Αρχική » Ναι στη συμβιωτική απο-ανάπτυξη

Ναι στη συμβιωτική απο-ανάπτυξη

από admin
Συγγραφέας: Σερζ Λατούς

Μετάφραση: Χριστίνα Σταματοπούλου

Όχι στην αειφόρο ανάπτυξη!
«Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η βιώσιμη ανάπτυξη
είναι μια από τις πιο επιβλαβείς έννοιες»
Νίκολας Γκεοργκέσκου-Ρέγκεν
(αλληλογραφία με τον Τζ. Μπέρρυ, 1991)1.

Ονομάζουμε οξύμωρο (ή αντινομία) μια ρητορική μορφή που συνίσταται στο να παραθέτεις δύο αντιφατικές λέξεις, όπως το «σκοτεινό φως», έκφραση τόσο αγαπητή στον Βίκτωρα Ουγκώ, «που πέφτει από τ’ αστέρια». Αυτή η μέθοδος, που επινοήθηκε από τους ποιητές προκειμένου να εκφράσουν το ανέκφραστο, χρησιμοποιείται όλο και πιο συχνά από τους τεχνοκράτες για να μας κάνουν να πιστέψουμε το αδύνατο. Έτσι, μιλούν για έναν «καθαρό πόλεμο», για μια «παγκοσμιοποίηση με ανθρώπινο πρόσωπο», για μια «αλληλέγγυo ή υγιή οικονομία» κ.λπ. Η «αειφόρος ανάπτυξη» αποτελεί ένα τέτοιο οξύμωρο.
Ήδη το 1989, ο Τζον Πέτζεϊ της Παγκόσμιας Τράπεζας κατέγραφε 37 διαφορετικές εκδοχές της έννοιας «βιώσιμη ανάπτυξη»3. Μόνο η Έκθεση Μπρούντλαντ (Παγκόσμια Επιτροπή για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη 1987) περιείχε έξι διαφορετικές εκδοχές4. Ο Φρανσουά Χατέμ, που την ίδιο περίοδο κατέγραφε άλλες 60, πρότεινε να ταξινομηθούν οι βασικές θεωρίες που διαθέτουμε για τη βιώσιμη ανάπτυξη σε δύο κατηγορίες, σε «οικοκεντρικές» και «ανθρωποκεντρικές», ανάλογα με τον κυρίαρχο στόχο τους, δηλαδή την προστασία της ζωής γενικά (και επομένως όλων των έμβιων όντων, τουλάχιστον εκείνων που δεν έχουν ακόμα εξαλειφθεί) ή την ευημερία του ανθρώπου5.

Αειφόρος ανάπτυξη ή πώς να εξασφαλίσουμε την διαιώνιση της ανάπτυξης
Υπάρχει, λοιπόν, μια έκδηλη διαφωνία σχετικά με τη σημασία της έννοιας βιώσιμος/αειφόρος. Για τους μεν, η βιώσιμη/αειφόρος ανάπτυξη είναι μια ανάπτυξη που σέβεται το περιβάλλον, οπότε το βάρος πέφτει στη διατήρηση των οικοσυστημάτων. Σε αυτή την περίπτωση, ανάπτυξη σημαίνει ικανοποιητική ευημερία και ποιότητα ζωής και δεν τίθεται το ερώτημα κατά πόσον υπάρχει συμβατότητα ανάμεσα στις δύο έννοιες, ανάπτυξη και περιβάλλον. Αυτή η στάση εκπροσωπείται επαρκώς από τους ακτιβιστές συνεταιριστικών πρωτοβουλιών και από ανθρωπιστές διανοουμένους. Λαμβάνοντας υπόψη τις μεγάλες οικολογικές ισορροπίες, θα πρέπει να φτάσουμε μέχρι την αμφισβήτηση ορισμένων όψεων του οικονομικού μοντέλου ανάπτυξης που ακολουθούμε, ακόμα και του τρόπου ζωής μας. Αυτό μπορεί να οδηγήσει στην ανάγκη να σκεφτούμε ένα νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα (ακόμα ένα! Μα ποιο; Δεν έχουμε ιδέα). Για τους δε, το σημαντικότερο είναι να συνεχιστεί επ’ αόριστον η ανάπτυξη, έτσι όπως υπάρχει σήμερα. Αυτή