του Δημήτρη Πικιώνη* από το Άρδην τ. 14-15 (Σεπτέμβριος 1998)
εντί γαρ άλλαι
οδών οδοί περαίτεραι,
μία δ’ ουχ άπαντας
άμμε θρέψει
μελέτα.
Πίνδαρος
Το έχουμε για κανόνα –και ο κανόνας αυτός έχει την ισχύ και το κύρος Νόμου– να περιορίζουμε τη μελέτη του αντικειμένου μας στα συμβατικά όρια μιας ειδικής περιοχής, και κει μέσα να το εξετάζουμε με τα κριτήρια μιας λογοκρατούμενης θεώρησης. Και ο διπλός τούτος περιορισμός μάς φαίνεται πως μας εξασφαλίζει τα απαραίτητα εχέγγυα μιας θετικής μεθόδου.
Γι’ αυτούς που πιστεύουν στη μέθοδο τούτη, η κατάλυση των συμβατικών αυτών ορίων μέσα στα οποία περιορίζουμε τη ζωή, η ανάλωση όλων ανεξαίρετα των δυνάμεων του νου και της ψυχής στο να θεωρήσουμε το αντικείμενό μας εις την ιεραρχική του αναφορά προς το αδιαίρετο σύνολο του πνεύματος, φαίνονται σαν ενέργεια επικίνδυνη και αντεπιστημονική.
Δεν θέλω μ’ αυτά, δεν είμαι άξιος να κρίνω ή να καταδικάσω τους άλλους δρόμους. Μήπως και μέσα σ’ αυτούς δεν λανθάνει η αναφορά τούτη του ειδικού προς το καθολικό; Και δεν έρχεται αργά ή γλήγορα ο ανθρώπινος νους ν’ αναγάγει τους καρπούς του αξιοσέβαστου μόχθου των εις την ιεραρχική των σχέση προς το όλον;
Δεν είναι επίσης εδώ ο κατάλληλος τόπος για να κάνω την απολογία του δρόμου που ακολούθησα, μα μια βαθύτερη ψυχική ανάγκη μ’ έσπρωξε σε τούτο το δρόμο, που ποτέ δεν την αισθάνθηκα τόσο επιτακτική, τόσο αγωνιώδη, όση στ’ αντίκρισμα αυτό άγνωστων τόπων ελληνικών: μέλη νέα και πρωτογνώριστα του ίδιου πάντα ιερού κορμιού της Ελλάδας και νέος ήλιος, νέα αυγή, νέα μέρα. Όλα νέα και τα ίδια μαζί, κι ένας νέος εαυτός μας άγνωστος και γνωστός μαζί, απ’ το ίδιο αίμα, το ίδιο σπλάχνο. Ο λαός των τόπων αυτών.
Κι ήταν σαν τα πέλαγα τούτα, κι η ανεκλάλητη μακαριότητα της γαλήνης των, οι ιερές καταιγίδες και οι κεραυνοί των· κι οι περήφανες δειράδες των βουνών κι οι ξερές ράχες και οι ακτές, κι η Ιστορία και τα μνημεία, κι η κοινωνία των ανθρώπων κι η ταπεινή ζωή του λαού· ήταν σαν να σ’ έκριναν, σαν να σ’ έφερναν, εμάς όλους, στο κριτήριο, για να δοκιμάσουν τη ψυχή μας. Κι ήταν σαν να μας εξέταζαν: Ποιανού ιδεώδους πόχετε μέσα σας συλλάβει έρχεστ’ εδώ να προβάλετε επάνω μας το φέγγος;
Απ’ την αρχή, κάτω απ’ της Φύσης την παρουσία, τέτοια μορφή πήρε το πρόβλημα μέσα μου. Και τον έλεγχο τούτο, που ήταν όλα σαν να τον ζητούσαν από μέρους μας, άρχισα απ’ την πρώτη μέρα να τον κάνω. Ας φαίνεται στα μάτια των ανίδεων αλλοπρόσαλλο το πλήθος τούτο των συναισθημάτων, των ξένων τάχα προς ό,τι λέμε κύριο της μελέτης θέμα…
