Αρχική » Ισορροπία δυνάμεων στην Κύπρο και προοπτικές αυτής

Ισορροπία δυνάμεων στην Κύπρο και προοπτικές αυτής

από admin
Συγγραφέας:

Φοίβος Αποστολόπουλος*

Η ισορροπία δυνάμεων στην Κύπρο είναι κατά βάση ένα πλασματικό κριτήριο, διότι υπάρχουν μια σειρά αντικειμενικών παραγόντων οι οποίοι την καθιστούν εξαιρετικά εύκολα μεταβλητή. Οι παράγοντες αυτοί είναι οι ακόλουθοι.
Α) Η γεωγραφική εγγύτητα της Τουρκίας. Μια ματιά στον χάρτη είναι αρκετή για να τεκμηριωθεί αυτή η παράμετρος. Μια πιο προσεκτική ματιά θα αποκαλύψει ότι απέναντι από την Κύπρο βρίσκεται ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια της Τουρκίας (με καλές υποδομές για τη φόρτωση/ εκφόρτωση βαρέων και υπερμεγεθών φορτίων), ενώ σε απόσταση είκοσι λεπτών πτήσεως βρίσκεται ένα από τα κύρια αεροδρόμια της γείτονος, το οποίο μπορεί να παράσχει υποστήριξη σε μοίρες τόσο μαχητικών αεροσκαφών όσο και μεταγωγικών. Η αντίστοιχη υποδομή που δημιουργήθηκε στην ελεύθερη Κύπρο έχει την αντικειμενική δυσκολία της μεγάλης αποστάσεως από την Κρήτη, που αποτελεί και το φυσικό εφαλτήριο των δυνάμεων που θα ενισχύσουν την Κύπρο σε καιρό πολέμου. Επιπλέον, είναι σίγουρο ότι σε περίπτωση που η Τουρκία αποφασίσει να επιτεθεί, προληπτικά θα χτυπήσει τόσο το αεροδρόμιο όσο και το λιμάνι που δημιουργηθήκαν ως βάσεις επιχειρήσεων των δυνάμεων που θα σταλούν από την Ελλάδα.
Β) Η διπλωματική αβελτηρία της Ελλάδος. Αυτή είναι εύκολα αποδείξιμη από μια σειρά γεγονότων. Πρωτίστως η θλιβερή και ενδεικτική της ανικανότητας των πολιτικών και διπλωματικών ηγεσιών ιστορία των S-300. Δεύτερον, η επίσης ενδεικτική ανικανότητα της Ελλάδος να αποστείλει στο νησί οπλισμό αμερικανικής προελεύσεως προς ενίσχυση των κυπριακών ενόπλων δυνάμεων, ενώ ταυτόχρονα αυτό το πράττει η Τουρκία.  Τρίτον, η μόνιμη  ανικανότητα να αποσταλούν στην Κύπρο αεροπορικές δυνάμεις ακόμη και για τη διεξαγωγή ασκήσεων, διότι δήθεν μας μαλώνουν οι ΗΠΑ (οι οποίες όμως καίγονται να πουλήσουν αεροσκάφη). Και όμως, είναι ευκολότατο να παρακαμφθούν οι ΗΠΑ αγοράζοντας ευρωπαϊκά αεροσκάφη, και αυτό είναι κάτι που θα πονέσει τις ΗΠΑ, διότι είναι πρόκριμα και για την ελληνική πολεμική αεροπορία. Υπάρχουν και άλλα γεγονότα που μπορούν να μνημονευθούν, αλλά δεν κρίνεται απαραίτητο καθώς τα προαναφερθέντα είναι εξόχως κατατοπιστικά.
