Αρχική » H Πολιορκία της Ακρόπολης και οι μάχες του 1827

H Πολιορκία της Ακρόπολης και οι μάχες του 1827

από admin

poliorkia_ton_athinon_kata_to_1827.jpg (800×498)

Η πολιορκία της Ακρόπολης από τον Κιουταχή – Ιωάννης Μακρυγιάννης – Παναγιώτης Ζωγράφος

του Κωνσταντίνου Μαυρίδη από το Άρδην τ. 91

Μετά την πτώση του Μεσολογγίου, τον Απρίλιο του 1826, η ελληνικές δυνάμεις στη Στερεά Ελλάδα είχαν βρεθεί σε πραγματικά δύσκολη θέση. Οι τουρκο-αιγυπτιακές δυνάμεις του Ιμπραήμ βρίσκονταν στην Πελοπόννησο από το 1925, όπου και διεξαγόταν σκληρός αγώνας για την επιβίωση της ελληνικής επανάστασης.  Αμέσως μετά τη νίκη στο Μεσολόγγι, ο Μεχμέτ Ρεσίτ πασάς ή Κιουταχής, έχοντας διασφαλίσει τη Δυτική Στερεά, στράφηκε εναντίον της Αθήνας, του μοναδικού οχυρού που κατείχαν, πλέον, οι επαναστάτες. Με μια δύναμη 30 χιλιάδων στρατιωτών και με την υποστήριξη πολιορκητικών πυροβόλων και ιππικού, έφτασε στην Αθήνα στις 3 Ιουλίου και στρατοπέδευσε έξω από την πόλη, στο Μενίδι. Παράλληλα, τοποθέτησε ιππικό και φρουρές γύρω από το οχυρό, έτσι ώστε να αποκλείσει κάθε επαφή των αμυνόμενων με την υπόλοιπη Αττική και ξεκίνησε, χωρίς καθυστέρηση, την πολιορκία της πόλης.
Οι λόγοι που ο Κιουταχής βιαζόταν ήταν το ότι είχε πληροφορηθεί την ανάθεση της αρχιστρατηγίας των ελληνικών δυνάμεων της Στερεάς Ελλάδας στον Γεώργιο Καραϊσκάκη, ο οποίος συγκέντρωνε δυνάμεις από ολόκληρη την ελληνική επικράτεια για ενδεχόμενη αντεπίθεση, αλλά και οι γενικότερες εξελίξεις στο διπλωματικό πεδίο. Η τουρκική πλευρά είχε λάβει εσωτερική πληροφόρηση από τον Αυστριακό πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη, πως οι Μεγάλες Δυνάμεις προσανατολίζονταν στην αναγνώριση ελληνικού κράτους, μόνο όμως στις περιοχές που ήταν επαναστατημένες, και αδημονούσε έτσι να σβήσει την επανάσταση στη Στερεά μια και καλή.
Στις 12 Ιουλίου, οι πολιορκημένοι Αθηναίοι, με αρχηγό τον Γιάννη Γκούρα, απορρίπτουν το τελεσίγραφο παράδοσης του Κιουταχή και η μάχη αρχίζει με δριμύ βομβαρδισμό των ελληνικών οχυρών. Το ίδιο βράδυ διεισδύει στην Αθήνα μαζί με εβδομήντα πολεμιστές και ο γνωστός από τη δράση του στο Μεσολόγγι Κώστας Χορμοβίτης, ο επονομαζόμενος και Λαγουμιτζής, ο οποίος ειδικεύεται στη διάνοιξη λαγουμιών κάτω από τις εχθρικές θέσεις, τις οποίες ανατινάζει, ανατρέποντας τα επιθετικά σχέδια των πολιορκητών. Την 1η και 2η Αυγούστου οι βομβαρδισμοί στους πύργους εντείνονται, έτσι ώστε οι αμυνόμενοι να μην προλαβαίνουν να επισκευάζουν τις ζημιές, και τα χαράματα της 3ης Αυγούστου, 5 χιλιάδες Τούρκοι, ποτισμένοι με ρούμι και ρακί εφορμούν άτακτα εναντίον των ελληνικών οχυρώσεων. Η πρώτη επίθεση αποτυγχάνει, αλλά ο βομβαρδισμός των προηγούμενων ημερών έχει δημιουργήσει ρήγματα στην πύλη των Αχαρνών, από τα οποία τα εχθρικά στρατεύματα μπαίνουν στην πόλη. Οι μάχες διεξάγονται πλέον σώμα με σώμα και η φρουρά οπισθοχωρεί στη δεύτερη οχυρωματική γραμμή στην Ακρόπολη, όπου η εχθρική επίθεση αποκρούεται, με βαριές απώλειες για τους επιτιθέμενους.
