Αρχική » Η κοινωνική βάση του νεο-οθωμανισμού

Η κοινωνική βάση του νεο-οθωμανισμού

από admin
Συγγραφέας:

Γιώργος Καραμπελιάς

Πάρα πολλές έχουμε επαναλάβει πως ο νεο-οθωμανισμός δεν αποτελεί σήμερα απλώς μια εξωτερική απειλή για την Ελλάδα, αλλά συνιστά μια εσωτερική παράμετρο της πολιτικής μας ζωής, δεδομένου ότι έχουν δημιουργηθεί ομάδες συμφερόντων στην Ελλάδα και την Κύπρο, που προωθούν και υποστηρίζουν τον τούρκικο νεο-οθωμανισμό, διότι θεωρούν ότι αυτό επιτάσσουν τα συμφέροντά τους. Ομάδες συμφερόντων που έχουν ως πυρήνα τους τη διεθνοποιημένη και παρασιτική αστική τάξη της Ελλάδας, αλλά επεκτείνονται και σε πολλούς άλλους κύκλους, από ομάδες διανοουμένων και καλλιτέχνες έως προοδευτικά πολιτικά κόμματα και εκκλησιαστικούς παράγοντες και συμφέροντα, που είτε από εθελοδουλία είτε από πολύ πεζούς και υλικούς παράγοντες (π.χ. ο πολύ μεγάλος αριθμός δίσκων, που ορισμένοι μουσικοί μας πουλούν στην τουρκική αγορά) προωθούν επίσης μια λογική ελληνοτουρκικής φιλίας με το αζημίωτο.

Η διαμόρφωση μιας παρασιτικής ελίτ
Έτσι έχουμε πλέον ξεπεράσει την εποχή κατά την οποία την υποταγή στα τουρκικά κελεύσματα σε Ελλάδα και Κύπρο επέβαλλαν κυρίως τα στρατηγικά συμφέροντα των αγγλοαμερικανών «συμμάχων» μας, και έχουμε εισέλθει σε μία περίοδο κατά την οποία η υποταγή στον νεο-οθωμανισμό καθίσταται επιλογή των ελληνικών ελίτ σε Ελλάδα και Κύπρο. Γι’ αυτό και η υποστήριξη της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε., γι’ αυτό και η αποδοχή των τετελεσμένων της Κατοχής στην Κύπρο, γι’ αυτό και τα γλυκερά κηρύγματα της υποταγής. Από τη στιγμή που η νεο-οθωμανική Τουρκία επιστρέφει ως «μεγάλη δύναμη» στην περιοχή, ενώ παράλληλα εξασθενεί η επιρροή και η ισχύς των Αγγλοαμερικανών, ένα αυξανόμενο τμήμα των ελληνικών ελίτ ετοιμάζεται να αναλάβει έναν ρόλο σύγχρονων Φαναριωτών, αποδεχόμενο την επικυριαρχία των νέων ισχυρών της περιοχής.
Από πολύ παλιά έχουμε υπογραμμίσει πως η διπλή κατοχή του ελληνικού κόσμου από το 1204 και μετά, από τους Δυτικούς και τους Τούρκους, αλληλοδιάδοχα ή και ταυτόχρονα, δεν επέτρεψε στην εγχώρια αστική τάξη να αναπτυχθεί με βάση την εγχώρια παραγωγή. Τα Αμπελάκια θα καταστραφούν από τον ανταγωνισμό της δυτικής βιομηχανίας, ενώ οι Οθωμανοί Τούρκοι όχι μόνο δεν θα προστατεύουν την εγχώρια παραγωγή, αλλά θα μεταβάλουν την ίδια την οθωμανική επικράτεια σε ημι-αποικία, εξάγοντας κυρίως πρώτες ύλες –βαμβάκι, σταφίδα, καπνό– και εισάγοντας βιομηχανικά προϊόντα.
