Η πέτρα του μεγαλύτερου εξωσυζυγικού σκανδάλου του Γ΄ Ράιχ
του Κωνσταντίνου Μαυρίδη από τη Ρήξη φ. 92
Η Λίντα Μπαάροβα γεννήθηκε στην Τσεχία, στις 7 Σεπτεμβρίου του 1910, από ηθοποιούς γονείς και σπούδασε στη θεατρική σχολή της Πράγας. Όσοι τη γνώρισαν, στα χρόνια των σπουδών της, κάνουν λόγο για μια από τις ομορφότερες και πλέον ταλαντούχες γυναίκες της Πράγας και οι πρώτες κινηματογραφικές της ταινίες έκαναν πάταγο. Η εικοσιτετράχρονη Μπαάροβα δεν άργησε, έτσι, να εντοπιστεί από κυνηγούς ταλέντων των γερμανικών στούντιο κινηματογράφου και, μετά από την υπογραφή ενός πλουσιοπάροχου συμβολαίου, μετακόμισε στο Βερολίνο, το 1934. Εκεί, μέσα σε δύο χρόνια, θα γνώριζε τον Γιόζεφ Γκαίμπελς και θα βρισκόταν μπλεγμένη στο μεγαλύτερο εξωσυζυγικό σκάνδαλο του Γ΄ Ράιχ, ένα σκάνδαλο που θα τερμάτιζε απότομα την κινηματογραφική της καριέρα και θα κλυδώνιζε τα υψηλότερα κλιμάκια της ναζιστικής ηγεσίας της Γερμανίας. Η ιστορία της Λίντα Μπαάροβα είναι μια προειδοποίηση για το πώς μια φαινομενικά ασήμαντη λεπτομέρεια στη γενικότερη ιστορία ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος αποκαλύπτει τον αποτρόπαιο χαρακτήρα του και τον εγκλωβισμό των πρωταγωνιστών της σε ένα αδιέξοδο χωρίς διαφυγή.
Στο Βερολίνο, η Μπαάροβα άρχισε να βγαίνει με τον ηθοποιό Γκούσταβ Φρόλιχ με τον οποίο συμπρωταγωνίστησαν στη γερμανική παραγωγή του ’35, «Μπαρκαρόλε», που έκανε ρεκόρ εισιτηρίων για την εποχή. Κάπου, στις αρχές του 1935, το ζευγάρι μετακόμισε στο Σβάνενβερντερ, στα περίχωρα του Βερολίνου, σε μια βίλα δύο δρόμους από την κατοικία του υπουργού Προπαγάνδας του Γ´ Ράιχ, Γιόζεφ Γκαίμπελς. Όπως λένε, τα υπόλοιπα ανήκουν στην ιστορία. Σε ένα πάρτυ, στο σπίτι της Ρωσογερμανίδας ηθοποιού, Όλγας Τσέχοβα, ανηψιάς του Άντον Τσέχοβ και ενός από τα μεγαλύτερα αστέρια της γερμανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας, ο Γκαίμπελς γνωρίστηκε με την Μπαάροβα και δεν άργησαν να συνάψουν μια παθιασμένη όσο και κρυφή ερωτική σχέση. Τα πράγματα όμως δεν ήταν και τόσο απλά για το παράνομο ζευγάρι. Ο Γιόζεφ Γκαίμπελς ήταν παντρεμένος με τη Μάγδα Κουάντ και είχε αποκτήσει μαζί της 5 παιδιά, σε έναν γάμο που θεωρούνταν το απόλυτο γερμανικό ιδεώδες και είχε συχνή κάλυψη από τα ΜΜΕ του Ράιχ. Επιπλέον, η Μάγδα Γκαίμπελς ήταν η «μεγάλη κυρία» των δεξιώσεων του ναζιστικού κόμματος και είχε την υψηλή εύνοια του Αδόλφου Χίτλερ. Η οικογένεια Γκαίμπελς ήταν συχνά καλεσμένη στο εξοχικό του φύρερ, όπου τα «ξανθά αγγελούδια», όπως τα αποκαλούσε ο «θείος Άντολφ», είχαν την άδεια ακόμη και να παίζουν με την Μπλόντι, το αγαπημένο του λυκόσκυλο, που κατά τον γ.γ. του κόμματος, Μάρτιν Μπόρμαν, «βρισκόταν ιεραρχικά πάνω από το “τρίο στούτζες”, δηλ. τους Χίμλερ, Γκέρινγκ και Ες».