είναι η άποψη των βιομηχάνων, των περισσότερων πολιτικών και του συνόλου σχεδόν των οικονομολόγων. Τη δήλωση του Μωρίς Στρονγκ6, στις 4 Απριλίου 1992, ότι: «Το μοντέλο ανάπτυξης που ακολουθούμε, το οποίο οδηγεί στην καταστροφή των φυσικών πόρων, δεν είναι βιώσιμο», ακολουθούσαν σαν ηχώ τα λόγια του Τζωρτζ Μπους (του πρεσβύτερου) ότι: «Το επίπεδο ζωής μας δεν είναι διαπραγματεύσιμο»7. Στην ίδια γραμμή, ο Κλίντον δήλωνε απερίφραστα στο Κιότο: «Δεν πρόκειται να υπογράψω τίποτε που θα μπορούσε να βλάψει την οικονομία μας»8. Όπως ξέρουμε, ο Τζωρτζ Μπους ο νεώτερος έπραξε ακόμα καλύτερα…
Η αειφόρος ανάπτυξη, όπως και η οδός προς την κόλαση, είναι στρωμένη με τις καλύτερες προθέσεις. Δεν λείπουν τα παραδείγματα συμβατότητας ανάμεσα σε ανάπτυξη και περιβάλλον που της παρέχουν αξιοπιστία. Προφανώς, ο συνυπολογισμός του περιβάλλοντος δεν είναι υποχρεωτικά αντίθετος με τα ατομικά και συλλογικά συμφέροντα των οικονομικών παραγόντων. Ένας διευθυντής της Σελ, ο Ζαν-Μαρί Ενγκελσχόβεν, μπορεί να δηλώνει ότι: «Ο βιομηχανικός κόσμος οφείλει να ανταποκριθεί στις σημερινές προσδοκίες, αν θέλει να συνεχίσει, στο μέλλον, να δημιουργεί πλούτο, με υπεύθυνο τρόπο». Τα ίδια έλεγε και ο Ζαν-Μαρί Ντεμαρέ, ο διευθύνων σύμβουλος της Τοτάλ, πριν από το ναυάγιο του Έρικα και την έκρηξη στο εργοστάσιο λιπασμάτων της Τουλούζης…9 Και με αρκετή αίσθηση χιούμορ, οι ιθύνοντες της BP αποφάσισαν ότι το σήμα τους δεν θα έπρεπε πια να διαβάζεται British Petroleum, αλλά Beyond Petroleum (Πέραν του πετρελαίου)…10
Πράγματι, η σύμπτωση των καλώς εννοουμένων συμφερόντων μπορεί να υλοποιείται τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη. Υπάρχουν βιομήχανοι που είναι πεισμένοι για τη συμβατότητα ανάμεσα στα συμφέροντα της φύσης και της οικονομίας. Το Επιχειρηματικό Συμβούλιο για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη (Business Council for Sustainable Development), που αποτελείται από 50 διευθυντές μεγάλων επιχειρήσεων, συσπειρωμένων γύρω από τον Στέφαν Σμιντχέινι, σύμβουλο του Μωρίς Στρονγκ, δημοσίευσε ένα μανιφέστο, που παρουσιάστηκε στο Ρίο ντε Τζανέιρο, πριν την έναρξη της Συνδιάσκεψης του 1992: Να αλλάξουμε πορεία, να συμφιλιώσουμε την ανάπτυξη της επιχείρησης με την προστασία του περιβάλλοντος. «Ως διευθυντές επιχειρήσεων», υποστηρίζει το μανιφέστο, «προσχωρούμε στην έννοια της αειφόρου ανάπτυξης, η οποία θα επιτρέψει να ανταποκριθούμε στις ανάγκες της ανθρωπότητας χωρίς να υπονομεύσουμε τις τύχες των μελλοντικών γενεών»11.
Όντως, αυτό είναι το στοίχημα της αειφόρου ανάπτυξης. Ένας Αμερικανός βιομήχανος το εκφράζει με πολύ πιο απλά λόγια: «Θέλουμε να επιβιώσουν τόσο το στρώμα του όζοντος όσο και η αμερικανική βιομηχανία».
