Αρχική » Το πολιτικό Ισλάμ

Το πολιτικό Ισλάμ

από admin
Συγγραφέας:

Κωνσταντινίδης Στέφανος

Ο Νεζτμετίν Ερμπακάν θα μπορούσε να θεωρηθεί ο πατέρας του τουρκικού πολιτικού ισλάμ. Αυτός πρώτος συνέλαβε, στη δεκαετία του ’70, την ιδέα να δημιουργήσει έναν νέο αυτόνομο πολιτικό πόλο, ικανό να αντιταχτεί στον κεμαλισμό. Ως τότε, τα διάφορα κόμματα προσπαθούσαν, με κάποιες παραχωρήσεις στον τομέα της θρησκείας και της παιδείας, να προσεταιριστούν τις ψήφους των ισλαμιστών. Ο Ερμπακάν προσπάθησε, και ως ένα σημείο το πέτυχε, να απελευθερώσει το πολιτικό ισλάμ από τα παραδοσιακά κόμματα, να του δώσει μια αυτόνομη πολιτική ύπαρξη και να το καταστήσει έναν καθεστωτικό πόλο εξουσίας. Η σημερινή επιτυχία του AKP του Ερντογάν οφείλεται εν πολλοίς στη σύλληψη αυτής της ιδέας από τον Ερμπακάν: Της ιδέας να δημιουργηθεί ένας καθεστωτικός πόλος, στηριγμένος στο ισλάμ, ικανός να ανταγωνιστεί τον αντίστοιχο κεμαλικό. Ασφαλώς η τουρκική κοινωνία ήταν έτοιμη για ένα τέτοιο εγχείρημα και έπαιρνε ως ένα σημείο την εκδίκησή της απέναντι στον κεμαλισμό, που επεδίωξε τη βίαιη εκρίζωση της θρησκείας1.
Οι επανειλημμένες επεμβάσεις του τουρκικού στρατού στην τουρκική πολιτική ζωή με τα διάφορα πραξικοπήματα δεν θα καταφέρουν να ανακόψουν την ισλαμοποίηση της τουρκικής κοινωνίας. Άλλωστε, κατά καιρούς, οι στρατιωτικοί χρησιμοποίησαν τους ισλαμιστές εναντίον του αριστερού κινήματος, το οποίον θεωρούσαν περισσότερο επικίνδυνο. Αυτό συνέβη κυρίως μετά το πραξικόπημα του στρατηγού Κενάν Εβρέν, το 1980. Ο Εβρέν επέτρεψε την ίδρυση ισλαμικών σχολείων και ενστερνίστηκε την αμερικανική στρατηγική δημιουργίας «πράσινης» ισλαμικής ζώνης, για την ανακοπή του κομμουνισμού. Την περίοδο αυτή, με την κρατική προστασία, οι Τούρκοι ισλαμιστές δολοφόνησαν χιλιάδες Κούρδους και αριστερούς. Εξάλλου, ένας ευνοούμενος ισλαμιστής του στρατοκρατικού καθεστώτος του Εβρέν, ο Τουργκούτ Οζάλ, θα αναδειχθεί σε πρωθυπουργό και αργότερα σε Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Η περίοδος του Τουργκούτ Οζάλ, που ακολούθησε το πραξικόπημα του 1980, επανέφερε το ισλάμ στην πολιτική ζωή και ενίσχυσε την παρουσία του στην εκπαίδευση και τους άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής της χώρας. Η περίπτωση του Οζάλ είναι το χαρακτηριστικό παράδειγμα της πρώτης σοβαρής προσπάθειας σύνθεσης ισλαμισμού – κεμαλισμού. Είναι ακόμη η ένδειξη πως η ευρωπαϊκή προοπτική που προωθούσε ο Οζάλ έγινε αποδεκτή από ευρύτερες δυνάμεις ισλαμικού, κεμαλικού και τεχνοκρατικού εκσυγχρονιστικού προσανατολισμού. Ο ίδιος ο Οζάλ ήταν ένας μετριοπαθής ισλαμιστής, που άρχισε την πολιτική του καριέρα στο ισλαμικό Κόμμα Εθνικής Σωτηρίας του Νετζμετίν Ερμπακάν. Ήταν όμως ταυτόχρονα και τεχνοκράτης εκσυγχρονιστής, που αντιμετώπισε με σχετική μετριοπάθεια το κουρδικό πρόβλημα και για πρώτη φορά ανέδειξε τη δυνατότητα της σύνθεσης του πολιτικού ισλάμ με τον κεμαλισμό και άλλα εκσυγχρονιστικά, δυτικόφιλα πολιτικοκοινωνικά ρεύματα (αστικά στρώματα, διανοούμενοι, επιχειρηματίες, κ.