Με την κατάληψη των Αθηνών και τον αποκλεισμό των επαναστατών στην Ακρόπολη, ο Κιουταχής είχε εξασφαλίσει ένα οχυρό ορμητήριο, το οποίο του έδινε τη δυνατότητα να πολιορκεί την Ακρόπολη, αλλά και να μπορεί να αμυνθεί σε περίπτωση αιφνιδιαστικής ελληνικής επίθεσης από την Αττική. Ο αντίπαλός του, όμως, Γεώργιος Καραϊσκάκης, δεν πρόκειται να του κάνει τη χάρη και να παρατάξει το στράτευμά του μπροστά από τα οχυρωμένα τουρκικά πυροβόλα. Ο Καραϊσκάκης γνωρίζει καλά τον πόλεμο των ατάκτων, αλλά και το ανάγλυφο της περιοχής, και δίνει εντολές στους ανιχνευτές του να γυρίσουν όλες τις τουρκικές θέσεις και να καταγράψουν τα οχυρωμένα σημεία τους. Μαθαίνοντας την επιτυχία των Οθωμανών στην Αθήνα και τον αποκλεισμό των επαναστατών στις οχυρώσεις της Ακροπόλεως, καταστρώνει ένα τολμηρό σχέδιο, ικανό να ανατρέψει την αριθμητική υπεροχή των Τούρκων, καθώς δεν σκοπεύει σε κατά μέτωπο επίθεση εναντίον τους, αλλά σε ανταρτοπόλεμο μεγάλης κλίμακας και ενεργητική περικύκλωσή τους. Έτσι, μεταφέρει τις δυνάμεις του στο Χαϊδάρι και στην ουσία αρχίζει να πολιορκεί τους πολιορκητές, θέτοντάς τους μεταξύ δύο πυρών. Επίσης, φτιάχνει ταμπούρια στο Κερατσίνι και στο Φάληρο και στρατόπεδο άμεσης επέμβασης στην Ελευσίνα, με σκοπό να περιορίσει τις κινήσεις των εχθρών και να ανεφοδιάσει με την πρώτη ευκαιρία τους αποκλεισμένους. Με μήνυμά του, οι τελευταίοι λαμβάνουν την εντολή να μην παραμείνουν παθητικοί, αλλά να διεξάγουν αιφνιδιαστικές επιχειρήσεις σε κάθε ευκαιρία. Πραγματικά, στους δέκα μήνες που κράτησε η πολιορκία, η φρουρά της Ακροπόλεως διενεργούσε νυχτερινές επιδρομές κατά των πολιορκητών, αλλά και ανατινάξεις των σπιτιών μέσα στα οποία στρατωνίζονταν οι αντίπαλοι, με εκπληκτικά αποτελέσματα. Επίσης, η ομάδα Λαγουμιτζή είχε νικήσει κατά κράτος τις εχθρικές ομάδες σκαπανέων, ανατινάζοντας θέσεις μάχης, αλλά και τους ίδιους τους σκαπανείς του εχθρού, τους οποίους εντόπιζαν και τίναζαν στον αέρα με την τοποθέτηση εκρηκτικών σε παράλληλες γαλαρίες. Χαρακτηριστικά, οι Τούρκοι δεν κατόρθωσαν να ανατινάξουν ούτε μια ελληνική θέση μάχης καθ’ όλη τη διάρκεια της πολιορκίας. Για τον λόγο αυτό, ο Κιουταχής κάλεσε ειδικούς λαγουμιτζήδες, μεταλλουργούς από τα Σκόπια, για να ανατινάξουν έναν προς έναν όλους τους πύργους άμυνας της Ακρόπολης. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς δεν έφυγαν ποτέ από εκεί. Οι τυφλοπόντικες του Λαγουμιτζή προκάλεσαν τόσο βαριές απώλειες στον εχθρό, που ο Κιουταχής διέταξε τη διακοπή της επιχείρησης τον Οκτώβριο.
