Μετάφραση: Κωνσταντίνος Μαυρίδης
Η θεωρία έλξης-ώθησης εξετάζει κάποιους από τους γενικούς μακροδομικούς παράγοντες όπως τον υπερπληθυσμό, την υποανάπτυξη και υποαπασχόληση στη χώρα προέλευσης, όπως και τις ανάγκες απασχόλησης στη χώρα υποδοχής για να εξηγήσουν τη ΔΜ. Τα όποια χρήσιμα στοιχεία παρέχουν αυτές οι προσεγγίσεις επισκιάζονται από σοβαρά μεθοδολογικά, θεωρητικά, εννοιολογικά και εμπειρικά λάθη.
Η μακροανάλυσή μας είναι ιστορική και δομική, με την έννοια ότι ξεκινούμε εξετάζοντας τις δυναμικές ανισότητες και τις εκμεταλλευτικές σχέσεις ανάμεσα στις χώρες προέλευσης και στις χώρες υποδοχής, για να καθορίσουμε τις κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες που οδηγούν στις ατομικές αποφάσεις για μετανάστευση και να εξηγήσουμε γιατί αναχωρούν οι μάζες των μεταναστών και πότε.
Με άλλα λόγια, αντί απλώς να περιγράψουμε τα «οικογενειακά δίκτυα», η προσέγγισή μας απαντά στο βαθύτερο ερώτημα του πώς και γιατί εμφανίζονται τα δίκτυα αυτά σε μια χώρα ή περιοχή, αντί σε κάποια άλλη.
Οι ερμηνείες της θεωρίας έλξης-ώθησης δεν μπορούν να αιτιολογήσουν γιατί υπάρχει ανεργία στις χώρες προέλευσης και αφθονία εργασίας στις χώρες υποδοχής. Με άλλα λόγια, αποτυγχάνουν να απαντήσουν στο ερώτημα του πώς οι χώρες υποδοχής εξαλείφουν δομικά τη γεωργία στις χώρες προέλευσης μέσω των εξαγωγών, των επιδοτούμενων αγροτικών προϊόντων, δημιουργώντας έτσι χαμηλά αμειβόμενες αγροτικές εργασίες στις χώρες υποδοχής. Επιπρόσθετα, η θεωρία έλξης-ώθησης αποτυγχάνει να εξηγήσει τον κεντρικό ρόλο του ιμπεριαλιστικού κράτους (του κράτους υποδοχής) στον καθορισμό των κανόνων και πολιτικών της μετανάστευσης. Δηλαδή, οι παράγοντες ώθησης –χαμηλοί μισθοί, ανεργία– εξαρτώνται από τις ιμπεριαλιστικές πολιτικές που καθορίζουν πόσοι και ποιοι μετανάστες θα περάσουν, σε ποια χρονική περίοδο και υπό ποιες συνθήκες.
Όλες οι παραδοσιακές εξηγήσεις της ΔΜ αποτυγχάνουν να εξετάσουν την κοινωνική δομή της πολιτικής οικονομίας των χωρών εξαγωγής ανθρώπων και των χωρών εισαγωγής ανθρώπων. Για τον λόγο αυτό πρέπει να προωθήσουμε ένα οικονομικό μοντέλο το οποίο να συμπεριλαμβάνει τις ιστορικές σχέσεις ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κράτη και τις ημιαποικίες του Τρίτου Κόσμου.
Ως αποτέλεσμα του στρατηγικού ελέγχου των επικερδών τομέων της οικονομίας, των μόνιμων αποπληρωμών τόκων και των εμπορικών μονοπωλίων, πραγματοποιείται μεγάλης κλίμακας μεταφορά κερδών και πληρωμών τόκων από τα κυριαρχούμενα έθνη προς τις ιμπεριαλιστικές ή χώρες εξαγωγής κεφαλαίου. Το Ιμπεριαλιστικό-κεντρικό μοντέλο οδηγεί στην καταστροφή εκατομμυρίων μικρο-μεσαίων καλλιεργητών, οι οποίοι δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τις επιδοτούμενες αγροτικές εισαγωγές. Ένας μεγάλος αριθμός εργατών γης αντικαθίστανται από μηχανήματα και εξειδικευμένη παραγωγή. Στις πόλεις, ξένες, μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου (εμπορικά κέντρα και σούπερ μάρκετ, μεταποιητικές και εταιρείες υπηρεσιών υψηλής τεχνολογίας) αντικαθιστούν εκατοντάδες ή χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις εντάσεως εργασίας, αυξάνοντας την ανεργία και την υποαπασχόληση. Για να αντιμετωπιστούν τα χρέη των τραπεζών και οι όροι του ΔΝΤ, πραγματοποιούνται μεγάλες περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, με αποτέλεσμα δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα να χάνουν τη δουλειά τους. Οι εισροές κεφαλαίου και δανείων υποσκάπτουν τις ευκαιρίες εργασίας στον αγροτικό τομέα και τις δημόσιες υπηρεσίες, ενώ οι νέες βιομηχανίες έντασης κεφαλαίου προσφέρουν ελάχιστες ευκαιρίες εργασίας για τα εκατομμύρια των ανέργων. Αυτή η ασφυκτική κατάσταση απασχόλησης και εισοδήματος χειροτερεύει από τον επαναπατρισμό του μεγάλου μέρους των κερδών και των τόκων στις ιμπεριαλιστικές χώρες, με συνέπεια το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα της αρχικής επένδυσης να είναι ελάχιστο ή μηδενικό, ειδικά όπου οι περισσότερες εισροές των επιχειρήσεων προέρχονται από άλλες χώρες.