Γ) Η παντελής απουσία ενιαίου στρατηγικού σχεδιασμού μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου. Το επί Αρσένη εκπονηθέν «Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα» ετάφη αδόξως λόγω του προαναφερθέντος σημείου Β, και των ελλαδικών φοβικών πολιτικών ηγεσιών. Μια λύση θα ήταν η συνομοσπονδοποίηση των δύο κρατών, οπότε νομικά θα λύνονταν αρκετά προβλήματα, πλην όμως αυτό απαιτεί τη λήψη γενναίων αποφάσεων και στις δύο χώρες (π.χ. τη διαπίστωση των Κυπρίων ότι η επιστροφή τους στα κατεχόμενα είναι από απίθανη έως ουτοπική, ή την απόφαση των εν Ελλάδι ηγεσιών να θέσουν πραγματικές και σαφέστατα διακηρυγμένες κόκκινες γραμμές). Για όσο καιρό θα διαρκούν οι διαπραγματεύσεις για «λύση» του Κυπριακού, οι οποίες κατά την γνώμη του γράφοντος δεν θα δώσουν αποτέλεσμα παρά μόνον εάν διαλυθεί η Τουρκία, θα συνεχίζεται αυτό το θέατρο στρατηγικού παραλόγου.
Δ) Η υπογεννητικότητα και των δύο χωρών (Ελλάδος και Κύπρου). Αυτή θα έχει ως αναπόδραστη συνέπεια τόσο τη μείωση των διαθεσίμων δυνάμεων στα επόμενα χρόνια, όσο και την αποδυνάμωση (λόγω μεταναστεύσεως πρώτης γενιάς μεταναστών που διατηρούν ιδία εθνική συνείδηση) της εθνικής συνειδήσεως, χωρίς την οποία ουδεμία πολεμική προπαρασκευή δεν είναι δυνατόν να επιτύχει παρά μόνον στα χαρτιά. Σε αυτό το κοινωνιολογικό-πολιτικό, ακόμη δε και θρησκευτικό, μέγεθος, πρέπει να προστεθεί και η ραγδαία μεταβαλλόμενη αξιακή υποδομή στις δύο χώρες, απόρροια των οικονομικών κυρίως συνθηκών. Για παράδειγμα, η εικοσαετής και πλέον λιτότητα έχει διαμορφώσει μια μεταβολή των αξιακών κωδίκων στην Ελλάδα, ενώ το αυτό συνέβη στην Κύπρο συνεπεία της οικονομικής της ανθήσεως.
Ε) Η απουσία αμυντικής βιομηχανίας στην Ελλάδα. Η λεγομένη αμυντική βιομηχανία στη χώρα μας έχει καταντήσει, με άμεση και αποκλειστική ευθύνη των πολιτικών ηγεσιών, ένα «βιομηχανικό ανέκδοτο». Οι εκάστοτε ιθύνοντες διορίζουν τους «πολιτικούς τους φίλους» σε διευθυντικές θέσεις για τις οποίες δεν έχουν ούτε τα ελάχιστα προσόντα, με αποτέλεσμα η χώρα να μην μπορεί να παράξει αυτονόμως ούτε στοιχειώδη πυρομαχικά. Το ακριβώς αντίθετο έχει γίνει στην Τουρκία. Αυτή η στρατηγική ασυμμετρία έχει οδηγήσει σε μια κατάσταση όπου εμείς αδυνατούμε έστω να αποθηκεύσουμε επαρκείς ποσότητες πυρομαχικών (η τραγελαφική κατάσταση με τα πυρομαχικά των αρμάτων Λέοπαρντ 2 HEL τα οποία είναι χωρίς πυρομαχικά για το πυροβόλο τους είναι τελείως ενδεικτική), ενώ η Τουρκία δύναται ταχύτατα και αυτόνομα (δηλαδή ασχέτως διπλωματικών και άλλων πιέσεων)  να αναπληρώσει με πολύ μικρότερο κόστος τα αποθέματά της σε καιρό πολέμου.
Υπάρχουν και άλλες παράμετροι που θα άξιζαν να αναφερθούν, όμως είναι καλύτερα να παρουσιαστούν κάποιοι πίνακες και η επεξήγησή τους, ούτως ώστε να είναι πιο άμεσα κατανοητή η ανάλυση που ακολουθεί.
