Αρχική » Από τον «οικουμενισμό» στον νεο-οθωμανισμό*

Από τον «οικουμενισμό» στον νεο-οθωμανισμό*

από admin

Ο Χρήστος Γιανναράς, ο πιο γνωστός, ίσως, διανοούμενος της νεο-ορθοδοξίας –η οποία αποτέλεσε μια σημαντική ιδεολογική προσπάθεια πνευματικής αντίστασης του ελληνισμού–, επαναλαμβάνει διαρκώς τις ιερεμιάδες του εναντίον του Αδαμάντιου Κοραή, του Διαφωτισμού και της «ελλαδικής επαρχιωτίλας», ενώ παραπέμπει νοσταλγικά στην κοινότητα της Αυτοκρατορίας και τη «διπλή ηγεμονία». Εσχάτως δε, προχωράει ακόμα πιο πέρα, ταυτίζεται, εκών ή άκων, ανοιχτά με τα ιδεολογήματα των κ.κ. Κουλούρη και Ρεπούση περί «ανεκτικής» Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, του κυρίου Σημίτη για συνεκμετάλλευση του Αιγαίου και του εναέριου χώρου και του Χριστόφια για την Κύπρο, εάν ο «σώφρων» Ερντογάν παραιτηθεί από τον κεμαλικό επεκτατισμό:
Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν η ανεκτικότερη στη συνύπαρξη κοινωνικών ομάδων με τη δική της η καθεμιά κοινωνική-πολιτιστική συνοχή. Ομάδων [ ] που ωστόσο συζούσαν αρμονικά και κοινωνούσαν τη χρεία, όχι και την πίστη.
Ο εθνικισμός οδήγησε τους Τούρκους να συγκροτήσουν κράτος, με προϋπόθεση συνοχής τις εξακολουθητικές γενοκτονίες και εθνοκαθάρσεις, τον έλεγχο του πολιτικού βίου από τον στρατιωτικό βούρδουλα. Και ο εθνικισμός [ ] οδήγησε τον Ελληνισμό στο ιστορικό του τέλος, τον μετάλλαξε από κοσμοπολίτικη πρόταση πολιτισμού σε βαλκανική καχεξία, με αποφορά επαρχιωτίλας, «μπαίγνιο» Σκοπιανών και Αλβανών.
Το όνειρο μπορεί να προετοιμάσει ένα μεταεθνικιστικό μέλλον για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. [ ] Αν η Τουρκία παραιτηθεί από τις επεκτατικές βλέψεις του κρατικού εθνικισμού της, [ ] είναι άραγε αδύνατο να βρεθεί πολιτικά ρεαλιστική λύση συνεκμετάλλευσης των πηγών ενέργειας ή κοινής χρήσης θαλάσσιου και εναέριου χώρου;
Μοναδικό κομμάτι ελληνικής γης όπου η Τουρκία έχει κάπως ευλογοφανή στρατηγικά ενδιαφέροντα προστασίας των νοτιοανατολικών της περιοχών είναι η Κύπρος. Εντελώς παραδειγματικά, και για να εικονογραφηθούν οι στοχεύσεις ελληνοτουρκικών σχέσεων σε ένα μεταεθνικιστικό μέλλον, θα μπορούσε κανείς να προβληματιστεί πολιτικά με το ενδεχόμενο: Θα αποτελούσε ξεπέρασμα των διαφορών να αποδεχθεί η Τουρκία τίμια αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα στο νησί (χωρίς καταπίεση, αλλά και χωρίς εκβιαστικές απαιτήσεις της μειονότητας), με αντάλλαγμα να διεκδικηθούν από κοινού και να παραχωρηθούν στους Τούρκους οι σημερινές βρετανικές βάσεις στη Μεγαλόνησο;
Καλλιέργεια προοπτικών μεταεθνικιστικού μέλλοντος θα οικοδομούσε στην τουρκική κοινωνία ελπίδα απελευθέρωσης από την κεμαλική στρατοκρατία. Και στους Έλληνες προσδοκία ανάκαμψης από τόσης αισχύνης ιστορικό τέλος1.