Η αποδόμηση της εργασίας και η επανεισαγωγή των κερδών στη χώρα υποδοχής δημιουργεί έναν μόνιμο άνεργο πληθυσμό στην κυριαρχούμενη χώρα. Το Ιμπεριαλιστικό-κεντρικό μοντέλο υποσκάπτει περαιτέρω τις δυνατότητες δημιουργίας απασχόλησης στην χώρα εξαγωγής ανθρώπων, βάζοντας χέρι στις τοπικές αποταμιεύσεις –διότι δεν θέλουν να ρισκάρουν το δικό τους κεφάλαιο. Οι τοπικές τράπεζες προτιμούν να δανείζουν σε μεγάλες ξένες πολυεθνικές, γιατί πιστεύουν πως έτσι υπάρχει λιγότερο ρίσκο από τον δανεισμό τοπικών κατασκευαστών, αγροτών ή επιχειρήσεων υπηρεσιών. Έτσι, αποκλείοντας τους τοπικούς δανειολήπτες από την επίσημη πιστωτική αγορά και αναγκάζοντάς τους να δανειστούν στην άτυπη αγορά χρήματος με επαχθείς όρους, οι πολυεθνικές αυξάνουν τις πτωχεύσεις των τοπικών επιχειρήσεων εντάσεως εργασίας.
Το Ιμπεριαλιστικό-κεντρικό μοντέλο δεν είναι απλώς μια επιβολή από το εξωτερικό, από το ΔΝΤ και τις πολυεθνικές, αλλά σε μεγάλο βαθμό είναι ένα μοντέλο που επιβάλλεται εκ των έσω, από οικονομολόγους των οποίων η εκπαίδευση έχει χρηματοδοτηθεί από ιμπεριαλιστικά ιδρύματα και οι οποίοι είναι πλήρως υποταγμένοι. Στις χώρες εξαγωγής ανθρώπων, οι τοπικές ελίτ, συνδεδεμένες μέσω επιχειρηματικών συμφερόντων, χρηματισμού και ιδεολογικών επιδράσεων, με τις ιμπεριαλιστικές χώρες, επιβάλλουν και εκτελούν το Ιμπεριαλιστικό-κεντρικό μοντέλο. Οι υπουργοί Οικονομικών, οι ισχυροί τραπεζίτες, οι ιθύνοντες του εμπορίου και της αγροτικής παραγωγής, όντας εκπαιδευμένοι από και πλήρως ταυτισμένοι με το Ιμπεριαλιστικό-κεντρικό μοντέλο, εκτελούν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που είναι αναπόσπαστο μέρος του.
Για να διατηρήσουν τις εργασιοκτόνες και εισοδηματοκτόνες πολιτικές του Ιμπεριαλιστικό-κεντρικού μοντέλου, το ιμπεριαλιστικό κράτος και οι τοπικοί του συνεργάτες παίρνουν μέρος σε αποσταθεροποιητικές δραστηριότητες ενάντια σε κυβερνήσεις που προωθούν εγχώριες πολιτικές εθνικής και κοινωνικής ανάπτυξης που στηρίζονται και ευνοούν τους εγχώριους εργάτες, αγρότες κι εργαζόμενους.
Με άλλα λόγια, οι δυσχερείς κοινωνικοοικονομικές συνθήκες στις χώρες εξαγωγής εργασίας δεν είναι μια φυσική ή δεδομένη συνθήκη, όπως πιστεύουν κάποιοι «μικρο-θεωρητικοί», αλλά μια επίπτωση του αυτοκρατορικού μοντέλου συγκέντρωσης κεφαλαίου, όπως και οι ευκαιρίες εργασίας στα ιμπεριαλιστικά κέντρα είναι προϊόν της επανεπένδυσης των κερδών και των πληρωμών τόκων που προέρχονται από τις χώρες αυτές.