Η τοξική ανάπτυξη
Αξίζει τον κόπο να δούμε τα πράγματα από πιο κοντά, επανεξετάζοντας τις έννοιες, για να διαπιστώσουμε αν το στοίχημα μπορεί ακόμα να κερδηθεί. Ο ορισμός της αειφόρου ανάπτυξης, όπως παρουσιάζεται στην έκθεση Μπρούντλαντ, παίρνει υπόψη του αποκλειστικά την αειφορία. Πράγματι, πρόκειται για μια «διαδικασία αλλαγής, μέσα από την οποία η εκμετάλλευση των πόρων, ο προσανατολισμός των επενδύσεων, οι τεχνικοί και θεσμικοί μετασχηματισμοί εναρμονίζονται και ενισχύουν το σημερινό και μελλοντικό δυναμικό των ανθρώπινων αναγκών». Ωστόσο, δεν πρέπει να έχουμε αυταπάτες. Το ζήτημα, γι’ αυτούς που αποφασίζουν, δεν είναι η προστασία του περιβάλλοντος ­–μάλιστα, μερικοί οικολόγοι επιχειρηματίες μιλούν ακόμα και για «αειφόρο κεφάλαιο», το άκρον άωτον του οξύμωρου!– αλλά, πρωτίστως, η προστασία της ανάπτυξης12. Εκεί βρίσκεται η παγίδα. Το πρόβλημα με την αειφόρο ανάπτυξη δεν βρίσκεται στη λέξη αειφόρος, που είναι μια μάλλον ωραία έκφραση, αλλά στην έννοια της ανάπτυξης, που είναι σαφώς μια «τοξική λέξη». Πράγματι, η λέξη αειφορία σημαίνει ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα δεν μπορεί να δημιουργεί ένα επίπεδο μόλυνσης μεγαλύτερο από την ικανότητα αναγέννησης του περιβάλλοντος. Αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εφαρμογή της αρχής της υπευθυνότητας του φιλοσόφου Χανς Γιόνας: «Δράσε με τέτοιον τρόπο ώστε τα αποτελέσματα της δράσης σου να είναι συμβατά με τη διατήρηση μιας αυθεντικά ανθρώπινης ζωής πάνω στη γη».
Ωστόσο, η ιστορική και πρακτική σημασία της ανάπτυξης, συνδεδεμένη με το πρόταγμα της νεωτερικότητας, είναι θεμελιωδώς αντίθετη προς την αειφορία, έτσι όπως την αντιλαμβανόμαστε. Μπορούμε να ορίσουμε την ανάπτυξη ως ένα εγχείρημα που επιδιώκει να μετατρέψει σε εμπορεύματα τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους, καθώς και με τη φύση. Προσπαθεί να εκμεταλλευτεί, να μετατρέψει σε αξία, να αποκομίσει κέρδος από τους ανθρώπινους και τους φυσικούς πόρους. [ ] Οι περισσότεροι οικονομολόγοι, φιλελεύθεροι ή μαρξιστές, υπερασπίζονται μια αντίληψη που επιτρέπει τη διαιώνιση της οικονομικής ανάπτυξης. [ ]
Τελικά, μπορούμε να πούμε πως, προσθέτοντας το επίθετο αειφόρος στην έννοια ανάπτυξη, κάνουμε σαφές ότι δεν θέλουμε να αμφισβητήσουμε πραγματικά την υπαρκτή ανάπτυξη, αυτή που κυριαρχεί στον πλανήτη εδώ και δύο αιώνες, αλλά, στην καλύτερη περίπτωση, να την εμπλουτίσουμε με μια οικολογική συνιστώσα. Είναι κάτι περισσότερο από αμφίβολο ότι μια τέτοια αντίληψη αρκεί για να λυθούν τα προβλήματα.