λπ.). Η καταλυτική επίδραση που άσκησε στην τουρκική πολιτική ζωή μας επιτρέπει να τον δούμε ως έναν σημαντικό φορέα του νεο-οθωμανικού μοντέλου και θεωρητικό θεμελιωτή του, που το επέβαλε τόσο στα εσωτερικά δρώμενα όσο και στην εξωτερική πολιτική. Ως θεωρητικός του νεο-οθωμανικού μοντέλου, συνέβαλε επίσης στην εμβάθυνση του ιστορικού συμβιβασμού ανάμεσα στο πολιτικό ισλάμ και τον κεμαλισμό, λόγω των καλών σχέσεών του τόσο με τους στρατηγούς, όσο και με το ισλάμ. Επιχείρησε, και εν ολίγοις πέτυχε, μια νέα σύνθεση του νεο-οθωμανισμού, αποδεκτή τόσο από τους κεμαλιστές όσο και από τους ισλαμιστές2.
Στη μετά Οζάλ εποχή, η επάνοδος ενός πιο ριζοσπαστικού ισλαμισμού, παρά τις επεμβάσεις του στρατού, είναι ακάθεκτη. Το 1995, το νέο ισλαμικό κόμμα του Ερμπακάν –το προηγούμενο είχε απαγορευτεί– το Κόμμα της Ευημερίας, θα γίνει το πρώτο κόμμα της χώρας και, τον Ιούνιο του 1996, ο Ερμπακάν θα γίνει ο πρώτος ισλαμιστής πρωθυπουργός της Τουρκίας, για να αποπεμφθεί ένα χρόνο αργότερα από τους στρατιωτικούς3. Ισλαμικές ή ισλαμίζουσες όμως δυνάμεις έχουν παρουσία στα περισσότερα τουρκικά κόμματα. Είναι λάθος η αντίληψη ότι μόνον τα κατά καιρούς ισλαμικά κόμματα εκφράζουν το τουρκικό πολιτικό ισλάμ. Όπως βεβαίως θα ήταν λάθος να ιδωθεί το ισλάμ ως ένας μονοδιάστατος οργανισμός. Αν το σουνιτικό ισλάμ κατέχει ηγεμονική θέση, το σιϊτικό ισλάμ είναι επίσης αρκετά ισχυρό, με κύρια τάση του τους Αλεβίτες. Οι Αλεβίτες μάλιστα θεωρούνται αιρετικοί και από πολλούς αμφισβητείται ακόμη και η ίδια η ισλαμική τους υπόσταση. Υπήρξαν πάντοτε καταπιεσμένοι και τελευταία η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει επιδιώξει να χαρακτηριστούν ως θρησκευτική μειονότητα. Αντίθετα με τα άλλα ρεύματα του ισλαμισμού, οι Αλεβίτες στηρίζουν κατά κανόνα το κοσμικό κράτος και ενισχύουν μάλιστα τα αριστερά κόμματα. Γι’ αυτόν τον λόγο και σήμερα ακόμη καταπιέζονται από το ισλαμικό κόμμα AKP, που βρίσκεται στην εξουσία. Οι Αλεβίτες υπολογίζεται ότι αποτελούν το 15% του τουρκικού πληθυσμού. Υπάρχουν επίσης επιμέρους ομάδες τόσο στο εσωτερικό του σουνιτικού ισλάμ όσο και του αντίστοιχου σιϊτικού, υπάρχουν δεκάδες μυστικιστικά θρησκευτικά τάγματα όπως αυτά των σούφιδων και των μπεκτασίδων. Υπάρχει επίσης το κρατικό ισλάμ, το ορθόδοξο σουνιτικό ισλάμ της διεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων, μιας Διεύθυνσης που υπάγεται στον ίδιο τον Τούρκο πρωθυπουργό. Το κράτος διορίζει τους ιερουργούς αυτού του ισλάμ, ιμάμηδες και άλλους, που ξεπερνούν τις ογδόντα χιλιάδες και είναι δημόσιοι υπάλληλοι. Μέσω αυτής της διεύθυνσης, το κεμαλικό κράτος προσπάθησε να χειραγωγήσει το ισλάμ και να το θέσει υπό τον έλεγχό του.