Πρόκειται για καθολική αναθεώρηση τόσο των παλιότερων απόψεών του, όσο και για κατάφωρη παραβίαση της ίδιας της ιστορικής πραγματικότητας: Η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν σήμαινε εξισλαμισμούς, παιδομάζωμα (πάνω από 1.000.000 παιδιά και έφηβοι στις ευρωπαϊκές περιοχές), αναρίθμητες σφαγές και δηώσεις, πνευματική αποτελμάτωση και παρακμή, αλλά ήταν μια όαση «ανθρωπισμού», την οποία κατέστρεψε ο εθνικισμός, που οδήγησε τους Τούρκους σε αγριότητες. Και, επειδή η Ελληνική Επανάσταση και οι εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες όλων των βαλκανικών λαών, έως το 1922, «υποχρέωσαν» τους Τούρκους να γίνουν εθνικιστές, είμαστε και ολίγον, έως πολύ, υπεύθυνοι για τις αγριότητες… των Τούρκων! Για το Αιγαίο, λοιπόν, συνεκμετάλλευση, για δε την Κύπρο συγκυριαρχία, με τουρκικές βάσεις! Με μία προϋπόθεση και μόνον, να ηττηθεί ο «κακός» κεμαλισμός.
Επέπρωτο όμως να ακολουθήσει και το επόμενο βήμα: Από την υιοθέτηση μιας χωρίς προϋποθέσεις «ελληνοτουρκικής φιλίας» μέχρι την υπαγωγή μας στον νεο-οθωμανισμό δεν έλειπε παρά ένα βήμα, το οποίο ήταν εν τέλει αναπόφευκτο. Διότι, «ελληνοτουρκική φιλία» με τους σημερινούς συσχετισμούς δύναμης και τις σημερινές συνθήκες στα Βαλκάνια, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε αναγνώριση της τουρκικής επικυριαρχίας και υπαγωγή στον νεο-οθωμανισμό, με τους πιο ταπεινωτικούς όρους.
Εγκλωβισμένος στα ασφυκτικά αυτά δεδομένα, ο τυχόν ανήσυχος Έλληνας πρέπει να διαλεχθεί με τα ρεαλιστικά και οξυδερκή πολιτικά οράματα του κ. Νταβούτογλου από θέσεως μηδενικής, κυριολεκτικά, ισχύος. Δεν έχει πια η Ελλάδα περιθώρια να διαπραγματευθεί παρά μόνο, έναντι οποιουδήποτε τιμήματος, την ιστορική συνέχεια ελληνικής παρουσίας στον 21ο αιώνα, τη διάσωση (αποτροπή εξαφάνισης) του ελληνόφωνου κρατιδίου. Οι Τούρκοι αποκλείεται να αγνοούν ότι μπορούν, οποιαδήποτε στιγμή θελήσουν, να καταλύσουν το διαλυμένο και διεφθαρμένο κρατίδιο που μόνο «επανίδρυση» θα το έσωζε.2 [ ]
Η Ελλάδα βρίσκεται λοιπόν σε θέση «μηδενικής ισχύος» και δεν έχει περιθώρια παρά να διαπραγματευτεί έναντι οποιουδήποτε τιμήματος την ιστορική συνέχεια του ελληνισμού, μια και οι Τούρκοι μπορούν οποιαδήποτε στιγμή θελήσουν να καταλύσουν το διαλυμένο και διεφθαρμένο κρατίδιο, εξάλλου απλώς ελληνόφωνο. Βέβαια, μετά από μια καταιγιστική, και ολίγον καταθλιπτική, κριτική δεκαετιών του ελληνικού κράτους, ως απλώς ελλαδικού «μορφώματος» –Finis Graeciae και άλλα ηχηρά παρόμοια– κάποια στιγμή υπάρχει και το αναπόφευκτο συμπέρασμα. Ας καταφύγουμε στις αγκάλες του νεο-οθωμανισμού.
