Αρχική » Νεο-οθωμανισμός: Έννοια κλειδί για την κατανόηση της σημερινής Τουρκίας

Νεο-οθωμανισμός: Έννοια κλειδί για την κατανόηση της σημερινής Τουρκίας

από admin
Συγγραφέας:

Στέφανος Κωνσταντινίδης

Η έννοια του νεο-οθωμα­νισμού παραπέμπει στο οθωμανικό παρελθόν της Τουρκίας, την οθωμανική αυτοκρατορική παράδοση, την οθωμανική και την ισλαμική κληρονομιά, και στοχεύει στην ανάδειξη της Τουρκίας σε μια περιφερειακή υπερδύναμη. Η στρατηγική που αναπτύσσεται από τον νεο-οθωμανισμό στοχεύει στη διεύρυνση της τουρκικής επιρροής στον πάλαι ποτέ ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα στις περιοχές που ζουν κατά πρώτο λόγο τουρκογενείς και κατά δεύτερο λόγο ισλαμογενείς λαοί. Αν και η πρώτη μορφή του νεο-οθωμανισμού παρουσιάζεται στα τέλη του 19ου, αρχές του 20ού αιώνα, και υπάρχει μια οργανική σύνδεσή του με τον οθωμανισμό που αναπτύχθηκε ως ιδεολογία την εποχή του τανζιμάτ, στη σημερινή του μορφή είναι γέννημα του μεταπολεμικού τουρκικού πολιτικού ισλάμ. Εντούτοις, στις αρχές του 20ού αιώνα, υιοθετήθηκε από τους Νεότουρκους, με την έννοια της κοινής πολιτικής ταυτότητας για όλους τους λαούς της αυτοκρατορίας, αλλά στην ουσία περιείχε τη διάσταση υπεροχής του τουρκισμού και απέβλεπε στη δημιουργία εθνικού τουρκικού κράτους, μέσα στα αυτοκρατορικά πλαίσια. Το έργο των Νεοτούρκων συνέχισε ο Κεμάλ, υιοθετώντας όμως μια πολύ πιο ριζοσπαστική πολιτική αποκοπής από το οθωμανικό και ισλαμικό παρελθόν και επιβάλλοντας το κοσμικό κράτος. Ο κεμαλισμός έθεσε τέρμα στην ιδεολογία του αυτοκρατορικού νεο-οθωμανισμού και εισήγαγε την εθνικιστική ιδεολογία, στη βάση της οποίας οικοδομήθηκε το τουρκικό εθνικό κράτος. Ο τουρκικός εθνικισμός αυτής της περιόδου οδήγησε στην εθνοκάθαρση και στη βίαιη επιβολή του τουρκισμού. Η αποϊσλαμοποίηση όμως της τουρκικής κοινωνίας απέτυχε και με την πρώτη φιλελευθεροποίηση του τουρκικού κράτους, στη δεκαετία του ’50, το ισλάμ επανέρχεται δυναμικά. Αυτή η δυναμική επάνοδος του ισλαμισμού, που μετατρέπεται σταδιακά και σε πολιτική δύναμη, θα επαναφέρει και την ιδεολογία του νεο-οθωμανισμού.
