Αρχική » «Ρίο+20»: Ένα μεγαλοπρεπές φιάσκο

«Ρίο+20»: Ένα μεγαλοπρεπές φιάσκο

από admin

Eίκοσι χρόνια μετά, πάλι στην ίδια πόλη καθιερώθηκε ο πολλά υποσχόμενος όρος της «βιώσιμης ανάπτυξης»

του Βασίλη Στοϊλόπουλου από τη Ρήξη (φ. 87)

Μπορεί η Γερμανίδα «σιδηρά κυρία» να αναδείχτηκε ξανά σε «ισχυρότερη γυναίκα του πλανήτη», παρά τις ενστάσεις των αντιπάλων της, που τελευταία της αποδίδουν «μαφιόζικες» μεθοδεύσεις και προσόντα θηλυκού «νονού». Μπορεί να χαρακτηρίζεται σαν η αριστοτέχνης διαμορφωτής μιας σχεδόν τέλειας συμβίωσης της Γερμανίας με την Κίνα και τη Ρωσία, και να αντιστέκεται σθεναρά σε Γάλλους, Αγγλοαμερικάνους, Έλληνες, Ισπανούς, ΔΝΤ, πάσης φύσεως αντιευρωπαίους, νομπελίστες της οικονομίας, Γερμανούς τραπεζίτες και αντιπολιτευόμενους, έχοντας σαν ασπίδα μια ασυνήθιστη δημοτικότητα στην πατρίδα της, μια ζηλευτή εθνική οικονομία, αλλά και μια ακατανόητη σε πολλούς προτεσταντική ηθική.