Θα συζητούσαν, ίσως, οι Τούρκοι να δώσουν εγγυήσεις παράτασης της ελληνικής παρουσίας, αν πεισθούν ότι υπάρχει συμφερότερη γι’ αυτούς πολιτική από την τμηματική ή συνολική προσάρτηση των ελληνικών εδαφών. Το ενδεχόμενο διαπραγμάτευσης υποδηλώνεται στην περίπτωση Νταβούτογλου: Με τη δική του πολιτική λογική, συμφερότερη για την Τουρκία είναι η οθωμανική προοπτική αυτοκρατορίας, όχι η κεμαλική προοπτική του εθνικιστικού κρατισμού. Η αυτοκρατορία σήμαινε πάντοτε «τάξη πραγμάτων» (ordo rerum), το είδος της ειρηνικής συνύπαρξης διαφορετικών λαών και εθνοτήτων που εγκαινίασε η Ρώμη (pax romana), με άξονα ενότητας έναν ηγεμονικό λαό διαχειριστή κοινών για όλους πολιτιστικών προτεραιοτήτων Ο κ. Νταβούτογλου μοιάζει να θέλει την Τουρκία όχι σε ρόλο κρατικής «περιφερειακής υπερδύναμης» που υπηρετεί μιαν αμερικανική Παγκόσμια Τάξη Πραγμάτων και προϋποθέτει την «εσωστρέφεια» του κεμαλικού εθνικισμού. Θέλει την Τουρκία φορέα του ισλαμικού πολιτισμού, με ηγετικό ρόλο στην προαγωγή της συνύπαρξης χωρών που βρίσκονταν κάποτε κάτω από την οθωμανική κυριαρχία. Να αποκτήσει ο ισλαμικός πολιτισμός, στον γεωγραφικό χώρο της άλλοτε οθωμανικής επικράτειας, πολιτική προτεραιότητα έναντι του εθνικού κράτους, το οποίο, ως τυπικά δυτικό προϊόν, είναι δυσαφομοίωτο στην Ανατολή. 3.
Εδώ χάνεται κάθε επαφή με την πραγματικότητα. Η νεο-οθωμανική Τουρκία είναι ισχυρή μόνον για τα βαλκανικά μεγέθη και μάλιστα μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την κατάρρευση του σοβιετισμού, αλλά, ταυτόχρονα, εσωτερικά υπονομευμένη από το κουρδικό και τις λοιπές εσωτερικές της αντιθέσεις –αντιθέσεις, που οι πάντες υπογραμμίζουν. Μια χώρα η οποία, από την παλιά οθωμανική Τουρκία, που κατείχε τη μισή λεκάνη της Μεσογείου, έχει διατηρήσει τη Μικρά Ασία και ένα τμήμα της Θράκης, και όμως συγκρίνεται με τη Ρώμη και την pax romana! Επί πλέον, ο συγγραφέας εξωραΐζει ανυπόφορα τους Τούρκους και το οθωμανικό παρελθόν, αποκρύπτοντας το γεγονός πως η «οθωμανική ειρήνη» ποτέ δεν στηρίχτηκε σε κάποια πολιτισμική υπεροχή, αλλά πάντοτε στο ξίφος, τη λεηλασία και την κυριαρχία πάνω σε ανώτερους πολιτισμούς, τον αραβικό, τον ελληνικό, τον περσικό εν μέρει. Αντιπαραθέτει, τέλος, τον νεο-οθωμανισμό στον κεμαλισμό, ξεχνώντας πως ο πρώτος προϋποθέτει την ισλαμοκεμαλική σύνθεση στο εσωτερικό της Τουρκίας. Και σε αυτό το ειδυλλιακό και εξωπραγματικό –από άποψη συσχετισμού δυνάμεων– κλίμα, έρχεται να κολλήσει και ο ρόλος των Ελλήνων νεο-φαναριωτών:
Με αυτή την πολιτική λογική, οι μόνοι με τους οποίους θα μπορούσε να συζητήσει ο κ. Νταβούτογλου (και τους χρειάζεται ως καταλύτη ρεαλισμού των στόχων του) είναι οι Έλληνες. [ ] Με ποιες προϋποθέσεις η προτεραιότητα του πολιτισμού μπορεί να αναδείξει την Τουρκία ως άξονα μιας αυτοκρατορικής «ειρήνης» στον χώρο της άλλοτε οθωμανικής κυριαρχίας με όρους όχι αντιπαλότητας, αλλά συνεργασίας με τη Δύση; Αυτό μπορούν οι Έλληνες, για δεύτερη φορά στην Ιστορία, να το χειριστούν για λογαριασμό των Τούρκων αποτελεσματικά4.
Αυτός λοιπόν είναι ο ιστορικός ρόλος των Ελλήνων: να χειριστούν για λογαριασμό των Τούρκων αποτελεσματικά τις σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση. Και μάλιστα για δεύτερη φορά στην Ιστορία!