Δύο είναι τα συστατικά στοιχεία του ισλαμικού αυτού νεο-οθωμανισμού: η οθωμανική αυτοκρατορική παράδοση και η ισλαμική αναφορά. Σε αυτά τα δύο πρωταρχικά συστατικά στοιχεία προστίθεται, ένα τρίτο, πολύ σημαντικό, ως αποτέλεσμα του ιστορικού συμβιβασμού ανάμεσα στο πολιτικό ισλάμ και τον κεμαλισμό: ο κεμαλικός κοσμικός προσανατολισμός του κράτους. Εντούτοις, η εντύπωση που δημιουργήθηκε ότι ο νεο-οθωμανισμός θα είχε μια διάσταση λιγότερο εθνοτική από τον κεμαλισμό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Θεωρητικά, θα μπορούσε ο νεο-οθωμανισμός, σε αναφορά με την πολιτισμική όσμωση των εθνοτήτων στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, να χαλάρωνε τη βίαιη εθνικιστική επιβολή του κεμαλισμού στις επιμέρους εθνοτικές και θρησκευτικές κοινότητες. Ο ιστορικός όμως συμβιβασμός ανάμεσα στο πολιτικό ισλάμ και τον κεμαλισμό, η υιοθέτηση από τον δεύτερο του νεο-οθωμανισμού, τον οριοθέτησαν με την εθνικιστική του διάσταση, όσον αφορά τα εσωτερικά προβλήματα, και την επεκτατική του λογική, όσον αφορά την εξωτερική πολιτική. Έτσι εξανεμίστηκαν τα όνειρα όσων πίστεψαν πως, χάρη στην ισλαμική διάστασή του, ο νεο-οθωμανισμός θα μπορούσε να αντιμετωπίσει με διαφορετικό τρόπο το κουρδικό πρόβλημα στο εσωτερικό ή τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό στην εξωτερική πολιτική. Επιπλέον, το τουρκικό πολιτικό ισλάμ είναι επί της ουσίας το σουνιτικό ισλάμ, με ηγεμονικό-εξουσιαστικό ρόλο στις άλλες ισλαμικές τάσεις και ξεχωριστά καταπιεστικό απέναντι ιδιαίτερα στους Αλεβίτες, έστω και αν αποτελούν το 15% του τουρκικού πληθυσμού. Το σουνιτικό ισλάμ ήταν άλλωστε, και παραμένει πολύ περισσότερον σήμερα, το κρατικό ισλάμ.
Ασφαλώς η οριοθέτηση μιας έννοιας είναι πάντα μια δύσκολη υπόθεση, πολύ περισσότερον όταν πρόκειται για τον νεο-οθωμανισμό και τις ιστορικές διαδικασίες που τον έχουν γεννήσει και του επέτρεψαν να ανδρωθεί. Η Τουρκία εξάλλου είναι Ανατολή και δύσκολα αποκωδικοποιείται με τη δυτική λογική και τα δυτικά ερμηνευτικά σχήματα. Από την άλλη όμως, ο οριενταλισμός δεν είναι μόνο στερεότυπα της δυτικής φαντασίας. Υπό τον όρο φυσικά ότι παρακολουθεί κάποιος τις διεργασίες που συντελούνται μέσα στην τουρκική κοινωνία. Διεργασίες σημαντικές, οι οποίες διαμορφώνουν δομικά και ιδεολογικά το πολιτικο-κομματικό εποικοδόμημα.

Εξωτερική πολιτική
Η τουρκική εξωτερική πολιτική είναι ο χώρος στον οποίο ο ιστορικός συμβιβασμός ανάμεσα στο πολιτικό ισλάμ και τον κεμαλισμό πραγματοποιήθηκε σχετικά ανώδυνα και χωρίς τριγμούς. Ιδιαίτερα μετά τη δυτική στροφή που πραγματοποίησε το πολιτικό ισλάμ με το Κόμμα της Δικαιοσύνης και της Ανάπτυξης – AKP και τον Ερντογάν, η συμβίωση αυτή στον συγκεκριμένο χώρο έγινε ακόμη πιο εύκολη, σε αντίθεση με τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν στα θέματα της εσωτερικής πολιτικής.
Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας χαρακτηρίζεται τον τελευταίο καιρό από μια σημαντική κινητικότητα. Η κινητικότητα αυτή εμφανίζεται έντονη από τότε που το ισλαμικό Κόμμα της Δικαισύνης και της Ανάπτυξης – AKP ανέλαβε την εξουσία στην Άγκυρα. Έχει κανείς την εντύπωση ότι οι ισλαμιστές συνεχίζουν από εκεί που είχε σταματήσει κάποτε ο Τουργκούτ Οζάλ. Το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της πολιτικής είναι ο νεο-οθωμανικός προσανατολισμός της ο οποίος, χωρίς να αποκόπτει την Τουρκία από τη Δύση, επιδιώκει μια πιο έντονη αυτόνομη περιφερειακή παρουσία της. Στόχος επομένως της νεο-οθωμανικής τουρκικής εξωτερικής πολιτικής είναι να αναδείξει την Τουρκία σε μια ισχυρή περιφερειακή δύναμη. Το γεγονός ότι η εξουσία στην Άγκυρα ασκείται στο πλαίσιο ενός ιστορικού συμβιβασμού ανάμεσα στους ισλαμιστές και τους κεμαλιστές, επιτρέπει στην τουρκική εξωτερική πολιτική να διαθέτει μια σημαντική ευελιξία. Από τη μια, σε ορισμένα θέματα και κυρίως στο Κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά, ισχύουν οι πάγιες κεμαλικές θέσεις όπως αυτές επιβάλλονται από τους στρατηγούς, οι οποίες όμως, επί της ουσίας, υιοθετούνται και από τους ισλαμιστές. Από την άλλη, οι ισλαμικοί προσανατολισμοί του κυβερνώντος Κόμματος της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης επιτρέπουν στην τουρκική εξωτερική πολιτική ανοίγματα προς τον αραβικό και τον ισλαμικό κόσμο, αλλά και προς τα Βαλκάνια και τον μετασοβιετικό χώρο της Κεντρικής Ασίας και του Καυκάσου.