Οι πολιτικές μετανάστευσης έχουν υπηρετήσει την τάξη των καπιταλιστών, δημιουργώντας έναν εφεδρικό στρατό φτηνής εργασίας για να υπονομεύσουν τα συνδικάτα και να γεμίσουν κενά σε θέσεις χαμηλά αμειβόμενης και ανθυγιεινής εργασίας της εγχώριας αγοράς. Επίσης, οι κεφαλαιοκράτες προσλαμβάνουν χαμηλόμισθους μετανάστες για να αντικαταστήσουν εξειδικευμένους και ημι-ειδικευμένους εργαζόμενους σε υψηλότερα αμειβόμενες θέσεις, όπως νοσοκόμες, γιατρούς, ξυλουργούς, υδραυλικούς, μαγείρους, ελαιοχρωματιστές κ.λπ. Αντίθετα με το επιχείρημα πολλών «προοδευτικών», η εργασία των μεταναστών χρησιμοποιείται για να υποβαθμίσει υπάρχοντα υψηλά αμειβόμενα επαγγέλματα με ακριβή υγειονομική περίθαλψη και ασφάλεια, μετατρέποντάς τα σε χαμηλόμισθη, επικίνδυνη και ανθυγιεινή εργασία. Για παράδειγμα, πριν από 20 χρόνια, οι συνδικαλισμένοι εργαζόμενοι σε σφαγεία και συσκευαστήρια κρέατος στις ΗΠΑ, αμείβονταν με 20 δολάρια την ώρα υπό σχετικά καλές συνθήκες εργασίας. Σήμερα η μεγάλη μάζα των εργαζομένων στα σφαγεία είναι ασυνδικάλιστοι Μεξικανοί εργάτες, οι οποίοι αμείβονται με 6 έως 10 δολάρια την ώρα και με το υψηλότερο ποσοστό ατυχημάτων ανάμεσα σε όλους τους εργαζόμενους σε εργοστάσια.
Το «προοδευτικό» επιχείρημα ότι οι μετανάστες είναι κυρίως ανειδίκευτοι, φτηνοί εργάτες, οι οποίοι κάνουν δουλειές που οι ντόπιοι εργάτες απορρίπτουν, είναι μερικώς λανθασμένο. Ενώ το πρώτο και δεύτερο κύμα μεταναστών στις δεκαετίες του ’50 και του ’80 μπορεί να ταίριαζε στο συγκεκριμένο προφίλ, σήμερα η κατάσταση είναι τελείως διαφορετική. Το κεφάλαιο εισάγει εξειδικευμένους εργαζόμενους στην τεχνολογία πληροφοριών, στις επιδιορθώσεις σπιτιών και γραφείων και στον ιατρικό τομέα για να μειώσει το κόστος του κράτους, των εργοδοτών και των πλούσιων νοικοκυριών. Συγκεκριμένοι κεφαλαιοκρατικοί τομείς ωφελούνται από τη εισαγωγή εξειδικευμένων εργαζομένων: οι εισαγόμενοι τεχνοκράτες στον τομέα της πληροφορικής εργάζονται περισσότερες ώρες, έχουν λιγότερες διακοπές, πληρώνονται λιγότερο, δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον για οργάνωση σε σωματεία και προβάλλουν πολύ μικρότερη αντίσταση στις απαιτήσεις των εργοδοτών. Η εισαγωγή εκπαιδευμένων νοσοκόμων για να εργαστούν ως χαμηλόμισθες εργαζόμενες οικιακής φροντίδας (για τους ηλικιωμένους ή τα παιδιά) γλιτώνει την πολιτεία από εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια για δημόσιες εγκαταστάσεις, όπως κέντρα ημερήσιας φροντίδας, κέντρα δημόσιας υγείας και οίκους ευγηρίας. Οι κερδοσκόποι της αγοράς ακινήτων και οι χρηματιστές ωφελούνται τα μέγιστα από την εισαγωγή χαμηλόμισθων ηλεκτρολόγων, υδραυλικών και ξυλουργών που εργάζονται στις κατασκευές και τις επισκευές διαμερισμάτων και γραφείων. Τα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια, τα νυχτερινά κέντρα και άλλες τουριστικές επιχειρήσεις ωφελούνται από την εκμετάλλευση μαγείρων, ρεσεψιονίστ που δεν ανήκουν σε σωματείο, αλλά και στριπτιζέζ που εισάγονται από εγκληματίες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης.
Η τάξη των κεφαλαιοκρατών εισάγει μετανάστες εργάτες για να χρησιμοποιήσει τις εισφορές τους στο εγχώριο συνταξιοδοτικό σύστημα (εισφορές από τις οποίες οι μετανάστες ποτέ δεν θα καταφέρουν να ωφεληθούν), κρατώντας έτσι χαμηλά το κόστος για το κράτος αλλά και τους φόρους των πλουσίων. Εν συντομία, μια ανοιχτή μεταναστευτική πολιτική μειώνει κρατικά έξοδα όπως πληρωμές συντάξεων, το κόστος της πρόνοιας, επιτρέποντας στο αποικιακό κράτος να διοχετεύσει κεφάλαια για να επιδοτεί την αγροτική του παραγωγή και τις πολυεθνικές. Επιπρόσθετα, τα υψηλά κέρδη που προέρχονται άμεσα από τη χρησιμοποίηση των μεταναστών και έμμεσα από τους μειωμένους μισθούς των ντόπιων εργατών διευκολύνουν την επέκταση στο εξωτερικό. Η υψηλή συγκέντρωση ξένων εργατών συμπίπτει με το χαμηλό επίπεδο εργατικών διεκδικήσεων και οργάνωσης των σωματείων, τόσο για τους ξένους όσο και για τους ντόπιους εργάτες. Ανάμεσα στην τάξη των κεφαλαιοκρατών, οι κύριοι αντίπαλοι της ανοιχτής μετανάστευσης είναι οι μικρές τοπικές εταιρείες, οι οποίες βασίζονται στην οικογενειακή εργασία και οι οποίες πρέπει να ανταγωνιστούν τις μεγάλες εταιρείες που χρησιμοποιούν τη φτηνή μεταναστευτική εργασία.