Η μηδενική ανάπτυξη δεν αρκεί
Στην πραγματικότητα, ο χαρακτήρας βιώσιμος ή αειφόρος δεν παραπέμπει στην «υπαρκτή ανάπτυξη», αλλά στην αναπαραγωγή. Η αειφόρος αναπαραγωγή κυριαρχούσε στον πλανήτη, χονδρικά, μέχρι τον 18ο αιώνα. μπορούμε ακόμα να ανακαλύψουμε, ανάμεσα στους γέροντες του Τρίτου Κόσμου, κάποιους «ειδικούς» της αειφόρου αναπαραγωγής. Οι βιοτέχνες και οι αγρότες, που έχουν διατηρήσει ένα μεγάλο κομμάτι από την κληρονομιά των πανάρχαιων τρόπων σκέψης και δράσης, ζουν πολύ συχνά σε αρμονία με το περιβάλλον τους. δεν είναι τα αρπακτικά της φύσης13. Ακόμα και στον 17ο αιώνα, με τα διατάγματά του για τα δάση, με την επιβολή κανόνων στην υλοτομία ώστε να εξασφαλίζεται η αποκατάσταση των δασών, με τη φύτευση δρυών, που θαυμάζουμε μέχρι σήμερα, ώστε να εφοδιάζονται με ιστούς τα πλοία 300 χρόνια αργότερα, ο Κολμπέρ αποδεικνύεται ειδικός στην «αειφορία». Τέτοια μέτρα, όμως, έρχονται σε αντίθεση με την εμπορευματική λογική.[ ]
Στο εξής, ακόμα και η αειφόρος αναπαραγωγή δεν είναι πλέον δυνατή. Χρειαζόμαστε την τυφλή πίστη των ορθόδοξων οικονομολόγων για να διανοηθούμε ότι η επιστήμη του μέλλοντος θα λύσει όλα τα προβλήματα και πως είναι δυνατή η απεριόριστη δυνατότητα υποκατάστασης της φύσης από την τεχνόσφαιρα. Μπορούμε όντως να παρασκευάζουμε, όπως αναρωτιέται ο Μάουρο Μποναγιούτι, τον ίδιο αριθμό από πίτσες, μειώνοντας συνεχώς την ποσότητα του αλευριού και αυξάνοντας τον αριθμό των φούρνων ή των μαγείρων; Και, ακόμα και αν μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα ανακαλύψουμε νέες πηγές ενέργειας, θα ήταν λογικό να χτίζουμε «ουρανοξύστες χωρίς σκάλες και χωρίς ανελκυστήρες, μόνο και μόνο επειδή ελπίζουμε ότι κάποτε θα νικήσουμε τον νόμο της βαρύτητας;»14 Αντίθετα με τον ρεφορμιστικό οικολογισμό ενός Χέρμαν Ντέιλι15 ή ενός Ρενέ Πασέ16, η ίδια η στάσιμη κατάσταση και η μηδενική ανάπτυξη δεν είναι ούτε εφικτές (ούτε επιθυμητές). «Μπορούμε να ανακυκλώσουμε τα φθαρμένα μεταλλικά νομίσματα, αλλά όχι τα μόρια του χαλκού που έχουν χαθεί από τη χρήση»17. Αυτό το φαινόμενο, που ο Νίκολας Γκεοργκέσκου-Ρέγκεν18 ονόμασε «τέταρτο νόμο της θερμοδυναμικής», μπορεί να συζητιέται σε καθαρά θεωρητικό επίπεδο, αλλά όχι στο επίπεδο της συγκεκριμένης οικονομίας. Κατά τον Γκεοργκέσκου-Ρέγκεν, η αδυναμία μιας απεριόριστης ανάπτυξης δεν οδηγεί στο πρόγραμμα μιας μηδενικής ανάπτυξης, αλλά στο πρόγραμμα μιας αναγκαίας απο-ανάπτυξης. «Δεν μπορούμε, γράφει, να παράγουμε “καλύτερα και μεγαλύτερα” ψυγεία, αυτοκίνητα ή αεριωθούμενα αεροπλάνα, χωρίς να παράγουμε ταυτόχρονα “καλύτερα και μεγαλύτερα” απόβλητα»19. Κοντολογίς, η οικονομική διαδικασία υπόκειται στην εντροπία.
