Αρχική » Το φλουρί έπεσε στον Χριστό

Το φλουρί έπεσε στον Χριστό

από Άρδην - Ρήξη

Διήγημα του Τάσου Αναστασίου.

Τράβηξε το χειρόφρενο, βγήκε από το αυτοκίνητο και μπήκε με βιασύνη στην πολυκατοικία του Γυμναστή. Μέσα στο ασανσέρ, χτένισε με τα χέρια της το βαμμένο κόκκινο μαλλί της, εστιάζοντας με προσοχή σε αυτό στον καθρέφτη. Στην ουσία δεν έκανε καμία αλλαγή στο χτένισμα, ικανοποίησε μόνο την ανάγκη της προσπάθειας για τη βέλτιστη δυνατή εμφάνιση. Η Κοκκινομάλλα μπήκε με το χαμόγελο των αστέρων μέσα στο διαμέρισμα του Γυμναστή.
«Άντε, βρε κοπέλα μου, άργησες. Είναι όλοι εδώ και σε περιμένουμε να την κόψουμε» είπε ο Γυμναστής δείχνοντας τη βασιλόπιτα στο τραπέζι. Μια βασιλόπιτα που δεν υπήρχε για να τηρηθεί η παράδοση –ποιος ασχολείται με αυτήν;- αλλά για να δοθεί ένας πιο επίσημος τόνος στην πρώτη συνάντηση της χρονιάς.
Η πρώτη συνάντηση της ομάδας χωρίς φόρμες και ανάλαφρα ρούχα, αφού ο σκοπός δεν ήταν ο συνήθης. Ο Γυμναστής –personal trainer πιο σωστά διατυπωμένο- είχε μετατρέψει το ευρύχωρο σαλόνι του σπιτιού του σε γυμναστήριο και είχε μέχρι στιγμής βρει τρεις πελάτες στους οποίους παρέδιδε συνεδρίες. Ένα μείγμα που περιείχε πιλάτες, σουηδική γυμναστική, χαλάρωση μέσω διατάσεων και μυϊκή ενδυνάμωση. Απόψε, βέβαια, δεν θα ιδρώνανε. Ήταν μια συνάντηση στα πλαίσια της σύσφιξης της σχέσης της ομάδας. Η βασιλόπιτα απλά μια αφορμή, αρχή του χρόνου γαρ.
Ο Γυμναστής κατευθύνθηκε προς την κουζίνα του διαμερίσματός του κοιτώντας την Κοκκινομάλλα.
«Τι θα πιείς;» τη ρώτησε.
«Εσύ τι πίνεις;»
«Εγώ Μπρίζερ» είπε αυτός με καμάρι την ώρα που έφτιαχνε την επιτηδευμένα ατίθαση φράντζα του. «Έχω ό,τι ποτό θες» συνέχισε.
«Ένα τζιν τόνικ» του απάντησε σίγουρη κι αυτός χάθηκε στα μέσα δωμάτια όπου βρισκόταν ήδη ο Ποιητής και αυτοσερβρίζοταν. Ο τελευταίος είχε πάρει στα χέρια του ένα πανάκριβο μπουκάλι σκωτσέζικο ουίσκι και μελετούσε την ετικέτα σαν να ήταν βαρυσήμαντο άρθρο εφημερίδας με έκτακτα ανατρεπτικά νέα. Στην αναγγελία του Γυμναστή για την άφιξη της Κοκκινομάλλας, ο Ποιητής έδειξε να έχει απωλέσει την αίσθηση της ακοής. Με μια αργή κίνηση του χεριού έγειρε το μπουκάλι και γέμισε ένα γυάλινο ποτήρι με τρία παγάκια. Σήκωσε το ποτήρι ψηλότερα από το κεφάλι του, κουνώντας το ελαφρά για να δει το χρώμα του ποτού αλλοιωμένο από το φως της κρεμασμένης από το ταβάνι λάμπας. Δεν πρόλαβε να το απολαύσει καθώς τον τάραξε το θέαμα πίσω από την πόρτα, πάνω στη γωνία του δωματίου.
«Καλά, έχεις ακόμα –εν έτει 2019– εικονοστάσι;» έκραξε απευθυνόμενος στον Γυμναστή με έναν συντονισμό απέχθειας και απαξίωσης. Ο Ποιητής ήταν πολύ μορφωμένος άνθρωπος, με σπουδές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό σε διάφορα ενδιαφέροντα επιστημονικά πεδία τα οποία όμως ουδέποτε τα άσκησε επαγγελματικά κυρίως γιατί τον κέρδισε η τέχνη της ποίησης. Μια επιπλέον λεπτομέρεια ήταν ότι ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης τριών πολυκατοικιών, γεγονός που άφηνε στον ταλαντούχο απόγονο τον χρόνο και την ευκαιρία να δημιουργήσει, έχοντας εξασφαλίσει τα απαραίτητα για την διαβίωση του με το παραπάνω.
Το έντεχνο μπούλινγκ που άσκησε για το εικονοστάσι είχε αποτελέσματα κρίνοντας από την απολογητική χροιά της απάντησης του Γυμναστή.
«Έχει ξεμείνει εδώ από τους γονείς μου».
Συγκεντρώθηκαν όλοι γύρω από το τραπέζι στο σαλόνι, όρθιοι, κοιτάζοντας τη βασιλόπιτα. «Είμαστε τέσσερις» είπε ο τέταρτος της παρέας, ένας καστανομάλλης Φοιτητής Κοινωνιολογίας με περιποιημένο μούσι.
«Συνήθως κόβουν ένα κομμάτι για τον Χριστό αλλά… σιγά τώρα μην κόψουμε για τον Χριστό» είπε με έμφαση ο Γυμναστής για να ρεφάρει τον πρότερο κουζινικό οπισθοδρομισμό του.
«Το γεγονός ότι ο Χριστός είναι άντρας είναι απόδειξη της πατριαρχικής κοινωνίας μας. Για να μην πω και για τους τρεις μάγους..» δήλωσε με σοβαρότητα ο Φοιτητής για να κάνει επίδειξη πνεύματος.
«Το πρώτο κομμάτι για την ομάδα, το δεύτερο για το σπίτι, τα άλλα τέσσερα για εμάς» είπε με ύφος εντολής ο Ποιητής και ο Γυμναστής ξεκίνησε να κόβει την πίτα και να μοιράζει τα κομμάτια σε πιατάκια.
«Τέλεια ήταν στις γιορτές, είχα δέκα μέρες άδεια και σχεδόν κάθε μέρα την έβγαζα στα μαγαζιά» ακούστηκε ενθουσιασμένη η μοναδική γυναίκα της ομάδας. «Εκεί έφαγα και όλο το δώρο Χριστουγέννων αλλά χαλάλι».
«Αυτή την Κυριακή είναι πάλι ανοικτά τα καταστήματα» ανήγγειλε το χαρμόσυνο νέο ο Ποιητής.
«Το ξέρω! Και λέω να κατέβω στην Ερμού» είπε με μπουκωμένο το στόμα της από τη βασιλόπιτα.