Έτσι για τους Έλληνες, αλλά και τους Αρμένιους, ο μόνος ρόλος που ήταν επιτρεπτός ήταν εκείνος του ενδιαμέσου, μεταξύ Δύσης και Οθωμανών, γι’ αυτό και η ελληνική αστική τάξη θα αναπτυχθεί ως εμπορική ή εμποροναυτική δύναμη. Γι’ αυτό και από τον 18ο αιώνα και μετά οι Έλληνες θα δρουν περισσότερο στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, στη Νότια Ρωσία, την Αυστροουγγαρία, τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη ως έμποροι και, στα νησιά, ως ναυτικοί.
Συνέπεια της οθωμανικής κυριαρχίας και του εμπορο-διαμετακομιστικού χαρακτήρα των Ελλήνων επιχειρηματιών ήταν και οι ανάλογες εξελίξεις στον πνευματικό και ιδεολογικό τομέα. Ο πνευματικός «εκσυγχρονισμός» του νεώτερου ελληνισμού θα αποκοπεί από τη βυζαντινή παράδοση και θα προσκολληθεί στην Αρχαία Ελλάδα και τη δυτική νεωτερικότητα, ενώ θα εξαρτάται απόλυτα από τα δυτικά πανεπιστήμια και τυπογραφεία, το δε Βυζάντιο θα ταυτιστεί μόνο με τη θρησκευτική παράμετρο της ελληνικής πνευματικότητας· διχοτόμηση που θα πυροδοτήσει αναρίθμητες αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις στη συνέχεια. Έτσι το σύγχρονο θα ταυτιστεί με το εισαγόμενο και στην καλύτερη περίπτωση με το αρχαιοελληνικό, ενώ το εγχώριο με την παράδοση και το «ξεπερασμένο».
Πάντως, και στις δύο περιπτώσεις, η βάση αναφοράς των αρχουσών ελίτ του ελληνισμού, είτε επρόκειτο για το εμπορικό κεφάλαιο είτε για τους Φαναριώτες, κληρικούς και λαϊκούς, δεν θα είναι μια οργανική σύνδεση με τον ελληνικό λαό, με παραγωγικά και δημιουργικά χαρακτηριστικά, αλλά –στην καλύτερη περίπτωση, εκ παραλλήλου– οι ποικίλες διασυνδέσεις και εξαρτήσεις είτε με το δυτικό κεφάλαιο και τις ξένες δυνάμεις, είτε με τους Οθωμανούς είτε, κάποιες φορές, και με τους δύο ταυτόχρονα. Γι’ αυτό το ελληνικό κεφάλαιο θα είναι πάντα «μεγαλύτερο» από την Ελλάδα και την Κύπρο στη συνέχεια.
Από την ελληνική επανάσταση και μετά, όλη η μακρά περίοδος μέχρι το 1974 περιγράφει τη δυτικόστροφη φάση του ελληνικού κεφαλαίου και των ελίτ, δεδομένου ότι η Οθωμανική αυτοκρατορία ήταν σε παρακμή μέχρι το 1922, ενώ η Τουρκία δεν θα επανεμφανιστεί ως επεκτατική δύναμη στην περιοχή παρά το 1974 με την εισβολή στην Κύπρο. Η παρασιτική υφή των ελληνικών ελίτ θα εκφράζεται κατ’ εξοχήν ως δυτικολαγνεία και υποταγή στα κελεύσματα των δυτικών μεγάλων δυνάμεων, της Αγγλίας και των ΗΠΑ κατ’ εξοχήν. Από το 1974 αρχίζει μια μεταβατική περίοδος, που θα διαρκέσει μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990, περίοδος κατά την οποία οι ελληνικές ελίτ θα δοκιμάσουν να αντισταθούν στον αρχόμενο μετά την εισβολή στην Κύπρο νεο-οθωμανισμό της Τουρκίας, προσφεύγοντας ακόμα περισσότερο κάτω από τη σκέπη της Δύσης με την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως προστασία.
Ωστόσο τα δεδομένα στην περιοχή άλλαξαν δραματικά. Τα Βαλκάνια αποσυντέθηκαν μετά την πτώση του ανατολικού στρατοπέδου, ο Αραβικός κόσμος υπέστη μια ακόμα δεινή ήττα με τη διπλή εισβολή στο Ιράκ και η Τουρκία αναδείχθηκε σε έναν σημαντικό οικονομικό και γεωπολιτικό πόλο, με έναν πληθυσμό που ξεπερνάει τα 70 εκατομμύρια και εξαγωγές πολλαπλάσιες από τις ελληνικές. Μπροστά στον κίνδυνο του ριζοσπαστικού Ισλάμ για τη Δύση και την επανεμφάνιση της «ρωσικής αρκούδας», η Τουρκία καθίσταται αποφασιστικός κόμβος της νέας τάξης πραγμάτων.
