μαρ­ξ σαν τά­χα “εκ­κο­σμί­κευ­ση” αρ­χα­ϊ­κών μύ­θων σω­τη­ρί­ας. Σαρ­κά­ζει τους “εκ­κο­σμι­κευ­τές”, ό­πως τους α­πο­κα­λεί, μα­ζί και τον Karl Löwith που πα­ρου­σιά­ζει την “κομ­μου­νι­στι­κή πί­στη”, ό­πως τη λε­ει ο τε­λευ­ταί­ος, σαν “έ­να ψευ­δο­μόρ­φω­μα του ιου­δαιο-χρι­στια­νι­κού μεσ­σια­νι­σμού”.
Ο μαρ­ξι­σμός δεν εί­ναι εκ­κο­σμι­κευ­μέ­νος μεσ­σια­νι­σμός, λε­ει ο Μπλοχ, ού­τε εκ­κο­σμι­κευ­μέ­νος χε­γκε­λια­νι­σμός, προ­σθέ­του­με ε­μείς, ό­που τη θέ­ση του Θε­ού, της Ι­δέ­ας, του Πνεύ­μα­τος, παίρ­νει η Φύ­ση, η ύ­λη, η πα­ρα­γω­γή. Και το­νί­ζει ο μαρ­ξι­στής φι­λό­σο­φος της Ελ­πί­δας: το μεσ­σια­νι­κό πε­ριε­χό­με­νο “δεν εκ­κο­σμι­κεύ­ε­ται ό­ταν, ξα­να­το­πο­θε­τη­μέ­νο στα πόδια του, πραγ­μα­τώ­νε­ται”.12
Το ζη­τού­με­νο δεν εί­ναι η “εκ­κο­σμί­κευ­ση” αλ­λά η πραγ­μά­τω­ση του Μεσ­σια­νι­κού. Για να ε­πι­τευ­χθεί, α­να­γκαί­α εί­ναι “η δύ­να­μη να ξα­να­το­πο­θε­τή­σου­με τα πράγ­μα­τα στα πό­δια τους”, πρό­τα­ση που πα­ρα­πέ­μπει, στον τί­τλο και στο κεί­με­νο του Μπλοχ, ρη­τά στο πε­ρί­φη­μο “υ­λι­στι­κό α­να­πο­δο­γύ­ρι­σμα της δια­λε­κτι­κής του Χέ­γκελ” α­πό τον Μαρ­ξ και που δεν ταυ­τί­ζε­ται, ε­πα­να­λαμ­βά­νου­με ξα­νά (ί­σα ί­σα, α­ντι­πα­ρα­τί­θε­ται), με την εκ­κο­σμί­κευ­σή της. Η υ­λι­στι­κή δια­λε­κτι­κή, μια δια­λε­κτι­κή που ε­πα­να­στα­τι­κο­ποιεί την ί­δια την έν­νοια της ύ­λης, χει­ρα­φε­τώ­ντας την α­πό τα με­τα­φυ­σι­κά δε­σμά του μη­χα­νι­στι­κού υ­λι­σμού, και συ­νά­μα πα­ρα­μέ­νει πά­ντα μέ­σα στην εμ­μέ­νεια του υ­λι­κού κό­σμου για να τον αλ­λά­ξει, εί­ναι η μέ­θο­δος προς την πραγ­μά­τω­ση της μεσ­σια­νι­κής ρή­ξης της Ι­στο­ρί­ας.

5. Μια α­να­γκαί­α πα­ρέκ­βα­ση: Franz Rosenzweig

Μ’ αυ­τή τη μαρ­ξι­κή μέ­θο­δο της “υ­λι­στι­κής α­να­τρο­πής και α­να­το­πο­θέ­τη­σης στα πό­δια” της χε­γκε­λια­νής δια­λε­κτι­κής (η δύσ­κο­λη “α­να­τρο­πή” εί­ναι ου­σιώ­δης ό­σο και η ερ­γώ­δης και πο­λύ­πλο­κη “α­να­το­πο­θέ­τη­ση στα πό­δια”), ο Μπλοχ και ο Μπέν­για­μιν ξα­να­προ­σεγ­γί­ζουν τη Βί­βλο και τη μεσ­σια­νι­κή πα­ρά­δο­ση. Ο κίν­δυ­νος, ι­διαί­τε­ρα ι­σχυ­ρός στη γερ­μα­νό­φω­νη ε­βρα­ϊ­κή ι­ντε­λι­γκέ­ντσια των πρώ­των δε­κα­ε­τιών του αιώ­να, ή­ταν α­ντί για την υ­πέρ­βα­ση του Χέ­γκελ να πα­λιν­δρο­μή­σουν σε προ-χε­γκε­λια­νές μορ­φές φι­λο­σο­φι­κής σκέ­ψης, ι­διαί­τε­ρα στον Κα­ντ, μέ­σω της πα­ντο­δύ­να­μης τό­τε νε­ο­κα­ντια­νής φι­λο­σο­φι­κής η­γε­μο­νί­ας.