«Ο κόσμος είναι πεπερασμένος, και αν, μέσα από τη θεοποίηση της ανάπτυξης, τον αντιμετωπίζουμε ως απεριόριστα εκμεταλλεύσιμο, σημαίνει ότι τον καταδικάζουμε σε εξαφάνιση. πράγματι, δεν μπορούμε να επικαλούμαστε την αέναη και επιταχυνόμενη ανάπτυξη για όλους και ταυτόχρονα να απαιτούμε τη φροντίδα για τις μελλοντικές γενιές. Το κάλεσμα στην ανάπτυξη και την πάλη ενάντια στη φτώχια είναι στην κυριολεξία μαγικές λέξεις και ταυτόχρονα συνθήματα και λέξεις πασπαρτού. Πρόκειται για τη μαγική ιδέα του γλυκού, του οποίου αρκεί να αυξήσουμε το μέγεθος για να θρέψουμε τον κόσμο, ιδέα που καθιστά “αδιανόητο” το ζήτημα της πιθανής μείωσης της μερίδας για ορισμένους» (Μαρί-Ντομινίκ Περό)20.
Η οικονομική υπερανάπτυξή μας ξεπερνά κατά πολύ τη χωρητικότητα του πλανήτη. Αν όλοι οι πολίτες του κόσμου κατανάλωναν όσα καταναλώνει ένας μέσος Αμερικανός, τα φυσικά όρια του πλανήτη θα είχαν ξεπεραστεί σε μεγάλο βαθμό21. [ ] Συνυπολογίζοντας τις ανάγκες σε υλικά και ενέργεια, καθώς και εκείνα που χρειάζονται για να απορροφηθούν τα απορρίμματα και τα απόβλητα της παραγωγής και της κατανάλωσης, όπως και την επίδραση του κατοικούμενου χώρου και των απαραίτητων υποδομών, οι ερευνητές που εργάζονται για το Παγκόσμιο Ταμείο για τη Φύση (WWF) υπολόγισαν ότι ο κατά κεφαλήν βιο-παραγωγικός χώρος της ανθρωπότητας ανέρχεται σε 18 στρέμματα. Ένας πολίτης των Ηνωμένων Πολιτειών καταναλώνει κατά μέσον όρο 96 στρέμματα, ένας Καναδός 72, ένας μέσος Ευρωπαίος 45. Απέχουμε, λοιπόν, πολύ από την ισότητα σε πλανητικό επίπεδο και ακόμα περισσότερο από έναν βιώσιμο πολιτισμό που θα απαιτούσε να περιοριστούμε στα 14 στρέμματα, με την προϋπόθεση ότι θα μείνει σταθερός ο σημερινός πληθυσμός22.
Να εγκαταλείψουμε τον οικονομισμό
Μπορεί να αμφισβητήσει κανείς αυτά τα στοιχεία αλλά, δυστυχώς, αυτά επιβεβαιώνονται από έναν σημαντικό αριθμό δεικτών (που χρησίμευσαν άλλωστε στο να υπολογιστούν). Προκειμένου, λοιπόν, να επιβιώσουμε ή να συνεχίσουμε να υπάρχουμε, επείγει να οργανώσουμε την απο-ανάπτυξη. Όταν βρίσκεται κάποιος στη Ρώμη και πρέπει να πάει με τραίνο στο Τορίνο, αν μπει κατά λάθος στο τραίνο για τη Νάπολη, δεν αρκεί να επιβραδύνει την αμαξοστοιχία, να πατήσει φρένο και να σταματήσει, πρέπει να κατεβεί από το τραίνο και να πάρει ένα άλλο, στην αντίθετη κατεύθυνση. Για να σώσουμε τον πλανήτη και να εξασφαλίσουμε ένα αποδεκτό μέλλον για τα παιδιά μας, δεν αρκεί να μετριάσουμε τις σημερινές τάσεις, πρέπει να βγούμε ολοκληρωτικά από τον δρόμο της ανάπτυξης και της οικονομίστικης αντίληψης, όπως πρέπει να εγκαταλείψουμε την παραγωγικίστικη γεωργία, που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της αντίληψης, για να τελειώνουμε με τις τρελές αγελάδες και τις γενετικές τερατογενέσεις.