Το κύριο; δεν είν’ εδώ; Ναι, πιο ιδεώδες ζωής έχουμε πραγματώσει μέσα μας άξιο να μας αποκαλύψει το μυστικό νόημα του Κόσμου; Δεν είναι από την αξία του που θα εξαρτηθεί κι η αξία της σ’ οποιαδήποτε περιοχή εκδήλωσής μας, αφού τούτη δεν είναι τίποτα άλλο παρ’ εκείνου του καθολικά ανθρώπινου, του κοσμοθεωρητικού ιδεώδους η ομόλογη ερμηνεία; Και δεν είναι απ’ τις διαστάσεις του ιδεώδους τούτου –το ύψος, το πλάτος, το βάθος του– που θα εξαρτηθεί των ειδικών κριτηρίων της ερμηνείας τούτης –της τέχνης και της τεχνικής της– η αξία;
Και σήμερα στο αρχιπέλαγος τούτο, όπου απάνωθέ του πλανιέται η μεγάλη σκιά του Ομήρου, ο κόσμος ο ελληνικός ζητάει από τους επιγόνους εμάς απάντηση. Κι η απάντηση που θα δίναμε θα’ ταν της ψυχής μας το μέτρο…
Σκέφτομαι όλους εκείνους, δικούς μας και ξένους, που στον κόσμο τούτο τον ελληνικό αφιέρωσαν τη διάπυρη λατρεία του νου και της ψυχής των…
Οι ξένοι, ατελεύτητη χορεία, ποιητές και φιλόσοφοι, της γνώσης, της θρησκείας, της γλώσσης, του μύθου, καλλιτέχνες, φιλόλογοι, ιστορικοί, τεχνοκρίτες… Πόση ιερότητα στο μόχθο τούτο, πόση ανάλωση νου και ψυχής! Έλξη κόσμων αντίθετων: Διείσδυση του αντίθετου απ’ τον έναν από αυτούς, μέσον τού όμοιου που βρισκόταν στην ίδια του την ψυχή. Πρόβαλλε πραγματικά ο καθένας, στον ξένο τον κόσμο, της δικιάς του ψυχής τις λαχτάρες, τις δικές του αρετές. Έτσι ο Γάλλος, χάρις στη λαμπρή του πλαστικήν ευαισθησία, είδε ιδιαίτερα του αρχαίου την πλαστικήν αρετή, τη χάρη και το μέτρο. Ο Άγγλος, την ποιητική του αρχαίου ουσία, την αγωγή, τα πολιτικά ιδεώδη… Του Γερμανού η μεταφυσική διάθεση τον έκανε ιδιαίτερα ικανό να πλησιάσει το μυστηριακό του Ελληνισμού περιεχόμενο, τον θρησκευτικό μύθο, τη φιλοσοφία…
Ξέρω τις αντιμαχίες γύρω απ’ τις ερμηνείες που έδωσε ο τελευταίος… Όμως πόση δύναμη θαυμασμού, τι φλογερή λατρεία… σχεδόν ξανοίγεις, κάτω απ’ τον έρωτα τούτο του υπερβόρειου προς τον Ελληνισμό, τον έρωτα κοσμικών στοιχείων… της ομίχλης και τους σκότους του Βορρά προς το φως της Μεσημβρίας…
Αλλά γιατί με κυνηγάει έτσι η παρουσία του ξένου; Με θέλγει η έλξη τούτη δύο αντιθέτων κόσμων, ή εμείς δεν κάναμε αρκετά για να φωτίσουμε μέσα μας τον κόσμο τον ελληνικό;