Για τις ελληνικές ελίτ υπήρχαν δύο επιλογές: ή να αντισταθούν στην επέκταση του νεο-οθωμανισμού, συγκροτώντας ένα βαλκανικό και ένα μεσανατολικό μέτωπο αναχαίτισής του, όπως είχε δοκιμάσει να κάνει προς στιγμήν ο Ανδρέας Παπανδρέου, ή να αποδεχθούν τα νέα δεδομένα και να ενταχθούν στην αναδυόμενη νεο-οθωμανική πραγματικότητα, εξισορροπώντας απλώς την τουρκική επιρροή με άλλες – δυτική ή ρωσική– και πάντα με το «αζημίωτο», κερδίζοντας δηλαδή από αυτή τη νεο-οθωμανική επιχειρηματική ζώνη τουλάχιστον σε μια πρώτη περίοδο.
Από την εποχή της τελευταίας διακυβέρνησης Παπανδρέου και κυρίως επί Σημίτη στην Ελλάδα και επί Κληρίδη στην Κύπρο, η δεύτερη γραμμή καθίσταται κυρίαρχη. Με πρωτοπόρους τους βάρδους του αντιεθνικισμού, τους διανοούμενους της Αριστεράς που θα προετοιμάσουν ιδεολογικά το έδαφος, οι ελληνικές άρχουσες τάξεις στη δεκαετία του 2000 θα γίνουν σταδιακά νεο-οθωμανικές. Το Σχέδιο Ανάν και η πολιτική Χριστόφια, ο Γιώργος Παπανδρέου και η Ντόρα Μπακογιάννη, τα τουρκικά σίριαλ στην τηλεόραση, η Ρεπούση και ο Καρράς, οι τεράστιες επενδύσεις της Εθνικής Τράπεζας στην Τουρκία και ο αυξανόμενος ρόλος του ελεγχόμενου από τους Τούρκους Πατριαρχείου στην ελλαδική Εκκλησία είναι εκφάνσεις αυτής της νέας πραγματικότητας στην οποία σταδιακώς, με ομοιοπαθητικές αυξανόμενες δόσεις,  εθίζεται ο ελληνικός λαός.

Έθνος και γένος
Το κύριο ιδεολογικό όπλο για την εκ των ένδον άλωση του ούτως ή άλλως διάτρητου από τον παρασιτισμό και την ιδιοτέλεια ελληνικού έθνους είναι η χρήση του γένους ως έννοιας και οντότητας ανταγωνιστικής προς το έθνος.
Όντως, τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται μια αντιπαράθεση στο εσωτερικό του ελληνισμού ανάμεσα στους οπαδούς του «έθνους» και τους λεγόμενους οπαδούς του «γένους», η οποία στο υπόβαθρό της αφορά στην ίδια την επιβίωσή μας ως ελεύθερου και ανεξάρτητου κράτους.
Κατ’ αρχάς, για την ιστορική διαμόρφωση αυτής της αντιπαράθεσης, θα πρέπει να σημειώσουμε πως, μέχρι την επανάσταση του 1821, το ελληνικό έθνος οριζόταν πάρα πολύ συχνά και ως γένος, δηλαδή μια λέξη συνώνυμη με το λατινικό natio και τα παράγωγά του, το γαλλικό nation, το αγγλικό nation, το ιταλικό nazione, κ.λπ. Δηλαδή, σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες το «έθνος» ορίζεται ως «γένος», από τη γένεση, δηλαδή εθνοφυλετικά, σε πλήρη αντίθεση με την τρέχουσα ψευδολογία –δυτικών και Ελλήνων εθνομηδενιστών– που μιλάνε για ελληνικό «εθνοφυλετισμό»: Ο εθνοφυλετισμός υπήρξε συστατικός των δυτικών εθνών! Στα καθ’ ημάς το έθνος, που αποτελεί περισσότερο πολιτισμική έννοια, επανεμφανίζεται αρχικά δίπλα στο γένος και εν συνεχεία διαφοροποιημένο από αυτό, μετά την ελληνική επανάσταση. Τότε αρχίζει μια διαφοροποίηση ανάμεσα στο «γένος», ως έκφραση του συνόλου ελληνισμού και το έθνος, και μάλιστα το έθνος-κράτος, δεδομένου ότι το ελλαδικό κράτος περιλάμβανε ένα μόνο μέρος του ελληνικού γένους-έθνους. Και έτσι άρχισαν να διαφοροποιούνται οι δύο όροι.