Στο μεταξύ, στο στρατόπεδο της Ελευσίνας έχουν συγκεντρωθεί πάνω από 2,5 χιλιάδες άνδρες. Ανάμεσά τους είναι 1750 του τακτικού στρατού, με επικεφαλής το φιλέλληνα Γάλλο Κάρολο Φαβιέρο, οι Θρακομακεδόνες με αρχηγό το Στέφο Βούλγαρη και οι Θεσσαλοί υπό τον Περραιβό, οι Σουλιώτες κ.ά. Οι οπλαρχηγοί συσκέπτονται την 1η Αυγούστου και ο Καραϊσκάκης τους αναπτύσσει το σχέδιό του, το οποίο γίνεται ομόφωνα αποδεκτό. Το σχέδιο είναι να βαδίσουν αμέσως εναντίον του Κιουταχή και να του επιφέρουν ένα αστραπιαίο χτύπημα, να ανακουφίσουν τους πολιορκούμενους στην Ακρόπολη και έπειτα, ενώ ένα σώμα στρατού θα παρενοχλεί τους πολιορκητές, ο Καραϊσκάκης να εκστρατεύσει κατά των τουρκικών φρουρών στη Δυτική Αττική για να αναγκάσει τον Κιουταχή να λύσει την πολιορκία και να τον καταδιώξει μακριά από την Ακρόπολη.
Κάπου εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι η αρχιστρατηγία ενός τόσο πολύχρωμου και ανομοιογενούς στρατεύματος, όπως αυτού που κλήθηκε να ηγηθεί ο Καραϊσκάκης, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ο Κλαούζεβιτς, στο έργο του περί πολέμου, αναφέρει ότι «ο ηγέτης ενός ατάκτου στρατιωτικού τμήματος δεν γίνεται να είναι ένα τυχαίο άτομο… η θέση απαιτεί ιδιαίτερες ικανότητες, με υπέρτατη αυτή του να μπορείς να επιβληθείς σε ένοπλους εθελοντές». Αν τώρα αναλογιστεί κανείς ότι το εν λόγω στράτευμα αποτελούνταν από διάφορα σώματα ατάκτων, με τους δικούς τους αρχηγούς, αλλά και φιλέλληνες στρατιωτικούς που δεν μιλούσαν καν ελληνικά, η αποστολή του Καραϊσκάκη ήταν κάτι παραπάνω από δύσκολη. Παρ’ όλα αυτά, θα τα κατάφερνε και θα ανέτρεπε τη ζοφερή στρατιωτική κατάσταση στη Στερεά, φέρνοντας τις πρώτες νίκες, μετά από καιρό, για τους επαναστάτες.
Το ελληνικό σώμα στρατού κινήθηκε από την Ελευσίνα προς το Χαϊδάρι τη νύχτα της 5ης Αυγούστου. Μέσα σε τρεις ώρες είχαν φτάσει στα ταμπούρια του Χαϊδαρίου, όπου κατέλυσαν κι άρχισαν να επεκτείνουν τις οχυρώσεις. Την επομένη, Παρασκευή 6 Αυγούστου, το τουρκικό ιππικό επέδραμε από τον ελαιώνα των Αθηνών κατά των ελληνικών θέσεων, αλλά οι γρεναδιέροι του Φαβιέρου τους περίμεναν έτοιμοι. Ο Γάλλος φιλέλληνας είχε παρατάξει τους καλύτερους σκοπευτές του με τα τηλεβόλα τους σε καίρια σημεία της παράταξης και τα διασταυρωμένα πυρά τους τσάκισαν την πρώτη επίθεση. Ο επικεφαλής του τουρκικού ασκεριού σκοτώθηκε στην αρχική φάση της επίθεσης και οι ιππείς σκόρπισαν προς τα πίσω. Η δεύτερη τουρκική επίθεση ήταν σφοδρότερη, αλλά κι αυτή αποκρούστηκε, με καταδίωξη των εχθρών μέχρι τις οχυρώσεις του. Το Α΄ τακτικό τάγμα κατέλαβε με έφοδο το ύψωμα που ήταν εγκατεστημένο το τουρκικό πυροβολικό και οι Τούρκοι υποχώρησαν ακόμη μια φορά. Ο Φαβιέρος ήταν της άποψης να τους καταδιώξουν ως την Αθήνα και να άρουν την πολιορκία της Ακρόπολης, αλλά ο Καραϊσκάκης, γνωρίζοντας ότι το κύριο σώμα του εχθρού ήταν μέσα στην πόλη, διέταξε παύση πυρός και ανασύνταξη στο Χαϊδάρι.