Κεμαλισμός και τουρκικό Ισλάμ
Οι Τούρκοι, όπως γνωρίζουμε, χρησιμοποίησαν ορισμένους Έλληνες ραγιάδες, μετά την κατάκτηση, ως ανώτερους κρατικούς υπαλλήλους διότι οι ίδιοι ήταν μάλλον αγράμματοι –παρότι περιοδικά τους καρατομούσαν–, καθώς και τους Έλληνες, Εβραίους και Αρμένιους εμπόρους, ενώ οι ίδιοι κρατούσαν στα χέρια τους τον στρατό και τη διοίκηση. Παράλληλα, βέβαια, συνέχιζαν το παιδομάζωμα, τις εκτοπίσεις και τις σφαγές των Ελλήνων, ιδιαίτερα εκείνων που δοκίμαζαν να αντισταθούν.
Όλα αυτά υπήρξαν συνέπεια της ταχύτατης επέκτασης ενός νομαδικού και σχετικά ολιγάριθμου λαού σε μια τεράστια έκταση, από το Μαρόκο και το Άντεν έως τη Βιέννη. Υποχρεωτικά λοιπόν υπήρξε ένα καταμερισμός εργασίας, που ανέθεσε σε τμήματα των κατακτημένων λαών κάποιες λειτουργίες, που στην Αίγυπτο π.χ. αφορούσαν στους Μαμελούκους, αλλού στους τοπικούς φυλάρχους, κ.λπ.
Όλες οι μεγάλες αυτοκρατορίες πραγματοποιούσαν έναν ανάλογο καταμερισμό,  στηριζόμενο στα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διέθετε ο κατακτητικός λαός. Οι Έλληνες με τον Αλέξανδρο διέθεταν την τεράστια πολιτιστική τους υπεροχή έναντι των κατακτημένων λαών, γι’ αυτό και στηρίχτηκαν στη γλώσσα και τον πολιτισμό κατεξοχήν. Οι Ρωμαίοι διέθεταν το συγκριτικό πλεονέκτημα της κρατικής οργάνωσης και της δημιουργίας υποδομών που επιβιώνουν μέχρι σήμερα –δρόμοι, λιμάνια, υδραγωγεία–, το Βυζάντιο στηριζόταν σε ένα συνδυασμό του ελληνικού πολιτισμού, της ρωμαϊκής οργάνωσης και της ορθόδοξης πνευματικότητας.
Οι αυτοκρατορίες των μογγολικών και τουρανικών φύλων, από την Κίνα έως την Ινδία, την Περσία, την Αραβική Αυτοκρατορία, τη Ρωσία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, πλεονεκτούσαν αποφασιστικά στον τομέα του πολέμου και μειονεκτούσαν στους λοιπούς. Γι’ αυτό και παντού η ηγεμονία τους στηριζόταν πάντοτε στην προτεραιότητα του ξίφους και θα προσπαθεί να χρησιμοποιεί εγχώριους, που διέθεταν ανώτερο πολιτισμό, στους υπόλοιπους τομείς. Όταν όμως, μπροστά στις οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις που έφερε η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Δύση, οι Οθωμανοί Τούρκοι απώλεσαν και το συγκριτικό πλεονέκτημα του ξίφους, διότι πλέον η στρατιωτική κυριαρχία απαιτούσε υψηλό βαθμό οικονομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής συγκρότησης, άρχισε η κατάρρευση της Αυτοκρατορίας, που την οδήγησε στα πρόθυρα της πλήρους αποσύνθεσης μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι Νεότουρκοι και ο Κεμάλ διέγνωσαν την ανάγκη της μετάβασης στο εθνιστικό στάδιο των Τούρκων, ως συνέχεια του αυτοκρατορικού. Δηλαδή την οικοδόμηση ενός ομοιογενούς –κατά το δυνατόν– τουρκικού έθνους, με την εκδίωξη και την εξόντωση των χριστιανικών κοινοτήτων και εθνών και την ενσωμάτωση των μουσουλμανικών πληθυσμών στον τουρκισμό. Αυτή η στρατηγική ολοκληρώθηκε με την εκδίωξη των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης το 1955-1960 και τη δημιουργία, συχνά εκ του μηδενός, και με την άμεση κρατική στήριξη, μιας εγχώριας βιομηχανίας, ενός συνεκτικού εκπαιδευτικού μηχανισμού και ενός κράτους που να διοικείται εξ ολοκλήρου από Τούρκους.
