της Σύνταξης ΡΗΞΗ τ. 23-24, Απρίλιος 1986
Όπως επισημαίνουμε στο σύνολο των κειμένων και άρθρων αυτού του τεύχους της ΡΗΞΗΣ, η πολιτική πραγματικότητα όχι απλά εγκυμονεί αλλά οδηγεί ήδη σε αντιπαράθεση μεγάλης κλίμακας. Μια αντιπαράθεση ανάμεσα στις τάξεις που συγκροτούσαν το “προοδευτικό μέτωπο” της αντιπολίτευσης και την σημερινή διαχείριση της κρίσης σε όφελος του κεφαλαίου. Αυτή η αντιπαράθεση έχει ήδη οδηγήσει στη διάσπαση του ΠΑΣΟΚ, στην κρίση στο ΚΚΕ και το ΚΚΕ εσωτερικού έχει προκαλέσει το μεγαλύτερο απεργιακό κύμα μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ και τίναξε στον αέρα τη ΓΣΕΕ σπρώχνει σε περικύκλωση των πόλεων από τους αγρότες και στους ξεσηκωμούς των μικρομεσαίων –βλέπε φορτηγατζήδες– κ.λπ. κ.λπ.
Αυτή η αντιπαράθεση είναι προφανές ότι θα ξαπλωθεί στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, όσο τα μέτρα λιτότητας θα θίγουν νέους τομείς –όπως π.χ. θα συμβεί σύντομα στον εκπαιδευτικό χώρο. Όμως το κέντρο αυτής της αντιπαράθεσης αποτελούν σήμερα οι εργαζόμενοι και η εργατική τάξη. Από εκεί έρχεται η μεγάλη αναταραχή, εκεί είναι το κέντρο της σύγκρουσης.
Αυτή η αντιπαράθεση που ξεκίνησε στο διεκδικητικό επίπεδο είναι προφανές πως θα επενδυθεί σε όλα τα επίπεδα και θα αμφισβητήσει την σημερινή διάταξη των πολιτικών και ιδεολογικών μορφωμάτων και δυνάμεων. Και βέβαια εμπεριέχει και στοιχεία βίαιης αντιπαράθεσης, που θα γίνονται όλο και πιο έντονα και συχνά, και πιθανότατα σε κάποια στιγμή θα υπάρξει και κάποια μεγάλης έκτασης κεντρική σύγκρουση στους δρόμους, που θα σηματοδοτήσει την περίοδο κατά τον ίδιο τρόπο που το έκανε και η 23 Ιούλη του 1975 και η 25 Μάη του 1976.
Αυτή η νέα πραγματικότητα βάζει πραγματικά τις δυνάμεις της παλιάς άκρας αριστεράς, τους αντιεξουσιαστές, την “αμφισβήτηση” γενικά, μπροστά σε μια νέα πραγματικότητα ριζικά διαφορετική από το παρελθόν. Αν μέχρι τις εκλογές του 1985 η άκρα αριστερά και η αμφισβήτηση αποτελούσαν το κέντρο της αντιπαράθεσης, πράγμα που φάνηκε περίτρανα στο Κάραβελ και παλιότερα στις κινητοποιήσεις για το Στρατό, τις καταλήψεις σπιτιών κ.λπ., η αιφνίδια διεύρυνση του μετώπου και η μετατόπιση του κέντρου στην εργατική και αγροτική κινητοποίηση σχεδόν αυτόματα –σε μια πρώτη φάση– αποκλείει από το παιχνίδι την παραδοσιακή “αμφισβήτηση”. Αυτοί που όλα τα προηγούμενα χρόνια ευαγγελίζονταν τον ξεσηκωμό των μαζών ενάντια στην κυβερνητική πολιτική, σήμερα που αυτός ο ξεσηκωμός πραγματοποιείται βρίσκονται εκτός νυμφώνος!
Και οι τάσεις είναι αντιφατικές. Ο χώρος υποχρεώνεται να ανασυντεθεί με βάση τη νέα πραγματικότητα. Μια μερίδα του επιστρέφει σε ένα φραστικό –τροτσκιστικό ή μ-λ– “εργατισμό”, χωρίς να παίρνει υπόψη του πως η σημερινή εργατική και λαϊκή κινητοποίηση υποφέρει από μια θεμελιώδη έλλειψη ιδεολογικών προοπτικών, εγκαταλείποντας έτσι κάθε εναλλακτική πολιτική και πρακτική, κάθε αναφορά σε κινήματα οικολογικά, νεολαιίστικα, γυναικεία.