Δομή Δυνάμεων
Και οι δυο δομές περιλαμβάνουν επίσης δυνάμεις πυροβολικού, μηχανικού, υποστηρίξεως και ελικόπτερα μάχης. Η βασική διαφορά έγκειται σε δύο στοιχεία: Αφενός, οι τουρκικές δυνάμεις έχουν ιεραρχικά τη θέση σώματος στρατού, και ένα σημαντικό μέρος των οργανικών τους μονάδων είναι στην Τουρκία (κυρίως μαχητικά ελικόπτερα, επιπλέον άρματα μάχης, άλλο ένα σύνταγμα ειδικών δυνάμεων, αντιαεροπορικά στοιχεία, στοιχεία ηλεκτρονικού πολέμου, και το σύνολο των ναυτικών δυνάμεων υποστηρίξεως). Για την ελληνοκυπριακή πλευρά τα πράγματα είναι δεδομένα, καθώς η όποια περαιτέρω ενίσχυση πρέπει αναγκαστικά να έρθει από την Κρήτη. Αφετέρου, το μέγιστο μέρος των δυνάμεων ανήκουν στον τουρκικό στρατό, ενώ στην εδώ πλευρά υπερτερούν οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις. Κατά συνέπεια, οι Τούρκοι υπερτερούν σε δυνατότητα εναλλαγής ιδίων δυνάμεων και συνθέσεως του σώματος στρατού, ενώ εμείς, λόγω και του διαφορετικού οπλισμού σε βασικά συστήματα των Κυπρίων, αντιμετωπίζουμε σοβαρό πρόβλημα διοικητικής μέριμνας, αλλά και επιχειρησιακής εναλλαγής μονάδων.
Τεθωρακισμένες και μηχανοκίνητες δυνάμεις
Η κατάσταση όσον αφορά τα τεθωρακισμένα είναι μεν ποσοτικά υπέρ της Τουρκίας, όμως όσον αφορά την ποιότητα του υλικού είναι υπέρ των ελληνικών δυνάμεων και σε συνδυασμό με ικανά πληρώματα, αλλά και τη μορφολογία του εδάφους, το πλεονέκτημα είναι υπέρ ημών. Παραμένει φυσικά το πρόβλημα της εγγύτητας της Τουρκίας και της μεταφοράς ενισχύσεων αυτού του τύπου από εκεί.  Επιπλέον, παραμένει και το μείζον πρόβλημα της από αέρος καλύψεως των δυνάμεων στο έδαφος.

Πυροβολικό
Όσον αφορά το πυροβολικό και πάλι η ισορροπία είναι υπέρ των ελληνικών δυνάμεων, κυρίως λόγω της ποιοτικής διαφοράς των συστημάτων στα δύο οπλοστάσια. Παραμένει βέβαια το πρόβλημα της μεταφοράς επιπλέον συστημάτων από την Τουρκία, και εδώ υπεισέρχεται η δυνατότητα των ελληνικών δυνάμεων να χρησιμοποιήσουν σε ικανό αριθμό πυραύλους επιφανείας-επιφανείας, οι οποίοι ευκόλως θα βύθιζαν τα βραδυκίνητα μεταγωγικά του τουρκικού στόλου. Το πρόβλημα είναι ότι οι πύραυλοι αυτοί δεν υπάρχουν σε ικανό αριθμό, ούτε και στην απαιτούμενη ποιότητα (π.χ. τα νέα ρωσικά σχέδια υπερηχητικών πυραύλων αυτού του τύπου). Υπάρχουν μόνο τρεις τετραπλοί εκτοξευτές πυραύλων EXOCET (Block II) επί ισαρίθμων οχημάτων, οι οποίοι όμως στερούνται του απαραίτητου βεληνεκούς και της ταχύτητας που απαιτείται. Επίσης είναι ορατό το γεγονός ότι η ελληνική ηγεσία έχει περίπου αποδεχθεί το ότι η πολεμική αεροπορία δεν θα μπορέσει να καλύψει επιχειρησιακά την Κύπρο, εξ’ ου και ο μεγάλος σχετικά αριθμός συστημάτων με αντιαεροπορικούς πυραύλους μέσου και μικρού βεληνεκούς. Η απόσυρση των S-300 ελέω και των φοβικών συνδρόμων της κυβερνήσεως Σημίτη, αλλά και των μετέπειτα, στέρησε από την ελληνική πλευρά ένα σύστημα το οποίο θα στοχοποιούσε τα τουρκικά αεροπλάνα αμέσως μετά την απογείωσή τους από τα τουρκικά αεροδρόμια των παραλίων και θα έδινε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουμε την ελληνική πολεμική αεροπορία σε ρόλο καταστροφέα του τουρκικού ναυτικού σχεδόν με την έναρξη των επιχειρήσεων.