Μια δεύτερη ομάδα, είναι οι εργάτες που έρχονται σε ανταγωνισμό στην αγορά εργασίας με τους χαμηλόμισθους μετανάστες. Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο σε μια στάσιμη οικονομία, όπου οι εργοδότες αντικαθιστούν τους υψηλότερα αμειβόμενους, συνδικαλισμένους εργαζόμενους, με μετανάστες. Η αποτυχία της γραφειοκρατίας των σωματείων να οργανώσουν τους μετανάστες σε αυτά είναι αποτέλεσμα του συστήματος των συμβάσεων εργασίας, της «παράνομης» απασχόλησης των μεταναστών και της εξάρτησής τους από τους εργοδότες, αλλά και της εξάρτησης των σωματείων, από τα «κοινωνικά συμβόλαια» των εργοδοτών, και τις κρατικές επιχορηγήσεις, για την προστασία των συνδικαλισμένων τομέων.
Οι μεγάλοι κερδισμένοι ήταν το αμερικανικό και ευρωπαϊκό κεφάλαιο. Οι μεγάλοι χαμένοι ήταν οι αγρότες, οι εργάτες και οι μικρέμποροι. Οι οικονομικές επιπτώσεις του νεοφιλελευθερισμού, η αποδιάρθρωση της οικογένειας και της κοινότητας, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για μαζική μετανάστευση. Με άλλα λόγια, καθώς ενισχύεται ο ιμπεριαλισμός, πολλαπλασιάζεται και η μαζική μεταφορά εργατών προς την αυτοκρατορία.
Οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι στην Κεντρική Αμερική κατέστρεψαν τις τοπικές οικονομίες, τρομοκράτησαν τον πληθυσμό και έθεσαν τέλος στις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην επαγγελματική αποκατάσταση χιλιάδων ανθρώπων, οι οποίοι αναγκαστικά μετανάστευσαν. Οι φτωχοί, οι φιλόδοξοι εργάτες ή δάσκαλοι δεν είχαν πλέον την επιλογή ανάμεσα στην τοπική μεταρρύθμιση ή τη μετανάστευση. Οι ΗΠΑ υποχρέωσαν, όσους ήθελαν βελτίωση των συνθηκών ζωής τους, από τη συλλογική δράση στη μαζική φυγή.
Υπάρχουν αρκετοί επιπρόσθετοι λόγοι για τους οποίους οι ιμπεριαλιστικές χώρες εκμεταλλεύονται συγκεκριμένα έθνη, όπως είναι η εγγύτητα των συνόρων: Οι ΗΠΑ με το Μεξικό, την Κεντρική και Νότια Αμερική ή η Δυτική Ευρώπη με την Αφρική και την Ανατολική Ευρώπη. [ ] Η εγκατάσταση των μεταναστών, καθορίζεται κυρίως από το που θέλει το κεφάλαιο την φτηνή εργασία. Οι συγκεκριμένοι τομείς κεφαλαίου γίνονται ή ενσωματώνουν οικογένειες μεταναστών, οι οποίες μετέπειτα διαμορφώνουν οικογενειακά δίκτυα τα οποία προσελκύουν ένα δεύτερο ή τρίτο κύμα μεταναστών. Με άλλα λόγια, όταν οι κοινωνικοί επιστήμονες δίνουν βάση στη σημασία των οικογενειακών δεσμών για να εξηγήσουν την τοπική συγκέντρωση μεταναστών, ξεχνούν να ερμηνεύσουν την αρχική αιτία της εγκατάστασης των συγκεκριμένων οικογενειών, που είναι η ενσωμάτωσή τους στους κλάδους του κεφαλαίου που απαιτούν φθηνή μεταναστευτική εργασία, π.χ. ο αγροτικός τομέας και οι χαμηλά αμειβόμενοι τομείς υπηρεσιών, όπως οι βιοτεχνίες ένδυσης και υπόδησης, τα συνεργεία καθαρισμών και το προσωπικό των εστιατορίων. Με το δεύτερο κύμα μεταναστών νέοι τομείς κεφαλαίου, όπως νοσοκομεία, οίκοι ευγηρίας, βιομηχανίες καθαρισμού τοξικών χημικών και κατασκευαστικές εταιρείες προσελκύουν μεταναστευτική εργασία. Δηλαδή, καθώς η μείωση του κόστους εργασίας γίνεται βασικό στοιχείο για την τιμή των μετοχών των επιχειρήσεων που αγοράζονται και πουλιούνται, οι καπιταλιστές ενθαρρύνονται στη χρήση φθηνότερης μεταναστευτικής εργασίας αντί της υπάρχουσας συνδικαλισμένης εργασίας.
1. Εργάτες που ανταγωνίζονται τους μετανάστες στην αγορά εργασίας ή απειλούνται με συμπίεση των μισθών εξαιτίας των μεταναστών.
2. Μικροεπιχειρηματίες που απειλούνται από την αύξηση των φόρων για τη χρηματοδότηση εγκαταστάσεων υγείας και εκπαίδευσης που διογκώνονται από την μεγάλης κλίμακας εισροή μεταναστών.