Αυτή η τάση συνοδεύεται και από μια λογική ανασύνθεσης και αναβάθμισης των κάθε είδους γκρουπούσκουλων που εκστρατεύουν για την άγρα “θυμάτων” σε κάθε αγώνα. Η πολιτική τους διαφοροποιείται, ή θέλει να διαφοροποιηθεί, από εκείνη του ΚΚΕ μόνο ως προς τις μεθόδους πάλης, και μάλιστα σήμερα που το ΚΚΕ βρίσκεται σε αριστερίστικη φάση δεν χρησιμεύει παρά μόνο για την προσφορά δυνάμεων στο μέτωπο που αυτό ηγεμονεύει. Πρόκειται για δυνάμεις που ήταν πάντα, από άποψη αντίληψης, δορυφορικές στο ΚΚΕ και σήμερα γίνονται και στην πράξη.
Ακριβώς αντίστροφη είναι η τάση που διαπερνάει την πλειοψηφία του αναρχικού χώρου και ένα κομμάτι του παλιού αριστερισμού. Εδώ κυρίαρχη είναι η “στρατηγική της έντασης”. Δηλαδή στην σημερινή συγκυρία που οξύνεται η ανεργία και σπάει το κοινωνικό μέτωπο που στήριζε το ΠΑΣΟΚ, η μόνη διέξοδος είναι η μετωπική επίθεση στο ΠΑΣΟΚ με όλα τα μέσα, και κατά προτίμηση βίαια. Μια μετωπική επίθεση, που οικοδομεί έναν νέο πολιτικό πόλο –σύμφωνα με την άποψη εκείνων που την προωθούν. Έναν πολιτικό πόλο που αμφισβητεί βίαια –και ένοπλα ακόμα– το σημερινό καθεστώς, έξω και πέρα από την αντιπαράθεση των εργαζόμενων με την κυβέρνηση. Δεν είναι τυχαίο πως αυτή η αντίθεση εκφράζεται από τους γελοιογράφους σαν σύγκρουση ανάμεσα “στο κράτος των Εξαρχείων και το ελληνικό κράτος”. Η στρατηγική της έντασης δεν εξετάζει τις συνέπειες που θα έχει μια τέτοιου τύπου τακτική στη κεντρική κοινωνική αντιπαράθεση. Την πρώτη δόση απ’ αυτόν τον αντίκτυπο πιστεύω πως την εισπράξαμε με το Πολυτεχνείο του 1985. Η στρατηγική της έντασης και της μιλιταριστικής αντιπαράθεσης είχε σαν συνέπεια να δώσει προσχήματα στην ηγεσία των αντικυβερνητικών συνδικαλιστικών παρατάξεων να αναστείλουν τις εργατικές κινητοποιήσεις, μπρος στον κίνδυνο της “αποσταθεροποίησης” που αποτελούσαν οι “αναρχικές καταστροφές”.
Από τότε το ΠΑΣΟΚ και η γραμμή Κουτσόγιωργα–Αυριανής κατανοούν πως εδώ υπάρχει ένα σημείο το οποίο μπορούν να εκμεταλλευτούν, πάνω στο οποίο μπορούν να πατήσουν. Το ΠΑΣΟΚ αλλάζει την πολιτική του σε σχέση με τις συγκρούσεις στο δρόμο, σε σχέση με τα “Εξάρχεια”. Τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνηση του και όταν βρισκόταν στην αντιπολίτευση, η βασική του γραμμή ήταν να υποβαθμίζει τα οποιαδήποτε “επεισόδια”, γιατί θεωρούσε πως η προβολή τους ευνοούσε τη δεξιά. Από τότε όμως που την πολιτική της παλιάς δεξιάς την κάνει πια το ίδιο το ΠΑΣΟΚ, δεν υπάρχει πια λόγος να υποβαθμίζει τα οποιαδήποτε επεισόδια. Αντίθετα έχει συμφέρον να προωθεί, από τη δική του πλευρά, μια στρατηγική της έντασης που θα υπονομεύει την κοινωνική και πολιτική αντιπαράθεση που διεξάγεται.
Οι καμένες τράπεζες, η περιχαράκωση του “κράτους των Εξαρχείων”, η περιχαράκωση δηλαδή του χώρου της αμφισβήτησης από τις λαϊκές κινητοποιήσεις είναι ο στόχος του ΠΑΣΟΚ σήμερα, και μόνιμος στόχος του ΚΚΕ γιατί με τον μπαμπούλα της αναρχίας και της τρομοκρατίας μπορεί να υποβιβάζει την αγωνιστικότητα των εργατικών μαζών.