Τι σχέση είναι τούτη που μας δένει μ’ αυτόν; Ναι, ζει ο σπόρος του μέσα στην ελληνική Χριστιανοσύνη. Ζει στου λαού και του ποιητή την ψυχή. Αλλά και σε μας τους άλλους ακόμα ζει, υπνώττοντας εις το βάθος του είναι μας. Δεν είν’ έρωτας εδώ των αντίθετων· εδώ πρόκειται για έναν άλλον άθλο: Να μοιάσουμε μ’ αυτό που πραγματικά είμαστε… Να γνωρίσουμε τον εαυτό μας… Αλλά που είναι η καταβολή αυτού του πνευματικού μόχθου που θα φώτιζε σε μιαν έλλαμψη την ιστορική μας μνήμη; Που είναι η προσπάθεια που ζητάει ένας δικός μας (ο Κ.Δ. Γεωργούλης: Η μελέτη των ελληνικών ανθρωπιστικών Γραμμάτων, 1938) «για την κατάρτιση μιας δημιουργικής μας σχέσης με το περασμένο, απ’ όπου θα εξαρτηθεί η ικανότητά μας να δημιουργήσουμε ένα καινούριο μέλλον; Κι όπου μέσα του θα επαναληφθούν οι αξίες οι εγκείμενες εις το παρελθόν, στην έκταση και το βάθος που μας επιτρέπει η σύγχρονη ιστορική πραγματικότητα, ο ιστορικός καιρός που κάθε φορά αντικρίζουμε;»
Μελετάω μέσα μου τις μεγάλες μορφές του έθνους μας. Ποιητές, ήρωες… Ήρωες που η αρετή και η ανδρεία των είναι αρετή και ανδρεία ελληνική. Τους ποιητές μας. Τον πρώτο, τον πιο μεγάλο απ’ αυτούς, και τον αγώνα του για μορφή και για έκφραση ελληνική. Τους μεγάλους μας αυτοδίδακτους που ο Θεός τους χάρισε το δώρημα της «αυτοποιάς» έκφρασης και που το έργο τους υψώνεται κι αυτών «κάθετα εις το κέντρο της εθνικότητας». Όλους τους άλλους που με λογισμό και πειθαρχία δουλεύουν στο αληθινό και ετοιμάζουν τον δρόμο των κατοπινών. Και τη νέα γενιά των ζωγράφων μας, που μας δίνουν τόσες ελπίδες: Ανάλαβαν τον μεγάλο άθλο να συλλάβουν τον εσωτερικό κόσμο τον ελληνικό και να τον εκφράσουν όχι περιγραφικά μα με τα συμβολικά μέσα που ορίζει η Τέχνη τους.
Να’ ναι τάχα μιας χαραυγής το φανέρωμα; Θα κατανικήσουν τις χθόνιες δυνάμεις που αντιστέκονται σε κάθε ανθρώπινη πραγμάτωση; Και ανακαταχτώντας, όπως έλεγε ο Γκαίτε, κάθε φορά αυτό που κατάχτησαν, θα μπορέσουν να γίνουν οι θεμελιωτές μιας παράδοσης;
Αυτά και άλλα εστοχαζόμουν, και σ’ όλα μέτρο και κριτήριο υψώνονταν η πνευματικότητα τούτης της Γης…
Αλλ’ ιδού, εις τον πρώτο τούτον όρμο θα πατήσουμε τα χώματά της. Θα αντικρίσουμε το λαό της. Ανείπωτη χαρά σε περιτρέχει, σκιρτάει η καρδιά σου, σαν της μάνας που ξαναβρίσκει το χαμένο τέκνο της ή του μαθητή που ξαναβλέπει αναστημένο τον Διδάσκαλο! Πλήρωση ακριβής επαγγελίας ν’ αντικρίσεις, ν’ αγγίξεις σαρκωμένο το ίνδαλμα της αγάπης σου!