Όπως και οι προηγούμενες προσπάθειες ανακοπής της ισλαμοποίησης έτσι και αυτή της αποπομπής του Ερμπακάν απέτυχε. Για ένα μικρό διάστημα, οι ισλαμιστές παραμερίστηκαν από την πολιτική σκηνή με διάφορα δικαστικά μέτρα. Δεν έχασαν όμως ποτέ την πραγματική πολιτική επιρροή τους και αναδιοργανώθηκαν σ’ ένα νέο κόμμα, το Κόμμα της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης – AKP, με έναν νέο χαρισματικό ηγέτη, τον Ταγίπ Ερντογάν. Το κόμμα αυτό γεννήθηκε τον Αύγουστο του 2001, ύστερα από τη διάσπαση του ισλαμικού Κόμματος της Αρετής (RP) του Νετζμετίν Ερμπακάν, το οποίο είχε τεθεί εκτός νόμου. Το AKP και ο Ερντογάν υιοθέτησαν πιο μετριοπαθείς θέσεις από αυτές του Ερμπακάν και παρουσιάστηκαν ως ένα ισλαμικό, συντηρητικό δημοκρατικό κόμμα. Ο αρχηγός του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν είχε το δικαίωμα να κατέλθει ως υποψήφιος στις βουλευτικές εκλογές, με απόφαση των τουρκικών δικαστηρίων. Πρώην δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης, κατηγορήθηκε ότι πριν δέκα χρόνια είχε απαγγείλει δημόσια ένα ποίημα ισλαμικής έμπνευσης… Παρ’ όλα αυτά, παρέμεινε ένας από τους πιο δημοφιλείς πολιτικούς της Τουρκίας4. Το νέο κόμμα, χωρίς να εγκαταλείψει την ισλαμική ιδεολογία, υιοθέτησε περισσότερο μετριοπαθείς θέσεις και παραμέρισε τον Ερμπακάν και την παλιά ισλαμική φρουρά. Τα στελέχη του όμως και ο ίδιος ο Ερντογάν προέρχονταν από τον παλαιό χώρο των κομμάτων που κατά καιρούς οργανώθηκαν γύρω από τον Ερμπακάν και κάποια από αυτά ήταν και στενοί συνεργάτες του. Επιπλέον, ο Ερντογάν, σε αντίθεση με τον Ερμπακάν που είναι μηχανικός, με σπουδές στη Γερμανία και πανεπιστημιακός, είναι ο πρώτος Τούρκος πρωθυπουργός απόφοιτος μιας ιερατικής σχολής, ενός από τα ιερατικά λύκεια, στα οποία φοιτούν ως επί το πλείστον ιμάμηδες. Το νέο όμως ισλαμικό κόμμα έγινε γρήγορα αποδεκτό από τη Δύση. Τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και οι ΗΠΑ συνειδητοποίησαν, με το πέρασμα του χρόνου, πως ο δρόμος προς την ισλαμοποίηση ήταν χωρίς επιστροφή και πως έπρεπε να συμπράξουν με τους ισλαμιστές και να τους στηρίξουν, σε μια προσπάθεια να επηρεάσουν και την πορεία τους.