Μαχητικά ελικόπτερα
Δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση η απουσία μαχητικών ελικοπτέρων από την τουρκική πλευρά. Στο σύνολό τους βρίσκονται στην Τουρκία, όπου και μετέχουν σε μόνιμη βάση στις επιχειρήσεις κατά των Κούρδων (εντός της χώρας και στο Ιράκ). Σε περίπτωση ανάγκης, περίπου 30 ελικόπτερα μπορούν να μεταφερθούν εντός είκοσι περίπου ωρών και να παραμείνουν στην κατεχόμενη Κύπρο (εάν μεταφερθούν γρηγορότερα πρέπει να επιστρέφουν στην Τουρκία για βασική συντήρηση και επισκευή). Τα ρωσικής κατασκευής Mil αποτελούν εγνωσμένης αξίας αεροσκάφη, που έχουν εξελιχθεί μέσα από τα επιχειρησιακά μαθήματα των Ρώσων στο Αφγανιστάν και είναι σε θέση να υπερισχύσουν των τουρκικών ελικοπτέρων, αλλά θα αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των τουρκικών αεροπλάνων, που ουσιαστικά δεν έχουν αντίπαλο πάνω από την Κύπρο. Η χρησιμότητα των ελικοπτέρων αυτών έγκειται συνεπώς στη μαζική χρήση τους εν είδει προληπτικού χτυπήματος κατά συγκεντρώσεων/ στρατοπέδων τεθωρακισμένων των Τούρκων στην κατεχόμενη Κύπρο. Σε κάθε άλλη περίπτωση, η χρήση τους δεν θα είναι δυνατή μετά τις πρώτες είκοσι τέσσερις ώρες, καθώς κατά πάσα πιθανότητα η τουρκική πολεμική αεροπορία θα επιβάλει no fly zone γύρω και πάνω από το νησί, χτυπώντας οτιδήποτε δεν γνωρίζει τι είναι.
Όσον αφορά τις ναυτικές δυνάμεις είναι περιττή η όποια σύγκριση, καθώς η εγγύτητα της Τουρκίας καθιστά την αποστολή του στόλου της εύκολη και την αντίστοιχη του ελληνικού αρκετά δύσκολη, αφήνοντας ουσιαστικά δύο μόνο παράθυρα ευκαιρίας: τη χρήση πυραύλων αέρος-επιφανείας εκ μέρους των Μιράζ που διαθέτουμε (αλλά δεν επαρκούν και για το Αιγαίο και για την Κύπρο) και τα υποβρύχια (το στενό ανάμεσα σε Κύπρο και Τουρκία είναι ιδανική θέση για ενέδρα). Εάν πράγματι η Ελλάδα επιθυμεί να υποστηρίξει την Κύπρο σε μια σύρραξη θα πρέπει –ο γράφων παίρνει ως δεδομένο ότι η ελληνική πολιτική ηγεσία δεν θα έχει τη θέληση να αντιδράσει σε όλο το εύρος του στρατηγικού χώρου προκαλώντας αεροναυτική σύγκρουση και στο Αιγαίο και πέραν της Κρήτης– να προβεί σε κάποιες στοχευμένες αγορές και την ανάπτυξη ενός πραγματικού δόγματος αεροναυτικού πολέμου πέραν του αιγαιακού αρχιπελάγους.