Τον πρώτο χρόνο της σχέσης τους, ο Γκαίμπελς συναντούσε την Μπαάροβα στον ξενώνα του σπιτιού της στενής του φίλης, Όλγας Τσέχοβα, η οποία, ταυτόχρονα με την καριέρα της ως ηθοποιός στη Γερμανία, δούλευε για τη σοβιετική NKVD. Προφανώς, οι σοβιετικοί είχαν γνώση των εξωσυζυγικών δραστηριοτήτων του Γκαίμπελς από πρώτο χέρι, αν και δεν φαίνεται να αξιοποίησαν την πληροφορία με οποιονδήποτε τρόπο. Υπήρξε κάποιος άλλος, όμως, που αποδεδειγμένα εκμεταλλεύτηκε την πληροφορία για ίδιον όφελος. Ο Χέρμαν Γκέρινγκ διέταξε να παγιδεύσουν το τηλέφωνο της Μπαάροβα και κατέγραψε τις συνομιλίες της με τον Γκαίμπελς για να τον υπονομεύσει αλλά, πριν προωθήσει τις κασέτες στον Χίτλερ, ειδοποίησε τη Μάγδα Γκαίμπελς ως «καλοθελητής». Η αντίδραση ήταν θυελλώδης. Η Μάγδα Γκαίμπελς απαίτησε από τον σύζυγό της να τερματίσει τη σχέση του με την Μπαάροβα και του έδωσε διορία κάποιων ημερών να αποφασίσει. Ο Γκαίμπελς, πάλι, προφανώς με μια απατηλή αίσθηση παντοδυναμίας, προσκάλεσε τη σύζυγό του και την ερωμένη του στο ιδιαίτερο δωμάτιο του ξενοδοχείου Κάιζερχοφ, κατέφθασε με πολυτελή δώρα και για τις δύο και, με ένα ύφος του τύπου «από δω η γυναίκα μου κι από δω το αίσθημά μου», δήλωσε ότι θέλει και τη συζυγική του γαλήνη και την εξωσυζυγική του σχέση. Η Μάγδα Γκαίμπελς, σοκαρισμένη, αποχώρησε πρώτη από «εκείνο το φιάσκο» και πήγε γραμμή στον «θείο Άντολφ», που είχε άλλη άποψη για θέματα ηθικής τάξης, τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε τους υπουργούς-βιτρίνα του. Ο Χίτλερ απέρριψε κάθε σκέψη για πιθανό διαζύγιο και διαβεβαίωσε τη Μάγδα Γκαίμπελς ότι ο «άτακτος» Γιόζεφ θα επέστρεφε σπίτι του «ακόμη και με ένοπλη συνοδεία των Ες Ες».
Σε μερικές ημέρες, στις 16 Αυγούστου 1938, ο Χίτλερ έκανε την κίνησή του. Κάλεσε τον Γκαίμπελς στο γραφείο του και αυτά που επακολούθησαν έχουν καταγραφεί στο ημερολόγιο του Γκαίμπελς. Αρχικά, ήταν ακατάληπτος από τον θυμό και ο έντρομος υπουργός Προπαγάνδας φοβήθηκε κάποιο εγκεφαλικό επεισόδιο αλλά μετά βρήκε την κυριαρχία του και διέταξε τον Γκαίμπελς να γυρίσει αμέσως στην οικογένειά του. Κάθε σχέση με την Λίντα Μπαάροβα θεωρούνταν λήξασα εκείνη τη στιγμή και δεν θα ξαναγινόταν αναφορά στο όνομά της. Τα φιλμ στα οποία είχε πρωταγωνιστήσει θα απαγορεύονταν και η ίδια θα απελαύνονταν από τη Γερμανία. Όταν ο Γκαίμπελς αντιπρότεινε να παραιτηθεί από τη θέση του ως υπουργός, υπήρξε μια νέα κρίση αποπληκτικού θυμού και οι φρουροί μπήκαν στο γραφείο για να δουν τι συνέβη. Ο Χίτλερ δεν ήθελε να ακούσει τίποτα περί παραιτήσεως και ο Γκαίμπελς τελικά υπέκυψε στη θέλησή του. Ο φύρερ άρχισε τότε έναν ατελείωτο μονόλογο για το πώς ήταν δυνατόν ο υπουργός Προπαγάνδας του να θέλει να εγκαταλείψει μια άρια Γερμανίδα για μια Σλάβα, ειδικά τη στιγμή που προετοιμαζόταν η κατάσταση για επέμβαση στη Σουδητία: Ήδη ο «πιστός» Χίμλερ είχε παντρευτεί μια «τεράστια Πολωνέζα αγελάδα» (σύμφωνα με τα λεγόμενα του Αδόλφου) και η κρυφή κάμερα του Χάιντριχ είχε συλλάβει τον Ες να αυνανίζεται στην τουαλέτα του Ράιχσταγκ. «Αν αυτή ήταν η ηγεσία του Ράιχ τότε το καλύτερο ήταν να τα μαζεύουν και να φεύγουν με το τσίρκο», είπε. Όχι, όμως. Στους άλλους την είχε χαρίσει, αλλά ο Γκαίμπελς δε θα γλύτωνε εύκολα.