Πλέον το νέο τουρκικό κράτος δεν είχε ανάγκη από Έλληνες ή Αρμενίους για να διαχειρίζονται την οικονομία του, αντίθετα τους εξόντωσε και ανέδειξε μια νέα εθνική τουρκική ελίτ στη θέση τους. Το μόνο στοιχείο αποτυχίας αυτής της στρατηγικής υπήρξε η εθνική επιβίωση των Κούρδων, που σε αντίθεση με άλλους μουσουλμανικούς πληθυσμούς δεν εντάχθηκαν στο μουσουλμανικό-κεμαλικό melting pot. Και εδώ έγκειται η διαστρέβλωση που επιχειρεί όλη η φιλο-οθωμανική ελληνική ελίτ – πολιτικών και διανοουμένων. Παρουσιάζουν τον κεμαλισμό ως αντίπαλο του Ισλάμ, ενώ στην πραγματικότητα ο κεμαλισμός επιχείρησε –και επέτυχε σε μεγάλο βαθμό– να μετατρέψει το τουρκικό Ισλάμ σε τουρκικό έθνος. Ο δε νεο-οθωμανισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά η επιστροφή του τουρκισμού ως αποφασιστικού παράγοντα στην περιοχή, με βάση την εσωτερική οικονομική, δημογραφική και στρατιωτική ισχύ του τουρκικού έθνους. Η καταιγιστική επανεμφάνισή του αποτελεί συνέπεια της κρίσης όλων σχεδόν των αντιπάλων του στην περιοχή και έχει ως αφετηρία την επιτυχημένη εισβολή στην Κύπρο το 1974, όπου, καθόλου τυχαία, στην προεδρία της κυβερνήσεως βρισκόταν ο «κεμαλιστής» Ετσεβίτ και στην αντιπροεδρία ο «ισλαμιστής» Ερμπακάν. Εν συνεχεία, η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και του Ανατολικού στρατοπέδου, η ουσιαστική διάλυση του Αραβικού κόσμου με τη διπλή εισβολή στο Ιράκ, η αποσύνθεση της Γιουγκοσλαβίας και η εσωτερική οικονομική ηθική και πνευματική παρασιτοποίηση της Ελλάδας, προσέφεραν ιδεώδεις συνθήκες για την ανάπτυξη του νεο-οθωμανισμού. Επί τριάντα πέντε χρόνια, τουλάχιστον, όλα μοιάζουν να είναι ευνοϊκά για την Τουρκία, εκτός από το κουρδικό αγκάθι.
Ο νεο-οθωμανισμός εμφανίζεται, και εν μέρει συνιστά, μια όψη της ισλαμο-κεμαλικής σύνθεσης, διότι η ενίσχυση του Ισλάμ σε όλον τον μουσουλμανικό κόσμο προσφέρει την ευκαιρία στην Τουρκία να χρησιμοποιήσει και την ισλαμική παράμετρο, παράλληλα με τα λοιπά οικονομικά και γεωστρατηγικά της όπλα. Έτσι το Ισλάμ αποτελεί ένα όπλο για την αποδυνάμωση της κουρδικής εθνικής ταυτότητας, την επαναπροσέγγιση με όλες τις μουσουλμανικές μειονότητες ή πλειονότητες –όπως στην Αλβανία– των Βαλκανίων, για επανασύνδεση με τις τουρκόφωνες ή μη μουσουλμανικές χώρες της Κεντρικής Ασίας, για την διείσδυση στον αραβικό κόσμο. Κατά συνέπεια, ακόμα και αν δεν υπήρχε κάποιο γηγενές ισλαμικό κύμα στο εσωτερικό της Τουρκίας, θα έπρεπε να εφευρεθεί! Γι’ αυτό και την απαρχή της γενικευμένης επανισλαμοποίησης της Τουρκίας θα τη βρούμε στον ακραιφνή κεμαλικό στρατηγό Κενάν Εβρέν, που με σύμβουλο τον Οζάλ θα ενισχύσει τους μουσουλμανικούς μεντρεσέδες και τις ισλαμικές οργανώσεις στην Τουρκία μετά το 1980. Ο τουρκισμός, επειδή θέλει να ενσωματώσει τους κουρδικούς πληθυσμούς στο εσωτερικό και να παρέμβει στο εξωτερικό, έχει ανάγκη από το Ισλάμ, κατά τον ίδιο τρόπο που στα 1922 είχε ανάγκη από τον κεμαλισμό για να συγκροτήσει εσωτερικά το τουρκικό έθνος-κράτος.