Δύο μέρες αργότερα, ημέρα Κυριακή, οι Τούρκοι ανανέωσαν την επίθεσή τους, αυτή τη φορά με μεγάλο όγκο στρατού, 8 χιλιάδες, υπό τον ίδιο τον Κιουταχή και 2 χιλιάδες ιππείς, ενισχύσεις υπό τον Ομέρ πασά της Ευβοίας. Και η δεύτερη τουρκική επίθεση αποκρούστηκε με βαριές απώλειες και η νίκη θα ήταν ελληνική, αν δεν συνέβαινε μια αιφνίδια ανατροπή στο πλέον κρίσιμο σημείο της μάχης. Η απώλεια του διοικητή και η υποχώρηση του Α΄ τάγματος δημιούργησαν ένα κενό στην ελληνική παράταξη που ανέτρεψε την άμυνα του στρατεύματος και σταδιακά εγκαταλείφθηκαν όλα τα ταμπούρια του Χαϊδαρίου. Ο Καραϊσκάκης, βλέποντας ότι το στράτευμα κινδυνεύει με διάλυση, διέταξε νυχτερινή υποχώρηση προς την Ελευσίνα μέσω της Ιεράς Όδού και του όρους Αιγάλεω. Το ένστικτό του για τη συντήρηση του μάχιμου του στρατού του είναι αλάθητο. Ο Γεώργιος Ουάσιγκτον, στα απομνημονεύματά του για τον πόλεμο της αμερικανικής ανεξαρτησίας, τον δικαιώνει: «Ο αντάρτικος στρατός δίνει τη μάχη όπου οι συνθήκες τον ευνοούν απόλυτα και διακόπτει την επαφή με τον εχθρό όταν αυτές απειλούν την ύπαρξή του. Καθήκον του είναι να ζήσει για να πολεμήσει ξανά, μια άλλη μέρα».
Η υποχώρηση των Ελλήνων από το Χαϊδάρι έσπειρε την απογοήτευση στη φρουρά της Ακρόπολης. Άρχισαν οι γκρίνιες και πού και πού κάποιοι δραπέτευαν τις νύχτες, παρά τα μέτρα που είχε πάρει ο φρούραρχος Γκούρας, γι’ αυτό ακριβώς το ενδεχόμενο. Τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου έφυγαν τη νύχτα περίπου 300 γυναικόπαιδα, αφήνοντας μέσα στο κάστρο 1500 ψυχές, ανάμεσά τους και 500 ακόμη γυναικόπαιδα. Ανάμεσα στους πολιορκημένους στην Ακρόπολη είναι και ο Γιάννης Μακρυγιάννης, ο οποίος με την καταδρομική του ομάδα κάνει νυχτερινές επιθέσεις κατά των τουρκικών συνεργείων οχυρώσεων, αλλά και αναγνωρίσεις και συλλογή τροφής. Στις 13 Σεπτεμβρίου, μετά από μια πετυχημένη ανατίναξη εχθρικού υπονόμου από τον Λαγουμιτζή, ο Μακρυγιάννης και τα παλικάρια του αρπάζουν το τουρκικό σιτηρέσιο και το ανεβάζουν στο κάστρο. Παρά τις επιτυχίες όμως αυτές, το κλίμα μέσα στην Ακρόπολη είναι απαισιόδοξο και θα γίνει ακόμη χειρότερο με τον θάνατο του Γκούρα τα μεσάνυχτα της 1ης Οκτωβρίου.
Οι Τούρκοι ενέτειναν τις προσπάθειές τους κατά τις νυχτερινές ώρες της 2ας, 3ης αλλά και της 7ης Οκτωβρίου, με εφόδους που αποκρούστηκαν με βαριές απώλειες και, στις 14 Οκτωβρίου, ο οπλαρχηγός Γκριτζιώτης με 450 άνδρες σπάει την πολιορκία από τη μεριά του λόφου του Φιλοπάππου και μπαίνει στην Ακρόπολη με εφόδια και πυρομαχικά.
