Αρχική » Στόν Ἅϊ-Γιάννη

Στόν Ἅϊ-Γιάννη

από Άρδην - Ρήξη

ΕΚΚΛΗΣΙΑ

 

Στόν Ἅϊ-Γιάννη

του Γιάννη Τσέγκου

 

 

Στόν Θαλῆ Ν. Παπαδάκη

 

 

«Αὔγουστε, καλέ μου μήνα,

 νἄσουν δυό φορές τό χρόνο»!

Οἱ ἀναμνήσεις ἀπ᾿ αὐτόν τόν μήνα, τόν «καλό», κρατᾶν ἀκόμη· μιά πρώτη εἰκόνα ἔρχεται ἀπό τή διαδρομή ἀπό τόν Κάμπο πρός τά Ἄγραφα, γιά τό Παλιούρι, ὅπου δεσπόζει ἡ θέα μέ τήν καταπράσινη βουνοπλαγιά τοῦ Κρύ(ου), πού ἀπό μακριά φαίνεται κατάμαυρη, ἐνῶ χαμηλότερα ξεχωρίζει καί τό ἴσιωμα τοῦ Ἅϊ-Γιάννη, ὁ πολυπόθητος τελικός προορισμός. Ἦταν ταμένοι μέ τήν ἀδελφή του στή χάρη του, ἤδη ἀπό τήν κολυμπήθρα, ἀφοῦ ἐκεῖ βαφτίστηκαν· οἱ γονεῖς ἀνακατασκεύασαν τό δάπεδο τοῦ ναοῦ, καί ἡ μητέρα εἶχε κεντήσει τό ἀντιμήνσιο γιά τήν Ἁγία Τράπεζα.

Πήγαιναν ἀπαραιτήτως κάθε χρόνο, γιά τό πανηγύρι τῆς 29ης Αὐγούστου, συχνά ἀπ᾿ τήν ἀρχή τοῦ μήνα καί γιά παραθερισμό, ὁπότε μένανε σ᾿ ἕνα πρόχειρο τσαρδάκι, μέ σκεπή ἀπό σάλωμα καί κλάρες γιά τόν ἥλιο καί γιά κανένα ξαφνικό τ᾿φάνι ἤ καί ντρολάπι μέσα στό κατακαλόκαιρο. Ἡ ἀρχική διαδρομή στόν κάμπο γινόταν μέ διπλόκαρο, σέ δρόμο γεμάτο κουρνιαχτό, ἐνῶ, μετά τό Παλιούρι, γιά τόν Ἅϊ-Γιάννη ἀνέβαιναν μέ γαϊδούρια. Ἡ δεύτερη διαδρομή ἦταν ἡ συναρπαστική. Ἀφοῦ ἔμεναν δυό-τρεῖς μέρες στό Παλιούρι, ξεκινοῦσαν γιά τόν Ἅϊ-Γιάννη. Στό χωριό κυριαρχοῦσε ἡ μυρωδιά τῆς λυγαριᾶς ἀνάμεσα σέ τόσες ἄλλες ἀπ᾿ τά περιβόλια. Βγαίνοντας ἀπ᾿ τό χωριό, ξἄνοιγε τό ξέφωτο μέ τό ἐκκλησάκι τῆς Ἁγίας Κυριακῆς καί μετά ὁ δρόμος στένευε σέ μονοπάτι, πού χωροῦσε μόνον τό ζῶο καί τόν γαϊδουρολάτη. Ἐδῶ ὅμως, στίς πυκνοδασωμένες μεριές τοῦ μονοπατιοῦ ἀπό πουρναριές, βελανιδιές, φτέρες καί ἄλλα, ἄλλαζαν οἱ μυρωδιές. Στήν ὄχθη τοῦ πολύβουου ῥέματος πού ἐρχόταν ἀπ᾿ τόν Γκόλια, τή μεγάλη βρυσομάνα πού θά συναντοῦσαν σέ λίγο, θέριευαν τά πλατάνια μέ τ᾿ ἀσύχαστα τζιτζίκια, οἱ λυγαριές καί οἱ κουτσουπιές. Τό ῥέμα εἶχε μπόλικο νερό καί τό κελάρυσμά του συνοδευόταν ἀπ᾿ τά κυπριά καί τά κουδούνια κάποιων ἀόρατων κοπαδιῶν καί ἀπό τά κελαηδήματα τῶν πουλιῶν. Ὁ Γκόλιας ἦταν ἕνα μικρό, σχετικά, πλάτωμα μέ πάμπολλες βρῦσες, ἀμπλάδες καί ρυάκια καί μέ λίγα πρόχειρα τσαρδάκια. Ἐκεῖ σταματοῦσαν γιά λίγο, καί μετά συνέχιζαν στό μονοπάτι συναντώντας ἀριστερά τό Σουφλιροκότρωνο, ἕνα θεόρατο κοτρώνι πού ξεπεταγόταν ἀνάμεσα ἀπό δύσβατες πουρναριές· ἀκόμη ἀριστερώτερα ἀντίκρυζαν τό τεράστιο Μελισσοκότρωνο, γιά τό ὁποῖο κυκλοφοροῦσαν ἱστορίες γιά τ᾿ ἀγριομελίσσια, πού εἶχαν φωλιάσει στίς τρῦπες του, καί γιά τούς παράτολμους μελιτοτρυγητές.