«Καθόλου καλή ιδέα» της χάλασε το σχέδιο ο Ποιητής. «Έχει εθνικιστικό συλλαλητήριο στο Σύνταγμα. Θα σιχαθεί το μάτι σου από το κιτς και το παπαδαριό. Καλύτερα να πας σε ένα μολ να έχεις το κεφάλι σου ήσυχο». Οι εκφράσεις στα πρόσωπα των υπολοίπων έδειχναν να συμφωνούν με τον εκλεκτό διανοούμενο. «Ακούσατε για τον ρατσιστή παιδοκτόνο;» συνέχισε αυτός. «Γεμίσαμε νοικοκυραίους Ελληναράδες δολοφόνους».
«Αλβανός ήταν» παρεμβλήθηκε η Κοκκινομάλλα, αυτομάτως όμως το μετάνιωσε γιατί ένιωσε πως η αυθόρμητη διόρθωσή της ήταν παράταιρη. Ξεροκατάπιε βλέποντας το έκπληκτο και συνάμα δολοφονικό βλέμμα του Ποιητή πάνω της.
Ο Φοιτητής επανάφερε την κατάσταση σε πολιτικά ορθή θερμοκρασία λέγοντας πως ό,τι και να ήταν ο δολοφόνος, αποδεικνύει την καταραμένη πατριαρχία που διαιωνίζεται. Κατάφερε με αυτή του την παρέμβαση να δικαιωθεί για το εισαγωγικό σχόλιο του για τον Χριστό και ταυτόχρονα να ανέβει στα μάτια του Ποιητή.
«Μικρέ, δεν τρως;» είπε ο Γυμναστής στον Φοιτητή βλέποντάς τον να τρυπάει με τα δάχτυλα την βασιλόπιτα αναζητώντας το φλουρί. «Μπα..» είπε αυτός. «Πεινάω, για να είμαι ειλικρινής και θέλω να φάω κανονικό φαγητό. Θέλετε να παραγγείλουμε μπέργκερ;»
«Θα προτιμούσα κινέζικο» ανήγγειλε ο Ποιητής, οξύνοντας την αίσθηση ότι είναι ήρωες αμερικάνικου σήριαλ.
Στα επόμενα πέντε λεπτά αντιλήφθηκαν ότι δεν είχε βρει κανείς το φλουρί. Ο Γυμναστής είχε ψάξει τόσο στο κομμάτι της ομάδας όσο και σε αυτό του σπιτιού. «Κάπου εδώ θα είναι, δεν μπορεί» είπε ο Ποιητής. «Κάποιος το κατάπιε» φοβήθηκε η Κοκκινομάλλα. «Ο ζαχαροπλάστης είναι απατεώνας» κατηγόρησε ο Φοιτητής. Κοίταζαν ο ένας τον άλλον προσπαθώντας να βρουν λογική εξήγηση. Ανυποψίαστοι για την παρουσία του απόντος.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