Με την άμυνα της Ακροπόλεως ενισχυμένη, ο Καραϊσκάκης αφήνει στην Ελευσίνα τον Βάσο Μαυροβουνιώτη επικεφαλής 1.000 ανδρών, για να παρενοχλεί τον Κιουταχή με ακροβολισμούς, και ο ίδιος, μαζί με τον Αμερικανό φιλέλληνα Τζορτζ Τζάρβις και 2 χιλιάδες άνδρες, αναχωρεί στις 25 Οκτωβρίου για να «ανάψει τη φωτιά της επανάστασης στην καρδιά της Στερεάς». Η επιθετική αυτή επιδρομή του Καραϊσκάκη είναι η πεμπτουσία του ανταρτοπόλεμου. Ο Καραϊσκάκης πολιορκεί αρχικά τη Δόμπραινα (Θίσβη) 27/10-12/11, αναδιπλώνεται όταν οι εχθρικές δυνάμεις υπερτερούν και μετά στρέφεται κατά της Αράχωβας, την οποία καταλαμβάνει μετά από σκληρή μάχη μεταξύ 17 και 24 Νοεμβρίου. Στις 4 Δεκεμβρίου επιτίθεται και καταστρέφει μια εφοδιοπομπή του εχθρού στην Τιθορέα και στις 10/12 εμφανίζεται στο Δίστομο, όπου αφήνει φρουρά 300 ανδρών, υπό τον Νικ. Μπότσαρη, για να παρενοχλούν τις τουρκικές γραμμές επικοινωνίας. Οι Τούρκοι, όντως, τσιμπάνε το δόλωμα και εκστρατεύουν εναντίον του Διστόμου, περιμένοντας ότι θα αντιμετωπίσουν ολιγάριθμες δυνάμεις, αλλά ο Καραϊσκάκης, αφού διέλυσε στη Ναύπακτο το τουρκικό ασκέρι που κατευθυνόταν στην Άμφισσα, έχει προλάβει να επιστρέψει στο Δίστομο με όλη του τη δύναμη και δίνει τη νικηφόρα, για τα ελληνικά όπλα, ομώνυμη μάχη στις 5 Δεκεμβρίου. Έτσι, έχοντας βάλει φωτιά, εκ νέου, στη Στερεά, αποφασίζει να επιστρέψει στην Αττική για τη μεγάλη μάχη έξω από την Ακρόπολη, η οποία συνεχίζει να πολιορκείται από τον Κιουταχή, αν και έχει επανεφοδιαστεί σε μπαρούτι με μια γενναία διάσπαση του κλοιού από τον Γάλλο Φαβιέρο και δύναμη 530 ανδρών.
Ο Καραϊσκάκης θα φτάσει στο Κερατσίνι στις 2 Μαρτίου. Φτάνει πραγματικά πάνω στην ώρα, διότι οι μάχες γύρω από την Ακρόπολη μαίνονται και οι Τούρκοι έχουν ανακαταλάβει το Καματερό στις 27 Ιανουαρίου και την ίδια μέρα την Ελευσίνα. Εκείνες τις μέρες έχει ξεσπάσει και μια ασθένεια στην Ακρόπολη, η οποία έχει εξουθενώσει τους αμυνόμενους (κάθε μέρα πέθαιναν 15-20). Ευτυχώς, οι επόμενες δύο επιθετικές ενέργειες των Τούρκων κατά της Καστέλλας στις 30 Ιανουαρίου και των Τριών Πύργων 20 Φεβρουαρίου αποτυγχάνουν και οι επαναστάτες αναθαρρούν. Παρ’ όλα αυτά, όλοι περιμένουν τον Καραϊσκάκη σαν Μεσσία. Με το που εμφανίζεται επικεφαλής του στρατεύματός του στο Κερατσίνι γίνεται σεισμός από τις ιαχές και στην πρώτη σύσκεψη για το σχέδιο δράσης, η επιβολή του είναι αναντίρρητη. Καμία σχέση με τις αναρχικές και θορυβώδεις συνελεύσεις του παρελθόντος. Ο λόγος του, πλέον, είναι νόμος. Όταν έφτασε ο Καραϊσκάκης στην Αθήνα, οι Έλληνες κατείχαν το Κερατσίνι και το Φάληρο, ενώ οι Τούρκοι τον Πειραιά και το τμήμα της ακτής μεταξύ Φαλήρου και Κερατσινίου, αλλά και όλη την περιοχή από την παραλία ως την Αθήνα. Στις 3 και 5 Μαρτίου οι Τούρκοι δοκιμάζουν να πορθήσουν τις οχυρώσεις του Κερατσινίου, αλλά αποκρούονται με βαριές απώλειες.