Μάλιστα, μετά τη δημιουργία του μικρού ελλαδικού κράτους, οι Εγγλέζοι και άλλοι προστάτες προσπάθησαν να αντιπαραθέσουν έθνος-κράτος και γένος, ακριβώς για να εμποδίσουν την ενσωμάτωση του γένους στο ελληνικό έθνος-κράτος. Γι’ αυτό θα προωθήσουν την αυτοκεφαλία της ελλαδικής Εκκλησίας για να αποκοπεί η Ελλάδα από τον «αλυτρωτισμό». Ωστόσο αυτή η τακτική απέτυχε και η ελληνική επανάσταση συνεχίστηκε μέχρι το 1922. Μετά λοιπόν το ’22 και την «ολοκλήρωση» του ελληνικού έθνους, έστω δι’ ακρωτηριασμού, το γένος λίγο-πολύ ταυτίζεται με το έθνος-κράτος.
Σήμερα όμως, και ιδιαίτερα μετά το 1980, για το διεθνοποιημένο κεφαλαίο και τις αποεθνοποιημένες ελίτ της χώρας το γένος μοιάζει να επανέρχεται, όχι πλέον ως κάτι το ευρύτερο από το έθνος-κράτος, αλλά σε αντιπαράθεση μαζί του. Πλέον όμως δεν πρόκειται για κάποιο υπαρκτό γένος προς απελευθέρωση, αλλά ένα φαντασιακό γένος που επιτάσσει την υποταγή του έθνους μας.
Με μια γενικευμένη επίθεση ενάντια στον «εθνοφυλετισμό» του Χριστόδουλου, πολλές δυνάμεις από όλους τους ιδεολογικούς και πολιτικούς ορίζοντες, τους εκσυγχρονιστές της Αριστεράς και της Δεξιάς, την κάποτε νεο-ορθοδοξία, διανοουμένους και ιστορικούς, κληρικούς και λαϊκούς, επιχειρείται να προωθηθεί η άποψη πως το πραγματικό κέντρο του ελληνισμού είναι η Κωνσταντινούπολη και το Φανάρι. Και κατά συνέπεια θα πρέπει η ελληνική ορθοδοξία και κατ’ επέκταση ο ελληνισμός να εξαρτηθεί και πάλι, τουλάχιστον «πνευματικά» και εκκλησιαστικά, από το Φανάρι και το Πατριαρχείο. Προφανώς, δεν είναι καθόλου τυχαία η στήριξη των Αμερικανών και των Εγγλέζων στο Φανάρι και τον Πατριάρχη.
Όταν το μεγαλύτερο μέρος του γένους ήταν υπόδουλο, οι μεγάλες δυνάμεις και οι εγχώριοι λακέδες τους προωθούσαν την αποσύνδεση του Πατριαρχείου και της ακόμα εν μέρει ελληνικής –πληθυσμιακά– Κωνσταντινούπολης, από το ελλαδικό κράτος. Σήμερα που στην Κωνσταντινούπολη δεν υπάρχουν πλέον παρά ελάχιστοι Έλληνες και 15 εκατομμύρια… Τούρκοι και Κούρδοι, όχι μόνο εμφανίζονται ως υπερασπιστές της οικουμενικότητας του… ελληνισμού, δηλαδή της υποταγής του στον νεο-οθωμανισμό, αλλά θέλουν και να προσαρτηθεί εκκλησιαστικά στο Φανάρι η μισή Ελλάδα, μέσω των λεγόμενων «Νέων Χωρών»!