Πρῶτο χρέος μέ τήν ἄφιξη, καί μέ τά ζῶα ἀκόμη φορτωμένα, ἦταν νά προσκυνήσουν καί ν᾿ ἀνάψουν κερί στόν Ἅγιο. Πολλές παραδόσεις κυκλοφοροῦσαν γιά τόν ναό. Πώς ἦταν τοῦ 13ου αἰώνα καί, παρ᾿ ὅτι μικρός σέ μέγεθος, ἦταν ῥυθμοῦ βυζαντινοῦ, ἐγγεγραμμένος σταυροειδής, τετρακίονος μέ τροῦλο, τόν ὁποῖο στήριζαν τέσσερεις μονοκόμματες κολῶνες χωρίς ραβδώσεις. Ἀπ᾿ αὐτές, ἡ μιά, ἡ κατάμαυρη, ἦταν ἀπό γρανίτη· ἡ ἄλλη ἀπό μάρμαρο καί οἱ ἄλλες δύο πέτρινες, μέ πολλές τρῦπες ἀπό τούς σουγιάδες τῶν μαμάδων καί τῶν γιαγιάδων πού μάζευαν τά ξέσματα ὡς θεραπευτικό ἤ μαλακτικό γιά τό Καρκαλέτσι, δηλαδή τόν Κοκκύτη τῶν παιδιῶν, χορηγώντας συνάμα καί γομαρόγαλο. Ἀπάνω-ἀπάνω ἀπ᾿ τίς κολῶνες ξένιζε μεταγενέστερη, πρόχειρη ἐπιγραφή: «Μήν θαυμάζετε πῶς μᾶς ἔφεραν ἀλλά πῶς μᾶς ἔστησαν»!

Ἡ παράδοση διέσωζε ἱστορίες καί θρύλους γιά τό μοναστήρι· ὅτι παλιά αὐτό καταπλακώθηκε ἀπό μεγάλη κατολίσθηση ἀπ᾿ τό Κρύ, σχηματίζοντας ἔτσι μιά μαγούλα, στήν κορυφή τῆς ὁποίας ὁ ἀγραυλῶν βοσκός, ἀπό τή φλογέρα πού τοῦ ξέφυγε καί ἔπεσε σέ μιά τρύπα, ἄκουσε ἕναν παράδοξο, ὑπόκωφο ἦχο. Τό περιστατικό κίνησε τήν περιέργεια τοῦ ἴδιου καθώς καί τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς καί ἀποφάσισαν νά ἀνασκάψουν τόν λόφο, ὁπότε καί ἀπεκαλύφθη ὁ Ναός· πιστεύεται μάλιστα ὅτι τό ὑπερυψωμένο ἁλωνάκι, δεξιά ἀπό τήν ἐκκλησία, ἴσως νά εἶχε σχηματισθεῖ ἀπό τά χώματα πού τή σκέπαζαν.