3. Οικογένειες της μεσαίας τάξης με παιδιά σχολικής ηλικίας, που φοβούνται ότι η παρουσία μεγάλου αριθμού μεταναστών στα σχολεία θα υποβαθμίσει το επίπεδο εκπαίδευσης.
4. Οι κάτοικοι σε εργατικές και μικροαστικές γειτονιές σε εγγύτητα με τις νέες γειτονιές μεταναστών, που φοβούνται αύξηση της εγκληματικότητας από τις συμμορίες που προωθούν την πορνεία, τα ναρκωτικά και τις ληστείες.
5. Ομοιογενείς εθνικά κοινότητες, η ταυτότητα των οποίων βασίζεται στην πολιτισμική ομοιογένεια.
6. Αστοί ψευδο-λαϊκιστές πολιτικοί που εκμεταλλεύονται τους φόβους σε σχέση με την ανεργία και την πολιτιστική ανασφάλεια της εργατικής και της μεσαίας τάξης για να αποσπάσουν την προσοχή από τις νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές και την εκποίηση των κοινωνικών αγαθών που επιβάλλουν οι καπιταλιστές φορτώνοντάς τες στους μετανάστες. [ ]
Οι υποστηρικτές της ΔΜ είναι κυρίως οι καπιταλιστές των εκμεταλλευτικών ανταγωνιστικών τομέων όπως των κατασκευών, της αγροτικής παραγωγής, των ξενοδοχείων και των εστιατορίων. Οι αντίπαλοί της είναι οι μικρές τοπικές επιχειρήσεις, που απειλούνται από τον άδικο ανταγωνισμό, την εγκληματικότητα και τους φόρους, που τα αποδίδουν στις βιομηχανίες που απασχολούν χαμηλόμισθους, στις συμμορίες των μεταναστών και τις υψηλές οικονομικές απαιτήσεις των κοινωνικών υπηρεσιών.
Στις ΗΠΑ, οι τοπικές κυβερνήσεις είναι υπεύθυνες για την εκπαίδευση και τις κοινωνικές και υγειονομικές υπηρεσίες των πολύ φτωχών. Από τη στιγμή που η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έχει μειώσει δραστικά τις πληρωμές προς τους δήμους (ως αποτέλεσμα των μεγάλων μειώσεων φόρων που απολαμβάνει το 5% των πιο πλούσιων της χώρας) είναι η μικροαστική και η εργατική τάξη που επιβαρύνονται από τους υψηλούς τοπικούς φόρους. Επιπρόσθετα, λόγω της φοροαπαλλαγής που απολαμβάνουν οι μεγάλες εταιρείες για να έχουν την έδρα τους σε συγκεκριμένες πολιτείες και πόλεις, και της απασχόλησης ντόπιων και μεταναστών εργατών χωρίς ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, οι τοπικές κυβερνήσεις αναγκάζονται να αυξάνουν τους φόρους για την παροχή των κοινωνικών υπηρεσιών που οι μεγάλες επιχειρήσεις αρνούνται να παρέχουν.
Οι μικροαστοί και πολλοί εργάτες δεν στιγματίζουν την ομοσπονδιακή κυβέρνηση για τη μετατόπιση του φορολογικού βάρους στις τοπικές κυβερνήσεις και τα οργανωμένα σωματεία δεν καταγγέλλουν τις πολυεθνικές που δεν επιτρέπουν την ύπαρξη σωματείων και δεν πληρώνουν για υγειονομική περίθαλψη, αναγκάζοντας τις τοπικές κυβερνήσεις να παρέχουν αυτές τις κοινωνικές υπηρεσίες. Αντί γι’ αυτό κατηγορούν τους μετανάστες, οι οποίοι είναι τα θύματα των πρακτικών διάκρισης της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των άθλιων συμβάσεων των μεγάλων επιχειρήσεων που δεν εξασφαλίζουν καμία πρόνοια. Επιπρόσθετα, οι περισσότεροι μετανάστες εργάτες πληρώνουν φόρους, συμπεριλαμβανομένων των φόρων κοινωνικής ασφάλισης, και έτσι είναι ψευδές το ότι λαμβάνουν δωρεάν υπηρεσίες.
Ο λόγος που πολλοί Αμερικανοί μικροαστοί και εργάτες κατηγορούν τα θύματα είναι πως οι ηγέτες και των δυο πολιτικών κομμάτων (Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί) βρίσκονται σε σχέση διαπλοκής με τις μεγάλες επιχειρήσεις, υποστηρίζουν τη μείωση της φορολόγησης των πλουσίων και ενθαρρύνουν την ποινικοποίηση των μεταναστών. Αν και υπάρχει σύγκρουση οικονομικών συμφερόντων ανάμεσα στις τοπικές επιχειρήσεις και τις βιομηχανίες που εκμεταλλεύονται μετανάστες, για πολιτικούς λόγους οι δυο τομείς εναντιώνονται στην απόκτηση υπηκοότητας και στην παροχή δικαιώματος ψήφου στους μετανάστες, γιατί φοβούνται την πολιτική δύναμη της μεταναστευτικής εργατικής τάξης. Στην πραγματικότητα, πολλοί καπιταλιστές προτιμούν την απασχόληση εργατών χωρίς χαρτιά, γιατί μπορούν να τους πληρώνουν ακόμα χαμηλότερους μισθούς και να τους απειλούν με παράδοση στις υπηρεσίες μετανάστευσης, αν διαμαρτυρηθούν ή προσπαθήσουν να οργανωθούν.