Το πολιτικό ισλάμ στην Τουρκία παρουσιάστηκε στις δεκαετίες του ’60 και ’70 με αντιδυτικές και αντιαμερικανικές θέσεις. Εκτός από τη θρησκευτικο-πολιτική του διάσταση, το τουρκικό πολιτικό ισλάμ έχει και μια ισχυρή κοινωνική διάσταση. Εκφράζει κατά κανόνα τα μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα, αν και σταδιακά έχει αναπτυχθεί και μια ισλαμική αστική τάξη με κύρια βάση την Ανατολία. Εντυπωσιακή είναι επίσης η άνοδος των μικροαστικών και μεσαίων ισλαμικών στρωμάτων. Λόγω των αντιδυτικών θέσεων που ανέπτυξαν οι ισλαμικές ομάδες της πρώτης περιόδου, οι Αμερικανοί και γενικότερα οι Δυτικοί στήριζαν το κοσμικό κράτος, ακόμη και όταν αυτό ήταν στρατοκρατούμενο. Για τον ίδιο λόγο, δεν είδαν με καλό μάτι την ανάληψη της πρωθυπουργίας από έναν ισλαμιστή πολιτικό, τον Νετζμετίν Ερμπακάν, το 1996. Και μάλλον επικρότησαν το μεταμοντέρνο πραξικόπημα του 1997, που τον απομάκρυνε από την εξουσία. Σταδιακά όμως, όταν οι Αμερικανοί και οι Δυτικοί αντιλαμβάνονται πως είναι αδύνατον να παραμεριστεί το πολιτικό ισλάμ, αρχίζουν να δημιουργούν διαύλους επικοινωνίας μαζί του. Έτσι, όταν δημιουργήθηκε το ισλαμικό Κόμμα της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης -AKP από τον Ταγίπ Ερντογάν, και κέρδισε τις εκλογές το 2002, οι Αμερικανοί ήταν έτοιμοι να συνεργαστούν μαζί του. Είχε βεβαίως προηγηθεί και η μεταστροφή του πολιτικού ισλάμ που εκπροσωπούσε ο Ερντογάν, ο οποίος, σε αντίθεση με τον Ερμπακάν παρουσιαζόταν ως φιλοδυτικός, υπέρ των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων και υπέρ της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Ερντογάν έγινε δεκτός στον Λευκό Οίκο πριν ακόμη αναλάβει την πρωθυπουργία, όντας στερημένος των πολιτικών του δικαιωμάτων στην Τουρκία5. Ήταν ένα σαφές μήνυμα προς τους Τούρκους στρατηγούς ότι κάτι είχε αλλάξει. Την αλλαγή αυτή επέβαλλε άλλωστε η προβολή ενός «μετριοπαθούς» ισλάμ, σε αντίθεση με αυτό που εκπροσωπούσε ο Μπιν Λάντεν. Έκτοτε, το πολιτικό ισλάμ στην Τουρκία φαίνεται να είναι περισσότερο αποδεκτό από τους Αμερικανούς απ’ ό,τι το κεμαλικό Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, το οποίο εκφράζει τον τελευταίο καιρό έναν άκρατο αντιαμερικανισμό. Παρά τις σχέσεις όμως που η Ουάσιγκτον ανέπτυξε με το τουρκικό πολιτικό ισλάμ που εκπροσωπεί ο Ταγίπ Ερντογάν καθώς και με το AKP, δεν παραλείπει να καλλιεργεί και τις σχέσεις της με το τουρκικό στρατιωτικό κατεστημένο, σε μια προσπάθεια διατήρησης ισορροπιών, δεδομένης της επιτήρησης που ασκούν οι Τούρκοι στρατηγοί επί της πολιτικής εξουσίας.
Στην ουσία ο Ερντογάν έδωσε περισσότερα εχέγγυα στη Δύση απ’ ό,τι παλιότερα ο Ερμπακάν. Εντούτοις, όπως έγραψε ο Γάλλος δημοσιογράφος και πρώην πρέσβης της Γαλλίας στην Άγκυρα Ερίκ Ρουλό, ακόμη και το Κόμμα της Ευημερίας του Ερμπακάν, «ανεξάρτητα από τη διφορούμενη γλώσσα, τη δημαγωγική κριτική της δυτικής πολιτικής και την εξτρεμιστική ρητορεία, στην ουσία ήταν ένα συντηρητικό κόμμα. Αυτό εξηγεί, γράφει ο Ρουλό, γιατί