Εκείνοι δε που πρωτοστατούν –και χρηματοδοτούν– σε αυτή την ψευδοϋποκατάσταση του υπαρκτού ελληνικού έθνους/γένους της Ελλάδας και της Κύπρου, από κάποιο ανύπαρκτο «γένος του ελληνισμού», είναι αυτοί που τα οικονομικά τους συμφέροντα είναι συνδεδεμένα με κάποια αφηρημένη και νεφελώδη έννοια ελληνισμού και όχι με συγκεκριμένο έδαφος και πατρίδα.

Η αποεθνικοποίηση του ελληνικού κεφαλαίου
Πρόκειται, κατ’ εξοχήν, για το εφοπλιστικό κεφάλαιο, αλλά και το διεθνοποιημένο ελληνικό κεφάλαιο άλλων τομέων. Διότι μπορεί το εφοπλιστικό κεφάλαιο να πρωτοστατεί, αλλά τα τελευταία χρόνια έχει οδηγηθεί στην αποελληνοποίηση και την αποεδαφικοποίηση ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού κεφαλαίου, ιδιαίτερα στον τομέα των τραπεζών και των επικοινωνιών, ενώ το εφοπλιστικό κεφάλαιο ελέγχει ένα αυξανόμενο ποσοστό του τραπεζικού κεφαλαίου, του Τύπου και των ΜΜΕ.
Το εφοπλιστικό κεφάλαιο, επειδή δεν συνδέεται με την εσωτερική συσσώρευση μιας μικρής χώρας και την υπερβαίνει κατά πολύ (η ελληνόκτητη ναυτιλία κατέχει περίπου το 17% του παγκόσμιου στόλου και αποτελεί την πρώτη δύναμη στον κόσμο), αποκτά χαρακτηριστικά υπερεθνικά ή, για να είμαστε πιο ακριβείς ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με τα συμφέροντα των μεγάλων ναυτικών δυνάμεων της Δύσης, που ελέγχουν το παγκόσμιο εμπόριο και συγκοινωνίες. Έτσι, το κέντρο δράσης του ελληνικού εφοπλισμού βρίσκεται στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη –όπου και υπέστη μεγάλο πλήγμα από την πρόσφατη κρίση– και δευτερευόντως στον Πειραιά και τη Λεμεσό. Στον βαθμό μάλιστα που επιτείνεται ο αφελληνισμός των πληρωμάτων και όλο και λιγότεροι Έλληνες ναυτικοί δουλεύουν στα ελληνικά πλοία, η σχετική απομάκρυνση από την ελληνική κοινωνία μεγαλώνει.
Έτσι η Ελλάδα και η Κύπρος αποτελούν σήμερα ένα απόλυτο «παράδοξο». Από τη μια πλευρά, οικονομικά και πολιτικά, είναι χώρες δεύτερης κατηγορίας, στα πλαίσια της Δύσης, και αντιμετωπίζονται ως οι φτωχοί ή ενοχλητικοί συγγενείς, και από την άλλη το εφοπλιστικό κεφάλαιο συμμετέχει πλήρως στον πυρήνα του δυτικού, και κατ’ εξοχήν αγγλοσαξονικού, πολυεθνικού κεφαλαίου. Και το ακόμα πιο «παράδοξο» είναι πως το ελλαδικό και κυπριακό κράτος αντιμετωπίζονται ως φτωχοί συγγενείς από τους ίδιους τους… εφοπλιστές και τους λοιπούς Έλληνες μεταπράτες, οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό έχουν μια εξαιρετικά «πλατιά» και «αντι-εθνικιστική» αντίληψη για τα συμφέροντα του ελληνισμού, προτάσσοντας πάντα το γενικό συμφέρον της Δύσης έναντι του «στενού» ελλαδικού ή κυπριακού. Και αν αυτά τα συμφέροντα συμπίπτουν, όπως έχει συμβεί σε ελάχιστες περιπτώσεις, πάει καλά, αν όχι, όπως πολύ συχνά συμβαίνει, εξαιτίας της γεωπολιτικής θέσης της Ελλάδας, τότε προκρίνουν τα συμφέροντα του πορτοφολιού τους, δηλαδή τα γενικά συμφέροντα της Δύσης.
