ΡΗΞΗ τ.23-24, Απρίλιος 1986
Στοιχεία γι’ αυτό το άρθρο πάρθηκαν από την έκθεση του συλλόγου αρχιτεκτόνων “H Αθήνα στον 20ο αιώνα” κι από το βιβλίο του Guy Burgel, “Αθήνα, η ανάπτυξη μιας μεσογειακής πρωτεύουσας”, Εξάντας 1976.
Η Αθήνα ένα άσημο χωριό για πάνω από χίλια χρόνια, (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) με μόνη την Ακρόπολη, τραυματισμένη κι αυτή, να θυμίζει τα “αρχαία κλέη” επιλέγεται από μια πολιτική τάξη που έχει έρθει από το εξωτερικό σα πρωτεύουσα του νεοσύστατου -τότε- ελληνικού κράτους. Χωρίς να είναι κέντρο των δυνάμεων του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα με άμεση συμβολική δύναμη όπως το Ναύπλιο ή οικονομικό κέντρο όπως η Ερμούπολη, αποτελεί ένα ουδέτερο έδαφος για την εγκατάσταση της πολιτικής εξουσίας, πεδίο επίλυσης των διαφορών των προυχόντων που φτάνουν από ισχυρά τοπικά κέντρα εξουσίας (Ρούμελη, Μωρίας) για να διαπραγματευτούν με την κεντρική εξουσία.
Πολιτικοί – διοικητικοί λοιπόν οι λόγοι που οδηγούν στην επιλογή της νέας πρωτεύουσας κι όχι λόγοι οικονομικής ευρωστίας είναι ίσως το πρώτο “κακό σημάδι” για ό,τι πρόκειται να ακολουθήσει. Η ζωή όμως ξεπερνά πολλές φορές και την πιο διεστραμμένη φαντασία.
Ως το 1870 συνεχίζεται η οικονομική στασιμότητα της πόλης που συνοδεύεται με αργή δημογραφική ανάπτυξη. Τα οικονομικά κέντρα βρίσκονται στην περιφέρεια (Πάτρα Ερμούπολη).
Από το 1870 και ως τους Βαλκανικούς πολέμους και τη Μικρασιατική εκστρατεία, η όψη της χώρας αλλάζει, το ίδιο και της πρωτεύουσας. Η χώρα μεγαλώνει ανακτώντας την πλούσια θεσσαλική πεδιάδα και το σημαντικό βιομηχανικό κέντρο του Βόλου. Παράλληλα υπάρχει μια υποδομή δικτύου συγκοινωνιών. Τα περιφερειακά οικονομικά κέντρα περιορίζονται σε περιοχές με σαφή όρια (Αχαΐα, Κυκλάδες, Αργολίδα, Μαγνησία) ενώ ο νομός Αττικής με 13% του πληθυσμού της χώρας (1907) συγκεντρώνει το ένα τρίτο των εμπορικών και βιομηχανικών καταστημάτων, 28% του προσωπικού των μεταφορών και 30% των ελεύθερων επαγγελματιών.
Ποια είναι όμως η πολεοδομική οργάνωση της πόλης αυτή την περίοδο;
Στα 1833, εποχή που αποφασίζεται η μεταφορά της πρωτεύουσας, η Αθήνα είναι ένα χωριό με χίλια εξακόσια σπίτια γύρω από την Ακρόπολη, εντελώς “ακατάλληλη” και χωρίς στοιχειώδη υποδομή για να ανταποκριθεί στο νέο της ρόλο.
Καλούνται εσπευσμένα ο Σταμάτιος Κλεάνθης και ο γερμανός Σάουμπερτ που εκπονούν ένα πρώτο σχέδιο που προβλέπει, κατ’ απομίμηση των βαυαρικών προτύπων, πλατιές λεωφόρους και μεγάλες πλατείες που δεν πραγματοποιήθηκε γιατί απαιτούσε πολλές απαλλοτριώσεις, αλλά τροποποιήθηκε πολλές φορές ώστε να στενέψουν δρόμοι, πλατείες κλπ.
Τα πρώτα 40 χρόνια της θητείας της πόλης σαν πρωτεύουσας του νεοπαγούς κράτους επιστρατεύτηκε ένας μεγάλος αριθμός αρχιτεκτόνων (Κλέντσε, Τσίλερ, αδελφοί Χάνσεν, Καυταντζόγλου) οι οποίοι άφησαν έναν αριθμό κτιρίων (Πανεπιστήμιο, Βιβλιοθήκη, Ακαδημία, το πρώην Εθνικό Τυπογραφείο της Σανταρόζα κ.ά.).