η Ουάσιγκτον, τουλάχιστον εν μέρει, χαιρέτισε με ηρεμία την εκλογική του νίκη»6. Άλλωστε ο ίδιος ο Ερμπακάν είχε δηλώσει λίγο πριν γίνει πρωθυπουργός και τα εξής : «Κάθε ένας πρέπει να γνωρίζει πως είναι προς το συμφέρον της Δύσης αν το Κόμμα της Ευημερίας έρθει στην εξουσία. Η Τουρκία θα είναι μια πανίσχυρη χώρα, εξασφαλίζοντας την ειρήνη και τη σταθερότητα στην πιο ευαίσθητη περιοχή του κόσμου. Η Τουρκία θα είναι μια ισχυρή οικονομική δύναμη και σαν τέτοια θα είναι ένας σημαντικός εταίρος για τη Δύση. Οι επενδύσεις στην Τουρκία θα προστατευτούν από το Κόμμα της Ευημερίας. Η σταθερότητα που θα προκύψει θα είναι ευνοϊκή για τη Δύση»7.
Στην εσωτερική πολιτική, οι ισλαμιστές είχαν από νωρίς ξεκαθαρίσει ότι αποδέχονταν το κοσμικό κράτος. Όπως δήλωνε ο Ερμπακάν, λίγο πριν τις εκλογές του 1995, ο όρος που έθεταν ήταν το κράτος αυτό να τηρεί ουδετερότητα στα θρησκευτικά θέματα, όπως αυτό συμβαίνει στις ΗΠΑ και τη Γαλλία. Ακόμη ο Ερμπακάν δήλωνε πως οι δύο κύριοι στόχοι του θα ήταν η υπεράσπιση της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων8. Είναι φανερό πως οι ισλαμιστές, συνειδητοποιώντας την αδυναμία τους να ανατρέψουν το κοσμικό στρατοκρατικό κράτος, επεδίωκαν κάποιες αλλαγές, που, χωρίς να θέτουν σε αμφισβήτηση την κοσμική εξουσία και τις βαθύτερες δομές του κεμαλικού κράτους, θα έδιναν περισσότερη ελευθερία στον χώρο της θρησκείας, εκεί που ο κεμαλισμός ήταν άτεγκτος.
Το νέο ισλαμικό κόμμα του Ερντογάν άντλησε τα μαθήματα της αποτυχίας του Ερμπακάν, απέβαλε την εξτρεμιστική ρητορεία και στράφηκε αποφασιστικά προς τη Δύση και ιδιαίτερα έδωσε νέα ώθηση στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. Προώθησε επιπλέον μια σειρά από μεταρρυθμίσεις με στόχο τον εκδημοκρατισμό της Τουρκίας. Στο πλαίσιο αυτού του εκδημοκρατισμού, οι ισλαμιστές προσπάθησαν να κατοχυρώσουν και κάποια θρησκευτικά δικαιώματα, που είχαν καταργήσει οι κεμαλιστές. Έτσι, από το 2002, που οι ισλαμιστές σχημάτισαν ξανά κυβέρνηση στην Άγκυρα, αυτή τη φορά μόνοι τους, αφού στις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 2002 πέτυχαν μια από τις πιο ισχυρές πλειοψηφίες από τότε που μεταπολεμικά διεξάγονται εκλογές στην Τουρκία, προσπάθησαν να δώσουν μια κάποια θέση στη θρησκεία στην καθημερινή ζωή και να χαλαρώσουν τον «κοσμικό κώδικα». Μια σημαντική προσπάθεια της κυβέρνησης Ερντογάν ήταν αυτή που απέβλεπε στο άνοιγμα της ανώτατης πανεπιστημιακής εκπαίδευσης σε πτυχιούχους των θρησκευτικών ισλαμικών σχολείων, καθώς και η δυνατότητα εγγραφής στα πανεπιστήμια φοιτητριών που φορούσαν τη γνωστή μαντίλα9. Η προσπάθεια αυτή θεωρήθηκε ως απόπειρα όχι μόνον άλωσης της ανώτατης παιδείας από τους ισλαμιστές, αλλά και της κυβερνητικής