Γι’ αυτό π.χ. και η απροκάλυπτη επίθεση της αστυνομίας στην πορεία των αναρχικών τη μέρα της επίσκεψης του Σουλτς. Η κυβέρνηση ήθελε την αντιπαράθεση.
Το ΚΚΕ από την πλευρά του προσπαθεί να χρησιμοποιήσει αυτή την σύμπτωση δύο αντίθετων στρατηγικών για να ξεφουρνίσει τα γνωστά παραμύθια της προβοκατορολογίας. “Οι αναρχικοί, οι αριστεριστές και οι ένοπλες ομάδες είναι ενεργούμενα των μυστικών υπηρεσιών και χρησιμοποιούνται από την κυβέρνηση.”
Είναι προφανές και έχει συμβεί πολλές φορές στην πολιτική, πως δύο αντίθετες στρατηγικές μπορεί να συμπίπτουν. Βέβαια συνήθως ένας απ’ τους δύο αντίπαλους ευνοείται, ενώ πιο σπάνια ευνοείται κάποιος τρίτος που δεν συμμετέχει σ’ αυτήν την αντιπαράθεση.
Η στρατηγική της έντασης είναι επιλογή των ένοπλων ομάδων και ενός κομματιού των αναρχικών για δύο λόγους. Ο πρώτος γιατί πιστεύουν πως στις συνθήκες κρίσης που επικρατούν, άσχετα με την προβοκατορολογία του τύπου και της κυβέρνησης, τα πιο εξεγερμένα κομμάτια των μαζών και της νεολαίας θα συμπαραταχθούν με την λογική της μετωπικής αντιπαράθεσης με όρους στρατιωτικής ή σχεδόν στρατιωτικής σύγκρουσης και έτσι θα αναπτυχθεί η επιρροή και το κοινωνικό ρίζωμα μιας “σκληρής” γραμμής. Ο δεύτερος λόγος είναι πολύ πιο απλός. Μια τέτοια στρατηγική επιτρέπει την εκκαθάριση του εσωτερικού μετώπου του “χώρου” από τις αντίπαλες πολιτικές απόψεις και ομάδες. Σε συνθήκες γενικευμένης σύγκρουσης με τις δυνάμεις καταστολής, όποιος δεν παίρνει ενεργό μέρος στην κυρίαρχη αντιπαράθεση του χώρου αυτόματα αποκλείεται απ’ αυτόν και αφήνει το πεδίο του χώρου της αμφισβήτησης ελεύθερο για τις δυνάμεις της σύγκρουσης.
Έτσι και από τις δύο πλευρές προωθείται μια στρατηγική της έντασης, όπου και οι δύο αντίπαλοι ελπίζουν πως θα κερδίσουν. Οψόμεθα.
Εμείς απέναντι σε μια αντιπαράθεση που διαγράφεται πια με τέτοιους όρους, την στιγμή που στο σύνολο της κοινωνίας μετασχηματίζεται ο χάρτης των πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών, είμαστε υποχρεωμένοι να επιλέξουμε έναν τρίτo δρόμο. Για χρόνια προσπαθούσαμε να συνδέσουμε το “χώρο” με την κοινωνία, να μεταβάλλουμε τη νεολαιίστικη αμφισβήτηση σε πόλο για το μετασχηματισμό του συνόλου του πολιτικού παιχνιδιού, σε ιδεολογικό πόλο για ένα νέο επαναστατικό όραμα. Όλα αυτά εν αναμονή της κίνησης ευρύτερων μαζών, με τις οποίες θα μπορούσαμε να συναντηθούμε με όρους μαζικού κινήματος. Αυτό είναι το νόημα των προσπαθειών ενός χρόνου, από το Κάραβελ μέχρι το Πολυτεχνείο του ’85. Όμως από τη στιγμή που το μαζικό κίνημα άρχισε να κινείται, ο χώρος βρέθηκε στην πλειοψηφία του σε διαφορετικό μήκος κύματος. Διαγράψαμε το δρόμο που πήραν οι διάφορες πτέρυγες του, η μία σαν ουρά των αριστερών κομμάτων, η άλλη για τη σύγκρουση με την καταστολή εδώ και τώρα. Για μας από το Πολυτεχνείο του 1985 και μετά ο “χώρος” έπαψε να υπάρχει. Από τότε και μετά υπάρχουν περισσότεροι από ένας διαφορετικοί χώροι, παρά τη γεωγραφική συνάφεια των γραφείων και των στεκιών. Ο πάλαι ποτέ ενιαίος χώρος