Ἐξωτερικά καί γύρω ἀπό τόν τροῦλο σώζονταν κάτι μισοσβησμένες ζωγραφιές· λέγαν πώς ἦταν ἀπεικονίσεις τζομπαναραίων, οἱ ὁποῖοι, μέ κάποιο ἀντίτιμο, ἔπεισαν τόν ἁγιογράφο νά ἱστορήσει τόν καθέναν τους, καί μάλιστα μέ φουστανέλα!

Στά ἀριστερά τοῦ ναοῦ ἁπλωνόταν, σάν ἕνα τεράστιο μπαλκόνι πρός τόν κάμπο, τό μεγάλο ὀροπέδιο τῆς περιοχῆς, ἕνα ἐκχερσωμένο τώρα μπαΐρι ὅπου, παλαιότερα, ἐγκαταβίωναν ποιμενικές οἰκογένειες ἀπ᾿ τό Παλιούρι καί τό γειτονικό Θραψίμι. Σ᾿ αὐτή τή βορεινή πλευρά ἦταν καί ἡ εἴσοδος τοῦ ναοῦ μέ χαγιάτι, πού στήν πίσω ἄκρη του ἦταν παλιά καί ὁ τάφος τοῦ κτήτορα τῆς μονῆς, τό «ἀρκοσόλιο» ὅπως τό ἀποκαλοῦσαν οἱ ἐπαΐοντες περί τά ναοδομικά. Ἐκεῖ ἦταν καί τό σήμαντρο τοῦ μοναστηριοῦ.

Στά πέριξ σώζονταν ντουβάρια ἀπό τά ῥημαγμένα σπίτια τῶν παλαιῶν κατοίκων, βατομουριές καθώς καί πολλές μουριές πού ἀπ᾿ τά μοῦρα τους πασαλειβόταν τό παιδομάνι πού σκαρφάλωνε γιά νά τά μαζέψει. Ὑπῆρχαν ἐπίσης καί τσαπουρνιές, ἀπ᾿ ὅπου μάζευαν τά τσάπουρνα, μικρά, σάν μαῦρα κεράσια, καί στυφά πού, ὅπως ἔλεγαν, σταματοῦσαν καί τή διάρροια! Συχνά τά παιδιά ἔμπαιναν στό δάσος καί μάζευαν βελανίδια, ἀπό βελανιδιές καί πουρναριές, γιά νά τά βελωνιάσουν καί νά φτιάξουν ἔτσι ἁρμαθιές ἀπό «φυσεκλίκια», πού ἦταν τῆς μόδας γιά τά ἀετόπουλα στό ἀνταρτοκρατούμενο, ἐκείνη τήν ἐποχή, Παλιούρι.

Οἱ θεομηνίες τόν Αὔγουστο ἦταν σπάνιες· στίς λίγες φορές ὅμως πού ἄλλαζε ὁ καιρός, αὐτές ἄρχιζαν ἀπ᾿ τήν κορυφή τοῦ Κρύ μέ ἀστραπές καί βροντές καί μέ πυκνή ἀντάρα πού κατέβαινε ἀκάθεκτη καί κατασκέπαζε τά πάντα. Τότε οἱ μή ἔχοντες ἀνθεκτικό τσαρδάκι κατέφευγαν στή θαλπτήρια προστασία τοῦ ναοῦ, ἅπλωναν στρωσίδια στό χαγιάτι ἤ μέσα στό ναό καί διανυκτέρευαν ἐκεῖ. Τό ξημέρωμα, ὅπως ὅλα τά ἀπόβροχα, ἦταν θεσπέσιο μέ τήν ξεπλυμένη ἀτμόσφαιρα καί τήν περίλαμπρη ἀνατολή στό βάθος τοῦ ἀπέραντου θεσσαλικοῦ κάμπου. Ὅμως, παρά τά ἐντυπωσιακά αὐτά ἀγναντέματα, οἱ ὀρεσίβιοι, γενικῶς, περιφρονοῦσαν τούς καμπίσιους καί τούς ἀποκαλοῦσαν «σπληνιάρηδες», ἐπειδή, συνήθως, προσβάλλονταν ἀπ᾿ τήν ἑλονοσία πού μάστιζε τόν κάμπο. Οἱ πεδινοί πάλι στόλιζαν τούς «σιαπανίσιους» μέ ἐπίθετα, ὅπως «τφεκαλευράδες» ἤ «καψομούνηδες»!