Οι προσανατολισμοί αυτοί της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής δεν είναι νέοι1. Ενισχύονται όμως από το γεγονός ότι συνδυάζει σήμερα όσο ποτέ άλλοτε δύο καίρια στοιχεία: την ισλαμική οθωμανική παράδοση και τον κεμαλικό κοσμικό προσανατολισμό. Ο συνδυασμός των δύο αυτών στοιχείων είναι το αποτέλεσμα ενός αναπόφευκτου ιστορικού συμβιβασμού ανάμεσα στους ισλαμιστές και τους κεμαλιστές. Αυτός ο συμβιβασμός, που πήρε τη σημερινή του μορφή από τη στιγμή που το ισλαμικό AKP-Κόμμα της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης ανέλαβε την κυβέρνηση στην Άγκυρα, δεν είναι νέος. Ξεκίνησε από τη δεκαετία του ’50 και γνώρισε διάφορες περιπέτειες, με τους κεμαλιστές να προσπαθούν να περιορίσουν κατά το δυνατόν την ισλαμοποίηση της τουρκικής κοινωνίας. Στην πορεία αποδείχθηκε όμως πως η ισλαμική δυναμική ήταν ακατανίκητη. Από την άλλη, οι ισλαμιστές υιοθέτησαν σταδιακά μετριοπαθείς θέσεις απέναντι στη Δύση καθώς και τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Τουρκίας. Αυτός ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός και η φιλοδυτική τους στάση τους εξασφαλίζει σήμερα διεθνή υποστήριξη απέναντι στις απειλές του στρατιωτικο-πολιτικού κεμαλικού κατεστημένου. Ευρωπαίοι και Αμερικανοί στηρίζουν αυτόν τον ιστορικό συμβιβασμό ανάμεσα σε ισλαμιστές και κεμαλιστές επειδή εξυπηρετεί καλύτερα και τα δικά τους συμφέροντα. Πρόκειται για μια ισορροπία που από τη μια εμποδίζει την όποια ισλαμική εκτροπή και από την άλλη δεν επιτρέπει την επάνοδο στην παλιά τακτική των στρατιωτικών πραξικοπημάτων. Ασφαλώς και ο ιστορικός αυτός συμβιβασμός αντιμετωπίζει δυσκολίες και κατά καιρούς επικρατεί στην Άγκυρα ένα συγκρουσιακό κλίμα ανάμεσα στους δύο πόλους εξουσίας που διαμορφώθηκαν. Αν και είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς ποια θα είναι η μελλοντική πορεία της Τουρκίας, για την ώρα οι ισλαμιστές και οι κεμαλιστές είναι αναγκασμένοι να συμβιώνουν.