Η Βί­βλος και η α­ντι­πα­ρά­θε­σή της με το Μυ­θι­κό βλέ­πο­νταν μέ­σω του Κα­ντ, για την α­κρί­βεια μέ­σω του νε­ο­κα­ντια­νού H. Cohen (δια­πρύ­σιου κή­ρυ­κα, ε­ξάλ­λου, των αρ­μο­νι­κών σχέ­σε­ων Γερ­μα­νι­σμού / Ε­βρα­ϊ­σμού…).
Σύμ­φω­να με τον H. Cohen, αυ­τό που ξε­χω­ρί­ζει τη μυ­θι­κή α­πό τη βι­βλι­κή α­ντί­λη­ψη εί­ναι ό­τι, στην πρώ­τη, οι θε­οί εί­ναι δέ­σμιοι της φυ­σι­κής α­να­γκαιό­τη­τας, ε­νώ στη δεύ­τε­ρη κυ­ριαρ­χεί η Α­πό­λυ­τη Θέ­λη­ση του Θε­ού. Αυ­τή με τη σει­ρά της κα­τα­νο­εί­ται μέ­σα σε α­φη­ρη­μέ­να νο­η­τι­κά πλαί­σια, με τους ό­ρους του Κα­ντ.
Στη Βί­βλο, ό­μως, η θεί­α θέ­λη­ση έ­χει ε­ντε­λώς άλ­λο πε­ριε­χό­με­νο. Στα ε­βρα­ϊ­κά, λέ­γε­ται ratson, πού θα πει πό­θος, α­γά­πη, και ratsui, ο α­γα­πη­τός, ο πο­θη­τός. Η Δη­μιουρ­γί­α, έ­τσι, δεν εί­ναι προ­ϊ­όν α­να­γκαιό­τη­τας ού­τε α­φη­ρη­μέ­νης νο­η­τι­κής α­πό­φα­σης αλ­λά καρ­πός α­νε­μπό­δι­στης α­γά­πης, ξε­χεί­λι­σμα α­γα­θο­σύ­νης, πό­θος του πο­θη­τού άλ­λου που δεν υ­πάρ­χει α­κό­μα, Έ­ξο­δος α­πό τον Ε­αυ­τό.
Η Α­γά­πη, l’ amor che move il sole e l’ altre stelle13, δεν ζη­τά­ει α­πό τον άν­θρω­πο την έκ­στα­ση, την ε­κτός ε­αυ­τού στά­ση, την α­κι­νη­σί­α, αλ­λά την ε­ξέ­γερ­ση, την έ­γερ­ση α­πό τη στά­ση του γο­να­τι­σμέ­νου ε­αυ­τού και την “έ­φο­δο στον ου­ρα­νό”, ε­κτός ε­αυ­τού, ά­νευ ο­ρί­ων, ά­νευ ό­ρων.
Στη χει­ρα­φέ­τη­ση της α­νή­συ­χης ε­βρα­ϊ­κής ι­ντε­λι­γκέ­ντσιας της Με­σευ­ρώ­πης α­πό τους νε­ο­κα­ντια­νούς πα­ρα­μορ­φω­τι­κούς φα­κούς και στην ε­πα­νεύ­ρε­ση της αυ­θε­ντι­κής α­νά­γνω­σης της Βί­βλου και της μεσ­σια­νι­κής κλη­ρο­νο­μιάς, ση­μα­ντι­κό ρό­λο έ­παι­ξε έ­νας ε­ντε­λώς ι­διόρ­ρυθ­μος, με­τα­χε­γκε­λια­νός Ε­βραί­ος στο­χα­στής, πο­λύ κο­ντι­νός στις μεσ­σια­νι­κές α­πό­ψεις του Gustav Landauer, του α­ναρ­χο­κομ­μου­νι­στή η­γέ­τη της ε­φή­με­ρης Σο­βιε­τι­κής Δη­μο­κρα­τί­ας της Βαυ­α­ρί­ας, ο Franz Rosenzweig:
Το Ά­στρο της Λύ­τρω­σης (Stern der Erlösung) που έ­γρα­ψε στα βαλ­κα­νι­κά μέ­τω­πα του Με­γά­λου Πο­λέ­μου κι έ­στελ­νε κομ­μά­τι κομ­μά­τι με cartes postales στη μη­τέ­ρα του, α­ναμ­φι­σβή­τη­τα ε­πη­ρέ­α­σε τη γε­νιά του, μα­ζί και τον Μπέν­για­μιν και τον Μπλοχ.