Η απο-ανάπτυξη πρέπει να οργανωθεί όχι μόνο για τη διάσωση του περιβάλλοντος, αλλά και για την ελάχιστη δυνατή αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης, χωρίς την οποία ο πλανήτης είναι καταδικασμένος να εκραγεί. Επομένως, κοινωνική και βιολογική επιβίωση συνδέονται πολύ στενά. Τα όρια του «φυσικού» κεφαλαίου δεν θέτουν απλώς ένα ζήτημα ισότητας των διαθέσιμων πόρων ανάμεσα στις διαφορετικές γενιές, αλλά και ένα ζήτημα ισότητας ανάμεσα στα μέλη της ανθρωπότητας που ζουν σήμερα.
Απο-ανάπτυξη δεν σημαίνει υποχρεωτικά μια συντηρητική ακινησία. Η εξέλιξη και η αργή ανάπτυξη των παλαιότερων κοινωνιών εντάσσονταν σε μια ήπια διευρυνόμενη αναπαραγωγή, πάντα προσαρμοσμένη στους φυσικούς καταναγκασμούς. «Ακριβώς επειδή η μη εμπορευματοποιημένη κοινωνία έχει προσαρμόσει τον τρόπο ζωής της στο περιβάλλον της, γι’ αυτό είναι και βιώσιμη, συμπεραίνει ο Έντουαρντ Γκόλντσμιθ, και επειδή η βιομηχανική κοινωνία προσπάθησε αντίθετα να προσαρμόσει το περιβάλλον της στον τρόπο ζωής της, δεν μπορεί να ελπίζει ότι θα επιβιώσει»23. Με άλλα λόγια, οργάνωση της απο-ανάπτυξης σημαίνει απόρριψη του οικονομικού φαντασιακού, δηλαδή της πίστης ότι: περισσότερο ίσον καλύτερο. Το καλό και η ευτυχία μπορούν να πραγματοποιηθούν με λιγότερα έξοδα. Η λαϊκή σοφία θεωρεί πως η ευτυχία πραγματοποιείται με την ικανοποίηση ενός αριθμού αναγκών που έχουν περιοριστεί με έξυπνο τρόπο. Το να ανακαλύψουμε και πάλι τον πραγματικό πλούτο στην άνθηση των συμβιωτικών κοινωνικών σχέσεων, μέσα σε έναν υγιή κόσμο, είναι κάτι που μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσα στη γαλήνη, τη λιτότητα, την εγκράτεια, ακόμα και με μια αυστηρότητα στην κατανάλωση υλικών αγαθών. «Ένα ευτυχισμένο άτομο», σημειώνει ο Ερβέ Μαρτέν, «δεν καταναλώνει αντικαταθλιπτικά, δεν πηγαίνει σε ψυχιάτρους, δεν προσπαθεί να αυτοκτονήσει, δεν σπάει τις βιτρίνες των καταστημάτων, δεν αγοράζει καθημερινά άχρηστα και δαπανηρά αντικείμενα, με λίγα λόγια δεν συμμετέχει παρά ελάχιστα στην οικονομική δραστηριότητα της κοινωνίας»24. Μια εκούσια και καλά οργανωμένη απο-ανάπτυξη δεν επιβάλλει κανέναν περιορισμό στη δαπάνη αισθημάτων και στην παραγωγή μιας γιορταστικής, ακόμα και διονυσιακής, ζωής.
Μπορούμε να καταλήξουμε, μαζί με την Κέιτ Σόπερ: «Αυτοί που υπερασπίζονται μια λιγότερο υλιστική κατανάλωση παρουσιάζονται συχνά σαν πουριτανοί ασκητές που επιθυμούν να δώσουν έναν πιο πνευματικό προσανατολισμό στις ανάγκες και στις απολαύσεις. Αλλά η αντίληψη αυτή είναι από πολλές απόψεις σφαλερή. [ ] Ένα μεγάλο μέρος των αγαθών, που θεωρούνται ουσιώδη για ένα υψηλό επίπεδο ζωής, μάλλον ναρκώνουν παρά ευνοούν την αισθησιακή εμπειρία, είναι πολύ πιο τσιγγούνικα παρά γενναιόδωρα σε ό,τι αφορά τη συμβιωτικότητα, τις σχέσεις καλής γειτονίας, τη ζωή χωρίς άγχος, τη σιωπή, τις μυρωδιές, την ομορφιά… Μια οικολογική κατανάλωση δεν θα οδηγούσε ούτε σε χαμηλότερο επίπεδο ζωής, ούτε σε ένα μαζικό προσηλυτισμό προς τον ασκητισμό, αλλά πολύ περισσότερο σε μια διαφορετική αντίληψη για το ίδιο το επίπεδο ζωής»25.