Στά χαμηλά πεζούλια τοῦ αὐλόγυρου τῆς ἐκκλησίας μαζεύονταν, τά βράδια, οἱ ἄνδρες καί κουβέντιαζαν· γυναῖκες σχεδόν ποτέ. Αὐτές μαζεύονταν στή βρύση, πού ἦταν στό ἀνατολικό ἄκρο τοῦ ὀροπεδίου, ὅπου κουτσομπόλευαν, ἀλλά καί τραγουδοῦσαν. Ἡ βρύση ἦταν στόν δρόμο, τόν μοναδικό, πού πήγαινε γιά τό Θραψίμι κι ἀπό αὐτόν περνοῦσαν τότε ἀντάρτες καί καπεταναῖοι, μέ γένεια καί φυσεκλίκια· γέμιζαν στή βρύση τά παγούρια τους, ἔπιναν καί οἱ ἴδιοι ἀπό τήν πέτρινη κούπα, γιά νά «χαιρετήσουν» τή βρύση, καί μετά ἔβρεχαν τά γένεια τους καί τά μαλλιά τους. Μόνον μιά φορά τρεῖς ἀσυνήθιστοι ἀντάρτες, χωρίς γένεια καί χωρίς ἁρμάθες ἀπό σφαῖρες, μέ ροῦχα «πολιτικά», δέν ἤπιαν ἀπ᾿ τήν κούπα, οὔτε γέμισαν παγούρια, παρά ἔβγαλαν ἕνα πτυσσόμενο μεταλλικό κυπελλάκι γιά νά πιοῦν! Τό ἄγνωστο κυπελλάκι ἐντυπωσίασε βέβαια τούς παρισταμένους, ὅμως πιό πολύ ἐξέπληξε ἡ ἀγένειά τους νά μήν «χαιρετήσουν» τή βρύση!

– Αὐτοί ἦταν «περιφερειακοί», ἐξήγησε κατόπιν ὁ πληροφορημένος περί τά κομματικά νεαρός…

Δέν ρώτησε κανένας τί σημαίνει τό «περιφερειακοί». Τούς ξάφνιασε ἡ προσβολή στή βρύση, νά μήν τήν χαιρετήσουν πίνοντας νερό ἀπ᾿ τήν κούπα ἤ μέ τή χούφτα τους. Γι᾿ αὐτό ἴσως, ὅταν ἐκεῖνοι ἔφυγαν, οἱ γυναῖκες ἄρχισαν νά τραγουδοῦν:

Βρύση μου μαλαματένια

πῶς βαστᾶς τό κρύο νερό. . .

Τό βαστῶ, καί δέν τό πίνω,

γιά τ᾿ς ἀγάπης τόν καϋμό.

Στούς ἄρρενες, σιωπηρῶς, δέν συνηθιζόταν νά πᾶν στή βρύση γιά νερό· ὡστόσο, τ᾿ ἀγόρια ἀγγαρεύονταν συχνά ἀπ᾿ τίς μανάδες γιά νεροκουβάλημα. Στή βρύση, οἱ γυναῖκες κρατοῦσαν κι ἐκεῖ τή θέση τους, ὡς «ἀσθενές» φῦλο, γι᾿ αὐτό καί παραμέριζαν στούς νεαρούς. Μόνον μιά φορά, ὅταν ἕνας προοδευτικός φιλογύνης, καί μή ἐνδίδων στήν ἀναχρονιστική διάκριση, ἔδωσε τή σειρά του στό ἀσθενές φῦλο, ἀκούστηκε, ἀπό κάποιον ἄλλον, τό κακεντρεχές σχόλιο:

– Ἱππότ᾿ς οὑ Γιαννάκους!…

Ἡ ἁγιολογία τοῦ Προδρόμου εἶναι πλούσια καί γνωστή, ἀπό τά ἀποτρόπαια γεγονότα πού ἀπαθανάτισαν τήν μνήμη του καί πού τά διαιωνίζουν οἱ ἀκολουθίες τῆς Παραμονῆς καί κυρίως τῆς Θ. Λειτουργίας, ἀνήμερα. Γιά τήν μοιχαλίδα Ἡρωδιάδα πού «μαίνονταν» καί «ταράττονταν» κατά τοῦ Ἰωάννου καί πού δασκάλεψε τήν κόρη της τή Σαλώμη, τό ὀρχούμενο νυμφίδιο, νά ζητήσει ἀπ᾿ τόν «πωρωμένο» Ἡρώδη, ὡς ἔπαθλο γιά τήν πορνική ὄρχησή της, τήν κεφαλήν τοῦ βαπτιστοῦ!…

Κατά τήν ψαλτήρια μυσταγωγία τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς παραμονῆς, μέσ᾿ στούς καπνούς τοῦ λιβανιοῦ, οἱ προσεκτικά μετέχοντες παραξενεύονταν ἀπ᾿ τό «Μωσῆς» καί ὄχι Μωυσῆς τῆς καταβασίας «Σταυρόν χαράξας Μωσῆς, ἐπ᾿ εὐθείας ῥάβδῳ, τήν Ἐρυθράν διέτεμε…».

Μετά τόν ἑσπερινό, ἄρχιζε σιγά-σιγά τό γλέντι τό τρικούβερτο, μέ κλαρίνα, ψησταριές γιά τά σφαχτά καί τά κοκορέτσια, ἀφοῦ ἡ νηστεία ἦταν ἀνήμερα, καθώς καί ταβλάδες μέ ζαχαρωτά, ἀπ᾿ τά ὁποῖα οἱ πωλητές διαφήμιζαν κυρίως τά ἀνάγλυφα γλυφιτζούρια:

– Γρούνι στού πουδήλατου, λαγός μί τού κουδούνι!

Ἀλλά τό ἐνδιαφέρον, καί ἀναμενόμενο, κάθε χρόνο ἐπεισόδιο ἦταν ὁ παραδοσιακός καυγάς ἀπό Θραψιμιῶτες καί Ἀπιδιῶτες, γιά τό ποιός ἔχει σειρά νά σύρει πρῶτος τόν χορό!

Ἀνήμερα, μετά τή Θ. Λειτουργία, στό προαύλιο ἔψαλλαν τό Ὕψωμα, τό ὁποῖο «σηκώνονταν» διά πλειστηριακῶν προσφορῶν μεταξύ τῶν εὐπόρων χορηγῶν τοῦ χωριοῦ, ἀκολουθοῦσε ἡ Ἀρτοκλασία καί διανομή τῶν ἄρτων, καί μετά ἄρχιζε ἡ κάθοδος ὅλων πρός τό χωριό, γιά γλέντι πάλι, χωρίς ὅμως αὐστηρή νηστεία.

Γλωσσάρι

Ἄμπλας: δροσερή πηγή πού ἀναβλύζει ἀπό τή γῆ καί σχηματίζει μιά μικρή γούρνα γιά ὕδρευση ἤ πότισμα.

Καψομούνηδες: ὑπαινίσσονταν ἔτσι τήν, ἕνεκα ἐνδείας, ἀνυπαρξία τοῦ γυναικείου ἐσωρούχου, ὁπότε ὅταν κάθονταν χαῦδα στό τζάκι καψαλίζονταν ἐνδεχομένως ἀπ’ τίς πεταγόμενες σπίθες!

Μπαΐρι: ἀκαλλιέργητο χωράφι, χερσότοπος.

Ντρολάπι ἤ Δρολάπι: βροχή μέ σφοδρόν άέρα κι ἀστραπόβροντα.

Περιφερειακός: ἀνώτερο κομματικό στέλεχος.

Σάλωμα: σκεπή ἀπό καλαμιές σίκαλης.

Τφάνι: ἀπρόσμενη βροχόπτωση.

Τφεκαλευράδες: λόγῳ τῆς ἔλλειψης σιτηρῶν στά ὀρεινά.

 

 

Άρδην τεύχος 104

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