Αρχική » «Μένουμε Θεσσαλονίκη»: Παραίτηση και εναλλαγή

«Μένουμε Θεσσαλονίκη»: Παραίτηση και εναλλαγή

από Άρδην - Ρήξη

Ο δημοτικός σύμβουλος του Μένουμε Θεσσαλονίκη, Κωνσταντής Σεβρής

Μια συμβολική κίνηση, που θέτει σοβαρά ζητήματα για τη λειτουργία της δημοκρατίας στους δήμους (και όχι μόνον)

Όπως εξ αρχής είχαμε αποφασίσει στο Μένουμε Θεσσαλονίκη σε περίπτωση όπου καταφέρναμε να εισέλθουμε στο δημοτικό συμβούλιο, θα προχωρούσαμε σε εναλλαγή της θέσης του δημοτικού συμβούλου –ώστε να αξιοποιηθεί η εμπειρία της συμμετοχής στα κοινά από ολοένα και περισσότερους ανθρώπους της ομάδας εκείνης που κατάφερε την μικρή τοπική έκπληξη στις δημοτικές εκλογές του 2014: Έτσι ο Γιώργος Ρακκάς υπέβαλε την παραίτησή του την προηγούμενη εβδομάδα, και τον διαδέχθηκε στην επόμενη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου ο Κωνσταντής Σεβρής.
Η απόφασή μας δεν στηρίζονταν σε κάποιο ιδεοληπτικό κόλλημα –και αυτό το τονίζουμε γιατί οι ιδέες περί άμεσης, και ουσιαστικής δημοκρατίας έχουν κακοπάθει σε αυτόν τον τόπο από τους δήθεν ζηλωτές τους: Η δυόμιση χρόνων επαφή μας με την Τοπική Αυτοδιοίκηση και την πραγματικότητα της τοπικής δημοκρατίας μας έχει πείσει ρεαλιστικά ότι οι Δήμοι αποτελεί το πλέον κατάλληλο επίπεδο εξουσίας για το οποίο τέτοια μέτρα ουσιαστικού εκδημοκρατισμού, μπορούν πραγματικά να πιάσουν τόπο και να καταστούν πλέον αποδοτικά.
Τα τοπικά αξιώματα δεν πρέπει να πέφτουν στην παγίδα της αίγλης ενός δημόσιου ρόλου – όλη αυτήν την τοξικότητα που συνοδεύει τα πολιτικά αξιώματα, και η οποία βρίσκεται στον πυρήνα του προβλήματος «επαγγελματοποίησης της πολιτικής» που ζει ο τόπος μας. Δηλαδή της ολοκληρωτικής απογείωσης των πολιτικών από το σώμα των πολιτών – την μεταπολιτευτική μετεξέλιξή τους σ’ ένα είδος ρωμαίων συγκλητικών, κατ’ επάγγελμα (αλλά και καθ’ έξιν της δημοσιότητας) αντιπροσώπων.
Αντίθετα, η επιλογή της εναλλαγής εμπλουτίζει την διαδικασία λήψεως τοπικών αποφάσεων, διευρύνοντας έμμεσα αλλά αποφασιστικά την εμβέλεια της εκπροσώπησης. Και γι’ αυτό θα πρέπει να καθιερωθεί –πρώτα στην συνείδηση των πολιτών, κι έπειτα στον ίδιο τον θεσμό της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Δεύτερον, με το γεγονός της εναλλαγής – και τη μικρή τοπική δημοσιότητα που αυτό πήρε, βρήκαμε την ευκαιρία να θέσουμε ένα ζήτημα ευρύτερο, το οποίο πιστεύουμε ότι θα πρέπει να αναδειχθεί στο πλαίσιο του δημόσιου διαλόγου: Ότι επιτέλους, η άσκηση των δημόσιων αξιωμάτων –και ιδίως εκείνα του τοπικού και του πανεθνικού εκπροσώπου– θα πρέπει να τίθεται υπό τον έλεγχο και την αξιολόγηση των ίδιων των πολιτών, δηλαδή της κοινωνίας που τους εξέλεξε.
Και κυρίως σε ό,τι αφορά στους βουλευτές: Που σήμερα τελούν σε καθεστώς ασυδοσίας σε ό,τι αφορά στο νομοπαρασκευαστικό τους έργο, στον έλεγχο που ασκούν στην εξουσία, στην υποχρέωσή τους να μεταφέρουν τα αιτήματα και τις πραγματικότητες της κοινωνίας μέσα στο κοινοβούλιο. Για τα οποία, πέρα από την επίκληση στην φιλοτιμία του καθενός, δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη, κανένα μέτρο, ώστε να αξιολογούνται και να μην βιώνουμε καταστάσεις του τύπου «δεν διάβασα το μνημόνιο», ή να μην καταντάει το μεγαλύτερο μέρος των εκπροσώπων των πολιτών στο κοινοβούλιο να επιδίδεται σε κοινοβουλευτικό τουρισμό –πηγαινοερχόμενο απλά στις συνεδριάσεις και ψηφίζοντας ό,τι ορίζει το κάθε κόμμα, τσακώνοντας παράλληλα μερικές χιλιάδες ευρώ, κούρσα και συνοδό, μερικούς επιστημονικούς συνεργάτες, άπειρα γεύματα δωρεάν και κύρος –ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στις μικρότερες κοινωνίες της ελληνικής περιφέρειας.
Επειδή, δε γίνεται λόγος για την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων, άραγε πως θα καταφέρουμε να δημιουργήσουμε θεσμούς αξιολόγησης των μελών του κορυφαίου σώματος της Ελληνικής Δημοκρατίας; Γιατί είναι σίγουρο, ότι αν χρειάζονταν κάποιοι μνημόνιο σίγουρα αυτοί ήταν οι κοινοβουλευτικοί ταγοί του τόπου, οι οποίοι εδώ και πάρα πολλά χρόνια έχουν δυστυχώς παραγνωρίσει τον ρόλο τους –που κανονικά θα έπρεπε να συνίσταται από πολλές υποχρεώσεις και καθόλου προνόμια.
Με αφορμή την εναλλαγή, λοιπόν, στο δημοτικό συμβούλιο θέσαμε με κείμενα και παρεμβάσεις μας αυτά τα ζητήματα στον τύπο, και τα ραδιόφωνα της πόλης. Τα οποία ζητήματα, θεωρούμε ζωτικά αν θέλουμε πραγματικά να αντιμετωπίσουμε θαρραλέα την βαθύτατη κρίση και παρακμή της ελληνικής δημοκρατίας –και όλο αυτό το μίσος που έχει συσσωρεύσει η κοινωνία εναντίον των αντιπροσώπων της.
Και που δυστυχώς δεν έχουν τύχει καθόλου της προσοχής, και της συζήτησης που θα τους έπρεπαν κυρίως γιατί τα κοινωνικά ισχνά ρεύματα, που θέτουν στην κοινωνία μας ζήτημα άμεσης δημοκρατίας έχουν ταυτίσει τον αγώνα για αυθεντική δημοκρατία με τον «αντικοινοβουλευτισμό», την άρνηση της πανεθνικής εκπροσώπησης (ελέω εθνομηδενισμού), και την μηδενιστικής ή… μουσολινικής κοπής απόρριψη της κουρελοδημοκρατίας. Από την οποία κερδίζουν πολιτικά μόνο οι δυνάμεις που αντιστρατεύονται την δημοκρατία ‘οραματικά’ στο όνομα μιας νέας αντίδρασης…

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