Κατά πρώτον, είναι επιτακτική η ανάγκη αποκτήσεως πλήρους δυνατότητας ναυτικής κρούσεως, με αγορά αεροσκαφών για τον ρόλο αυτό, πιο σύγχρονων βλημάτων (η ρωσική τεχνολογία είναι η αιχμή αυτή τη στιγμή), καθώς και αισθητήρων ναυτικής παρατηρήσεως (συμπεριλαμβανομένων των μονίμων σόναρ στο ανοιχτό πέλαγος, στα πρότυπα του δικτύου SOSUS του ΝΑΤΟ). Δεύτερον, είναι απαραίτητο η Κυπριακή Δημοκρατία να αποκτήσει τη δυνατότητα ταχύτατης ποντίσεως σύγχρονων ναρκών στο στενό με την Τουρκία, και μαζικά. Τρίτον, είναι εκ των ουκ άνευ η δυνατότητα εξαπολύσεως ηλεκτρονικών επιθέσεων (με συνδυασμό μέσων και μεθόδων) σε όλο τον χώρο της κατεχόμενης Κύπρου, αλλά και στην ενδοχώρα της Τουρκίας (το βέλτιστο είναι η κατάρρευση των συστημάτων C3 σε όλη τη νοτιοανατολική Τουρκία). Τέταρτον, επιβάλλεται η απόκτηση των πλέον σύγχρονων συστημάτων συλλογής πληροφοριών (από αέρος, εδάφους και θαλάσσης, τόσο σε τακτικό όσο και σε επίπεδο θεάτρου επιχειρήσεων) εκ μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας, σε συνεργασία με την Ελλάδα. Περαιτέρω διευκρίνηση του σημείου αυτού δεν χρειάζεται αυτή την στιγμή.  Πέμπτον, η αγορά πυρομαχικών που εκ της φύσεώς τους είναι πολλαπλασιαστές ισχύος είναι βασική τόσο για την Ελλάδα, όσο και για την Κυπριακή Δημοκρατία. Έκτον, είναι ευκολότατο να υπάρξουν αντίμετρα για ομάδες τύπου «Γκρίζοι Λύκοι», εάν οι πολιτικές ηγεσίες το αποφασίσουν. Το τελευταίο είναι απαραίτητο σε περίπτωση που ξεσπάσουν «ταραχές», οι οποίες θα οδηγήσουν σε «γεγονότα». Όποιος γνωρίζει την εξέλιξη του κυπριακού ζητήματος, καταλαβαίνει. Έβδομον, πρέπει να σοβαρευτεί η ελληνική πολιτική ηγεσία. Δεν είναι δυνατόν να διαλύουμε τις υποδομές εθνικής ασφαλείας της χώρας για να βολεύουμε παχυλά αμειβόμενους άσχετους ημετέρους. Τα παραδείγματα πολλά και καταθλιπτικά. Ήδη αναφέρθηκε η πολεμική βιομηχανία. Μπορούμε να προσθέσουμε βασικές τηλεπικοινωνιακές υποδομές, την ενέργεια, τις μεταφορές, ακόμη και την ίδια την αυτάρκεια σε βασικά τρόφιμα. Άμποτε να φτιαχτεί μια πολιτική εθνικής ασφαλείας στην Ελλάδα, για να ξέρουμε τελικά και τι θέλουμε για την Κύπρο πραγματικά και όχι στα λόγια.


*Πολιτικός επιστήμονας – Διεθνολόγος

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