του Γιώργου Καραμπελιά από τη ΡΗΞΗ τ. 23-24, Απρίλιος 1986
Η αναδιάταξη των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, που πραγματοποιείται με αυξανόμενη ταχύτητα από τις εκλογές του Ιούνη του ’85 και μετά, έχει αντίκτυπο σε όλα τα πολιτικά κόμματα, ενώ αποσυνθέτει ταχύτατα τον αντιεξουσιαστικό αριστερίστικο χώρο. Εκεί όμως που αυτή η αναδιάταξη πήρε το χαρακτήρα ανοικτής καθολικής κρίσης είναι στο χώρο του ΚΚΕ εσωτερικού . Σ’ αυτό το χώρο φαίνεται πως έχει έρθει η στιγμή της αλήθειας.
Η ΙΔΙΟΜΟΡΦΙΑ ΤΟΥ ΚΚΕ εσωτερικού
Το ΚΚΕ εσ. αποτελεί μια ελληνική ιδιομορφία, δεν μοιάζει με κανένα από τα παραδοσιακά ευρωκομμουνιστικά κόμματα, όσο κι αν θέλει να τα μιμείται, γιατί δεν διαθέτει τις αντίστοιχες προσβάσεις στην εργατική τάξη. Το παιχνίδι της εκπροσώπησης ενός τμήματος της εργατικής τάξης παίχτηκε και κερδήθηκε από το ΚΚΕ. Έτσι το ΚΚΕ εσ. διαθέτει μια μοναδικότητα είναι το κατ’ εξοχήν κόμμα της διάνοησης -ή μάλλον ήταν. Το κόμμα των ανώτερων στρωμάτων της διανόησης. Κι αυτό αντανακλάται και στα εκλογικά του ποσοστά, αρκεί να δούμε τι ψήφους έπαιρνε στο Κολωνάκι ή στις βόρειες συνοικίες.
Η διαμόρφωση του σαν κόμμα των ανώτερων στρωμάτων της διανόησης είναι εκείνη που σφράγισε τόσο την τύχη του, όσο και του πρόσφερε τα ιδιαίτερα χαρακτηρικά του.
Εξάλλου δεν είναι τυχαίο ότι στην αντιπαράθεση ανάμεσα στις διάφορες γραμμές και απόψεις στα πλαίσια του εσωτερικού σχεδόν καμμία δεν ξεκινάει από την ταξική ανάλυση του πολιτικού υποκειμένου. Καμία από τις τέσσερις “τάσεις-προτάσεις” που προτείνονται στο συνέδριο δεν αποτολμάει μια ταξική ανάλυση της φύσης του κόμματος, ταξική ανάλυση που θα επέτρεπε μια σωστότερη αντιμετώπιση των προβλημάτων. Μια τέτοια ταξική ανάλυση παραδόξως δεν αποτολμάται από εκείνο το κόμμα που έχει τόσους κοινωνιολόγους και μαρξιστές, γιατί είναι βέβαιο πως θα έδειχνε περίεργα και ανησυχητικά πράγματα, θα ξανάφερνε τη συζήτηση στο πραγματικό της πλαίσιο, το μόνο πλαίσιο που θα μπορούσε να επιτρέψει την οποιαδήποτε αναβάθμιση, μετεξέλιξη κλπ κλπ, την αλλαγή των ταξικών συσχετισμών μέσα στο ίδιο το κόμμα ή φορέα. Σ’ αυτό το θέμα λοιπόν κομματικοί και μη, υπέρμαχοι της αναβάθμισης, μετεξέλιξης, διατήρησης Ε ΤUΤΤΙ QUΑNΤΙ παραμένουν πιστοί στη …λενινο-σταλινική ορθοδοξία. Τα μέλη του κόμματος δεν ορίζονται από την ίδια την πραγματικότητα της κοινωνικής τους υπόστασης, αλλά από το γεγονός ότι εκπροσωπούν την “τάξη” κ.ο.κ. Έτσι απ’ αυτή την άποψη, κανείς, καμιά πρόταση δε βάζει το δάχτυλο της πάνω στο καυτό ζήτημα της διαμόρφωσης των ταξικών δυνάμεων μέσα στο κόμμα.