Στο λα­βυ­ριν­θώ­δες, δυ­σνό­η­το και συ­στη­μα­τι­κό του έρ­γο μι­λά­ει για την τε­λι­κή α­πο­τυ­χί­α της Φι­λο­σο­φί­ας “α­πό την Ιω­νί­α στην Ιέ­να” να νι­κή­σει τον φό­βο του θα­νά­του, ό­πως τον έ­ζη­σε στη φρί­κη του πο­λέ­μου. Η μο­ντέρ­να ε­πο­χή κα­τα­κερ­μά­τι­σε τις πα­ρα­δο­σια­κές σχέ­σεις Θε­ού, κό­σμου, αν­θρώ­που. Το κά­θε ση­μεί­ο α­να­φο­ράς κλεί­νε­ται στην α­φαί­ρε­ση του ε­αυ­τού του. Η α­να­σύν­θε­ση α­παι­τεί την έ­ξο­δο α­πό τον ε­αυ­τό και νέ­ες σχέ­σεις. Ο Θε­ός πρέ­πει να βγει α­πό τον ε­αυ­τό του για να έρ­θει σε μια σχέ­ση Δη­μιουρ­γί­ας με τον Κό­σμο και σχέ­ση Α­πο­κά­λυ­ψης με τον άν­θρω­πο.
Στο τρί­γω­νο Θε­ός – Κό­σμος – Άν­θρω­πος α­ντι­στοι­χεί το αν­τε­στραμ­μέ­νο τρί­γω­νο Δη­μιουρ­γί­α – Α­πο­κά­λυ­ψη – Λύ­τρω­ση. Τα δύ­ο μα­ζί α­παρ­τί­ζουν το Ά­στρο του Δαυ­ίδ, το Ά­στρο της Λύ­τρω­σης:
Η Λύ­τρω­ση έρ­χε­ται με την έ­ξο­δο του αν­θρώ­που προς τον κό­σμο, πρώ­τα πρώ­τα τον πλη­σί­ον.
Να ξε­φύ­γεις α­πό το μυ­στι­κι­σμό, κα­τά τον Rosenzweig, εί­ναι α­κρι­βώς να κά­νεις το σω­τή­ριο βή­μα προς τον πλη­σί­ον, πού τό­σο τρό­μο προ­κα­λού­σε στον Φρό­υ­ντ, κρυμ­μέ­νος κα­θώς εί­ναι σε ό,τι ο Μπλοχ ο­νο­μά­ζει “σκό­τος της στιγ­μής πού βιώ­νε­ται”, στιγ­μή της α­με­σό­τη­τας.
Η κί­νη­ση, δη­λα­δή η α­γά­πη στον πλη­σί­ον ως σε­αυ­τόν, το Βε­αβ­τά λε­ρε­α­χά κα­μό­χα14, δεν ε­ξα­ντλεί­ται σε μιαν α­το­μι­κή πρά­ξη αν­θρω­πιάς αλ­λά α­παι­τεί αυ­τό πού ο Rosenzweig ο­νο­μά­ζει “με­γά­λα έρ­γα της α­πε­λευ­θέ­ρω­σης” – ό­ρο πού χρη­σι­μο­ποιεί κι ό­ταν χαι­ρε­τί­ζει τη Ρώ­σι­κη Ε­πα­νά­στα­ση σαν την “α­να­νέ­ω­ση των ε­νερ­γειών της πί­στης και της α­γά­πης [που] ήρ­θε α­πό τη Ρω­σί­α του Α­λιό­σα Κα­ρα­μά­ζωφ”.15
Η ε­πί­δρα­ση στον Μπλοχ και κυ­ρί­ως στον Μπέν­για­μιν εί­ναι φα­νε­ρή α­πό τα πα­ρα­πά­νω αλ­λά κι α­πό την α­ντί­λη­ψη του Rosenzweig για τον χρό­νο, που δεν εί­ναι ο­μοιο­γε­νής αλ­λά αλ­λά­ζει α­νά­λο­γα με τη δια­δι­κα­σί­α μέ­σα στην ο­ποί­α συ­ντε­λεί­ται (“Χρό­νος Δη­μιουρ­γί­ας”, “Χρό­νος Α­πο­κά­λυ­ψης”, “Χρό­νος Λύ­τρω­σης”). Φαί­νε­ται και στην α­ντί­λη­ψη ό­τι σε κά­θε στιγ­μή του χρό­νου μπο­ρεί ν’ α­πο­κα­λυ­φθεί η αιω­νιό­τη­τα, α­κό­μα και “σή­με­ρον ε­άν της φω­νής αυ­τού α­κού­ση­τε”16, ε­άν εί­μα­στε έ­τοι­μοι να την α­κού­σου­με. Το τε­λευ­ταί­ο πα­ρα­πέ­μπει ά­με­σα στη θέ­ση XVII Β του Μπέν­για­μιν ό­τι κά­θε δευ­τε­ρό­λε­πτο του μέλ­λο­ντος εί­ναι “η μι­κρή πύ­λη, μέ­σα α­πό την οποία θα μπο­ρού­σε να προ­βά­λει ο Μεσ­σί­ας”17 ή και στο Carpe aeternitatem in momento που γρά­φει ο Μπλοχ στον 2ο τό­μο της Αρ­χής της Ελ­πί­δας18. Ό­λοι φαί­νε­ται σαν να ψι­θυ­ρί­ζουν τους α­θά­να­τους στί­χους του με­γά­λου ποι­η­τή, δια­λε­κτι­κού και ε­πα­να­στά­τη William Blake:
To see a World in a Grain of Sand
And a Heaven in a Wild Flower
Hold Infinity in the palm of your hand
And Eternity in an hour.19
(Να δεις έ­ναν Κό­σμο στον Κόκ­κο της         Άμ­μου/
Κι έ­ναν Ου­ρα­νό σ’ έ­να α­γριο­λού­λου­δο/
Να κρα­τή­σεις το Ά­πει­ρο στην πα­λά­μη του χε­ριού σου/
Και την Αιω­νιό­τη­τα μέ­σα σε μιαν ώ­ρα.)
Ο Rosenzweig (αλ­λά κι ο Μπέν­για­μιν κι ο Μπλοχ) δεν ταύ­τι­ζε την ε­πα­νά­στα­ση με τον ερ­χο­μό της Βα­σι­λεί­ας, τό­νι­ζε μό­νο ό­τι η πρώ­τη εί­ναι ο α­πα­ραί­τη­τος ό­ρος της έ­λευ­σης. Ποιος κα­λύ­τε­ρος τρό­πος υ­πο­δο­χής του Ερ­χό­με­νου υ­πάρ­χει α­πό τους ύ­μνους στο ρυθ­μό της Καρ­μα­νιό­λας ή στο σκο­πό της Βαρ­σα­βιάν­κα και της Διε­θνούς;


6. Δρό­μοι πε­ρά α­πό τον Μύ­θο και την Εκ­κο­σμί­κευ­ση

Πέ­ρα α­πό τον μύ­θο και την εκ­κο­σμί­κευ­ση, ο­δη­γεί η ε­πα­να­στα­τι­κή ο­δός και μέ­θο­δος της πραγ­μά­τω­σης του Μεσ­σια­νι­κού στην Ι­στο­ρί­α. Δεν εί­ναι ευ­θύ­γραμ­μη ού­τε χω­ρίς α­συ­νέ­χειες, πτώ­σεις και πα­λιν­δρο­μή­σεις. Η δια­λε­κτι­κή μοιά­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο με α­τρα­πό μέ­σα α­πό ο­ρει­νές δύ­σβα­τες πε­ριο­χές, άλ­λο­τε μέ­σα α­πό σκο­τει­νά δά­ση, κά­πο­τε και μέ­σα α­πό σή­ραγ­γες υ­πο­χθό­νιες.
[ ] Ο Μπέν­για­μιν κι ο Μπλοχ ά­νοι­ξαν ή χαρ­το­γρά­φη­σαν νέ­α τμή­μα­τα και κα­τευ­θύν­σεις στην αυ­το­κα­τα­σκευα­ζό­με­νη α­τρα­πό, σε α­πά­τη­τα ε­δά­φη.20 Ε­πι­γραμ­μα­τι­κά:
α) Α­νί­χνευ­σαν τολ­μη­ρά και σε βά­θος τις σχέ­σεις της Κουλ­τού­ρας με την Ι­στο­ρί­α α­πό τη σκο­πιά της Ε­πα­νά­στα­σης. Αρ­νή­θη­καν και οι δύ­ο τον αι­σθη­τι­σμό, τη λα­τρεί­α της Στιγ­μής, τον εκ­φυ­λι­σμό που πα­ρου­σιά­ζει τον ναρ­κισ­σι­σμό σαν τέ­χνη και την τέ­χνη σαν ναρ­κισ­σι­σμό. Α­ντί­θε­τα, ο Μπέν­για­μιν λ.χ. χά­λα­σε την α­στι­κή ε­πα­νά­παυ­ση, θυ­μί­ζο­ντας ό­τι “κά­θε τεκ­μή­ριο πο­λι­τι­σμού εί­ναι και τεκ­μή­ριο βαρ­βα­ρό­τη­τας”.21 Ταυ­τό­χρο­να έ­δει­ξαν κι οι δύ­ο, μέ­σα α­πό την πο­ρεί­α της Κουλ­τού­ρας και της Τέ­χνης ει­δι­κά, την ι­στο­ρι­κή δια­δι­κα­σί­α της φθο­ράς και της πα­ρακ­μής των Μύ­θων, το λυ­κό­φως των ει­δώ­λων, την α­νταύ­γεια του λυ­τρω­τι­κού Μέλ­λο­ντος.