Μπορεί η νομενκλατούρα του χριστιανοδημοκρατικού κόμματός της να την ακολουθεί με θρησκευτική πίστη στην επερχόμενη «εκλογική νίκη ή στον καταποντισμό» και η ίδια, σαν γνήσιο τέκνο του πνεύματος της «μεταδημοκρατικής» εποχής μας, να προετοιμάζει συστηματικά μια γερμανική ηγεμονία στην Ευρώπη, «κονσερβοποιώντας το ευρώ», και μαζί με αυτό και ολόκληρους λαούς.
Και όμως, μέσα στις τόσες επιτυχίες της, η κυρία Μέρκελ έχασε έναν πολύ σημαντικό τίτλο, που τόσο την κολάκευε τα τελευταία χρόνια και που με τόσο κόπο και απίστευτο οπορτουνισμό είχε κατακτήσει. Τον τίτλο της προσφιλούς «καγκελαρίου της οικολογίας», η οποία με την πολιτική της θα συνέβαλε στην άμβλυνση των παγκόσμιων ανισοτήτων, θα έβαζε φρένο στην κλιμακούμενη οικολογική και ανθρωπιστική κρίση, θα έδινε στις αναπτυσσόμενες χώρες προοπτικές για δικαιοσύνη όσον αναφορά τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, θα προωθούσε την ενεργειακή αλλαγή και θα αναδείκνυε τη Γερμανία σε χώρα-πρότυπο σε θέματα περιβάλλοντος. Όμως, το αργότερο από την κατάρρευση της Λίμαν Μπράδερς το 2007, όλα ξεχάστηκαν, αφού επισκιάζονται πλέον από την οικονομική και νομισματική κρίση, η αντιμετώπιση της οποίας δεν αφήνει χρόνο, διάθεση και ενέργεια για ενασχόληση με «πολυτελή» θέματα όπως η αειφορία, η βιωσιμότητα και η οικολογία. Κι αυτό παρότι οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου αντί να μειώνονται ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο, το ευρωπαϊκό εμπόριο αέριων ρύπων καταρρέει, η βιοποικιλότητα  συρρικνώνεται ακατάπαυστα και οι πάγοι εξακολουθούν να λιώνουν.
Γι’ αυτό και η απουσία της καγκελαρίου ήταν περισσότερο από ηχηρή, στη πρόσφατη συνδιάσκεψη του ΟΗΕ για το περιβάλλον και την ανάπτυξη στο Ρίο, είκοσι χρόνια μετά από αυτήν του 1992, όταν, πάλι στην ίδια πόλη της Βραζιλίας καθιερώθηκε ο πολλά υποσχόμενος όρος της «βιώσιμης ανάπτυξης». Τότε που στον απόηχο της κατάρρευσης του Ανατολικού Μπλοκ και την ανάδυση ενός μονοπολικού κόσμου σχεδόν απρόσμενα η οικολογία αναβαθμίστηκε σε «Media-Star» – και για κάποιους σε πολιτικό όρο ανατροπής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και ανάπτυξης. Τότε που, κατά το πρακτορείο Ρόιτερ, 100 και πλέον αρχηγοί κρατών και 178 εθνικές αντιπροσωπείες «παρέλασαν σαν φίλοι του περιβάλλοντος και γιόρτασαν μια πλανητική αίσθηση ευθύνης», προσδοκώντας τη σωτηρία του πλανήτη «με περισσότερη, αέναη και διαρκή ανάπτυξη» για όλους, σαν να μη γνώριζαν ότι σε έναν πεπερασμένο και ανταγωνιστικό κόσμο η διαρκής ανάπτυξη είναι αδύνατη. Αυτό που δεν χωρούσε στη λογική ενός παιδιού έγινε για σχεδόν δύο δεκαετίες πεδίο αντιπαράθεσης οικονομολόγων, πολιτικών, οικολόγων, κινημάτων βάσης, τραπεζιτών, επιχειρηματιών, ΜΚΟ, με αποτέλεσμα να οδηγηθούμε σε ένα μεγαλοπρεπές φιάσκο στην τελευταία συνδιάσκεψη του Ρίου.
Σήμερα, με την ανθρωπότητα να βρίσκεται μέσα σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον πολλαπλών κρίσεων και με δεδομένο ότι κανείς δεν αμφιβάλει στα σοβαρά πως υπάρχει μια σειρά από πεπερασμένα μεγέθη (ορισμένες πρώτες ύλες, βιολογικό απόθεμα, ενεργειακοί πόροι κ.λπ.) είναι πλέον σαφές ότι το σχέδιο της «βιώσιμης ανάπτυξης» απέτυχε, το αίτημα της αειφορίας ξεχάστηκε, όπως άλλωστε και η αναγκαιότητα για μια παγκόσμια οικονομία που θα μειώνει την παραγωγή ρύπων. Αντίθετα, αυτό που παρατηρούμε είναι ότι – παρά τη μεγάλη ανάπτυξη της περιβαλλοντικής τεχνολογίας – σε πολλά από τα αναπτυγμένα ή υπό ανάπτυξη κράτη η αύξηση των ρύπων είναι πλέον μεγαλύτερη από την αύξηση του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος (βλ. πίνακα, αφορά το 2010).