μηχανής στη συνέχεια, αφού οι ισλαμιστές αυτοί φοιτητές δεν θα μπορούσαν να εμποδιστούν να καταλάβουν θέσεις στον γραφειοκρατικό μηχανισμό του κράτους ως πτυχιούχοι πανεπιστημίων. Η προσπάθεια αυτή ανακόπηκε είτε από τις αντιδράσεις του κεμαλικού κατεστημένου, που υποχρέωσαν την κυβέρνηση σε αναδίπλωση, είτε από το τουρκικό Συνταγματικό Δικαστήριο. Έτσι, μια νέα περίοδος ιστορικού συμβιβασμού ανάμεσα στο πολιτικό ισλάμ και τον κεμαλισμό ξεκίνησε στην Άγκυρα, αυτή τη φορά με πολύ πιο ευνοϊκούς όρους για τους ισλαμιστές. Όπως ήταν φυσικό το κεμαλικό πολιτικο-στρατιωτικό κατεστημένο με τους μηχανισμούς που ελέγχει έκανε κάθε προσπάθεια για να περιορίσει την ισλαμική επιρροή και επί της ουσίας να κρατήσει ένα σημαντικό μέρος της εξουσίας. Η μεγάλη μάχη δόθηκε όταν οι ισλαμιστές αποφάσισαν να καταλάβουν ένα σημαντικό προπύργιο της εξουσίας, που το έλεγχαν ως τότε οι κεμαλιστές, την προεδρία της Δημοκρατίας. Παρά τη λυσσώδη αντίδραση του κεμαλικού πολιτικοστρατιωτικού κατεστημένου, οι ισλαμιστές εξέλεξαν στην προεδρία της Δημοκρατίας τον Αμπντουλάχ Γκιουλ, υπουργό Εξωτερικών, που είχε διατελέσει και πρωθυπουργός για ένα διάστημα, όταν ο Ερντογάν στερούνταν των πολιτικά του δικαιώματα. Τα νέα διεθνή δεδομένα, η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας και η σαφής αντίθεση της Δύσης σε ένα νέο στρατιωτικό πραξικόπημα, επέτρεψαν μια έστω και μερική νίκη του πολιτικού ισλάμ. Στις εκλογές εξάλλου που προηγήθηκαν, το ισλαμικό Κόμμα AKP πέτυχε εκ νέου μια σημαντική νίκη. Αυτή τη φορά, οι κεμαλιστές χρησιμοποίησαν το Συνταγματικό Δικαστήριο, έναν άλλο μηχανισμό που ελέγχουν, απειλώντας, όπως έκαναν και στο παρελθόν, να θέσουν εκτός νόμου το AKP και να στερήσουν από τα πολιτικά τους δικαιώματα τον ίδιο τον Ερντογάν και άλλα 70 στελέχη του κόμματος, υπουργούς και βουλευτές10. Η δίωξη που ασκήθηκε από τις εισαγγελικές αρχές εναντίον του AKP αφορούσε την απειλή που το κόμμα αυτό και η ηγεσία του αποτελούσε για το κοσμικό κράτος, με τις διάφορες δηλώσεις και ενέργειές τους. Κάτω από τη σαφή προειδοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι θα ήταν απαράδεκτο να τεθεί εκτός νόμου ένα κόμμα που μόλις πριν λίγο είχε κερδίσει με σημαντική πλειοψηφία τις εκλογές, και ότι κάτι τέτοιο θα έθετε αυτόματα τέλος στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, το Συνταγματικό Δικαστήριο κι αυτοί που κινούσαν πίσω του τα νήματα δεν τόλμησαν να προχωρήσουν στην απαγόρευση του κυβερνητικού κόμματος. Κάτι τέτοιο εξάλλου θα προκαλούσε πολιτικό χάος και δεν θα υπήρχε άλλη λύση από την επέμβαση του στρατού11. Φαίνεται άλλωστε ότι και η Ουάσιγκτον είχε προειδοποιήσει τους στρατηγούς για τις συνέπειες που θα είχε για