[ ] Ο Μπέν­για­μιν α­να­γνω­ρί­ζει μια στρο­φή με­τά τον Ντο­στο­γέφ­σκυ, τον Ρε­μπώ και τον Λω­τρε­α­μόν που φτά­νει ως τον Υ­περ­ρε­α­λι­σμό και που ε­πι­τρέ­πει την “ε­γκό­σμια Φώ­τι­ση” (pro­fa­ne illu­mi­nation), μια μη θρη­σκευ­τι­κή, κα­θό­λου μυ­στι­κι­στι­κή έλ­λαμ­ψη που α­πο­σπά τα α­ντι­κεί­με­να α­πό την α­στι­κή κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα και χρή­ση και τους δί­νει νέ­ες δια­στά­σεις. (Σε κά­ποιο α­πό­σπα­σμα της Α­γί­ας Οι­κο­γέ­νειας, που ο Μπλοχ χρη­σι­μο­ποιεί σαν motto σ’ έ­να κε­φά­λαιο του Prinzip Hoffung, ο Μαρ­ξ λε­ει ό­τι η αλ­λο­τρί­ω­ση στε­ρεί ό­χι μό­νο α­πό τους αν­θρώ­πους αλ­λά και α­πό τα πράγ­μα­τα την α­το­μι­κό­τη­τά τους.)
Η ε­γκό­σμια αυ­τή έλ­λαμ­ψη και το εκ δια­μέ­τρου α­ντί­θε­το φαι­νό­με­νο στις σύγ­χρο­νες συν­θή­κες μα­ζι­κής τε­χνι­κής α­να­πα­ρα­γω­γής του έρ­γου τέ­χνης, η ε­ξα­φά­νι­ση της “αύ­ρας” του, της μα­γι­κής αί­γλης που το συ­νό­δευε άλ­λες ε­πο­χές, α­πο­τε­λούν κι οι δύ­ο α­νταύ­γειες του Μέλ­λο­ντος, που α­κο­λου­θεί το τέ­λος της πα­ρού­σας (προ )-Ι­στο­ρί­ας: η συ­νέ­νω­ση των μα­ζών με την Τέ­χνη, της Ποί­η­σης με τη ζω­ή.
Ο Μπλοχ, α­πό τη με­ριά του, μέ­σα α­πό την α­έ­να­η πε­ρι­διά­βα­ση στην α­πέ­ρα­ντη ε­πι­κρά­τεια της αν­θρώ­πι­νης Κουλ­τού­ρας, α­πό τις κο­ρυ­φές της έ­ως τις τα­πει­νό­τε­ρες πε­ριο­χές, α­πό τον Μπαχ και τον Μπε­τό­βεν έ­ως τα λα­ϊ­κά πα­ρα­μύ­θια και α­πό τους γοτ­θι­κούς κα­θε­δρι­κούς να­ούς, τον Λε­ο­νάρ­ντο ή τον Α­ϊν­στά­ιν ως τα α­στυ­νο­μι­κά μυ­θι­στο­ρή­μα­τα και το τσίρ­κο, α­πο­κα­λύ­πτει αυ­τό πού α­πο­κα­λεί Ου­το­πι­κό πλε­ό­να­σμα (aberschuss)22, κά­τι πού ξε­φεύ­γει α­πό την ι­δε­ο­λο­γί­α ως ψευ­δή συ­νεί­δη­ση και τους τα­ξι­κούς πε­ριο­ρι­σμούς και που κα­τευ­θύ­νε­ται στο Μη Ει­σέ­τι Ον (το Noch-Nicht-Sein). Εί­ναι εκ­δή­λω­ση του Μη Ει­σέ­τι Συ­νει­δη­τού (Noch-Nicht-Bewustsein), μιας προσ­δο­κί­ας για το Μέλ­λον, που ρι­ζώ­νει στην Τά­ση (Tendez) και το Λαν­θά­νον (Latenz) των α­ντι­κει­με­νι­κών δυ­να­το­τή­των του πα­ρό­ντος. Έ­να με­γά­λο πο­λι­τι­στι­κό ε­πί­τευγ­μα δεν εκ­φρά­ζει μό­νο την ε­πο­χή του και τους πε­ριο­ρι­σμούς της, αλ­λά και ό,τι της λεί­πει και τις τά­σεις αλ­λα­γής του κό­σμου, μα­ζί και της κί­νη­σής του προς έ­να Ul­ti­mum.