Παρ’όλα αυτά, το 2006 ένα μαζικό κίνημα μεταναστών εργατών που αριθμούσε αρκετά εκατομμύρια, οργάνωσε μαζικές πορείες και σε μερικές περιπτώσεις γενικές απεργίες σε πλήρη αυτονόμηση από τα επίσημα σωματεία, τα δυο κύρια πολιτικά κόμματα και τις μικροαστικές οργανώσεις των Λατινοαμερικάνων. Το κίνημα των μεταναστών φούντωσε μέσω των κοινωνικών, τοπικών, πολιτιστικών και αθλητικών λεσχών που είχαν οργανωθεί σε κάθε μεταναστευτική κοινότητα. Οι ακτιβιστές επικοινωνούσαν μέσω των ραδιοφωνικών σταθμών των τοπικών κοινωνιών, αλλά και στόμα με στόμα και μέσω ανεπισήμων καναλιών, όπως των διαφόρων τοπικών εκκλησιών. Η εκπληκτική τους μαχητικότητα ήταν προϊόν των προηγούμενων εμπειριών τους στην ταξική πάλη, στα μεξικανικά και κεντροαμερικανικά κινήματα της πόλης και της υπαίθρου. Ο καταλύτης για την κοινωνική έκρηξη ήταν το νομοσχέδιο του Κογκρέσου που πρότεινε τη φυλάκιση και απέλαση 11 εκατομμυρίων παράνομων μεταναστών και θα κόστιζε σε πολλούς την απώλεια εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων σε προσωπικές περιουσίες. Ο «συμβιβασμός» που πρότεινε η κυβέρνηση Μπους ήταν η παροχή προσωρινών αδειών εργασίας για τους μετανάστες που ζούσαν στις ΗΠΑ πάνω από τρία χρόνια, πράγμα που ικανοποίησε την τάξη των καπιταλιστών, αλλά και την αντιμεταναστευτική μικροαστική και εργατική τάξη, μέσω της υιοθέτησης βαριών ποινών και αυξημένης αστυνόμευσης των συνόρων.
Ανταγωνιστικά και συγκρουόμενα τμήματα της κεφαλαιοκρατικής τάξης διαπραγματεύονται πάνω από τα υπερκέρδη, που προέρχονται από τη φθηνή εργασία των χαμηλόμισθων εξειδικευμένων εργατών και πάνω από τους πολιτικοοικονομικούς φόβους μείωσης των μισθών και των περιουσιών των ντόπιων εργατών.
Κατ’ αρχήν, σχεδόν όλο το κόστος αναπαραγωγής των εργατών από την παιδική τους ηλικία (εκπαίδευση, περίθαλψη) επιβαρύνουν τη χώρα προέλευσης. Αυτό σημαίνει κατά μέσο όρο μια τουλάχιστον 25ετή επένδυση, που ανέρχεται σε δισεκατομμύρια δολάρια σε έξοδα, που πραγματοποιείται χωρίς να υπάρχει το αντίκρισμα των παραγωγικών χρόνων του εργαζόμενου, τα οποία εξελίσσονται πλέον στη χώρα υποδοχής. Με άλλα λόγια, εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια προστιθέμενης αξίας συγκεντρώνονται στα χέρια των καπιταλιστών, ενώ το ιμπεριαλιστικό κράτος κερδίζει επιπρόσθετα και από τη φορολόγηση των ξένων εργατικών χεριών. Αυτό που αποστέλλεται από τους μετανάστες στις οικογένειές τους είναι ένα μικρό ποσοστό της συνολικής αξίας που έχουν δημιουργήσει.
Δεύτερον, η μετανάστευση στερεί ένα έθνος από το πιο παραγωγικό, ικανό και φιλόδοξο εργατικό δυναμικό, που θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για τη δημιουργία μιας πολυδιάστατης οικονομίας βασισμένης στη βιομηχανία και τις υπηρεσίες, αντί για μια οικονομία που βασίζεται στις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων και ορυκτών, τον τουρισμό και τα εμβάσματα των μεταναστών.
Τρίτον, η αναχώρηση στο εξωτερικό των νέων, εξειδικευμένων εργατών και επαγγελματιών στερεί τους φτωχούς της πόλης και της υπαίθρου από κοινωνικούς και πολιτικούς ηγέτες που θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν τις εξαρτώμενες από τις ΗΠΑ ολιγαρχίες. Δεν είναι παράξενο το γεγονός ότι οι τοπικές άρχουσες τάξεις οργανώνουν, ενθαρρύνουν και προωθούν τη μετανάστευση όχι μόνο λόγω των εμβασμάτων, αλλά και ως μια πολιτική βαλβίδα εκτόνωσης πιέσεων.