την Τουρκία η ανακοπή της, έστω και κουτσουρεμένης, δημοκρατικής πορείας. Εντούτοις, το δικαστήριο επέβαλε τελικά πρόστιμο στο ισλαμικό κυβερνητικό κόμμα, αφού το βρήκε ένοχο για διάφορες δηλώσεις και ενέργειες εναντίον του κοσμικού κράτους. Αυτό που έγινε πάντως φανερό και από αυτή την περιπέτεια είναι πως, παρά την εν μέρει νίκη των ισλαμιστών, δεν υπάρχει για την ώρα άλλη διέξοδος από τη συνέχιση του ιστορικού συμβιβασμού ανάμεσα στα δύο μεγάλα πολιτικά ρεύματα της χώρας, το πολιτικό ισλάμ και τον κεμαλισμό. Και οι δύο πλευρές δεν έχουν άλλη επιλογή. Οι κεμαλιστές και ο σκληρός τους πυρήνας, ο στρατός, γιατί είναι δύσκολο να επανέλθουν στις μεθόδους των στρατιωτικών πραξικοπημάτων του ’60 ή του ’80, και οι ισλαμιστές γιατί ξέρουν πως δεν μπορούν να ανατρέψουν το κεμαλικό κοσμικό καθεστώς. Συνήθως, οι διάφοροι αναλυτές λησμονούν πως το τουρκικό ισλάμ, κληρονόμος μιας πολυεθνικής-πολυπολιτισμικής αυτοκρατορίας, της οθωμανικής, δεν έχει καμιά σχέση με αυτό της Αλγερίας ή του Ιράν (της εποχής Χομεϊνί). Εδώ πρόκειται για ένα νεο-οθωμανικό ισλάμ, που, στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής, δεν έχει διαφορές με την πολιτική των Τούρκων στρατηγών, τουλάχιστον στα βασικά. Όσον αφορά τις διαδικασίες που οδηγούν στη μεταμόρφωση της τουρκικής κοινωνίας και τον εκσυγχρονισμό της, εκεί θα χρειαστούν οι αναγκαίοι συμβιβασμοί και από τις δύο πλευρές.
Το κύριο ερώτημα που τίθεται εδώ είναι πόσο σταδιακά θα προχωρεί, κατά τρόπο συναινετικό, ο ιστορικός αυτός συμβιβασμός για να μην προκαλέσει την αντίδραση του κεμαλικού κατεστημένου και ιδιαίτερα του στρατού. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να ξεφύγει απ’ αυτή τη συναινετική διαδικασία, αν τα πράγματα προχωρήσουν πολύ γρήγορα και αν η ισλαμική στροφή πάει πολύ μακριά, πέρα από τα ανεκτά όρια για τους κεμαλιστές. Όσον αφορά τη Δύση, ιδιαίτερα την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ΗΠΑ, έχουν κάθε συμφέρον να στηρίξουν αυτόν τον ιστορικό συμβιβασμό, δεδομένου ότι είναι ο μόνος δρόμος που θα εξασφαλίσει μια σχετική σταθερότητα στην Τουρκία. Εξάλλου, οι ισλαμιστές, και ιδιαίτερα ο Ερντογάν, έχουν δώσει σοβαρές διαβεβαιώσεις και στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στις ΗΠΑ, αλλά και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ότι δεν θα βάλουν σε κίνδυνο τις σχέσεις της Τουρκίας μαζί τους. Παραμένει όμως γεγονός, που αναγνωρίζουν όλοι οι ψύχραιμοι αναλυτές των τουρκικών πραγμάτων, πως η πρόοδος του ισλάμ τα τελευταία χρόνια, η ισλαμοποίηση της τουρκικής κοινωνίας σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής της είναι τέτοια που ισχυροποιεί το πολιτικό ισλάμ απέναντι στο κεμαλικό κατεστημένο12.