Σημειώσεις

1. Αναφέρεται από τον Mauro Bonaοuti (Μάουρο Μποναγιούτι), La teoria bioeconomica. La «nuova economia» di Nicholas Georgescu Roegen, Carocci, Ρώμη 2001, σ. 53.
2. Ο Γάλλος οικονομολόγος Σερζ Λατούς, καθηγητής στο πανεπιστήμιο Paris-Sud, με άρθρα του έχει συμβάλει αποφασιστικά στην εκλαΐκευση του όρου απο-ανάπτυξη και συμμετέχει στο αντίστοιχο γαλλικό και παγκόσμιο κίνημα. Βλ. και Institut d’études économiques et sociales pour la décroissance soutenable (http://www.decroissance.org). (Σ.τ.μ.)
3. J. Pezzey, Economic analysis of sustainable growth and sustainable development, World Bank, Environment Department, Working Paper n° 15, 1989.
4. Η Έκθεση Μπρούντλαντ  που δημοσιεύτηκε το 1987 με τον τίτλο το Κοινό μας Μέλλον, περιείχε τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η Παγκόσμια Επιτροπή για το Περιβάλλον και πήρε το όνομα της προέδρου της επιτροπής, της Νορβηγίδας Γκρο Χάρλεμ Μπρούντλαντ. Αυτή η έκθεση είναι η πρώτη που επιχειρεί να περιγράψει μια πολιτική ικανή να οδηγήσει σε μια «αειφόρο ανάπτυξη». (Σ.τ.μ.)
5. Christian Comeliau, «Développement du développement durable, ou blocages conceptuels?», Tiers-Monde, N° 137, Ιανουάριος-Μάρτιος 1994, σσ. 62-63.
6. Ο Μωρίς Στρονγκ υπήρξε γενικός γραμματέας τόσο της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για το Ανθρώπινο Περιβάλλον, το 1972, που εγκαινίασε το  παγκόσμιο περιβαλλοντικό κίνημα, όσο και της Παγκόσμιας Διάσκεψης για το Περιβάλλον, το 1992, στο Ρίο ντε Τζανέιρο, τέλος, πρώτος Εκτελεστικός Διευθυντής του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον  (UNEP). (Σ.τ.μ.)
7. Αναφέρεται από τον Ζαν Μαρί Αριμπέ, L’ économie économe, L’ Harmattan, Παρίσι 1997.
8. Carla Ravaioli, «Lettera aperta agli economisti. Crescita e crisi ecologica». Manifesto libri 2001, σ. 20.
9. Green magazine, Μάιος 1991. Αυτό το παράδειγμα, όπως και τα προηγούμενα, είναι παρμένο από το βιβλίο του Hervé Kempf, L’économie à l’épreuve de l’écologie. Hatier, Παρίσι 1991, σσ. 24-25.
10. Carla Ravaioli, ό.π., σ. 30.
11. Changer de cap, Dunod, 1992, σ. ll.
12. Carla Ravaioli, ό.π., σ. 32.
13. Σε πείσμα των κομψών εκφράσεων με τις οποίες προσπαθούμε να αμφισβητήσουμε τη σοφία των «αγαθών αγρίων», αυτή βασίζεται, πολύ απλά, στην πείρα. Οι «αγαθοί άγριοι», που δεν σεβάστηκαν το οικοσύστημά τους, εξαφανίστηκαν με το πέρασμα του χρόνου…
14. Bonaοuti Mauro, La «nuova economia» di Nicholas Georgescu-Roegen, εκδ. Carocci, Ρώμη 2001, σσ. 109 et 141.
15. Ο Χέρμαν Ντέιλι (γεν το 1938), είναι  Αμερικανός οικονομολόγος του περιβάλλοντος, καθηγητής πανεπιστημίου, ανώτατο στέλεχος του περιβαλλοντικού τομέα της Παγκόσμιας Τράπεζας, ένας από εκείνους που εισήγαγαν το κριτήριο της αειφόρου ανάπτυξης στη δανειοδοτική πολιτική της Τράπεζας και συνιδρυτής του περιοδικού Ecological Economics. (Σ.τ.μ.).