Σήμερα τα γενικά συμφέροντα του αγγλοσαξωνικού κεφαλαίου, με τα οποία είναι δεμένο το εφοπλιστικό και γενικότερα το διεθνοποιημένο ελληνικό κεφάλαιο, επιτάσσουν, για την περιοχή μας, την εξής διάταξη των δυνάμεων: Στο κέντρο της ως υπο-ιμπεριαλιστικός σταθμός βρίσκεται η Τουρκία, που από άποψη έκτασης, θέσης και οικονομικού και πληθυσμιακού δυναμικού υπερτερεί όλων των υπολοίπων. Οι λοιπές βαλκανικές δυνάμεις και η Ελλάδα θα πρέπει να υποταχθούν σε αυτή την προτεραιότητα της Τουρκίας και να αποδεχθούν αυτό που έχουμε αποκαλέσει νεο-οθωμανισμό.
Η Ελλάδα, το ελληνικό έθνος-κράτος, καθώς και το κυπριακό κράτος, που βρίσκονται σε ευθεία αντιπαλότητα με τον τουρκικό επεκτατισμό, στην Κύπρο, το Αιγαίο, τη Θράκη, θα πρέπει να υποτάξουν τα «ιδιαίτερα» συμφέροντά τους, δηλαδή την εθνική τους ακεραιότητα και ανεξαρτησία, στα υπέρτερα συμφέροντα της συμμαχίας. Γι’ αυτό, μόνιμα και σταθερά, οι Αγγλοαμερικανοί υποστηρίζουν την Τουρκία και καλούν και τις ελληνο-κυπριακές ελίτ να ευθυγραμμίζονται με αυτή τη στρατηγική. Βασικός μοχλός για το «πέρασμα» της γραμμής στους Έλληνες της Ελλάδας και της Κύπρου είναι το ίδιο το «ελληνικό» διεθνές κεφάλαιο και οι εγχώριοι υποτακτικοί τους.
Χαρακτηριστικές είναι οι απόψεις του πρόσφατα συλληφθέντος για αρχαιοκαπηλία, μέλους επί 17 χρόνια της γραμματείας της Λέσχης Μπίλντεμπεργκ, πρόεδρου του ελληνοτουρκικού φόρουμ και του ελληνικού τμήματος του CDRSEE –που εξέδωσε τα βιβλία της κας Κουλούρη– εφοπλιστή Κώστα Καρρά, ο οποίος είναι και Μέγας Άρχων του Πατριαρχείου, ενώ ως οικολόγος αποτελεί και τον μέντορα των οικολογικών δραστηριοτήτων –επί θαλαμηγού– του πατριάρχη Βαρθολομαίου. Θα πρέπει λοιπόν να κάνουμε εκ νέου κέντρο του «ελληνισμού» το Φανάρι και το Πατριαρχείο, εγκαταλείποντας τον «εθνικισμό» και την «ψωροκώσταινα». Και αυτό διότι το ελλαδικό έθνος-κράτος και η ελεύθερη Κύπρος φαντάζουν πολύ μικρά και ασήμαντα για τα επενδυτικά και πολιτικά όνειρα ενός κεφαλαίου που συχνά είναι κατ’ όνομα μόνον ελληνικό.
Γι’ αυτό είδαμε στην Κύπρο τον Βασιλείου και άλλους εκπροσώπους του κομπραδόρικου κυπριακού κεφαλαίου να υπερθεματίζουν υπέρ του Σχεδίου Ανάν και της διάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Διότι αποτελεί εμπόδιο στα σχέδιά τους.