Και βέβαια το ζήτημα δεν είναι να ζητήσουμε από τους διανοούμενους κάποια γιατί είναι διανοούμενοι, αλλά μπορούμε να τους κριτικάρουμε για ασυνέπεια και μάλιστα τραγική ανάμεσα στα έργο και τα λόγια τους, τη ζωή τους και τις εξαγγελίες τους. Εκεί βρίσκεται το ζήτημα.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, γιατί βέβαια από εκεί ξεκινούν όλα. Το ΚΚΕ εσωτερικού, ή μάλλον η πλειοψηφία του γραφείου εσωτερικού του ΚΚΕ έρχεται σε ρήξη με το γραφείο “εξωτερικού” το 1968, τόσο σε σχέση με τα Τσεχοσλοβάκικα όσο και με την πορεία του ελληνικού κινήματος, και την εξάρτηση του από τη Μόσχα. Έτσι αυτό το ρεύμα του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος έρχεται να εκφράσει στις ελληνικές συνθήκες την αντίστοιχη εξέλιξη προς τον “ευρωκομμουνισμό” που σφραγίζει το Ιταλικό, το Ισπανικό, σε μικρότερο βαθμό το Γαλλικό, όπως και τα άλλα μικρότερα ευρωπαϊκά κόμματα. Όμως στις ελληνικές συνθήκες η εξέλιξη είναι πολύ αντιφατική. Ενώ στις προδικτατορικές συνθήκες αυτό το ρεύμα έμοιαζε να κυριαρχεί στην ΕΔΑ, σχεδόν αδιαφιλονίκητα, στις συνθήκες μιας αμερικανοκίνητης δικτατορίας γίνεται πολύ πιο δύσκολη η κριτική στη Ρωσία -που γινόταν κύρια από την πλευρά “γιατί οι ανατολικές χώρες αναγνωρίζουν τη δικτατορική κυβέρνηση”. Το γραφείο εσωτερικού -μετέπειτα ΚΚΕ εσωτ. – ξεκίνησε μαζί του τη συντριπτική πλειοψηφία των παλιών μελών των Λαμπράκηδων και την ενεργή πολιτικά γενιά που είχε διαμορφωθεί στις δεκαετίες του πενήντα και εξήντα ενώ το γραφείο εξωτερικού έμενε στην παλιά γενιά, την συνηθισμένη στη ρωσοδουλεία και τον σταλινισμό. Όμως ήδη στη διάρκεια της δικτατορίας εμφανίζονται οι θεμελιώδεις αντιθέσεις που διαπερνούν το ΚΚΕ εσωτερικού. Από τη μια είναι το κόμμα που παίζει ενεργό ρόλο στην αντιδικτατορική πάλη, με το ΠΑΜ και το Ρήγα Φεραίο, από την άλλη εκφράζει τις πιο δεξιές και συμβιβαστικές τάσεις.
Εκφράζει θα λέγαμε ενιαία την αντιφατική φύση, του ευρωκομμουνισμού. Από τη μια κριτική του σταλινισμού, κατανόηση των κοινωνικών αλλαγών που έχουν επέλθει στη σύνθεση της εργατικής τάξης, αναφορά σε ευρύτερα κοινωνικά κινήματα, γι’ αυτό ακριβώς αποτελεί και ένα κόμμα διανοουμένων αλλά ταυτόχρονα αυτές τις αναθεωρήσεις σε σχέση με το παραδοσιακό τριτοδιεθνιστικό μοντέλο δεν τις επιχειρεί προς την κατεύθυνση μιας αριστερής κριτικής στο σταλινισμό, αλλά μιας δεξιάς, στην ουσία σοσιαλδημοκρατίζουσας, κριτικής. Η απόπειρα του αλτουσερισμού, του Πουλαντζά, του Ελεφάντη και του “Πολίτη”, όλης της “Παρισινής ομάδας” των διανοουμένων για μια αριστερή έκδοση του ευρωκομμουνισμού, που δεν θα οδηγεί στο ρεφορμισμό αλλά σε μια κάποια -έστω νεφελώδη- κομμουνιστική ρήξη ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία μια και κυρίαρχη πολιτική γραμμή ήταν πάντα η σοσιαλδημοκρατίζουσα ρεφορμιστική εκδοχή και η αριστερή άποψη δε διέθετε ποτέ το αναγκαίο ταξικό υπόβαθρο και το κοινωνικό υποκείμενο που θα μετέβαλε τις θεωρητικές εξαγγελίες της σε πράξη και γραμμή.