Μια άλλη οργανωμένη κρατική πολεοδομική παρέμβαση στην πρωτεύουσα γίνεται το 1910 από τον Hoffman -γερμανό αρχιτέκτονα-πολεοδόμο- με σκοπούς: τον εξωραϊσμό της πρωτεύουσας, τη δημιουργία συνοικίας επαύλεων (στο Φάληρο), πλατειών, περιφερειακών λεωφόρων…” Η Ομόνοια θεωρείται κέντρο της πόλης και σχεδιάζεται επέκταση της από του Φιλοπάππου ως το Φάληρο.
Βέβαια απ’ όλα αυτά το κύριο που εφαρμόζεται είναι η διατήρηση των μνημείων στην γραμμή του εξωραϊσμού της πρωτεύουσας.
Το 1914-18 έχουμε μια ακόμα προσπάθεια πολεοδομικής οργάνωσης -από τον Manson- με την συγκέντρωση ομοειδών λειτουργιών σε επιμέρους κέντρα, π.χ. Πανεπιστήμιο, δικαστήρια κ.ο.κ. Σχέδιο που σιγά-σιγά άρχισε να υλοποιείται διακόπηκε όμως από την εισβολή των προσφύγων του ’22.
Ένα σχόλιο πριν προχωρήσουμε. Από την εμφάνιση της μέχρι το ’22 η Αθήνα είναι κύρια διοικητική πρωτεύουσα και όχι παραγωγική. Δηλαδή συγκροτείται σαν πρωτεύουσα με βάση τη διοίκηση της χώρας και όχι το ότι είναι η μεγαλύτερη βιομηχανική πόλη, παρά το ότι συγκεντρώνει ίσως το μεγαλύτερο ποσοστό βιομηχανίας και εμπορίου από κάθε άλλη πόλη της Ελλάδας την εποχή εκείνη.
Το 1920 η Αθήνα είναι δεύτερη σε πληθυσμό(450.000) στα Βαλκάνια, μετά την Κωνσταντινούπολη και τρίτη στην Α. Μεσόγειο μετά την Αλεξάνδρεια.
Δυο χρόνια μετά η χώρα έχει διπλασιάσει την έκταση της ενώ 250.000 πρόσφυγες φτάνουν στην Αθήνα. Οι μεσογειακές προοπτικές της αστικής τάξης έχουν κλείσει ενώ αντίθετα μια “νέα χώρα” ανοίγεται σαν χώρος οικονομικής δραστηριότητας και μια φτηνή, εξαθλιωμένη εργατική δύναμη, εν αφθονία.
Είναι η περίοδος της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που πρακτικά διαρκεί ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, περίοδος μιας οικονομικής ανάπτυξης που περισσότερο προοιωνίζει αυτό που επρόκειτο να συμβεί την εικοσαετία ’50-’70.
Εντωμεταξύ από το 1920 ως το ’25 εκπονείται το σχέδιο της επιτροπής Καλλιγά που ανακαλέστηκε το 1926 από τον Πάγκαλο κάτω από την πίεση των ιδιοκτητών. Το σχέδιο προέβλεπε:
Λειτουργική διαίρεση της πόλης σε τμήματα που αντιστοιχούν σε γενικές χρήσεις γης και πρότεινε 6 κέντρα: Εμπορικό, Χρηματιστικό, Πανεπιστημιακό, Νοσοκομειακό, Δικαστικό, Διοικητικό.
Την αντικατάσταση των πλατειών από μεμονωμένα δημόσια κτίρια: Δημαρχείο, Ταχυδρομείο, σχολεία, αστυνομικά κτίρια κλπ.
Προτείνονται δυο συστήματα δόμησης: ανοικτό ή ελεύθερης διάταξης (ο καθένας ό,τι θέλει, όπως θέλει, όπου θέλει) και κλειστό ή συνεχές (με γεωμετρικό και αρχιτεκτονικό σχέδιο σε προκαθορισμένες αποστάσεις με δρόμους κλπ.).
Προβλέπονται χώροι πράσινου που δεν υπάρχουν.
Αυτό το σχέδιο βέβαια προϋπέθετε την ένταξη των προσφύγων “κανονικά” στη ζωή και άρα στην πόλη πράγμα που δεν έγινε και ανέτρεψε μαζί με τους εμπόρους γης όλο αυτό το “ωραίο” αστικό σχέδιο.
Από την αρχή οι συνοικίες των προσφύγων -τα “προσφυγικά”- δημιουργούνται στην περιφέρεια έξω από τα όρια της πόλης για να απομονωθούν κοινωνικοπολιτικά από το διοικητικό κέντρο και για να ελέγχονται στρατιωτικά. Υπάρχει πλήρης έλλειψη υποδομής: ύδρευση, αποχέτευση, φωτισμός κλπ.