Γι’ αυτό στην Ελλάδα ο Δαβίδ της 3Ε και της Κόκα-Κόλα, οι Αγγελόπουλοι, οι Καρράδες και άλλοι ενισχύουν εκείνους που την υπεράσπιση της πατρίδας τη συκοφαντούν ως εθνικισμό. Τα ίδια μάλιστα κανοναρχούν από τα «αριστερά», εξωνημένοι διανοούμενοι και πανεπιστημιακοί, «οικολόγοι» της αρπαχτής, πρώην «νεο-ορθόδοξοι», παχυλά αμειβόμενοι από τα αφεντικά τους «επαναστάτες», θαμώνες του Μεγάρου και της επαρχιακής ξενομανίας, υπερασπιστές της τηλεοπτικής κάθαρσης, που εσχάτως εγκαινίασαν και μεταμεσονύκτιες ζώνες πορνό (βλέπε το “ναι στην τηλεόραση” των Αλαφούζου-Παπαχελά). Καλούν στην αποσύνθεση του έθνους-κράτους –εκπαιδευτική, πολιτισμική, εκκλησιαστική– υποστηρίζουν την εγκατάλειψη των εξοπλισμών, δηλαδή της άμυνας της χώρας, είναι θιασώτες της ελληνοτουρκικής φιλίας και στρέφονται, ακόμα και αν είναι μη θρησκευόμενοι, εναντίον του «εθνοφυλετισμού» της ελλαδικής Εκκλησίας και υπέρ του «οικουμενισμού» του «οικολόγου Πατριάρχη», δηλαδή της παγκοσμιοποίησης και του νεο-οθωμανισμού.
Εξάλλου εκπρόσωποι των μεν και των δε, του «κεφαλαίου» και της «Αριστεράς» συνυπογράφουν τα ίδια κείμενα συμπαράστασης και «αλληλεγγύης», είτε πρόκειται για «συκοφαντούμενους» (sic) εφοπλιστές, όπως συνέβη με τις υπογραφές υπέρ του κ. Καρρά, είτε για την καταδιωκόμενη κυρία Ρεπούση, είτε για τον καημένο τον Σημίτη.

Συνενοχή και κρίση
Και επειδή η ελίτ έχει ανάγκη από τη συνενοχή όσο το δυνατόν ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων για να συνεχίζει ανενόχλητη το μεγάλο φαγοπότι, προσπαθεί να διαφθείρει μέσω του τουρισμού και του παρασιτισμού και τους λοιπούς Έλληνες. Ένα μεγάλο μέρος της «ψωροκώσταινας» μπορεί άνετα να πουληθεί σε Γάλλους, Άγγλους και Γερμανούς συνταξιούχους ως θερινό θέρετρο, ώστε να εκμαυλισθούν και οι άλλοτε αρειμάνιοι Κρητικοί και Μανιάτες. Στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου πληθαίνουν οι σειρήνες που καλούν τους τοπικούς επιχειρηματίες να προσδεθούν οικονομικά με την «απέναντι γειτονική ακτή». Γι’ αυτό φροντίζουν και οι «αριστεροί ειρηνιστές» να πραγματοποιούν «φεστιβάλ φιλίας», που προλειαίνουν το έδαφος, παρά τις γκρίζες ζώνες, τις παραβιάσεις, τη στρατιά του Αιγαίου. Έτσι θα προσχωρήσει και το πόπολο στην εθελούσια υποταγή του, μια και θα κερδίσει κάτι από τη γενικευμένη εκποίηση.
Γι’ αυτό εξάλλου και το πολιτικό και πνευματικό τοπίο μοιάζει τόσο αδιέξοδο και νοσηρό στη χώρα μας. Διότι ελλείπουν τα συγκροτημένα πολιτικά, κοινωνικά και πνευματικά υποκείμενα που θα μπορούσαν να προσφέρουν μια αντίσταση στο καθολικό αδιέξοδο.

Ωστόσο τα δύο μεγάλα παγκόσμια αδιέξοδα της εποχής μας, η οικολογική και η οικονομική κατάρρευση της παγκοσμιοποίησης, θα θέσουν σε σκληρή δοκιμασία τον ελληνικό παρασιτισμό σε Ελλάδα και Κύπρο. Και ίσως, όπως σε όλες τις κρίσεις, να πυροδοτηθούν τουλάχιστον αναζητήσεις και συσσωματώσεις που θα οδηγήσουν ένα μέρος του λαού και των διανοουμένων στο να αντιταχθούν συνειδητά στην εθελοδουλία και την παρακμή.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