Έτσι δεν είναι τυχαίο πως η παραδοσιακή “αριστερή” εκδοχή του ευρωκομμουνισμού, με τον “Πολίτη” βρισκόταν σχεδόν πάντα στις παρυφές του κόμματος και δεν μπόρεσε ποτέ να μετεξελιχτεί σε κάτι περισσότερο από έναν όμιλο διανοουμένων.
Η αποτυχία του ΚΚΕ εσωτερικού να μεταβληθεί σε ένα αριστερό κόμμα με κάποια μαζική απήχηση στην εργατική τάξη παίχτηκε ήδη στη διάρκεια της δικτατορίας, και μάλιστα στα τελευταία χρόνια της. Η έλλειψη μιας αποφασιστικής γραμμής πάλης ενάντια στη δικτατορία, από τη στιγμή που αρχίζει η “φιλελευθεροποίηση” του Παπαδόπουλου, πολιτική που φτάνει στο αποκορύφωμα της με την αποδοχή συμμετοχής στις “εκλογές” του Μαρκεζίνη και την συνακόλουθη καταδίκη του Πολυτεχνείου, κατασπαταλάει όλο το κεφάλαιο που είχε συσσωρεύσει το ΚΚΕ εσωτ. από την πάλη του ενάντια στην δικτατορία.
Έχοντας κουραστεί και ηττηθεί το ηγετικό προσωπικό του ΚΚΕ εσ. δεν μπορεί να κατανοήσει πως εμφανίζεται μια νέα ριζοσπαστική γενιά ενάντια στη χούντα, η γενιά της Νομικής και του Πολυτεχνείου. Αντίθετα το μοσχοβίτικο ΚΚΕ αδράχνει την ευκαιρία και με την Αντι-ΕΦΕΕ ρίχνει το βάρος του στο νέο φοιτητικό κίνημα που γεννιέται. Και ενώ βέβαια δεν έχει καμιά πιο ριζοσπαστική γραμμή στην ουσία, παρουσιάζεται με μια καινούργια φρασεολογία και “τοξικότητα”. Το ΚΚΕ και η Αντί ΕΦΕΕ δανείζονται τη φρασεολογία του “αριστερισμού”, ενώ την ίδια στιγμή το ΚΚΕ εσωτερικού ακολουθεί την εντελώς αντίστροφη πορεία, της απόπειρας συνδι-αλλαγής με το καθεστώς. Επρόκειτο για τη στάση που σφράγισε τη μετέπειτα πορεία του. Το αποξένωσε από τα πιο ριζοσπαστικά φοιτητικά και λαϊκά στοιχεία και το έκλεισε στους “τοίχους” ενός κόσμου που αποτελούνταν από ανώτερα στρώματα της διανόησης, ακόμα και σε ό,τι αφορά τα νεολαιίστικα στοιχεία του, από παλιούς και συχνά κουρασμένους αριστερούς και Λαμπράκηδες, που η κριτική τους στον σταλινισμό δεν ξεπερνούσε ουσιαστικά το οργανωτικό πεδίο και τα εμφανή του εγκλήματα, χωρίς να ανατέμνει τη φύση του σοβιετικού καθεστώτος. Μια τέτοιου τύπου κριτική, ατελής και επιφανειακή, επικεντρωμένη στο οργανωτικό ζήτημα έδινε την “απάντηση” μόνο από τη σκοπιά “περισσότερη δημοκρατία και φιλελεύθερο ποίηση του κόμματος” και ταυτόχρονα κριτίκαρε το “σεχταρισμό” και τον “αριστερισμό” του παλιού κομμουνιστικού κινήματος, χωρίς να βλέπει πως στην ουσία επρόκειτο για μια δεξιά πολιτική, άσχετα με το αριστερό της προσωπείο. Επομένως η λύση είναι μια πιο “ευλύγιστη” τακτική, μια τακτική “που να βγάζει την αριστερά από τη γωνία”, στην οποία βρέθηκε όλη τη μεταπολεμική περίοδο. Και όλα αυτά σε μια στιγμή που η συγκυρία άλλαζε αποφασιστικά και ανέβαινε ο θυελλώδης ριζοσπαστισμός που θα σφράγιζε τη μεταπολίτευση. Έτσι λοιπόν η πιο ευλύγιστη τακτική, η εγκατάλειψη της αγκύλωσης του παλιού κομμουνιστικού κινήματος δεν ειδώθηκε σαν άνοιγμα στο νέο ριζοσπαστισμό και τα νέα κοινωνικά υποκείμενα που ανέβαιναν σ’ όλη την Ευρώπη και την Ελλάδα με το κίνημα του ’68, αλλά αντίθετα σαν αποφυγή κάθε “περιπέτειας”. Ίσως δεν ήταν δυνατόν να γίνει και διαφορετικά με ένα κόμμα που είχε σα σύμβολο του τον Παρτσαλίδη, και η ηγετική του ομάδα αποτελούνταν από ανθρώπους που κουβαλούσαν στους ώμους τους όλη την ήττα του παρελθόντος. Να λοιπόν γιατί το εσωτερικό από τότε όχι μόνο έχασε το παιχνίδι απέναντι στο ΚΚΕ, που είχε κατανοήσει καλύτερα τη συγκυρία, αλλά ακόμη περισσότερο απέναντι στον Αντρέα Παπανδρέου , και κλείστηκε σε μια πολιτική δεξιάς κριτικής στο σταλινισμό.