16. Ο Ρενέ Πασέ, Γάλλος καθηγητής των Οικονομικών, στη Σορβόνη, έγινε διάσημος το 1979 όταν εξέδωσε το έργο του L’ économie et le vivant (ελληνική έκδοση Οικονομία και Περιβάλλον, εκδ. Παρατηρητής) που στηριζόταν εν πολλοίς στο έργο του Νίκολας Γκεοργκέσκου-Ρέγκεν. Στη συνέχεια, ο Πασέ συμμετείχε ενεργά στο οικολογικό κίνημα, ενώ αποτελεί βασικό στέλεχος της οργάνωσης ATTAC, της μηνιαίας εφημερίδας Le Monde Diplomatique, και του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος. Τα τελευταία χρόνια εγκατέλειψε αρκετές από τις πιο ριζοσπαστικές απόψεις του και είναι ένας από εκείνους που εισήγαγαν τον όρο «εναλλακτική παγκοσμιοποίηση», ενώ συντάσσεται με τη «μηδενική ανάπτυξη». (Σ.τ.μ.).
17. Ό.π., σ. 140.
18. Ο Νίκολας Γκεορκέσκου-Ρέγκεν (1906-1994), οικονομολόγος ρουμανικής καταγωγής, έζησε και δίδαξε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στις ΗΠΑ. Υπήρξε ο πατέρας της «βιο-οικονομικής επανάστασης» και εισήγαγε, για πρώτη φορά με συστηματικό τρόπο, τη φύση και τη φυσική στα σχήματα της οικονομικής αναπαραγωγής, την οποία αγνοούσαν μέχρι τότε τόσο οι κλασικοί και νεοκλασικοί, όσο και οι μαρξιστές οικονομολόγοι. Ο Γκεοργκέσκου-Ρέγκεν είναι εκείνος που πρώτος απέδειξε στο οικονομικό πεδίο πως η απεριόριστη ανάπτυξη είναι μια φενάκη και η αποανάπτυξη αναγκαία, στηριζόμενος ιδιαίτερα στον νόμο της εντροπίας (Σ.τ.μ.).
19. Ό.π., σ. 63.
20. Marie-Dominique Perrot, Mondialiser le non sens, L’Age d’homme, Λωζάννη, 2001, σ. 23.

21. Μπορεί κανείς να βρει μια εξαντλητική βιβλιογραφία των εκθέσεων και των βιβλίων που κυκλοφόρησαν πάνω σε αυτό το ζήτημα, μετά την περίφημη Έκθεση της Λέσχης της Ρώμης, στο έργο του Αντρέα Μασούλο, «Il pianeta di tutti. Vivere nei limiti perché la terra abbia un futuro», EMI, Μπολόνια, 1998.

22. Υπό τη διεύθυνση του Τζιαφράνκο Μπολόνια, Italia capace di futuro. WWF-EMI, Μπολόνια, 2001, σσ. 86-88.
23. Ε. Γκολντσμίθ, Le défi du XXIe siècle, Le rocher, l994, σ.330. [Ο Έντουαρντ Ρενέ Νταβίντ Γκολντσμίθ (γεν. το 1928), είναι ένας Αγγλο-γάλλος περιβαλλοντιστής και οικοφιλόσοφος, ιδρυτής, το 1969, του περιοδικού Ecologist, και ένας από τους ιδρυτές του Οικολογικού Κόμματος της Αγγλίας. (Σ.τ.μ.)]
24. Hervé René Martin, La mondialisation racontée à ceux qui la subissent, Climats, 1999, σ. 15.
25. Kate Soper, «Ecologie, nature et responsabilité» Revue du MAUSS τ. 17, πρώτο εξάμηνο 2001, σ. 85.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