Ιδού τον αυτός, με σάρκα και οστά. Λεύτερος και σαν απολησμονημένος γιορτάζει εις τις αυλές του Κυρίου του… Οι ίδιες κάτασπρες αυλές οι ελληνικές, οι ίδιοι πυλώνες οι μυρτοστόλιστοι. Τα ίδια μύρα, τα ίδια σχήματα τη ταπεινώσει τα υψηλά και τηι πτωχεία τα πλούσια… Η ίδια πάντα ιλαρότητα, η ίδια αγιοσύνη… ο ίδιος μυστικός γλυκασμός…
Και θέλεις να γίνεις πνέμα να ξεχυθείς και ν’ αγκαλιάσεις και ν’ ασπασθείς το πλήθος τα κορμιά. Κι όπως η αρχαία θεά ανάσταινε τον ισόθεο αδελφό της απ’ τα σκόρπια μέλη του· έτσι και συ, από τον πολυπρόσωπο τούτο μερισμό σ’ αναρίθμητα κορμιά και αναρίθμητες ψυχές, θέλεις να συλλάβεις και να στήσεις μέσα στην ψυχή σου, την απρόσωπη, την ιδανική του λαού σου την εικόνα.
…ταν ποντίαν
υμνέων, παιδ’ Αφροδίτας
Αελίοιό τε νύμφαν, Ρόδον…
ΠΙΝΔΑΡΟΣ
Έστι γαρ όντως η πόλις του Ηλίου πρέπον
έχουσα τω θεώ το κάλλος.
ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ
Δε σώζεται, πραγματικά, σχεδόν τίποτα απ’ την αρχαία πόλη που να σου υποβάλει την αρχαία της δόξα… Ο χρόνος αφάνισε όλα τα’ αχνάρια της. Για τούτη περισσότερο παρά για την Αθήνα αρμόζουν οι στίχοι του Χωνιάτη:
…ουκ ην ουδαμού, φευ! προσβλέπειν
αυτήν εκείνην την αοίδιμον πόλιν
την, δυσαρίθμου και μακραίωνος χρόνου
λήθης, βυθοίς κρύψαντος, ηφαντωμένην…
Όλωλε σύμπαν των Αθηνών το κλέος·
γνώρισμα δ’ αυτών ουδ’ αμυδρόν τις ίδηι…
Θα ποθούσαμε ν’ απόμενε κάτι που να μας βοηθούσε να οραματιστούμε του κλέους της την εικόνα. Κι αυτό, όχι απλά για μια τέρψη αισθητική… Κάτι βαθύτερο για να δούμε: Εκείνο που ούτε στο Μεσαίωνα δεν πραγματώθηκε, ούτε ακόμα λιγότερο στους χρόνους μας δε θα τ’ αξιωθούμε: της θρησκευτικής εκείνης σχέσης την επιτέλεση, ανάμεσα της οίκησης της ανθρώπινης και της θεότητας της φύσης και των απ’ τη μυθοπλαστική φαντασία θεοποιημένων δυνάμεών της…
Δημοτικό Σχολείο στα Πευκάκια, Δημητρής Πικιώνης 1932
Με τ’ απομεινάρια τούτης της πόλης έχτισε ο Φράγκος καταχτητής τη δικιά του. και τελευταίος ο Ιταλός βάλθηκε μ’ άμετρο ζήλο να βάλει παντού της παρουσίας του τη σφραγίδα στον ελληνικό τούτο τόπο. (Ο συγγραφέας αναφέρεται στην πόλη της Ρόδου, σημ. του Άρδην).