Στα επόμενα χρόνια επιβεβαιώνεται αυτή η θεμελιακή αντίφαση. Από την μια συμβιβασμός με κάθε είδους κυβερνήσεις και εξουσίες, τα πρώτα χρόνια με τον Καραμανλή -η περιβόητη ΕΑΔΕ- και μετά με το ΠΑΣΟΚ, και από την άλλη ένα μεγαλύτερο άνοιγμα, στο επίπεδο της βάσης, της νεολαίας, των διανοούμενων προς τις σύγχρονες πραγματικότητες. Ταυτόχρονα η σχετική εσωκομματική δημοκρατία, το χαλαρότερο οργανωτικό σχήμα, η δυνατότητα έκφρασης πολλαπλών απόψεων επέτρεπαν έναν ιδιότυπο πλουραλισμό όπου στο ίδιο κόμμα ήταν δυνατόν να συνυπάρχουν περισσότερες τάσεις και απόψεις. Ήταν ακριβώς το κόμμα των διανοούμενων. Όμως η πολιτική σύνθεση γίνεται σχεδόν πάντα προς τα δεξιά.
Με το πέρασμα των χρόνων και την αποτυχία -παταγώδη- των αριστερίστικων οργανώσεων, την αποτυχία και της Β’ Πανελλαδικής που βγήκε απ’ το εσωτερικό, το ΚΚΕ εσωτερικού μεταβάλλεται πλήρως σε έναν ιδιότυπο Ιανό με δυο κεφάλια. Από τη μια το κόμμα που απευθύνεται και στον καλοπροαίρετο δεξιό, από την άλλη εκείνο που συσπειρώνει, τουλάχιστον εκλογικά, όλο το νεφέλωμα των ανένταχτων, των πρώην και συχνά και νυν αριστεριστών, το κόμμα που στους μαζικούς χώρους συμμαχεί συχνά με τους αριστεριστές -βλέπε τη δημιουργία της ΑΣΠΙ στους νοσοκομειακούς γιατρούς.
Αυτή η διπλή υπόσταση, που με το πέρασμα των χρόνων, γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρη θεσμοποιείται πλέον και οργανωτικά με τη δικέφαλη ηγεσία που αποκτάει το ΚΚΕ εσωτερικού, ο Κύρκος και ο Μπανιάς συμβολίζουν ή συσπειρώνουν GROSSO MODO αυτές τις δυο διαφορετικές τάσεις που δε θα αργήσουν να γίνουν αντιμαχόμενες και να οριοθετηθούν κάθετα στο σύνολο της οργάνωσης.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΚΡΑΔΑΣΜΟΙ ΤΟΥ
Το τέλος της μεταπολιτευτικής περιόδου, οι αλλαγές στους παγκόσμιους συσχετισμούς και την ισορροπία των υπερδυνάμεων, η οικονομική κρίση που μαστίζει την Ελλάδα, η επέκταση της ανεργίας, η στροφή του ΠΑΣΟΚ προς τη Δύση και τα σοσιαλδημοκρατικά πρότυπα, οδηγούν σε μια πρωτοφανή κινητικότητα τις πολιτικές δυνάμεις. Όλα τα κόμματα προσπαθούν να τετραγωνίσουν τον κύκλο. Το ΠΑΣΟΚ θέλει να διαλύσει την ΕΛΕ στο κοινωνικό πεδίο, να χτυπήσει εργάτες και αγρότες και ταυτόχρονα να διατηρήσει -ακόμα και να διευρύνει- την αριστερή συμμαχία στο πολιτικό πεδίο, να έρθει σε ρήξη με το εργατικό κίνημα και να διατηρήσει ταυτόχρονα την ενότητα του ΠΑΣΟΚ! Να τα -φτιάξει με τους Αμερικάνους και την ΕΟΚ χωρίς να έρθει σε αντιπαράθεση με τους Ρώσους κ.ο.κ. Η Νέα Δημοκρατία προσπαθεί να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα. Ο επιχειρηματικός κόσμος τη σπρώχνει να υποστηρίξει τη νέα οικονομική πολιτική του ΠΑΣΟΚ, η κοινωνική και πολιτική βάση σπρώχνει σε όξυνση της αντιπαράθεσης, φορτηγατζήδες, δεξιοί αγροτικοί σύλλογοι κλπ.