Οθωμανισμός και νεο-οθωμανισμός
Υπό αυτές τις συνθήκες οι Τούρκοι δεν έχουν πλέον ανάγκη τους Έλληνες, ως «μεσολαβητές» με τη Δύση ή ως οικονομικούς «ενδιάμεσους», διότι και τη μεσολάβηση με τη Δύση την έχουν αναλάβει πλέον οι ίδιοι αυτοπροσώπως και μάλιστα με εξαιρετική αποτελεσματικότητα, και στο οικονομικό πεδίο αποτελούν ήδη την 17η χώρα στον κόσμο από την άποψη του ΑΕΠ. Σε τι λοιπόν θα χρειάζονταν την Ελλάδα και τους Έλληνες νεοφαναριώτες; Και όμως, ο κύριος Γιανναράς πιστεύει πως μπορεί να κάνει κάποιες «υποδείξεις» στον Νταβούτογλου:
Θα είχε ενδιαφέρον ένας Έλληνας να υποδείξει στον κ. Νταβούτογλου τη δυνατότητα, προκειμένου να καταστεί η Τουρκία άξονας πολιτιστικής συνοχής (με συνέπειες πολιτικής συνύπαρξης) των χωρών της άλλοτε οθωμανικής επικράτειας. Αν αποδεχθεί την υπόδειξη, τότε ο Έλληνας θα μπορούσε να παζαρέψει τη συμπερίληψη και της Ελλάδας στην πολιτική συνύπαρξη. [ ] Θα μπορούσε επομένως να συμπεράνει κανείς ότι το πολιτικό όραμα του Αχμέτ Νταβούτογλου για την Τουρκία θα αποκτούσε ρεαλιστική βάση, με τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
Πρώτον, αν συνειδητοποιηθεί από τους φορείς του οράματος ότι η οθωμανική (αυτοκρατορική) προοπτική της Τουρκίας είναι ασυμβίβαστη με τον εκδυτικισμό της, άρα και με τον κεμαλισμό, τα δυτικά ιδεολογήματα περί λαϊκού (άθρησκου) κράτους. Τα τελευταία χρόνια η πλειονότητα του λαού μοιάζει να συνειδητοποιεί αυτή την αλήθεια. [ ]
Τρίτον, να λειτουργήσει η Ελλάδα ως πολιτισμικός (άρα και πολιτικός) καταλύτης δημιουργικής συμπόρευσης αυτής της μετα-βυζαντινής Ανατολής (υπό τη Νεο-οσμανική ηγεσία) με τη μετα-ρωμαϊκή Δύση (υπό την ηγεσία των Βρυξελλών). Η Δύση διεκδικεί τη συνέχεια του αρχαιοελληνικού κληροδοτήματος, η Τουρκία τη συνέχεια του Βυζαντίου. Η υπαγωγή του σημερινού Ελλαδισμού υπό την οθωμανική επιρροή, με παράλληλη τη μετοχή του στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θα ήταν ίσως η τελευταία ευκαιρία να επανέλθει, με ενεργό μετοχή, στο ιστορικό γίγνεσθαι ο Ελληνισμός. Αν διέσωζε ελληνικότητα το ελλαδικό κρατίδιο5.
Πρόκειται όντως για ένα φαντασιώδες σενάριο, το οποίο αγνοεί επιδεικτικά και σκανδαλωδώς την αντικειμενική πραγματικότητα. «Ένας Έλληνας» (στη συγκεκριμένη περίπτωση ο κ. Γιανναράς) υποδεικνύει στον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών πως η Τουρκία μπορεί να καταστεί «άξονας πολιτιστικής συνοχής των χωρών της άλλοτε οθωμανικής επικράτειας». Έλληνες και Τούρκοι, Σέρβοι και Κοσοβάροι θα αποκτήσουν «πολιτιστική συνοχή» υπό την επικυριαρχία της Τουρκίας! Θανάσιμοι και προαιώνιοι αντίπαλοι, που μόνο μια μακρόχρονη ισορροπία δυνάμεων θα τους επέτρεπε να συμβιώσουν ειρηνικά και ισότιμα, θα ενταχθούν εθελόδουλα κάτω από την οθωμανική κυριαρχία! Και δεν βλέπει ο «Έλληνας» συνομιλητής του κ. Νταβούτογλου πως η υπαγωγή μας υπό οθωμανική κυριαρχία, στο παρελθόν, έγινε διότι οι Τούρκοι κατέλαβαν και υπέταξαν τον ελληνικό και ορθόδοξο κόσμο των Βαλκανίων και ότι οι παλαιοί Φαναριώτες είχαν υπέρ αυτών το ελαφρυντικό, ότι λειτουργούσαν υπό κατοχήν και υπηρετούσαν εξ ανάγκης τους Οθωμανούς.