μετασχηματίζεται σε τρεις τουλάχιστον. Τους δύο τους περιγράψαμε. Ο τρίτος είναι ο εναλλακτικός χώρος, στον οποίο θεωρούμε ότι ανήκουμε. Ένας χώρος δηλαδή που δεν αρκείται στην απλή υποστήριξη και συμμετοχή στους αγώνες των εργαζόμενων, αλλά θέλει να διαμορφώσει και να προτείνει και μια διέξοδο άλλης πρότασης ζωής και κοινωνίας, άλλου οράματος απέναντι στα ξεφτισμένα και δοκιμασμένα προγράμματα του σοσιαλισμού, ανατολικού και δυτικού. Αυτός ο χώρος, που πιστεύουμε πως διευρύνεται αδιάκοπα στην κοινωνία μας, αποτελεί σήμερα για μας τη μόνη δυνατότητα για την έκφραση και την άρθρωση μιας εναλλακτικής πρότασης. Στη σημερινή περίοδο βάζουμε λοιπόν δύο κέντρα. Από τη μια την επαναπροσέγγιση και σύνδεση με την κοινωνία και τους αγώνες των εργαζομένων κι από την άλλη το βάθεμα των πρακτικών και του οράματος μιας συνολικής εναλλακτικής πρότασης.
Ανάμεσα σ’ αυτούς τους τρεις χώρους πιστεύουμε ότι στην περίοδο που έρχεται θα βαθύνει το χάσμα και θα παίρνουν όλο και πιο αποκλίνουσες κατευθύνσεις. Όσο για τους συντρόφους που νοσταλγώντας την πάλαι ποτέ ενότητα του “χώρου” –αν αυτή υπήρξε ποτέ– προσπαθούν να παίξουν τη γέφυρα ανάμεσα στις διαφορετικές κατευθύνσεις και πιθανά να εισπράξουν και τα οργανωτικά “οφέλη” από ένα τέτοιο ρόλο ενδιάμεσου, δυστυχώς γι’ αυτούς η συγκυρία είναι τέτοια ώστε πολύ σύντομα θα υποχρεωθούν, στην πλειοψηφία τους, να επιλέξουν “χώρο”. Η εξέλιξη αυτού του διαμελισμού του πάλαι ποτέ ενιαίου (;) χώρου δεν είναι γραμμική ούτε εμφανίζεται με την ίδια ένταση σε όλους τους χώρους. Έτσι σε πολλές επαρχιακές πόλεις, γειτονιές ή και συγκεκριμένους κοινωνικούς χώρους η εξέλιξη του διαφορισμού μπορεί να είναι βραδύτερη και βέβαια δεν πρόκειται να την βιάσουμε.
Όλα αυτά σημαίνουν στην πράξη πως έχουμε αποφασίσει πως με τους σημερινούς όρους και συσχετισμούς δεν υπάρχει δυνατότητα ενοποίησης ή συγκόλλησης αποκλινόντων χώρων, δεδομένου ότι οι πρακτικές των μεν αποκλείουν τους άλλους.
Σημαίνουν ότι σε μια περίοδο αντιπαράθεσης ευρύτερων στρωμάτων με την κυβέρνηση, εμείς δεν προχωράμε σε μορφές σύγκρουσης και αντιπαράθεσης αυτόνομα, έξω απ’ τις συγκρούσεις των μαζικών χώρων, αλλά συμμετέχουμε σε αυτές και προσπαθούμε να τις προωθήσουμε με την μεγαλύτερη πρακτική και θεωρητική συνέπεια.
Σημαίνουν πως εγκαταλείπουμε την πρακτική των “επιτροπών” του χώρου, που πια δεν εκφράζουν τίποτα, ενώ αντίθετα βάζουμε σαν στόχο την προώθηση σχημάτων και μορφών πάλης όπου ερχόμαστε σ’ επαφή με ευρύτερα κομμάτια μαζών και κόσμο με διαφορετική πολιτική προέλευση. Τα όρια των Εξαρχείων μας είναι απολύτως αποπνικτικά! Με κομμάτια του παλιού χώρου δεν συνεργαζόμαστε σε κεντρικά πολιτικά ζητήματα γιατί σήμερα εκφράζουμε διαφορετικές κατευθύνσεις και οπτικές. Δεν δημιουργούμε αδιάκοπα διάφορα σχήματα, αλλά προσπαθούμε να συνευρεθούμε μαζί στους κοινωνικούς χώρους, όπου βέβαια η προσπάθεια μας θα πρέπει να στρέφεται στην αναζήτηση ευρύτερων συμμαχιών, και όχι μόνο σε συμμαχίες ανάμεσα σε άτομα του “χώρου” και μόνον.