Επιβολή των δικών μας μέτρων, των δικών μας υποθετικών αξιών απάνω στους άλλους, που εδώ παίρνει τη μορφή μιας αυθαίρετης παρέμβασης στο «κάρμα» ενός λαού, ενός εκβιασμού αβάσταγου για τη συνείδηση την ελληνική…
Να’ ταν τουλάχιστο πραγματικές οι αξίες τούτες! Οι πολλοί μπορούνε να γελαστούνε… Δικαίωμά τους να θεωρήσουν τα ιταλικά τούτα έργα ως αξιόλογες κι αντάξιες της σύγχρονης μάθησης πραγματώσεις, πλέρια ανταποκρινόμενες προς τους σκοπούς ενός υπαγορευμένου πολιτικού προγράμματος… Ως προς το τελευταίο τούτο, θα ’λεγα πως ο καλλιτέχνης, ο άξιος καλλιτέχνης, δεν είναι υπηρέτης ενός ιδανικού, μα ο αυτεξούσιος και υπεύθυνος απέναντι στο πνεύμα δημιουργίας (Νίτσε). Όσο για τ’ άλλα, το ουσιώδες δεν είναι να αποδεχτούμε ή όχι τα πορίσματα μιας συμβατικής κρίσης. Δε θα δυσκολευόμουνα να την αποδεχτώ, αν ήξερα πως είχαμε συνείδηση της σχετικότητάς της. Αλλά ξέρω τον κίνδυνο που η συμβατική τούτη αποτίμηση αξιών κρύβει για τους πολλούς: να θολώσει τα κριτήριά μας, ν’ αποπλανήσει το πνεύμα μας από τον πραγματικό δρόμο – τη ζήτηση του αληθινού, που τίποτα δεν πρέπει να το αποκρύψει απ’ τα μάτια μας.
Γιατί τεχνικές υπάρχουν λογιών λογιών. Κλίμακα ολόκληρη ποιοτήτων, απ’ τις πιο συμβατικές ως τις γνήσιες κι αληθινές. Κι η αξία των ελέγχεται και σταθμίζεται απ’ των αρχών των και των κριτηρίων την αξία την πνευματική. Κι αξίζουν εκείνες που είναι των αρετών των ανθρώπινων η μετάφραση στην ειδική γλώσσα της τέχνης. «Οι ανθρώπινες αρετές είναι οι καλλιτεχνικές αρετές», είπε πολύ σωστά ο Καριέρ. Όταν αυτές οι αρετές, οι αξίες ζωής, χαθούνε, «όταν χαθεί» – έγραφα στο ημερολόγιο μου (Κως, Νοέμβρης 11) – αυτό το μοναδικό ούτινος μόνον εστί χρεία, τι απομένει πια για να εκφραστεί; θεραπεία τότε δεν υπάρχει. Μάταια είναι όλα τα εφευρήματα κι όλες οι δεξιοσύνες. Μάταια κοπιάζουμε… Μακάριος όποιος νιώθει την αξία αυτού του ενός· κι αν ακόμα δεν είναι ικανός να το εκφράσει πλαστικά, έχει συλλάβει νοητά την αξία του μέσα στην ψύχή του – και προσπαθεί να τη πραγματώσει.
Ανάμεσα σε τούτα τα έργα είχα την εντύπωση πως εκινόμουν ανάμεσα σε σκηνικά. Αισθάνεσαι πως παρασταίνουν αρετές μα δεν τις ενσαρκώνουν. Η ένταση που βάζουν για να εκφράσουν του δυνατού και του επιβλητικού την εντύπωση είν’ αυτή ακριβώς που προδίνει την πραγματική έλλειψη δύναμης ψυχής και γίνεται στόμφος και κομπασμός. Μάταια γι’ αυτό ηχούν τ’ αρχαία ρητά κι οι επιγραφές οι γραμμένες απάνω τους, τα «Ara Patriae Augustae» και τα «Sedes Potestatis, Fanum Aequitatis Corpus Civium» και τα παρόμοια. Κι η ψυχή του θεατή που ξέρει πως η πραγματική αρετή επιβάλλεται με την ακτινοβολία της δεν υποχωρεί στον πειθαναγκασμό τέτοιων επιφατικών μέσων.
