Ο Μαρξ και ο Ένγκελς για την Ελλάδα, την Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα (Μέρος Α΄)
του Σπύρου Κουτρούλη από τη Ρήξη τ. 89
Το 1985 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Γνώση», σε εισαγωγή-μετάφραση-υπομνηματισμό του Π.Κονδύλη, η συλλογή από άρθρα των Μαρξ και Ένγκελς με τον τίτλο: Η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα, τα οποία δημοσιεύθηκαν σε ένα χρονικό ορίζοντα σαράντα ετών, σε διάφορες εφημερίδες της εποχής τους1.
Πρόκειται για σημαντικά και ενδιαφέροντα κείμενα, διότι μας βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα τον τρόπο με τον οποίον προσέγγισαν το εθνικό ζήτημα, και τους γεωπολιτικούς παράγοντες, οι κλασικοί του μαρξισμού, καθώς και τον χαρακτήρα της κοινωνίας που διαμορφώθηκε στην οθωμανική αυτοκρατορία.
Ο Μαρξ δεν αγνοεί την πραγματικότητα των εθνών, ούτε τις φιλοδοξίες των κρατών για κυριαρχία και διεύρυνση της ισχύος τους. Επίσης δεν θεωρεί τα έθνη, σε όλες τουλάχιστον τις περιπτώσεις, ως πρόσφατες δημιουργίες του Διαφωτισμού, αλλά αντίθετα είναι πρόθυμος να αναγνωρίσει την ιστορικότητά τους. Όμως τα εθνικά ζητήματα τα υπαγάγει στο κοσμοϊστορικό γεγονός που πρόκειται να τμήσει τον χρόνο κάθετα: την προλεταριακή επανάσταση. Η επιλογή αυτή έχει ένα κατ’ αρχήν παράδοξο αποτέλεσμα. Σε πολλές περιπτώσεις είναι αναγκασμένος να προτείνει την αναστολή των κινημάτων εθνικής χειραφέτησης, να υπερασπίζεται έναν εθνικισμό ή ακόμη μια αυτοκρατορία εναντίον μίας άλλης, αν όλα αυτά θεωρεί ότι υπηρετούν την προλεταριακή σκοποθεσία. Συγχρόνως, μια εξαιρετικά ρεαλιστική προσέγγιση της γεωπολιτικής πραγματικότητας συγχέεται με τις προκαταλήψεις του Μαρξ για τα έθνη που δεν έχουν εισέλθει ακόμη στη βιομηχανική επανάσταση. Στην οπτική αυτή, θεώρησαν την τσαρική Ρωσία ως την κατ’ εξοχήν αντεπαναστατική δύναμη. Μάλιστα, αντιμετωπίζουν ευμενώς την επέμβαση των ΗΠΑ στην Ευρώπη, διότι «είναι ο νεότερος και ρωμαλεότερος εκπρόσωπος της Δύσης»2, ο οποίος προστίθεται στις δυνάμεις που μπορούν να ανακόψουν τις ρώσικες ηγεμονικές φιλοδοξίες.