Η Μπαάροβα όντως έφυγε για την Τσεχία λίγο αργότερα, όπου μόλις που πρόλαβε να διαφύγει από τα γερμανικά στρατεύματα που εισέβαλαν στη χώρα, τον Μάρτιο του 1939. Ακολούθησε η φυγή της στην Ιταλία όπου ασχολήθηκε πάλι με τον κινηματογράφο, μέχρι το ’45 οπότε ξαναγύρισε στην Τσεχία. Όσο για τον Γιόζεφ Γκαίμπελς, μετά το σκάνδαλο, έχασε την αίγλη που είχε στο Γ’ Ράιχ και προσπάθησε να εξιλεωθεί υποστηρίζοντας κάθε θέλημα του Χίτλερ, όσο παράλογο και εξωπραγματικό κι αν ήταν και στο τέλος τον ακολούθησε και στον θάνατο. Τις τελευταίες μέρες του πολέμου, λίγο πριν αναχωρήσει για τελευταία φορά από το σπίτι του για το υπόγειο καταφύγιο του Χίτλερ, συγκέντρωσε και έκαψε κάποια προσωπικά του έγγραφα μαζί και μια φωτογραφία της Λίντας Μπαάροβα, που είχε φυλάξει στο συρτάρι του. Ο γραμματέας του θυμάται τον Γκαίμπελς να λέει: «Ήταν η πιο όμορφη γυναίκα που είδα ποτέ, ίσως έπρεπε να τα είχα παρατήσει όλα το ’35 και να είχαμε φύγει μαζί».
2 ΣΧΟΛΙΑ
Όλα αυτά υπενθυμίζουν το πόσο μεγάλο δίκαιο είχε ο Βίλχελμ Ράϊχ, θεμελιωτής της μαρξιστικής Πολιτικής Οργονομίας, για τον ρόλο της βίαιης καταπίεσης του ερωτισμού ως κινητήρια δύναμη για τον φασισμό/ναζισμό.
Η ανακάλυψη του Ράϊχ έλυσε το αίνιγμα που ενυπήρχε εξ’ αρχής μες τις δομές του επιστημονικού σοσιαλισμού: γνωρίζουμε πλέον τις παραμέτρους της πολιτικής οικονομίας που καθορίζουν τον αντικειμενικό (υλικό) άξονα της ιστορικής πραγματικότητας, αλλά ποιές παράμετροι συνθέτουν εκείνο που λέμε τον υποκειμενικό παράγοντα, δηλαδή τις ψυχολογικές δυνάμεις που είναι στρατολογίσημες από τις δυνάμεις του συστήματος;
Η απάντηση που έδωσε η Οργονομία έδωσε ταυτόχρονα και το κλειδί για την εναρμόνιση της αντικειμενικής πτυχής της πολιτικής με την υποκειμενική στον απελευθερωτικό αγώνα: Έρως ανίκατε μάχαν. Με άλλα λόγια η ταξική απελευθέρωση πάει χέρι-χέρι με την εθνική απελευθέρωση μόνο όταν οι άξονες του συλλογικού αγώνα τροφοδοτούνται και από την ερωτική απελευθέρωση. Ειδ’ αλλιώς, το πολιτικό κενό που δημιουργείται γίνεται αμέσως αντικείμενο εκμετάλλευσης από τις πολιτικές δυνάμεις καταστολής και νεο-ναζισμού.
Παρακαλώ δείτε και εδώ:
Η φίμωση του Έρωτα είναι το θεμέλιο κάθε Εξουσίας
http://wayback.archive.org/web/20060216164053/http://ellinika-cyprus.indymedia.org/newswire/display/34/index.php
Πέτρος Ευδόκας, petros@cyprus-org.net
Ο Σοβιετικός Ολοκληρωτισμός δεν μπαίνει στο καλάθι με τα γνωστά φαιά περιτρίμματα, πρώτον γιατί είναι κόκκινος, δεύτερον γιατί είναι επιστημονικός και τρίτον και σπουδαιότερο γιατί έχει το ηθικό πλεονέκτημα.