Τέταρτον, τα εμβάσματα των μεταναστών βοηθούν στη συντήρηση μιας παρασιτικής ολιγαρχικής άρχουσας τάξης, η οποία χρησιμοποιεί το συνάλλαγμα για να αποπληρώσει παράνομα χρέη στο εξωτερικό, εισαγωγές πολυτελών ειδών και να χρηματίσει διεφθαρμένους πολιτικούς. Χωρίς τα εμβάσματα από το εξωτερικό, πολλά ολιγαρχικά καθεστώτα θα είχαν καταρρεύσει ή θα αντιμετώπιζαν βαθιά κρίση.
Ειδικότερα, η μετανάστευση εξειδικευμένων επαγγελματιών στον τομέα της υγείας (γιατροί και νοσοκόμες), της εκπαίδευσης και της μηχανικής, επιδεινώνει ακόμα περισσότερο την έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού για την κάλυψη των αναγκών των φτωχών στη χώρα προέλευσης. Οι άσχημες συνθήκες υγιεινής έχουν ως αποτέλεσμα εκατομμύρια θανάτους, και χρόνιες ασθένειες που υποβαθμίζουν περαιτέρω το επίπεδο ζωής και παραγωγικότητας. Αντίθετα, η χώρα υποδοχής, ειδικά οι ΗΠΑ, απολαμβάνουν την εξοικονόμηση δισεκατομμυρίων δολαρίων με την είσοδο ήδη εκπαιδευμένων επαγγελματιών που παρέχουν σημαντικές υπηρεσίες στη συντήρηση του παραγωγικού εργατικού δυναμικού.
Στις περισσότερες των περιπτώσεων, οι μετανάστες είναι υπερεκπαιδευμένοι για τις εργασίες στις οποίες απασχολούνται στις χώρες υποδοχής. Μηχανικοί οδηγούν ταξί, εκπαιδευμένες νοσοκόμες γίνονται μπέιμπι σίτερ ή υπηρέτριες και εργαζόμενες σε οίκους ευγηρίας, ειδικευμένοι εργάτες πλένουν πιάτα και ηλεκτρολόγοι εργάζονται ως αχθοφόροι. Δηλαδή, τα οφέλη που αποκομίζουν είναι σαφώς κατώτερα από τον χρόνο και την ενέργεια που σπατάλησαν αυτοί οι άνθρωποι για τη μόρφωσή τους.
Εμβάσματα και Ανάπτυξη
Πολλοί θεωρητικοί της ανάπτυξης δέχονται τα κόστη που αναφέραμε παραπάνω, αλλά υπερασπίζονται τον θετικό ρόλο που παίζει η μετανάστευση, προκρίνοντας την αύξηση των εμβασμάτων από το εξωτερικό ως μια συνεισφορά στην ανάπτυξη των χωρών εξαγωγής και στην καλυτέρευση των συνθηκών ζωής των οικογενειών που τα λαμβάνουν.
Από την οπτική της ανάπτυξης, αν αναφερθούμε στην αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων όπως σε επενδύσεις στη μεταποίηση, την τεχνολογία, το εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό και την επιστημονική έρευνα, τότε τα εμβάσματα από το εξωτερικό συνεισφέρουν ελάχιστα. Τα περισσότερα ξοδεύονται στην προσωπική κατανάλωση ή επιβίωση και, στην καλύτερη περίπτωση, για βελτιώσεις στο σπίτι και αγορές ταξί ή ΙΧ.
Τα μορφωμένα μέλη της οικογένειας συνήθως ακολουθούν τα χνάρια αυτών που έχουν ήδη φύγει στο εξωτερικό. Επιπλέον, τα εμβάσματα μπορούν να δημιουργήσουν εκτεταμένη εξάρτηση της οικογένειας, να μειώσουν το κίνητρό τους για αναζήτηση εργασίας στη χώρα τους. Ακόμα κι εκεί που το ξένο συνάλλαγμα καταλήγει σε κυβερνητικά χέρια, πολύ μικρό ποσοστό χρησιμοποιείται για τη δημιουργία παραγωγικής απασχόλησης για την επόμενη γενιά. Οι περισσότερες χώρες προέλευσης μετά την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού δεν μετασχηματίζονται από οικονομίες εξαγωγής εργασίας σε πολύπλευρες βιομηχανικές κοινωνίες, όπως συνέβη με την Ισπανία τη δεκαετία του ’70. Το Μεξικό, το Πακιστάν, οι Φιλιππίνες, ο Ισημερινός, η Κολομβία, το Περού και γενικά η Κεντρική Αμερική εξαρτώνται ολοένα και περισσότερο από τα εμβάσματα από το εξωτερικό. Ο λόγος είναι ότι αυτές οι χώρες βλέπουν την εξαγωγή εργασίας ως τον ρόλο τους στον διεθνή καταμερισμό εργασίας και όχι ως παροδικό φαινόμενο στην πορεία για ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης.