Μια ριζική αλλαγή, ιδιαίτερα στην ενεργειακή και κλιματική πολιτική, που θα περιόριζε την αύξηση της θερμοκρασίας στον πλανήτη μόνο σε δύο βαθμούς μέχρι το 2050, δεν φαίνεται πουθενά, και η όλη προσπάθεια που έγινε στη πρόσφατη τριήμερη σύνοδο στο Ρίο ήταν η «βιώσιμη ανάπτυξη» να αντικατασταθεί από την «πράσινη οικονομία» και την «πράσινη ανάπτυξη», όπως την οραματίζεται ο πρώην πρόεδρος της Ντόιτσε Μπανκ Γιόσεφ Άκερμαν και ο Άλαν Γκορ. Οι αντιφάσεις όμως μιας τέτοιας οικονομίας είναι ορατές στον καθένα, ιδιαίτερα σε μια περίοδο των «απελευθερωμένων» αγορών, της οικονομικής κρίσης και του αχαλίνωτου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, δεν μπορεί να αποτελέσει το μέσον για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η πείνα, η φτώχεια, η περιβαλλοντική υποβάθμιση, η ερημοποίηση, η έλλειψη νερού κ.α. Έτσι, για παράδειγμα, στο θέμα της παραγωγής βιοντίζελ βλέπουμε ότι το άδειο τραπέζι του φτωχού ανθρώπου βρίσκεται σε σύγκρουση με το γεμάτο ντεπόζιτο του αυτοκινήτου του πλούσιου, την ώρα μάλιστα που η καθαρή «πράσινη οικονομία» στο βόρειο ημισφαίριο προϋποθέτει μια «βρόμικη οικονομία» στο Νότο, όπου μεταφέρονται οι ρυπογόνες βιομηχανίες του Βορρά. Με τα σημερινά δεδομένα και παρά τα όποια θετικά στοιχεία της, η «πράσινη οικονομία» δεν μπορεί να γίνει υπόθεση μιας διευρυμένης κοινωνικής βάσης και θα εμπεριέχει πάντα συγκρουσιακά και αντιφατικά στοιχεία που αποκλείουν την κοινωνική και οικολογική αναγέννηση.
Γι’ αυτό και το «νεφελώδες» τελικό ανακοινωθέν στο «Ρίο+20» με τον τίτλο «το μέλλον που θέλουμε» δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα, αφού δεν περιλαμβάνει κανένα συγκεκριμένο στόχο ούτε χρονοδιαγράμματα, αλλά κάποια ευχολόγια και προτροπές για την αντιμετώπιση της κρίσης. Σε αντίθεση με το Ρίο, πριν είκοσι χρόνια, το λόγο πλέον δεν τον έχουν οι πολιτικοί, αλλά οι εκπρόσωποι της οικονομίας και των επιχειρήσεων, των ασφαλιστικών εταιρειών και οι τραπεζίτες. Κάποιοι πρόσεξαν πως, αν δεν ήταν ο τροπικός ήλιος του Ρίου, θα νόμιζε κανείς ότι βρίσκεται στο Νταβός. Η περιβαλλοντική πολιτική με τη ριζοσπαστική της διάσταση έπαψε να έχει υποστηριχτές, όχι μόνο στα κοινοβούλια και στα επιστημονικά συμπόσια, αλλά και σε αρκετά κοινωνικά κινήματα.
Την ώρα που η εξασθενισμένη Δύση ταλανίζεται από μια πρωτόγνωρη οικονομική κρίση, και οι αναδυόμενες οικονομικές δυνάμεις των BRIC διεκδικούν με μεγάλη αυτοπεποίθηση ίσα δικαιώματα στην ανάπτυξη είναι σαφές ότι κανείς δεν μπορεί να επιβάλει τίποτα σε κανένα, τουλάχιστον σε θέματα περιβαλλοντικής πολιτικής. Για τη Δύση αυτό που προέχει είναι η σωτηρία του ευρώ και όχι του κλίματος ή της βιοποικιλότητας, ενώ για τις αναπτυσσόμενες χώρες απαρέγκλιτος στόχος παραμένει η ανάπτυξη με καπιταλιστικούς όρους και όχι περιβαλλοντικούς. Κανείς, πλην του Γερμανών Πρασίνων, του Ευρωπαίου επιτρόπου για το περιβάλλον και του Μπαν κι Μουν, δεν έφυγε ικανοποιημένος από το Ρίο και όλοι περιορίζονται πλέον στο να μετατοπίζουν τις ευθύνες στους άλλους. Οι πιο αισιόδοξοι θεωρούν ότι επιτυχία είναι που δεν υπήρξε οπισθοχώρηση και πιστεύουν ότι οι άνθρωποι της οικονομίας θα πετύχουν εκεί που απέτυχε η πολιτική.
Όμως ακόμη και η Μέρκελ, παρότι έχασε τον αγαπημένο της τίτλο, παραδέχτηκε ότι τα αποτελέσματα της συνδιάσκεψης στο Ρίο βρίσκονται πίσω από τις αναγκαιότητες για τη διάσωση του κλίματος, ομολογώντας ότι η ίδια αδυνατεί να επιβάλει κάποια πράγματα και ιδιαίτερα την απαιτούμενη ενεργειακή αλλαγή, όπως την επέβαλε στη χώρα της μετά την καταστροφή της Φουκοσίμας. Δεν είναι καθόλου βέβαιο όμως αν πιστεύει σε αυτό που δήλωσε πριν πέντε χρόνια, ότι δηλαδή «κανένας άνθρωπος δεν έχει per se το δικαίωμα να βλάπτει το κλίμα περισσότερο από τους άλλους». Μάλλον όχι, αν δούμε ότι ακόμη και η Γερμανία δεν πετυχαίνει στόχους που κάποτε ήταν δεδομένοι. Άλλωστε, προέχει πλέον η σωτηρία της ευρωζώνης και ει δυνατόν η εγκαθίδρυση της γερμανικής ηγεμονίας στην Ευρώπη.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