Το ΚΚΕ ακολουθεί την πιο αντιφατική πολιτική, τους πιο αντιφατικούς στόχους. Από τη μια θέλει να εκφράσει τη ριζοσπαστικότητα της εργατικής του βάσης που δεν ανέχεται τη μείωση του εισοδήματος της και σπρώχνει σε αντιπαράθεση με το ΠΑΣΟΚ και από την άλλη να συμμορφωθεί με την “γενική” γραμμή του κομμουνιστικού κινήματος που με τη νέα γραμμή Γκορμπατσώφ καλεί στην Ευρώπη σε στήριξη των σοσιαλιστικών κομμάτων και της Ευρωπαϊκής αυτονομίας απέναντι στις ΗΠΑ. Όπως καταλαβαίνουμε αυτές οι αντιφατικές πολιτικές κατευθύνσεις δε μπορούν να συμβιβάζονται για καιρό.
Τέλος στο ΚΚΕ εσωτερικού αυτή η αντίφαση φτάνει στον παροξυσμό της. Από την μια η ηγετική “δεξιά” ομάδα με τον Κύρκο επικεφαλής επιχειρεί πια να κόψει οριστικά μ’ αυτό που θεωρεί αποτυχημένη διάσπαση του ΚΚΕ και να προχωρήσει στη δημιουργία ενός “αριστερού” κόμματος, που θα μπορεί να συνεργάζεται με το ΚΚΕ ή και το ΠΑΣΟΚ αν χρειαστεί, έχοντας συσσωρεύσει πιθανά δυνάμεις και από τις μελλοντικές διασπάσεις αυτών των κομμάτων, και που θα εμφανίσει ένα νέο υπεύθυνο πρόσωπο και στο εσωτερικό της χώρας, όσο και στο “διεθνές κομμουνιστικό κίνημα”. Και ποιος ξέρει ίσως προοπτικά μπορέσει να επηρεάσει και τις εξελίξεις στο ΚΚΕ με ενίσχυση ευρωκομμουνιστικών τάσεων.
Ο Κύρκος είναι ο άνθρωπος των αποτυχημένων επιλογών. Επιλογή, το 1973, της συνδιαλλαγής, το 1974-75 του μετώπου με τη δεξιά, στη συνέχεια του μετώπου με το ΠΑΣΟΚ, μετά το 1981. Κάθε φορά αποτύχαινε. Σήμερα επιχειρεί το τελευταίο του αποτυχημένο διάβημα. Να δημιουργήσει ένα είδος επιτυχημένης ΕΛΑ, πείραμα που είναι προκαταβολικά καταδικασμένο γιατί κανένας δεν πρόκειται να προσχωρήσει σε ένα τέτοιο άχρωμο και άοσμο κόμμα, εκτός από διάφορους αποτυχημένους πολιτευτές. Όμως ο Κύρκος έτσι ίσως κάνει το άλμα για αλλού.