β) Η ρη­ξι­κέ­λευ­θη προ­σέγ­γι­ση αυ­τή και των δύ­ο στο­χα­στών συ­νε­πά­γε­ται μια α­ντί­λη­ψη του ι­στο­ρι­κού χρό­νου ε­ντε­λώς α­ντί­θε­τη α­πό τη μια προς ε­κεί­νη του Χά­ι­ντε­γκερ ή του Μπερ­ξόν κι α­πό την άλ­λη προς τη γραμ­μι­κή α­ντί­λη­ψη ε­νός ο­μοιο­γε­νούς κε­νού χρό­νου που χα­ρα­κτη­ρί­ζει την ι­στο­ρι­κή σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­α και τον στα­λι­νι­σμό.
Ο ε­τε­ρο­γε­νής, α­συ­νε­χής ι­στο­ρι­κός χρό­νος κα­τά Μπέν­για­μιν ή ο “Ρι­μά­νειος χρό­νος” ό­πως τον ο­νο­μά­ζει ο Μπλοχ, βα­σι­σμέ­νος στη θε­ω­ρί­α της Σχε­τι­κό­τη­τας και τη μη ευ­κλεί­δεια γε­ω­με­τρί­α του Riemann που χρη­σι­μο­ποί­η­σε ο Α­ϊν­στά­ιν για τον τε­τρα­διά­στα­το χω­ρό­χρο­νο, οι θέ­σεις για την έν­νοια της Ι­στο­ρί­ας του πρώ­του και η δια­λε­κτι­κή των σύγ­χρο­νων και μη σύγ­χρο­νων α­ντι­φά­σε­ων του δεύ­τε­ρου δεν α­πο­τε­λούν μό­νο και­νο­τό­μες συμ­βο­λές στην α­νά­πτυ­ξη της σύγ­χρο­νης μαρ­ξι­στι­κής θε­ω­ρί­ας. Ήρ­θαν ν’ α­πα­ντή­σουν σε ε­ρω­τή­μα­τα ζω­ής και θα­νά­του, ό­πως ή­ταν η ά­νο­δος του φα­σι­σμού και η α­νι­κα­νό­τη­τα των πα­ρα­δο­σια­κών η­γε­σιών του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος να τον α­ντι­με­τω­πί­σουν.
[ ] γ) Τέ­λος, και οι δύ­ο εί­δαν την ε­πα­να­στα­τι­κή ο­δό της πραγ­μά­τω­σης του Μεσ­σια­νι­κού να ο­δη­γεί στο Ultimum, χω­ρίς να ταυ­τί­ζε­ται μα­ζί του. Βλέ­πουν κα­θα­ρά, και ο Μπλοχ και ο Μπέν­για­μιν, ό­τι σκο­πός του κομ­μου­νι­σμού εί­ναι αυ­τό που ο Μαρ­ξ ο­νό­μα­σε “φυ­σι­κο­ποί­η­ση του αν­θρώ­που και ε­ξαν­θρω­πι­σμός της Φύ­σης, η πραγ­μα­τι­κή Α­νά­στα­ση της Φύ­σης”.23 Ό­χι η κα­τά­κτη­σή της ού­τε η ρο­μα­ντι­κή πα­λιν­δρό­μη­ση στη μή­τρα της αλ­λά η α­φύ­πνι­ση των δυ­νά­με­ών της και η συμ­φι­λί­ω­ση α­νά­με­σα στον άν­θρω­πο και τη Φύ­ση ως υ­πο­κεί­με­νο, ως συν-δη­μιουρ­γό του Μέλ­λο­ντος.
Η Πραγ­μά­τω­ση του Υ­πο­κει­μέ­νου της Πραγ­μά­τω­σης, με την ο­ποί­α κο­ρυ­φώ­νε­ται η Λο­γι­κή του Expe­ri­me­ntum Mundi, δεν α­πέ­χει α­πό την Α­πο­κα­τά­στα­ση των πά­ντων για την ο­ποί­α μι­λά­ει ο Μπέν­για­μιν, α­πη­χώ­ντας τον Ω­ρι­γέ­νη.