Σε πλήρη αντίθεση, συγχρόνως δημιουργούνται τα μεγάλα αστικά προάστια σχεδιοποιημένα με πολύ πράσινο, ιδιωτικούς κήπους και δρόμους. Έτσι το κέντρο, το άστυ, μένει στα χέρια της μεσαίας τάξης, των διανοούμενων δημοσίων υπαλλήλων κλπ. Το 1928 με βάση τη στατιστική το 40 % του ενεργού πληθυσμού της πόλης είναι εργάτες ενώ το 57,3 % δημόσιοι υπάλληλοι και γενικότερα στον τριτογενή τομέα των υπηρεσιών.
Η βιομηχανία και βιοτεχνία που γνωρίζει μια άνθιση εκείνη την περίοδο λόγω των φτηνών εργατικών χεριών, συγκεντρώνεται -εκτός σχεδίου πόλης φυσικά, κοινώς “αυθαίρετα”- νοτιοδυτικά της Αθήνας και βορειοδυτικά του Πειραιά όπου συγκεντρώνονται και οι περισσότεροι πρόσφυγες.
Το 1928, οπότε η Αθήνα είναι η μεγαλύτερη πρωτεύουσα των Βαλκανίων από άποψη πληθυσμού (800.000) μαζί με τις οργανωμένες κατοικίες -από το κράτος- για τους πρόσφυγες φουντώνει το κίνημα των αυθαιρέτων.
Στο μεσοπόλεμο (’30-’40) μόνο το 1/3 των Αθηναίων είναι γηγενείς οι υπόλοιποι είναι πρόσφυγες και εσωτερικοί μετανάστες.
Έτσι από το ’22 και μετά η Αθήνα από απλή πόλη συγκρούσεων περί τα πολιτικό-διοικητικά, με τη δημιουργία του προλεταριάτου που ζητάει την ένταξη του στην πόλη, την κοινωνική του άνοδο, μετατρέπεται σε θέατρο ταξικών συγκρούσεων και ιδιαίτερα προλεταριακών τέτοιων. Κι αυτό είναι το καινούργιο στοιχείο στη ζωή της πόλης.
Από το 1930 έχουμε την πρώτη εμφάνιση των πολυκατοικιών κύρια στα προσφυγικά. Η πυκνότητα πληθυσμού αλλά και η έλλειψη μελέτης και υποδομής είναι από τότε φανερή ώστε το σχέδιο Μπίρη, που ξεκίνησε το 1930 και ολοκληρώθηκε το 1946 προτείνει τη μεταφορά του διοικητικού κέντρου στα Μέγαρα και την αύξηση των χώρων πράσινου με τη δημιουργία τειχών πρασίνου.
Το 1940-45 η Αθήνα συμμετέχει στην Εθνική Αντίσταση η Ελλάδα είναι μια από τις λίγες χώρες με δυνατό αντιστασιακό κίνημα στην πρωτεύουσα που καταφέρνει κιόλας να ματαιώσει την πολιτική επιστράτευση. Σαμποτάζ, διαδηλώσεις, μπλόκα (της Κοκκινιάς), η αρχή του Εμφύλιου (βομβαρδισμός και άμυνα των εργατικών συνοικιών) γίνονται στην Αθήνα που έχει έναν ενοποιημένο και εξεγερμένο λαό στη βάση της αντίστασης στην εξαθλίωση και το θάνατο, καθώς επίσης και ενοποιημένες εργατικές γειτονιές που γίνονται τα κέντρα του αγώνα.
Με το τέλος του Εμφυλίου η Αθήνα βρίσκεται κατεστραμμένη, περίπου μισό εκατομμύριο κτίρια είναι κατεστραμμένα. Έτσι εμφανίζεται η υλική βάση μαζί με τα εμβάσματα, την αμερικάνικη βοήθεια και τις μικροκαταθέσεις για την ανοικοδόμηση που αποδίδει από το ’45 ως το ‘ 56 περίπου 400.000 νέες κατοικίες.
Ιδανικός τύπος κατοικίας φυσικά για τις κεφαλαιακές σχέσεις που κυριαρχούν και στα μικρομεσαία στρώματα που κύρια κτίζουν είναι η πολυκατοικία (όσο περισσότεροι σε μικρότερο χώρο, τόσο πιο φτηνά για την οικογένεια, τόσο πιο κερδοφόρα για τον ιδιοκτήτη) που μαζί με το φούντωμα των αυθαίρετων (περίπου 25 % των νέων κατοικιών) -κίνηση που πήρε χαρακτηριστικά πολλές φορές συγκρουσιακά, ιδιαίτερα σε λαϊκές γειτονιές (π.χ. Πέραμα) κι έφερε τους κατοίκους σε άμεση και μαζική αντιπαράθεση με το κράτος- στεγάζουν την πλειοψηφία των κατοίκων και φτάνουμε ακόμα και σήμερα το ποσοστό ιδιοκατοίκησης να είναι 60 %- 70 % στις πόλεις παρόλη την εσωτερική μετανάστευση και υδροκεφαλισμό της πρωτεύουσας.