Σημαίνει πως μπροστά στον κίνδυνο της χρησιμοποίησης του χώρου μας από την μιλιταριστική λογική που διαπερνάει ένα κομμάτι του, αρνούμαστε την συμμετοχή σε συγκρούσεις και μαζικές αντιπαραθέσεις στο δρόμο –καταλήψεις κ.λπ.- όπου τα μόνα συνθετικά τους θα προέρχονται απ’ αυτόν ακριβώς το χώρο. Το ζητούμενο της περιόδου δεν είναι πόσα κοκταίηλ θα ρίξει το “κράτος των Εξαρχείων” στους μπάτσους, αλλά οι δρόμοι και οι μέθοδοι για να βρεθούμε μέσα στις συγκρούσεις που δίνουν ευρύτερα στρώματα εργαζομένων και εκεί να παίξουμε ενεργό ρόλο. Οι πρακτικές των συγκρούσεων των “Εξαρχείων” με τις δυνάμεις καταστολής σήμερα δεν είναι μόνο λαθεμένες αλλά και ζημιογόνες, και προοπτικά ΕΜΠΟΔΙΖΟΥΝ τη ριζοσπαστικοποίηση του ευρύτερου κινήματος αντί να την διευκολύνουν. Όταν το μαζικό κίνημα βρίσκεται σε απαρχές συγκρούσεων με τα ΜΑΤ, οι δυναμίτες στα Εξάρχεια και οι κατεβασμένες βιτρίνες λειτουργούν αποτρεπτικά για τις λαϊκές συγκρούσεις Έτσι λοιπόν επειδή δεν μπορούμε να κουβαλάμε την ευθύνη μιας τέτοιας πρακτικής, μια και δεν απέδωσαν οι μακρόχρονες προσπάθειες μας να συνδεθεί το νεολαιίστικο αμφισβητησιακό κίνημα με ευρύτερες μάζες και προοπτικές, είμαστε υποχρεωμένοι να προχωρήσουμε στις επιλογές μας άσχετα με το τι κάνει ή δεν κάνει ο υπόλοιπος “χώρος”. Και δεν κουραζόμαστε να επαναλαμβάνουμε τη διττή φύση των επιλογών μας. Σύνδεση με τις ευρύτερες μάζες και διαμόρφωση μιας εναλλακτικής πρότασης θεωρητικά και πρακτικά. Τα άλλα είναι είτε λάθος, είτε, ακόμα χειρότερα, ζημιά.
Όσο δε για το χώρο των “Εξαρχείων”, για το χώρο που έλκεται από τη μιλιταριστική λογική, πιστεύουμε πως ουσιαστικός διάλογος μαζί τους μπορεί να ανοίξει μόνο αφού θα έχουν δοκιμαστεί οι αντίστοιχες κατευθύνσεις στην πράξη. Μόνο μετά θα μπορέσει να ξεκινήσει ένας οποιοσδήποτε διάλογος. Η προσπάθεια μας της ΟΠΑ παλιότερα και της ΡΗΞΗΣ στη συνέχεια, να αποφύγουμε στην Ελλάδα, διδαγμένοι από την εμπειρία των ευρωπαϊκών χωρών, τα “μολυβένια χρόνια” της σύγκρουσης δυνάμεων καταστολής και μιλιταριστικής αντίληψης, που οδήγησε για χρόνια σε αποσύνθεση το γερμανικό κίνημα στο παρελθόν, το Ιταλικό ή Πορτογαλικό σήμερα κ.λπ., σήμερα περνάει σε άλλη φάση με νέες μορφές. Στο παρελθόν δίναμε τη σύγκρουση με τη μιλιταριστική αντίληψη στα πλαίσια του ίδιου του υποκειμένου, κοινωνικού και πολιτικού, και πιστεύουμε ότι αποτελέσαμε ένα σημαντικό εμπόδιο στο ξάπλωμά της –γι’ αυτό εξάλλου και το μίσος όλων αυτών και οι πρόσφατες επιθέσεις από τη 17 Νοέμβρη μέχρι διάφορα έντυπα, περνώντας από τη συμμορία που επιτέθηκε στα γραφεία της ΡΗΞΗΣ και την Κομμούνα.