Γεγονότα όπως η απελευθέρωση των βαλκανικών εθνών από τον οθωμανισμό, αφενός θα δημιουργούσαν κράτη, που θα ήταν εξαρτημένα από τη Ρωσία, αφετέρου θα έφερναν πολύ κοντά έναν ευρωπαϊκό πόλεμο, απομακρύνοντας την προοπτική της προλεταριακής επανάστασης. Συνεπώς, αν και γνωρίζουν πολύ καλά την άθλια πραγματικότητα της οθωμανικής αυτοκρατορίας και διόλου δεν την εγκρίνουν, τελικά την υπερασπίζονται στα πλαίσια των προτεραιοτήτων της προλεταριακής επανάστασης. Τα βαλκανικά έθνη θα πρέπει αναγκαστικά να περιμένουν την ανατροπή του τσαρισμού: «Η κατάλυση αυτού του εφιάλτη, που πλακώνει ολόκληρη την Ευρώπη, αυτή είναι κατά την γνώμη μας ο πρώτος όρος της χειραφέτησης των εθνών της κεντρικής κι ανατολικής Ευρώπης. Μόλις ανατραπεί ο τσαρισμός θα καταρρεύσει η ανόσια δύναμη, που σήμερα εκπροσωπεί ο Μπίσμαρκ, γιατί θα της αφαιρεθεί το κύριο στήριγμα η Αυστρία θα διαλυθεί, γιατί θα χάσει τον μόνο λόγο της ύπαρξής της, δηλ. να εμποδίζει με την παρουσία της τον τσαρισμό να καταπιεί τα διασκορπισμένα έθνη των Καρπαθίων και των Βαλκανίων». 3
Είναι εντυπωσιακός ο απαξιωτικός τρόπος με τον οποίο αναφέρεται, ο Ένγκελς, στους λαούς της βαλκανικής, γράφοντας: «Είμαι αρκετά αυταρχικός, ώστε να θεωρώ ως αναχρονισμό την ύπαρξη αυτών των κατά φύσιν λαϊσκων καταμεσής στην Ευρώπη.4 Χαρακτηρίζονται επίσης «τα άθλια συντρίμμια πρώην εθνών», «ληστοσυρφετός» και «νανοφυλές»5. Για τους Βούλγαρους γράφει: «Πού αλλού στον κόσμο θα βρείτε τέτοιον γουρουνολαό;»6 Τους δε Κρητικούς τους χαρακτηρίζει ως «προβατοκλέφτες».7 Οι χαρακτηρισμοί αυτοί θα πρέπει να εξηγηθούν από την συρροή δύο λόγων: Πρώτον ότι η ενδεχόμενη επανάσταση των βαλκανικών λαών κατά του οθωμανισμού θα ενίσχυε την κατ’ εξοχήν, για αυτούς αντεπαναστατική δύναμη, τον τσαρισμό. Δεύτερον ο ευρωκεντρισμός και η πεποίθηση, που έχουν διαμορφώσει, ότι οι λαοί, που δεν έχουν εισέλθει ακόμη στην βιομηχανική επανάσταση, είναι λαοί υποδεέστεροι, τουλάχιστον μέχρι να είναι σε θέση να κάνουν το επόμενο βήμα και να μεταβάλουν τις οικονομίες τους από γεωργοκτηνοτροφικές σε βιομηχανικές.
Παρ’ όλα αυτά, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς, διαθέτουν ένα ευαίσθητο ιστορικό και γεωπολιτικό αισθητήριο, ώστε να είναι σε θέση να κατανοούν σε βάθος τα γεγονότα και τις συνέπειες που αυτά έχουν. Για παράδειγμα, γράφουν για την Κωνσταντινούπολη, ότι «είναι η αιώνια πόλη-η Ρώμη της Ανατολής. Στην εποχή των παλαιών Ελλήνων αυτοκρατόρων ο δυτικός πολιτισμός αναμίχθηκε εδώ με τον ανατολικό σε τέτοια έκταση, ενώ στην εποχή των Τούρκων η ανατολική βαρβαρότητα αναμίχθηκε με τον δυτικό πολιτισμό τόσο έντονα, ώστε αυτό το κέντρο μιας θεοκρατικής αυτοκρατορίας έγινε πραγματικός φραγμός ενάντια στην ευρωπαϊκή πρόοδο»8, ενώ θα προσθέσουν πως «είναι η χρυσή γέφυρα ανάμεσα σ’ Ανατολή και Δύση, κι ο δυτικός πολιτισμός, όπως κι ο ήλιος, δεν μπορεί να κάνει τον κύκλο του γύρω απ’ τον κόσμο δίχως να περάσει από τούτη τη γέφυρα και δεν μπορεί να την περάσει δίχως αγώνα με τη Ρωσία»9. Σε τέτοιου είδους αναλύσεις, ο οικονομισμός δεν σκιάζει ούτε στιγμή τη βαθιά, οξεία, διεισδυτική πολιτική τους σκέψη: «Το καινούργιο γερμανικό κράτος έκαμε στην Ρωσσία το χατήρι ν’ αποσπάσει από την Γαλλία την Αλσατία και την Λορραίνη κι έτσι να ρίξει την Γαλλία στην αγκαλιά της Ρωσσίας. Τώρα η τσαρική διπλωματία βρισκόταν σε αξιοζήλευτη θέση, αφού ήξερε, ότι δύο χώρες, δηλ. η Γαλλία κι η Γερμανία, που αλληλομισούνται θανάσιμα εξαιτίας της απόσπασης αυτής, ήσαν εξαρτημένες από την Ρωσσία»10.