Στο μεταξύ, η εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας 15/3-5/5/1827, με διάταγμά της την 3η Απριλίου, αποφάσισε να διορίσει αρχιστράτηγο του στρατού ξηράς τον Άγγλο στρατηγό Ρίτσαρντ Τσερτς και αρχιναύαρχο τον επίσης Άγγλο Τόμας Κόχραν. Ο Καραϊσκάκης αποδέχτηκε την απόφαση αλλά, όπως δήλωσε αργότερα, με κάποια πικρία, ήταν λάθος η επιλογή του Τσερτς, διότι, «δεν γνώριζε καλά τους Έλληνες κατά ήθος, κατά πνεύμα και κατά πόλεμον». Οι καταστροφικές επιπτώσεις των δύο αυτών ατυχών πράξεων της εθνοσυνέλευσης έμελλε, δυστυχώς, να τον δικαιώσουν πανηγυρικά μετά θάνατον. Άσχετα, πάντως, με τις όποιες αποφάσεις της εθνοσυνέλευσης, ο Καραϊσκάκης αναλαμβάνει δράση στις 13 Απριλίου και μέσα σε λίγες μέρες καταλαμβάνει όλα τα εχθρικά οχυρώματα ΒΔ του Φαλήρου, μέχρι και το λιμάνι του Πειραιά. Φαίνεται πως εκείνη την περίοδο υπήρξε σύγκρουση απόψεων μεταξύ του αρχιναυάρχου Κόχραν ο οποίος, εκμεταλλευόμενος την απραγία του Τσερτς, ασχολούνταν περισσότερο με τις χερσαίες επιχειρήσεις, και τον Καραϊσκάκη. Ο Άγγλος ήθελε κατά μέτωπον επίθεση στους Τούρκους, ενώ ο Καραϊσκάκης σκόπευε να περικυκλώσει τον εχθρό με ταμπούρια και επιδρομές. Ο Καραϊσκάκης, γνωρίζοντας ότι το έδαφος από την παραλία ως την Ακρόπολη ήταν άδενδρο και ομαλό, είχε διαγνώσει πολύ σωστά ότι μια βιαστική ενέργεια θα άφηνε το στράτευμα εκτεθειμένο στο τουρκικό πυροβολικό και ιππικό για πάνω από οχτώ χιλιόμετρα και μια πανωλεθρία τέτοιου μεγέθους θα ήταν το τέλος της Ακρόπολης, αλλά και της επανάστασης στη Στερεά Ελλάδα. Ο Κόχραν όμως επέμενε, απειλώντας με αποχώρηση από την Ελλάδα, οπότε ο Καραϊσκάκης δέχθηκε τελικά, με τη διόρθωση όμως, η κίνηση του στρατεύματος από την παραλία προς την πεδιάδα των Ελαιώνων και το λόφο των Μουσών να γίνει το βράδυ μεταξύ 23 και 24 Απριλίου. Προς μεγάλη δυστυχία των Ελλήνων, ο Καραϊσκάκης θα πληγωθεί θανάσιμα σε μια τυχαία αψιμαχία με ένα απόσπασμα τουρκικού ιππικού την 21 Απριλίου για να πεθάνει δύο μέρες αργότερα. Είχε βγει με το επιτελείο του για να κάνουν αναγνώριση του εδάφους πριν τη μεγάλη επίθεση.
Κανείς δεν γνωρίζει τι θα γινόταν αν τελικά ο Καραϊσκάκης ηγούνταν της επιθετικής ενέργειας της 23ης Απριλίου. Όπως είχε προβλέψει, τα ελληνικά στρατεύματα, ακάλυπτα στο ανοιχτό πεδίο, υπέστησαν βαριές απώλειες πριν καν αποκτήσουν επαφή με τις οχυρώσεις της Ακροπόλεως. Κάθε ιστορικός γνωρίζει ότι η ιστορία δεν γράφεται με «αν». Παρ’ όλα αυτά, η απουσία του και το πρόχειρο σχέδιο των Κόχραν-Τσερτς, οδήγησαν σε μια από τις μεγαλύτερες ήττες της ελληνικής επανάστασης. Αποτέλεσμα της ήττας στη μάχη του Ανάλατου-Φαλήρου ήταν η εκκένωση της Αττικής από τα επαναστατικά στρατεύματα και η τελική παράδοση της Ακρόπολης, παρά τη 10μηνη ηρωική άμυνα και τις τόσες απώλειες πολεμιστών. Ίσως όμως η χειρότερη παρακαταθήκη που άφησε ήταν η ολοένα μεγαλύτερη εξάρτηση από τον ξένο παράγοντα και η παράδοση του μέλλοντος της χώρας σε ξένα κέντρα, με τραγικές επιπτώσεις για τον ελληνικό αγώνα.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