Σήμερα επιχαίρουν ίσως, φανταζόμενοι ότι τους αφήνουμε το πεδίο του κοινωνικού και πολιτικού υποκειμένου ελεύθερο, για να το οδηγήσουν σε μια λογική αυτοκτόνας αντιπαράθεσης.
Όμως θα τους καλούσαμε ακόμα και σήμερα να ανακρούσουν πρύμνα. Εμείς δεν εγκαταλείπουμε κάποιο πολιτικό και κοινωνικό υποκείμενο, απλούστατα αυτό το υποκείμενο έχει προ πολλού εγκαταλείψει το….”χώρο”. Αν τα Εξάρχεια με την σημερινή τους εικόνα του άντρου των ναρκωτικών και των χαπάκηδων είναι κίνημα νεολαίας, αν είναι κίνημα νεολαίας οι οποιοιδήποτε πλιατσικολόγοι κ.λπ. κ.λπ. τότε τους το χαρίζουμε αυτό το κίνημα. Και γι’ αυτούς απειλή θα είναι, έστω κι αν το μεταχειρίζονται μικροπολιτικά σήμερα.
Σήμερα το κίνημα της νεολαίας βρίσκεται σε καθολική υποχώρηση, υποχώρηση ιδεολογική, ατομικοποίηση, έλλειψη προοπτικών. Επομένως η ανασύνθεση τον περνάει μόνο από την πρόταση μιας εναλλακτικής θεωρητικής και πρακτικής κατεύθυνσης, και εν πάσει περιπτώσει σήμερα δεν αποτελεί το κέντρο των μετασχηματισμών. Αυτό το κέντρο θα ανευρεθεί στο κίνημα των εργαζομένων και τις εναλλακτικές απόπειρες που διαμορφώνονται σε όλη της Ελλάδα, με στέκια, βιβλιοπωλεία, συνεργατικές, περιοδικά κ.λπ., που σήμερα δεν είναι ούτε μπορεί να είναι– και αν θέλετε ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ να είναι– αποκλειστικά νεολαιίστικα. Μέσα από την συμμετοχή των νεολαίων σ’ αυτά τα δύο μέτωπα, των εναλλακτικών προσπαθειών και των λαϊκών αγώνων, θα διαμορφωθούν οι όροι για την εκ νέου συγκρότηση και ανάπτυξη νεολαιίστικου κινήματος. Για να υπάρξει ένα αυθεντικό νεολαιίστικο κίνημα θα πρέπει να γίνει μια ολόκληρη ηθική και ιδεολογική αναθεώρηση των αρχών που διείπαν αυτό το χώρο. Και αυτή είναι σήμερα η επιλογή μας. Να αντιπαραθέσουμε μια άλλη πρακτική πρόταση ΕΞΩ από το γκέττο και να την συγκρίνουμε, να την δοκιμάσουμε παράλληλα με την πρόταση του γκέττο. Έχοντας όμως –εδώ και τώρα– χωρίσει τα τσανάκια μας.
Το μέλλον θα δείξει, και όταν λέμε μέλλον πιστεύουμε πως τα συμπεράσματα θα βγουν ήδη σε βραχύ χρονικό διάστημα, δε θα αργήσουν. Κι αυτό γιατί τόσο η μιλιταριστική λογική έχει την ανάγκη να αναπτύσσεται και να επεκτείνεται αδιάκοπα, να μιζάρει όλο και πιο ψηλά, όσο και γιατί το ΠΑΣΟΚικό κράτος ετοιμάζει και θέλει να καταφέρει συντριπτικό χτύπημα στην “τρομοκρατία”, ώστε να ικανοποιήσει και τους Αμερικανούς. Έτσι λοιπόν σύντομα πιστεύουμε θα δοκιμαστούν πρακτικές και κατευθύνσεις.
Από την άλλη πιστεύουμε πως η λαϊκή αναταραχή θα βαθύνει, ιδιαίτερα μετά τις δημοτικές εκλογές ενώ όλο και πιο έντονες θα εμφανίζονται οι ανάγκες νέων προσανατολισμών σε ευρύτερα στρώματα, η κρίση των κομμάτων θα βαθύνει. Εμείς θέλουμε να είμαστε μέσα σ’ αυτήν την αντιπαράθεση, αυτή μας αφορά και μας ενδιαφέρει, η άλλη όχι μας είναι ξένη, αλλά και ανταγωνιστική.