Ευνοϊκές βέβαια συνθήκες διαμορφώνονται από την δυνατότητα “αντιπαροχής” της ανταλλαγής δηλαδή των οικοπέδων η των μονόροφων ή διόροφων παλαιών κτιρίων με κάποια διαμερίσματα στην πολυκατοικία.
Σημαντικό είναι να παρατηρήσουμε ότι δημιουργείται ιδιαίτερος ελληνικός τύπος πολυκατοικίας (“απέριττος” χωρίς στολίδια, μόνο με τα “απαραίτητα”) καθώς και ότι η πλειοψηφία της διανόησης την εποχή της ανοικοδόμησης τάσσεται υπέρ της καταστροφής των “παλιών” κτιρίων για τη δημιουργία μιας “μοντέρνας” πόλης.
Έτσι μέσα στην εικοσαετία ’50-’70 η πόλη αναπτύσσεται προς τα δυτικά (’50-’60) όσο και προς τα ανατολικά (’60-’70) τείνοντας να καταλάβει όλο το χώρο του λεκανοπέδιου με την ανάπτυξη των οικονομικών μονάδων πλάι στους οδικούς άξονες προς Κόρινθο και Βοιωτία κι αναπτύσσοντας την οικονομική της κυριαρχία σε περιοχές όπως τα Μεσόγεια, τα Μέγαρα αλλά και η Κόρινθος, η Χαλκίδα κλπ. Μέσα στη δεκαετία ’60-’70 η βαριά βιομηχανία αρχίζει να απομακρύνεται από την πρωτεύουσα ενώ συγκεντρώνονται μονάδες μόνιμων καταναλωτικών αγαθών, τροφίμων, υφασμάτων, ειδών πολυτελείας.
Η κίνηση του πληθυσμού σ’ όλη αυτή την περίοδο ’20-’80 είναι γύρω από τόπους εργασίας με πιο προνομιούχα περιοχή φυσικά το κέντρο όπου είναι το διοικητικό, εμπορικό και ψυχαγωγικό κέντρο και όπου μένουν περισσότερο τα μεσαία στρώματα, η διανόηση, οι δημόσιοι υπάλληλοι. Η προς το κέντρο κίνηση εκφράζει πολεοδομικά την κοινωνική άνοδο του πληθυσμού (φυσικά αυτό λόγω του αρχιπελάγους των μεσαίων στρωμάτων δεν είναι απόλυτο αλλά ενδεικτικό).
Τέσσερα στοιχεία ήρθαν να ανακόψουν την κίνηση για κατοικία στο κέντρο της πόλης: α)το αυτοκίνητο που δίνει τη δυνατότητα όσο μακριά και να μένεις από το κέντρο να φτάνεις ό,τι ώρα θες (θεωρητικά τουλάχιστον), β) Η αποκέντρωση διοίκησης και ψυχαγωγίας (βίντεο, τηλεόραση, παμπ κλπ), γ) η πτώση του κέρδους για το κεφάλαιο από τη χρήση γης και κτιρίων για κατοικία και άρα δ) η μετατροπή του κέντρου σε πιο κερδοφόρο με την επέκταση των υπηρεσιών και άρα του ίδιου του κέντρου.
Αν σ’ όλα αυτά προσθέσουμε το κυκλοφοριακό και τη ρύπανση από τα αυτοκίνητα παίρνουμε τη σημερινή εικόνα της Αθήνας σαν μιας σύγχρονης μητρόπολης με όλες τις προδιαγραφές της Δύσης: εμπορευματικοποίηση, εγκληματικότητα, αποκέντρωση, κυκλοφοριακό, συγχρόνως με τα προβλήματα της Ανατολής έλλειψη υποδομής, κακή κατασκευή κλπ.
Αυτά ακριβώς τα προβλήματα και οι ανισορροπίες έδωσαν τη δυνατότητα να εμφανιστεί, ιδιαίτερα μετά τη μεταπολίτευση, ένα πραγματικό κίνημα στις γειτονιές που, παρά την αδυναμία του να συνολικοποιηθεί και να περάσει έτσι στο προσκήνιο σαν τέτοιο, έβαζε και βάζει όλο και περισσότερο ζητήματα ποιότητας ζωής (πράσινο, μόλυνση κλπ.) ζητήματα που όλο και περισσότερο σήμερα άπτονται του συνολικού σχεδιασμού της πόλης, που, έστω και εμβρυακά, αντιπαραθέτουν στην πόλη του (και για το) κεφαλαίου την πόλη των (και για τους) κατοίκων.