Φάνηκα αυστηρός στην κρίση μου για τον ξένο, αν και ξέρω πως ποτές άλλοτες δεν ήταν για όλους τους λαούς τόσο δύσκολος ο δρόμος του αληθινού όσο στα χρόνια μας. Κι ας μη νομιστεί πως η αυστηρότητα τούτη κρύβει επιείκεια για τους εαυτούς μας. Ξέρω, αλίμονο, πως μακριά ακόμα είναι η «σύλληψη» εκείνη του κοινού ιδεώδους που θα’ μαστεν όλοι ως ταπεινοί εργάτες και πως ο καθένας από μας «ιδιάζει» και γι’ αυτό «αμαρτάνει», δηλαδή αστοχεί την αλήθεια.
Τέτοιο, μολοταύτα απόλυτο, μέτρο νόμισα πως ήταν χρέος μου να κρατήσω, και σαν Έλληνας και –όσο κι αν φαίνεται τούτο αντινομικό και παράδοξο– σαν αντικειμενικός κριτής:
Σαν Έλληνας, αισθάνθηκα εμπρός σε τούτα τα έργα, στημένα, σ’ ελληνική γη, την ανανεωμένη έκφραση της βίας του Ρωμαϊκού Καισαρισμού, κάθε Καισαρισμού, και το πως τα κρίνει και πως τα δέχεται η ελληνική καρδιά, ήταν απόλυτα αναγκαίο να εκφραστεί.
Αλλά γιατί δε θα’ ταν δίκαιη η αυστηρότητα τούτη για την αντικειμενική κρίση; Κοινό είναι για όλα τα έθνη το αίτημα γι’ αληθινή ζωή και τέχνη, κοινή κι η προσπάθεια για την ανύψωση των κριτηρίων μας, που είναι η βασική για την πραγμάτωση του αληθινού προϋπόθεση.
θεώ δε δυνατόν μελάναις
εκ νυκτός αμίαντον όρσαι φάος,
κελαινεφέι δε σκότει
καλύψαι σέλας καθαρόν
αμέρας.
ΠΙΝΔΑΡΟΣ
Κύριε, ηγάπησα ευπρέπειαν οίκου σου και τόπον προσκυνήματος δόξης.
Αν θέλουμε να δούμε το γνήσιο, πρέπει να πάμε στο Κάστρο. Εκεί μέσα τέσσερις λαοί, ο Έλληνας, ο Ρωμαίος, ο Φράγκος, ο Τούρκος, άφησαν χαραγμένα απάνω στις πέτρες και στα μάρμαρα τα ιδεογράμματα του «είναι» των, του ιδανικού της ζωής που είχε ο καθένας συλλάβει. Και του ενός απ’ αυτούς, του Έλληνα, θα δεις εδώ τους δυο λαμπρούς άθλους, της Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα. Έργα της πρώτης – όχι απ’ τα καλύτερα ούτε της καλύτερης εποχής – βρίσκονται στο Μουσείο του Spedale. Τα βυζαντινά θα τα δεις κάτω από το ντύμα το μουσουλμανικό. Μα εύκολα θα μπορέσεις κάτω απ’ τις μετατροπές και τις προσθήκες ν’ αναγνωρίσεις τα σχήματα της βυζαντινής κατασκευής. Και κάποτε ξαφνιάζεσαι όταν απ’ τους τοίχους κάποιου εγκαταλειμμένου μετζίντ θωρείς να σε κοιτάνε οι γνώριμές σου μορφές οι άγιες της ελληνικής Χριστιανοσύνης.
Μ’ ας αρχίσουμε από ένα οποιοδήποτε έργο του αρχαίου κόσμου. Από ένα οποιοδήποτε συντρίμμι. Και το ελάχιστο απ’ αυτά αναδίνει το πνεύμα της εποχής ολάκερης…
*Το παρόν απόσπασμα είναι από το βιβλίο: «Το πρόβλημα της Μορφής» (1946), Έκδοση Υπουργείου Ανοικοδομήσεως με τίτλο «Δωδεκάνησος», τόμος Β΄, Το οικιστικό και πλαστικό πρόβλημα, Αθήναι, 1950, αρ. 21, σελ. 93-122 και πιν. Α΄-ΛΣΤ΄.