Εί­ναι η βού­λη­ση για Α­πο­κα­τά­στα­ση ε­νά­ντια στην πα­ρακ­μια­κή “βού­λη­ση για δύ­να­μη” που μπο­ρεί να ο­πλί­σει τους κα­τα­πιε­σμέ­νους και να σώ­σει τον κό­σμο.


7. Τα ρά­κη του Σο­σια­λι­σμού, ο Πλα­τό­νωφ και οι δύ­ο ε­ξάγ­γε­λοι του Μεσ­σί­α

Erlösung dem Erlöser!24(Λύ­τρω­ση στον Λυ­τρω­τή!)
Τα λό­για που ψέλ­νουν παι­διά, α­γό­ρια και ιπ­πό­τες στο τέ­λος του Πάρ­σι­φαλ. Τα ψι­θυ­ρί­ζει και ο ιπ­πό­της του Γκρά­αλ, ο ευ­γε­νι­κός Ερ­νστ Μπλοχ.
Μα­ζί του πά­ντα, αλ­λά σε άλ­λη γω­νιά της ί­διας α­τρα­πού, ο ά­σπον­δος κι ά­βο­λος φί­λος του, ο ρα­κο­συλ­λέ­κτης Βάλ­τερ Μπέν­για­μιν. Μα­κριά α­πό το Montsalvat, προ­τι­μά­ει να ψά­χνει τ’ α­πορ­ρίμ­μα­τα, να χά­νε­ται στις στο­ές του Πα­ρι­σιού, να χα­ζεύ­ει σαν flâneur τις βι­τρί­νες, να κου­βε­ντιά­ζει με τις πόρ­νες, ν’ α­παγ­γέλ­λει στί­χους του Μπω­ντλαίρ. Εί­ναι πα­ρά­ξε­νος και κά­πως α­στεί­ος. Σαν να ‘ναι το τέ­ταρ­το μέ­λος των Marx Brothers που διαρ­κώς λεί­πει. Α­που­σιά­ζει στα Πυ­ρη­ναί­α, α­νά­με­σα σε Γαλ­λί­α και Ι­σπα­νί­α, στο α­δια­πέ­ρα­στο ό­ριο, με τον τρό­μο της Γκε­στά­πο πί­σω του. Erlösung; Λύ­τρω­ση; Μάλ­λον, α­πί­θα­νο.
Ο ρα­κο­συλ­λέ­κτης Βάλ­τερ Μπέν­για­μιν θυ­μί­ζει τον ή­ρω­α στην πα­ρα­βο­λή του Α­ντρέ­ι Πλα­τό­νο­βιτ­ς Πλα­τό­νωφ “Η Τά­φρος”:
“Τρι­γύ­ρι­ζε το χω­ριό μα­ζεύ­ο­ντας κά­θε κα­τε­στραμ­μέ­νο πε­τα­μέ­νο α­ντι­κεί­με­νο που μπο­ρού­σε να βρει, ό­λα τα ξε­χα­σμέ­να κομ­μα­τά­κια που δεν εί­χαν ό­νο­μα ή ταυ­τό­τη­τα, ώ­στε να μπο­ρέ­σει ο σο­σια­λι­σμός να τα εκ­δι­κη­θεί. Ό­λα αυ­τά τα δια­λυ­μέ­να και βα­σα­νι­σμέ­να κομ­μά­τια σκου­πι­διών εί­χαν κά­πο­τε αγ­γί­ξει τη σάρ­κα και το αί­μα των ερ­γα­ζο­μέ­νων του χω­ριού· αυ­τά τα πρά­μα­τα εί­χαν ε­ντυ­πω­θεί για πά­ντα με τις ο­δύ­νες των ζω­ών που εί­χαν ξο­δευ­τεί λυ­γι­σμέ­νες στα δύ­ο πά­νω στη δου­λειά, ζω­ές που ξο­δεύ­τη­καν χω­ρίς συ­νει­δη­τό νό­η­μα μό­νο και μό­νο για να φτά­σουν σ’ έ­να ά­δο­ξο τέ­λος κά­που έ­ξω, α­νά­με­σα στα δε­μά­τια της σί­κα­λης. Χω­ρίς να κα­τα­λα­βαί­νει ε­ντε­λώς τι κά­νει, ο Βό­στσεφ εί­χε μα­ζέ­ψει προ­σε­κτι­κά μέ­σα στο σα­κί του τα υ­λι­κά υ­πο­λείμ­μα­τα των χα­μέ­νων αν­θρώ­πων που, ό­πως κι ο ί­διος, έ­ζη­σαν χω­ρίς α­λή­θεια και α­φα­νί­στη­καν πριν έρ­θει η τε­λι­κή μας Νί­κη”.25
Ο ρα­κο­συλ­λέ­κτης μας δί­νει τα ρά­κη του σο­σια­λι­σμού, τα ρά­κη που θα του α­νή­κουν ό­ταν έρ­θει –για­τί δεν υ­πάρ­χει α­κό­μα Noch Nicht….