Συγχρόνως μπορούν να ανατέμνουν με επιτυχία και ρεαλισμό την διαμόρφωση της ισορροπίας ισχύος ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κράτη. Θεωρούν ότι ένας ενδεχόμενος πόλεμος ανάμεσα στην Γερμανία-Αυστρία από την μια και την Ρωσία από την άλλη, θα αποκόψει τους ευρωπαϊκούς λαούς από τα ρώσικα σιτηρά, ενώ η Αγγλία ως θαλάσσια δύναμη μπορεί να διαδραματίσει ένα κρίσιμο διεθνή ρόλο: «Όμως όλες οι χώρες της Δύσης ζουν μονάχα με την εισαγωγή σιτηρών από το εξωτερικό. Αυτή επομένως θα μπορούσε να γίνει μονάχα διά θαλάσσης, κι η υπεροχή της Αγγλίας στην θάλασσα της επιτρέπει ν’ αποκόψει από τις εισαγωγές τόσο την Γαλλία όσο και την Γερμανία, κι έτσι να καταδικάσει την μια ή την άλλη σε θάνατο από πείνα ανάλογα με το ποια μεριά επιλέγει. Όμως το να πολεμήσει για την Κωνσταντινούπολη σ’ ένα παγκόσμιο πόλεμο, όπου η απόφαση εξαρτάται από την Αγγλία- αυτή ακριβώς είναι η κατάσταση, που η ρώσικη διπλωματία δούλεψε εδώ κι εκατόν πενήντα χρόνια ν’ αποφύγει».11
Προφανώς στα όρια τέτοιου είδους αναλύσεων, που διατύπωσαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς, η αξιακή στόχευση της προλεταριακής επανάστασης, η μετατροπή όλων των πολέμων σε εμφυλίων, δεν εξοβελίζει την δυσάρεστη πραγματικότητα όπου τα κράτη αγωνίζονται μεταξύ τους, με όλα τα μέσα που μπορούν να διαθέτουν, για την διεύρυνση της γεωοικονομικής, δηλαδή τελικά της πολιτικής τους, ισχύος.
Σημειώσεις
1. Κ.Μαρξ-Φ.Ένγκελς, Η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα, εισαγωγή-μετάφραση-υπομνηματισμός Παναγιώτη Κονδύλη, εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1985, σελ. 556.
2. Όπ.π., σ.163.
3. Όπ.π., σ.σ.466,467.
4. Όπ.π., σ. 450.
5. Όπ.π., σ.454
6. Όπ.π., σ.451.
7. Όπ.π., σ.468.
8. Όπ.π., σ.163.
9. Όπ.π., σ.164.
10. Όπ.π., σ.478.
11. Όπ.π., σ.480.
2 ΣΧΟΛΙΑ
Eίναι συλλογή έργων του Μαρξ. Ο Ενγκελς είχε διαφορετική άποψη σε σχέση με την ελληνική επανάσταση του 21 αλλά και γενικώς με τις λαϊκές εξεγέρσεις της ανατολικής ευρώπης. είχε πολύ πιο σωστές απόψεις από τον Μαρξ, που θεωρούσε την Ρωσία τον μεγαλύτερο εχθρό της επανάστασης, και τελικά η πρώτη πετυχημένη προλεταριακή σοσιαλιστική επανάσταση έγινε στη Ρωσία. Όπως είχε προβλέψει ο μεγαλύτερος αντίπαλος του Μαρξ, ο Μπακούνιν.
Το “Άρδην” το διαβάζω αρκετά συχνά αλλά νομίζω ότι στο παρόν προσπαθείτε να καλύψετε την βαρβαρότητα της σκέψης και του ενός κλασικού και του άλλου. Το γεγονός ότι και οι δύο είναι υπέρμαχοι της θεωρίας του Φαλμεράυερ το παραβλέπετε; Το γεγονός ότι σε όλες τους τις δημοσιεύσεις δεν βγάζουν ούτε μια λέξη συμπάθειας προς τους Έλληνες επαναστάτες το παραβλέπετε επίσης; Μα παραβλέπετε ακόμη και το γεγονός ότι αποκαλούν προβατοκλέφτες τους Κρήτες Επαναστάτες;