Ακόμα περισσότερο, ο Γιανναράς ανασυστήνει την Οθωμανική Αυτοκρατορία από τις στάχτες της, ξεπερνώντας και τα πιο υπεραισιόδοξα όνειρα των Τούρκων τουρανιστών: Η Δύση της Ευρώπης ανήκει στις Βρυξέλλες και η Ανατολή στη νεο-οθωμανική Τουρκία, υπό την ηγεμονία της οποίας θα πρέπει ασμένως να υπαχθούμε! Έτσι ταυτίζεται απολύτως με την αγγλοαμερικανική στρατηγική, που βλέπει την Ευρώπη να διευρύνεται προς την Τουρκία, αφήνοντας απέξω τον ορθόδοξο πόλο και τη Ρωσία. Και ο «ορθόδοξος» Γιανναράς, αντί έστω να δει μια συμμαχία με την ορθόδοξη Ευρώπη, προτείνει την υπαγωγή μας στο φιλοδυτικό τουρκικό Ισλάμ, ευθυγραμμιζόμενος απόλυτα με την αμερικανική στρατηγική.
Και όμως, ευτυχώς για μας, τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Η Τουρκία δεν αποτελεί τον μοναδικό και πανίσχυρο πόλο της Ανατολής. Διότι εκτός από τη Ρωσία, στο ίδιο το Ισλάμ αισθάνεται ήδη τον ανταγωνισμό του σιιτικού Ιράν, ενώ ο αραβικός κόσμος δεν θα βρίσκεται αιωνίως στη σημερινή κατάσταση καθίζησης. Η ίδια η Τουρκία στο εσωτερικό της έχει να διαχειριστεί τόσο το άλυτο κουρδικό ζήτημα, όσο και την υποβόσκουσα σύγκρουση ανάμεσα στο «ελληνο-σιιτικό» Ισλάμ του αλεβιδισμού με τη σουνιτική επανισλαμοποίηση. Τέλος, μια νέα εκδοχή βαλκανικής συμμαχίας, όπως εκείνη του 1912, θα μπορούσε να αντιτάξει στον τουρκικό όγκο έναν ανάλογης δυναμικότητας βαλκανικό πόλο. Και για κάτι τέτοιο θα αρκούσε μία προϋπόθεση, να εμποδιστεί η είσοδος της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ίδια η Ελλάδα, αν αποφάσιζε να αντιμετωπίσει ενεργώς την τουρκική απειλή, διαθέτει ακόμα ένα εθνικό εισόδημα που αντιστοιχεί στα 2/5 του τουρκικού σε τρέχουσες τιμές και αγωνίζεται υπέρ βωμών και εστιών. Όλες λοιπόν οι θρηνωδίες, πως είμαστε χαμένοι πριν δώσουμε τη μάχη και πως οι Τούρκοι μπορούν όποτε θέλουν «να καταλύσουν το διαλυμένο και διεφθαρμένο κρατίδιο», αποτελούν επιχειρήματα εκείνων που δεν θέλουν να δώσουν τη μάχη.