Μερικοί αναλυτές της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής πιστεύουν πως ο κεμαλισμός περιθωριοποίησε την Τουρκία στα πρώτα χρόνια της ίδρυσης της Τουρκικής Δημοκρατίας, σε μια προσπάθεια να πετύχει την ομοιογενοποίησή της και τη συγκρότηση εθνικού κράτους2. Πολύ σύντομα όμως εισήχθη ο «αναθεωρητισμός» της πολιτικής αυτής, ιδίως μετά τον θάνατο του Κεμάλ, και το νέο τουρκικό κράτος άρχισε να έχει βλέψεις σε τμήματα της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αντίθετα προς τις θεωρητικές διακηρύξεις του κεμαλισμού3. Με το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, οι βλέψεις αυτές εγκαταλείπονται προσωρινά, αφού η Τουρκία δέχεται αφενός τη σοβιετική πίεση και αφετέρου είναι υποχρεωμένη να εξαγοράσει τη φιλογερμανική της «ουδετερότητα» γι’ αυτή την περίοδο4. Από τα μέσα όμως της δεκαετίας του ’50, αισθάνεται ήδη ασφαλής για να υιοθετήσει εκ νέου επεκτατικές αντιλήψεις στην εξωτερική της πολιτική. Η ανάπτυξη αυτών των επεκτατικών αντιλήψεων συμπίπτει με τη χαλάρωση της κεμαλικής ιδεολογίας στο εσωτερικό και την επανεμφάνιση του ισλάμ, τόσο στην πολιτική ζωή, όσο και στην κοινωνία γενικότερα. Η κυβέρνηση του Δημοκρατικού Κόμματος με τον Ατνάν Μεντερές επιτρέπει κατά την περίοδο αυτή την επανεμφάνιση του ισλάμ στην τουρκική κοινωνία, στο πλαίσιο μιας γενικότερης φιλελευθεροποίησης του τουρκικού πολιτικο-οικονομικού συστήματος, αλλά και για ψηφοθηρικούς λόγους. Σταδιακά, τα κόμματα της κεντροδεξιάς λεηλατούν κυριολεκτικά την ισλαμική ψήφο με συνεχείς παραχωρήσεις, ιδιαίτερα στον χώρο της παιδείας και της ελεύθερης άσκησης των θρησκευτικών καθηκόντων των πιστών.
Έτσι φαίνεται πως θα μπορούσε να τοποθετήσει κανείς τη γέννηση του νεο-οθωμανισμού γενικότερα και του νεο-οθωμανικού αυτοκρατορικού μοντέλου της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής σ’ αυτή την περίοδο. Η δε γέννησή του δεν είναι άσχετη με την αγγλική ενθάρρυνση που δόθηκε στην περίοδο αυτή στην Τουρκία να διεκδικήσει ξανά δικαιώματα στην Κύπρο, που είχε εγκαταλείψει με τη συνθήκη της Λωζάννης το 1923. Την ίδια άλλωστε περίοδο, η Τουρκία, εκτός από το ΝΑΤΟ, θα συμμετάσχει και στο Σύμφωνο της Βαγδάτης, που δημιουργήθηκε από τους Άγγλους ως αντίβαρο στον αραβικό εθνικισμό.
Το νεο-οθωμανικό μοντέλο, όσον αφορά την τουρκική εξωτερική πολιτική, δεν ερχόταν στην ουσία σε αντίθεση με τον κεμαλισμό, αφού στην κεμαλική Τουρκία πιστώθηκαν ήδη επεκτατικές βλέψεις στη δεκαετία του ’30. Εκείνο που ενοχλούσε ήταν ο συνδυασμός του με την ισλαμική παράδοση. Στο μέτρο που ο ισλαμισμός επανερχόταν τόσο ως πολιτική δύναμη όσον και ως αναφορά σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής της τουρκικής κοινωνίας, συνιστούσε μια απειλή για την κεμαλική ιδεολογία και τον κύριο εκφραστή της, τον στρατό. Έτσι, το 1960, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις επεμβαίνουν και με πραξικόπημα ανατρέπουν την κυβέρνηση Μεντερές.
Παρ’ όλα αυτά, η τουρκική εξωτερική πολιτική δεν θα αλλάξει. Οι Τούρκοι στρατιωτικοί δέχονται και προωθούν το νεο-οθωμανικό μοντέλο εξωτερικής πολιτικής προσπαθώντας να το αποκόψουν από τον φυσιολογικό του περίγυρο, τον ισλαμισμό. Οι αναφορές στην οθωμανική παράδοση δεν ενοχλούν, ούτε και η διεκδίκηση του οθωμανικού παρελθόντος. Ενοχλούν αντίθετα οι αναφορές στο ισλάμ. Η προσπάθεια όμως αποκοπής του νεο-οθωμανισμού από τις ισλαμικές του ρίζες απέτυχε. Για παράδειγμα, όταν το 1974 η Τουρκία επεμβαίνει στην Κύπρο, στην κυβέρνηση συνασπισμού συμμετείχε ήδη το ισλαμικό Κόμμα Εθνικής Σωτηρίας και ο αρχηγός του, Νετζμετίν Ερμπακάν, ήταν αντιπρόεδρος της κυβέρνησης.