Απέναντι σ’ αυτή την άποψη εμφανίζεται η λεγόμενη άποψη του “κέντρου”, η άποψη των Μπανιά – Δρακόπουλου κλπ. Η άποψη που λέει πως σήμερα δεν υπάρχουν προϋποθέσεις κάποιου μετασχηματισμού, πως η εγκατάλειψη του ΚΚΕ εσωτερικού θα οδηγήσει όχι στη δημιουργία μιας ευρύτερης συσπείρωσης αλλά και στην απώλεια των ήδη κεκτημένων και θα αφήσει το ΚΚΕ ανενόχλητο να κάνει οποιαδήποτε στροφή ακόμα και προς την “αυτοδιαχείριση”. Αυτή η άποψη είναι υποχρεωμένη για να στοιχειοθετήσει την τοποθέτηση της να ανατρέξει σε όλη την ιστορία του κόμματος και να υποστηρίξει πως η αδυναμία του ΚΚΕ εσωτερικού δεν ήταν αποτέλεσμα της “κομμουνιστικής” του φυσιογνωμίας, αλλά της ατολμίας του και των δεξιόστροφων επιλογών του. Βέβαια αυτή η κριτική δεν μπορεί να πάει πολύ βαθιά γιατί σκοντάφτει στην παρουσία των υπεύθυνων αυτής της πολιτικής στην ηγεσία της “κομμουνιστικής πτέρυγας”, όπως του για τόσα χρόνια γραμματέα Δρακόπουλου.
Όμως είναι αρκετά σαφής, ιδιαίτερα στις ατομικές παρεμβάσεις των νεώτερων και στις τοποθετήσεις του “Πολίτη”. Αυτή η άποψη βάζει σα στόχο αφενός την αναπροσαρμογή προς τα “αριστερά” της γραμμής του ΚΚΕ εσωτερικού, αφετέρου τη συνέχιση της οριοθέτησης απέναντι στο ΚΚΕ και τον υπαρκτό σοσιαλισμό.
Με τους υπάρχοντες εσωτερικούς συσχετισμούς στο κόμμα, και παρά τη μεγάλη υποστήριξη που δίνεται από τον τύπο και τα άλλα κόμματα, στη θέση του Κύρκου, καμιά από τις δυο απόψεις δεν φαίνεται να κυριαρχεί πάνω στην άλλη με αδιαμφισβήτητο τρόπο. Επί πλέον το παιχνίδι είναι “σικέ” και διεξάγεται με περίεργους όρους. Οι υποστηρικτές μιας αριστερότερης πορείας του ΚΚΕ εσωτερικού θέλουν τη διατήρηση ενός σχήματος που έχει σφραγιστεί στο μάτια του κόσμου με μια δεξιά και συναινετική απέναντι στις εκάστοτε εξουσίες πολιτική (!) ενώ εκείνοι που υποστηρίζουν πως θα πρέπει να συνεχιστεί και να βαθύνει ο παλιότερος δεξιόστροφος προσανατολισμός θέλουν πια να ξεφορτωθούν το όνομα και το κόμμα!
Εδώ παρεμβαίνει η “τρίτη άποψη” που θέλει να άρει το αδιέξοδο από τα “αριστερά”. Εκείνη η άποψη που λέει “ναι, διάλυση του ΚΚΕ εσωτερικού και πορεία για ένα νέο κόμμα που θα συντεθεί με αριστερού τύπου συμμαχίες με τους ανένταχτους τα κοινωνικά κινήματα κλπ”. Είναι η λεγόμενη άποψη Φιλίνη και της αριστερής αντιπολίτευσης του “Ρήγα”. Θεωρητικά δίνει μια λύση στο πρόβλημα, όμως αυτή η απήχηση αυτής της θέσης -7-8 % των μελών του κόμματος και της νεολαίας- δείχνει πως αυτή η … σωστή πρόταση απευθύνεται σε λάθος κόμμα! Τουλάχιστον σήμερα. Το ΚΚΕ εσωτερικού, τόσο η τάση Κύρκου, όσο κι εκείνη του Μπανιά-Δρακόπουλου, δεν είναι το κόμμα που μπορεί να δεχτεί να πέσει στο “άγνωστο” σε μια αριστερόστροφη κατεύθυνση, προς αναζήτηση κοινωνικών κινημάτων και πολιτικών συμμαχιών που μόνο προοπτικά εμφανίζονται στον ορίζοντα και δεν έχουν μια απτή-χειροπιαστή υπόσταση. Γιατί πράγματι αυτό νόημα έχει η τρίτη αριστερή άποψη. Να μεταβάλει το ΚΚΕ εσωτερικού σε κόμμα πρωτοποριακού χαρακτήρα, σε κόμμα που για μια φορά δεν θα αντιδράσει απέναντι σε μια υπαρκτή κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, αλλά θα προσπαθήσει να κινηθεί στην τροχιά μιας πολιτικής προοπτικής. Σήμερα δεν υπάρχουν στην Ελλάδα ούτε ανεπτυγμένα κοινωνικά κινήματα -οικολογικό, νεολαιίστικο, γυναικείο, αντι-ιεραρχικό ούτε αντίστοιχες πολιτικές δυνάμεις που να τα εκφράζουν, πραγματικότητες που θα επέτρεπαν την σύνθεση με μια άλλη υπαρκτή πραγματικότητα -το ΚΚΕ εσωτερικού- (μιλάμε βέβαια εντελώς υποθετικά). Σήμερα μια τέτοια προοπτική δεν μπορεί παρά να στηρίζεται σε μια ανάλυση και ιδεολογική προβολή. Και το ΚΚΕ εσωτερικού όχι μόνο δε διαθέτει τέτοια ανάλυση στην πλειοψηφία του αλλά δεν διαθέτει και το κοινωνικό υποκείμενο που θα του επέτρεπε να κινηθεί προς μια τέτοια κατεύθυνση.