Τα εμβάσματα ενισχύουν τα οπισθοδρομικά παρασιτικά καθεστώτα, αλλά και ολόκληρα στρώματα ενδιαμέσων οι οποίοι κερδοσκοπούν από τα εμβάσματα από το εξωτερικό τα οποία ελάχιστα συνεισφέρουν στην τοπική ανάπτυξη. Τα καθεστώτα εξαγωγής εργασίας δεν χρησιμοποιούν το συνάλλαγμα από το εξωτερικό σε τοπικές επενδύσεις. Αντίθετα, το χρησιμοποιούν για αποπληρωμή ξένων δανείων, αγορές πολεμικού εξοπλισμού και εισαγωγές πολυτελών προϊόντων για τις ανώτερες τάξεις, επιτρέποντας ταυτόχρονα στις πολυεθνικές να εξάγουν τα κέρδη τους από τις πωλήσεις στην τοπική αγορά. Επίσης, τα εμβάσματα των μεταναστών επιτρέπουν στα διάφορα καθεστώτα να αποπληρώνουν τις τεράστιες οικονομικές υποχρεώσεις των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων τους, τα οποία έχουν εμπλακεί σε μαζικές απάτες.
Οι υποστηρικτές του θετικού ρόλου της ΔΜ παραβλέπουν τη συχνότητα με την οποία οι μετανάστες εξαπατούνται, υπόκεινται σε ιδιότυπο καθεστώς συνεχούς πληρωμής χρεών ή γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους εργοδότες τους λόγω της έλλειψης δικλείδων προστασίας στην χώρα προέλευσης ή απουσίας συνδικαλισμού στη χώρα υποδοχής. Η ακραία περίπτωση απλήρωτης μεταναστευτικής εργασίας είναι προφανής στη δισεκατομμυρίων δολαρίων βιομηχανία του σεξ, στην οποία εμπλέκονται αξιωματούχοι του Τρίτου Κόσμου, αλλά και καθεστώτα της Δύσης.
1. Ο κύριος παράγοντας γέννησης της ΔΜ δεν είναι η Παγκοσμιοποίηση εν γένει, αλλά ο Ιμπεριαλισμός, ο οποίος λεηλατεί έθνη και δημιουργεί τις συνθήκες για την εκμετάλλευση της εργασίας στο ιμπεριαλιστικό κέντρο.
2. Η μετανάστευση είναι μια βαλβίδα εκτόνωσης πιέσεων για τα νεο-αποικιακά καθεστώτα, μια νέα πηγή ξένου συναλλάγματος για τις αποτυχημένες νεοφιλελεύθερες οικονομίες.
3. Υπάρχει σχέση ανάμεσα στην επέκταση της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης, που έχει ως αποτέλεσμα την ολοένα αυξανόμενη εξαγωγή κερδών και επιτοκίων από τις νεο-αποικίες προς το κέντρο, και την αύξηση του όγκου της μεταναστευτικής εργασίας. Η ροή της εργασίας ακολουθεί τη ροή του κεφαλαίου.
4. Οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, οι οποίες σταματούν επαναστάσεις και βαθιές δομικές αλλαγές, και με τη βία ξεριζώνουν οικογένειες και εργατικά χέρια δημιουργούν μια μάζα εν δυνάμει μεταναστών προς την ιμπεριαλιστική χώρα.
5. Η ΔΜ δεν είναι απλώς μια προσωπική επιλογή ή μια αντανάκλαση των νόμων της αγοράς, αλλά η συνέπεια των πολιτικών των ιμπεριαλιστικών κρατών που καθορίζουν τον χρόνο, τον τόπο και το μέγεθος της μετανάστευσης. Η μετανάστευση δεν είναι αποτέλεσμα των εσωτερικών συνθηκών, αλλά των αναγκών των καπιταλιστών στο ιμπεριαλιστικό κράτος.
6. Οι μεταναστευτικές πολιτικές είναι προϊόν των αντιφατικών καπιταλιστικών πολιτικών. Η τάξη των κεφαλαιοκρατών χρειάζεται τη μεταναστευτική εργασία για να μειώσει το εργατικό κόστος, να πειθαρχήσει την ντόπια εργατική δύναμη και να αντιμετωπίσει το δημογραφικό πρόβλημα στο ιμπεριαλιστικό κέντρο, αυξάνοντας ταυτόχρονα τις συντάξεις και την υγειονομική περίθαλψη για τον ολοένα και πιο γερασμένο ντόπιο πληθυσμό.
7. Το κόστος της μετανάστευσης για την οικονομία και τον λαό των χωρών προέλευσης ξεπερνά κατά πολύ το όποιο όφελος αποφέρουν τα εμβάσματα. Η εναλλακτική λύση είναι ο νέος εργαζόμενος να μείνει στη χώρα και να αγωνιστεί για την αλλαγή των συνθηκών, την κατάλυση των παρασιτικών καθεστώτων και τη δημιουργία μιας πολύμορφης οικονομίας με νέες καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Για την εργατική τάξη των ιμπεριαλιστικών κρατών το μέλλον δεν βρίσκεται στις επιθέσεις εναντίον των μεταναστών για τους χαμηλούς μισθούς, τους υψηλούς φόρους και την απειλή απώλειας εργασίας, αλλά στην ένταξη των μεταναστών στο εργατικό κίνημα ενάντια στους καπιταλιστές και το κράτος που νομοθετεί άδικους φόρους, μειώνει τις κοινωνικές παροχές και χρησιμοποιεί τους μετανάστες ενάντια στους ντόπιους εργάτες.