*Καθηγητής, Πανεπιστήμιο του Κεμπέκ, Διευθυντής Κέντρου
Ελληνικών Ερευνών Καναδά-ΚΕΕΚ
Σημειώσεις: 
1. Την έννοια του νεο-οθωμανικού μοντέλου, καθώς και αυτήν του ιστορικού συμβιβασμού παρουσίασα για πρώτη φορά σε άρθρο μου το 1996 που δημοσιεύτηκε στο Journal of Political and Military Sociology, Vol. 24, με τον τίτλο «Turkey: The Emergence of a New Foreign Policy, The Neo-Ottoman Imperial Model». Τις ίδιες έννοιες ανέπτυξα περισσότερο σε μελέτη μου με τίτλο The Emergence of a New Ottoman Model: A New Foreign Policy in Turkey, που δημοσιεύτηκε στον συλλογικό τόμο The New Balkans: Desintegration and Reconstruction, edited by Georges A. Kourvetaris and alias, East European Monographies, Boulder, New York, Columbia University Press, 2002. Απ’ ό,τι ξέρω, η έννοια του νεο-οθωμανισμού χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον David Bachard του Royal Institute of International Affairs του Λονδίνου στο βιβλίο του Turkey and the West, London, Routledge and Kegan Paul, 1985, σελ. 91. Επρόκειτο όμως για απλή αναφορά χωρίς να έχει αναπτυχθεί. Με την άνοδο στην εξουσία του ισλαμικού Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης-AKP, η έννοια του νεο-οθωμανικού μοντέλου για την τουρκική εξωτερική πολιτική άρχισε να συζητείται και από Τούρκους πανεπιστημιακούς και αναλυτές. Βλ. Omer Taspinar, « Neo-Ottomanism and Kemalist Foreign Policy », Zaman, 22-09-2008, Faruk Lagoglu «Neo-Ottomanism: a Strategem?», Turkish Daily News, September 27, 2008,     Mustafa Akyol, «Footnotes to history from Turkey’s Kissinger’», Turkish Daily News, November 1, 2008
2. Philip Robins, Turkey and the Middle East, London, The Royal Institute of International Affairs, Pinter Publishers, 1991, σελ. 10.
3.  Παρ’ όλο που, θεωρητικά, ο κεμαλισμός απέρριπτε κάθε ιδέα επεκτατικής πολιτικής βασισμένη στην οθωμανική παράδοση, η Τουρκία επιδίωξε την προσάρτηση της Αλεξανδρέττας (1939) και την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης του 1923. Πριν ξεσπάσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, διαπραγματευόταν ανταλλάγματα για να καθορίσει τη θέση της, ζητώντας την Κύπρο, τα Δωδεκάνησα, εντολή στην Αλβανία, έλεγχο του λιμανιού της Θεσσαλονίκης, φύλαξη της Χίου, Σάμου και Λέσβου, εδάφη της Συρίας, του Ιράκ και της Σοβιετικής Ένωσης και εντολή στη Συρία, το Ιράκ και την Αίγυπτο. Απαιτήσεις δηλαδή που ισοδυναμούσαν, όπως τονίζει ο Θάνος Βερέμης, με αναβίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. (Θάνος Βερέμης, Ελληνοτουρκικές σχέσεις, Αθήνα, Εκδόσεις Αντώνη Ν. Σάκκουλα, 1986, σελ. 63).

4. Για μια εμπεριστατωμένη μελέτη της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής για την περίοδο αυτή, σημαντική είναι η προσφορά του Αμερικανού καθηγητή Frank G. Weber, με το βιβλίο του Evasive Neutral, University of Missouri Press, 1979, ελληνική μετάφραση, Ο επιτήδειος Ουδέτερος, Αθήνα, εκδόσεις Θετίλη, 1985. Το βιβλίο στηρίζεται σε πρωτογενείς πηγές, τα βρετανικά και τα γερμανικά αρχεία, και δείχνει τους επεκτατικούς στόχους της τουρκικής πολιτικής, με όραμα την ανασύσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