Ενώ η τρίτη άποψη εμφανίζεται θεωρητικά σαν η αριστερή απευθύνεται μάλλον σε λάθος κόμμα, στη σημερινή στιγμή. Το ΚΚΕ εσωτερικού δεν διαθέτει κανένα τέτοιο ριζοσπαστισμό που θα του επέτρεπε να αναλάβει την πρωτοβουλία της συγκρότησης ενός πολιτικού πόλου που να υπερβαίνει την υπαρκτή αριστερά.
Και βέβαια δεν είναι οι διάφοροι ανένταχτοι που στην πλειοψηφία τους είναι περισσότερο αποκομμένοι από την κοινωνική πραγματικότητα και την πολιτική πρακτική απ’ ότι τα ίδια τα μέλη του ΚΚΕ εσωτερικού που θα δώσουν την απάντηση στο κίνημα. Δυστυχώς ή ευτυχώς η πρωτοβουλία για την ανασύνθεση του επαναστατικού κινήματος θα έρθει από κοινωνικές κινήσεις πρώτα, κοινωνικές κινήσεις που θα διαμορφώσουν νέες πολιτικές συνειδήσεις και πρακτικές. Η ώθηση σε γερασμένους μηχανισμούς σαν το ΚΚΕ εσωτερικού πρέπει να έρθει από τα έξω και όχι μόνο με τη μορφή της πολιτικής κρίσης που περνάει η χώρα, αλλά με τη θετική μορφή της πρότασης ή των προτάσεων που θα προέλθουν από τα κοινωνικά κινήματα. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι πρέπει να υποτιμάμε τις διαδικασίες που πραγματοποιούνται στο ΚΚΕ εσωτερικού μια και αυτές οι διαδικασίες οπωσδήποτε αποτελούν στοιχείο μιας νέας πολιτικό-κοινωνικής πραγματικότητας, της νέας κινητικότητας που παρατηρείται στον κοινωνικό ιστό.
Όμως άμεσα οι προοπτικές στην εσωκομματική σύγκρουση εμφανίζονται μάλλον αδιέξοδες. Καμιά από τις δυο κυρίαρχες απόψεις δεν έχει τη δυνατότητα να κυριαρχήσει αδιαμφισβήτητα. Οι άμεσες προοπτικές είναι είτε μια διαλυτική ακινησία, που αργά ή γρήγορα θα οδηγήσει σε οξύτερη αντιπαράθεση, είτε μια άμεση διάσπαση -προοπτική που δεν βλέπουμε σαν την πιθανότερη- δεδομένου του τρόπου κίνησης αυτού του κόμματος. Πάντως τίποτα δεν πρέπει να αποκλείεται και στο εξής βέβαια, με τη μια ή την άλλη μορφή, θα υπάρχουν δυο ή τρία κομμάτια σε ένα. Σε αναμονή κινήσεων από την κοινωνία ή τις άλλες πολιτικές δυνάμεις που θα επιτρέψουν τις παραπέρα μετεξελίξεις. Πάντως το ΚΚΕ εσωτερικού που γνωρίσαμε τα 18 χρόνια της ύπαρξης του δε θα υπάρχει πια μετά το συνέδριο.