Ο ιπ­πό­της του Γκρά­αλ έ­βγα­λε την ε­πι­βλη­τι­κή πε­ρι­κε­φα­λαί­α και φά­νη­κε το κε­φά­λι του Ερ­νστ Μπλοχ. “Έ­νας ορ­γι­σμέ­νος γε­ρο­ντά­κος με υ­ψω­μέ­νη τη γρο­θιά, γνω­στός σε ό­λες τις δια­δη­λώ­σεις. Ψι­θύ­ρι­σε ξα­νά:
– Λύ­τρω­ση στον Λυ­τρω­τή!
17 και 18 Μα­ΐ­ου 1997

* Πα­ρου­σιά­στη­κε στο Δια­σχο­λι­κό Σε­μι­νά­ριο Φι­λο­σο­φί­ας της θρη­σκεί­ας που ορ­γα­νώ­θη­κε υ­πό την ε­πί­βλε­ψη του ε­πί­κου­ρου κα­θη­γη­τή της Θε­ο­λο­γι­κής Σχο­λής του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Α­θη­νών, κ. Μά­ριου Μπέγ­ζου, στις 18 Μαί­ου 1997.
Σημειώσεις
1. W. Benjamin, Passagenwerk Κ 6,4, στο Paris Capitale du ΧΙΧe siècle, Le Livre des Passages, Cerf, 1989, σ. 417.
2. Ε. Bloch, Experimentum Mundi, Payot, 1981, σ. 9.
3. Κ. Μαρ­ξ, Ει­σα­γω­γή στην Κρι­τι­κή της Χε­γκε­λια­νής Φι­λο­σο­φί­ας του Κρά­τους και του Δι­καί­ου, εκ­δ. Πα­πα­ζή­ση, 1978, σ. 25.
4. W. Benjamin, Passagenwerk N1, 4, όπ.π., σ. 473.
5. Κ. Μαρ­ξ, Grundrisse (Ed. Spèciales I, σ. 101 ).
6. Κ. Μαρ­ξ, Το Κε­φά­λαιο, έκ­δο­ση ΚΚΕ, 1953, I, σ. 92.
7. Avoda zara: στα ε­βρα­ϊ­κά, η ει­δω­λο­λα­τρί­α, στην κυ­ριο­λε­ξί­α, αλ­λο­τριω­μέ­νη ερ­γα­σί­α.
8. E. Bloch, L’ Athèisme dans le Christianisme, NRF Gallimard, 1978.
9. Α­πο­κά­λυ­ψις κα΄ 1.
10. W. Benjamin, Passagenwerk, όπ.π.
11. Α. Κάλ­βου, Αι Ευ­χαί, ι­η΄.
12. Όπ.π., σ. 544.
13. Dante, il Paradiso, XXXIII 145.
14. Λευ­ϊ­τι­κόν ιδ’ 19.
15. Βλ. Μ. Lφwy, Rèdemption et Utopie, PUF, 1988, σ. 78.
16. Ψαλ­μός 94:8.
17. Β. Μπέν­για­μιν, Θέ­σεις για τη Φι­λο­σο­φί­α της Ι­στο­ρί­ας, Ου­το­πί­α 1983, σ. 19.
18. E. Bloch, Le Principe Espèrance, II, NRF Gallimard, 1982, σ. 81.
19. W. Blake, Auguries of Inno­cence στο The Com­pleted Poems, Penguin 1977, σ. 506.
20. Βλ. ε­δώ τα κε­φά­λαια Μπέν­για­μιν Τρό­τσκυ, 50 χρό­νια με­τά – Μύ­θος και Ι­στο­ρί­α – Το Ον ως ου­το­πί­α – Η ου­το­πί­α ως Λο­γι­κή.
21. Β. Μπέν­για­μιν, Ε. Fuchs και Θέ­σεις…, όπ.π., σ. 11.
22. Ε. Bloch, Le Principe, τ. Ι, κεφ. 15, σσ. 142-216.
23. K. Marx, Economic and Philo­sophic Manuscripts of 1844, Progress 1977, σ. 98.
24. R. Wagner, Parsifal, χο­ρω­δια­κό της Τρί­της Πρά­ξης, τε­λευ­ταί­ος στί­χος του έρ­γου. Α­πό το λι­μπρέ­το, έκ­δο­ση της πα­ρά­στα­σης του Μπα­ϋ­ρούτ, 1970, Deutsche Grammophon.
25. A. Platonov, Le chantier, Laf­font,1997, σσ. 145-146.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