Ο Γιανναράς έχει δίκιο όταν υπογραμμίζει πως το έθνος-κράτος μας έχει γίνει ασφυκτικό και μας χρειάζεται μια «έξοδος» από τα μετριοκρατικά πλαίσιά του, δεδομένου ότι η Ελλάδα και η Κύπρος, ως κρατικές οντότητες, δεν διαθέτουν τα μεγέθη για μια αυτόνομη εσωτερική ολοκλήρωση. Αυτή την έξοδο αναζητούσαν  οι σοβιετόφιλοι κομμουνιστές στο ανατολικό στρατόπεδο και οι «ευρωπαϊστές» στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι επίσης αλήθεια ότι  μια οργανική «έξοδος» για τον ελληνισμό θα ήταν μόνο η ανασύσταση του ιστορικού μας χώρου, δηλαδή του παλιού «βυζαντινού χώρου» των Βαλκανίων, της Μαύρης Θάλασσας, της καθ’ ημάς  Ανατολής. Το ερώτημα είναι οι όροι της πραγματοποίησης αυτής της εξόδου. Το τίμημά της θα είναι η υποταγή μας στον νεο-οθωμανισμό, ή αντίθετα μια συστηματική προσπάθεια για την οικοδόμηση ενός βαλκανικού πόλου, ικανού να προωθήσει την ανασύσταση αυτού του ιστορικού χώρου με όρους αυτονομίας των επί μέρους συνιστωσών; Όπως έχουμε δείξει πάμπολλες φορές τα τελευταία χρόνια, αυτή η διαδικασία της βαλκανικής ολοκλήρωσης καθυστέρησε δραματικά εξ αιτίας της εθνοτικής αποδόμησης της Γιουγκοσλαβίας, που ίσως ακόμα δεν έχει καν ολοκληρωθεί. Η βαλκανική αποδόμηση πρόσφερε μάλιστα στην Τουρκία τον πειρασμό και την τεράστια ευκαιρία να καλύψει τον κενό χώρο και να διεισδύσει εκ νέου στα Βαλκάνια. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει πως, μεσοπρόθεσμα ή σε βάθος χρόνου, αυτή η ολοκλήρωση δεν θα τεθεί και πάλι, διότι την θέτει η ιστορία, η γεωγραφία, ο πολιτισμός μας. Το ζήτημα είναι να ανθέξουμε  έως τότε, και να πάρουμε τα κατάλληλα μέτρα για την επιτάχυνση αυτής της ανασυγκρότησης.
Έτσι, διαμορφώνονται αντικειμενικά δύο ανταγωνιστικές προτάσεις για την ανασύσταση της καθ’ ημάς Ανατολής, η μία είναι η νεο-οθωμανική και η άλλη είναι η βαλκανική, στηριγμένη στην ορθόδοξη ταυτότητα, σε πιθανή συμμαχία με τη Ρωσία.
Και επειδή η Ελλάδα, μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας  και την εθνική ταπείνωση των Σέρβων, συνιστά, εκούσα ή άκουσα, τον κυριότερο πόλο μιας πιθανής βαλκανικής ανασύνθεσης, γι’ αυτό η πραγματοποίηση του νεο-οθωμανικού σεναρίου δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με απλή ένταξη της Ελλάδας σε μια «νεο-οθωμανική σφαίρα», αλλά προϋποθέτει την πλήρη υποταγή της Ελλάδας και της Κύπρου. Γι’ αυτό και η Τουρκία συνεχίζει τη στρατιωτική παρουσία στην Κύπρο και την επιθετικότητα στο Αιγαίο, χαλώντας το παιγνίδι των εγχώριων νεο-οθωμανών, που εμφανίζονται έτσι «οθωμανικότεροι» των Τούρκων!
Ο ελληνισμός και η νεο-οθωμανική στρατηγική έρχονται σε ευθεία αντιπαράθεση και αυτό δεν μπορούν να το ανατρέψουν ούτε οι πολιτικοί ούτε κάποιοι διανοούμενοι είτε του εκσυγχρονιστικού και του «ανανεωτικού» χώρου, είτε του πατριαρχικού. Βέβαια μπορούν να κάνουν και κάνουν πολλά, δηλαδή μας αφοπλίζουν, κυριολεκτικά και ιδεολογικά, απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα. Ωστόσο δεν μπορούν, τουλάχιστον για αρκετά χρόνια ακόμα, να ξεπεράσουν τους όρους του θεμελιώδους ανταγωνισμού ελληνισμού και τουρκισμού.
Μέσα από μια περίεργη αναστροφή, μια πανουργία της ιστορίας, δυτικόφιλοι και διεθνιστές, άθεοι και ορθόδοξοι, αριστεροί και δεξιοί, διανοούμενοι και επιχειρηματίες, δημοσιογράφοι και πολιτικοί, πατριαρχικοί και βρυξελλόβιοι, καταλήγουν στα ίδια συμπεράσματα που με μια εμβληματική φράση –finis Graeciae– είχε συνοψίσει ο Γιανναράς: Πλέον καμία μάχη δεν αξίζει να δοθεί και θα πρέπει να παραδοθούμε στη μοίρα μας. [  ]

* Απόσπασμα από το βιβλίο Νεο-οθωμανισμός και ελληνική ταυτότητα, που κυκλοφορεί από τις “Εναλλακτικές Εκδόσεις”.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