Σημειώσεις:

1. Έχει γραφτεί πως ο Ερμπακάν έκανε την πιο έξυπνη και μακροπρόθεσμη κίνηση, μετά τον ιδρυτή της Τουρκικής Δημοκρατίας, Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, με το να θέσει «τα θεμέλια ενός ισλαμίζοντος κόμματος, με προοπτική να είναι αυτό το μελλοντικό καθεστωτικό κόμμα στην Τουρκία». Τω όντι, το πολιτικό ισλάμ, εάν καταφέρει να εκφράσει πέραν του «ισλαμικού» κεφαλαίου και το «κοσμοπολίτικο» κεφάλαιο, αν πετύχει να γίνει ο κύριος εκφραστής της τουρκικής αστικής τάξης, θα καταστεί και ο κύριος καθεστωτικός πόλος εξουσίας στην Τουρκία. Βλ. Άρη Αμπατζή, Ποια Τουρκία; Αθήνα, εκδόσεις Πολύτροπον, 2008, σελ. 53-54.

2. Βλ.Turgut Ozal, La Turquie en Europe, Paris, Plon, 1998.

3. H Τουρκία έχει απαγορεύσει τη λειτουργία τουλάχιστον τεσσάρων φιλο–ισλαμικών κομμάτων από το 1970.

4. Στις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 2002 συγκέντρωσε ένα ποσοστό 34,2% και 363 έδρες, ενώ, σε αυτές της 22ας Ιουλίου 2007, συγκέντρωσε ποσοστό 46,3% και 341 έδρες.

5. Την πρωθυπουργία είχε αναλάβει προσωρινά ο Αμπντουλάχ Γκιουλ, μέχρι να αρθεί η απαγόρευση που στερούσε από τον Ερντογάν το δικαίωμα να εκλεγεί βουλευτής και να πάρει τη θέση του στο τουρκικό κοινοβούλιο σε μια επαναληπτική εκλογή.

6. Eric Rouleau, «Τurkey : Beyond Ataturk», Foreign Policy, Summer, 1996, σελ. 79.

7. Eric Rouleau, οπ.παρ.

8. Όπ. παρ.

9. Βλ. ανάμεσα σε άλλα το άρθρο του Burak Bekdil, στην αγγλόφωνη τουρκική εφημερίδα Turkish Daily News, 11 May 2004, με τίτλο «Wrong Prioritizing».

10. Για το θέμα της δίωξης του AKP από το τουρκικό Συνταγματικό Δικαστήριο, μπορεί κανείς να παρακολουθήσει την όλη εξέλιξη στην αγγλόφωνη τουρκική εφημερίδα Turkish Daily News των μηνών Ιουνίου, Ιουλίου, Αυγούστου 2008. Εκτενείς αναφορές και αναλύσεις για το ίδιο θέμα υπάρχουν επίσης στις ημερήσιες ελληνικές εφημερίδες Η Καθημερινή και Το Βήμα.

11. Όπ. παρ.

12. Mehmet Ali Birand, «The gradual Islamization of our daily lives», Turkish Daily News, March 13, 2008.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