της Σύνταξης
Η μοίρα όλων των λαών της περιοχής μας έχει σε μεγάλο βαθμό ρυθμιστεί από τα συμφέροντα των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και των επιτόπιων συνεργατών τους, ωστόσο η μοίρα του κούρδικου λαού πλησιάζει σε τραγικότητα εκείνη των Παλαιστινίων. Γιατί αν οι Παλαιστίνιοι εξανδραποδίστηκαν από την ίδια τη γη τους, οι Κούρδοι, χωρισμένοι στο μεγαλύτερο μέρος ανάμεσα στα τρία ισχυρότερα και επεκτατικότερα κράτη της περιοχής, την Τουρκία, το Ιράν και το Ιράκ -για να μην αναφέρουμε αυτούς που ζουν στη Συρία και τις χώρες που προήλθαν από την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης- δεν μπορούν να βρουν κανένα στήριγμα στον απελευθερωτικό τους αγώνα, ο οποίος είναι υποχρεωτικά τριχοτομημένος. Πράγματι, οι Κούρδοι του κάθε κράτους διεξήγαγαν μέχρι σήμερα μόνοι τους τον αγώνα στο δικό τους κράτος, τόσο γιατί η φεουδαλική και πατριαρχική οργάνωση της κοινωνίας τους πολυδιασπούσε, όσο και -κυρίως- γιατί αν προχωρούσαν σε ένα ενοποιημένο εθνικό κίνημα θα αντιμετώπιζαν ταυτόχρονα και τους τρεις κυριάρχους τους. Επιπλέον, η διατήρηση των περιοχών τους σε μια βαθύτατη οικονομική και πολιτιστική καθυστέρηση στόχευε στην αποτροπή της διαμόρφωσης μιας κοινής εθνικής συνείδησης.
Μια μακραίωνη ιστορία
Οι Κούρδοι αποτελούν σήμερα ίσως τον πολυπληθέστερο λαό στη γη που δεν γνωρίζει καμιά μορφή εθνικής κυριαρχίας, παρόλο που αποτελούν έναν πληθυσμό συμπαγή, ενιαίο και με μακραίωνη ιστορία. Στην αρχαιότητα, το Κουρδιστάν υπήρξε η κοιτίδα των Χιττιτών. Άμεσοι πρόγονοι των Κούρδων υπήρξαν οι Μήδοι, ενώ οι Καρδούχοι (Κούρδοι) αναφέρονται ήδη από τον Ξενοφώντα. Οι Κούρδοι μιλούν μια γλώσσα ινδοευρωπαϊκής προέλευσης της ιρανικής ομάδας, όπως τα φαρσί (πέρσικα) και τα αφγανικά. Τα πρώτα γραπτά κείμενα στα κουρδικά χρονολογούνται από τον 7ο αιώνα. Οι Κούρδοι, ενώ γλωσσολογικά και εθνικά είναι πιο κοντά στους Πέρσες, από την άποψη του θρησκευτικού δόγματος είναι στην πλειοψηφία τους σουνίτες μουσουλμάνοι όπως οι Τούρκοι (εκτός από ένα σημαντικό ποσοστό αλεβιτών). Από τον 11ο έως τα τέλη του 18ου αιώνα, υπήρξαν πολλά κουρδικά πριγκιπάτα με υψηλό βαθμό αυτονομίας, που εκμεταλλεύθηκαν αρχικά τη μείωση της δύναμης των Αράβων και στη συνέχεια τον ανταγωνισμό μεταξύ Περσών και Τούρκων. (Κούρδος υπήρξε και ο μεγάλος ηγέτης των Αράβων στον αγώνα τους εναντίον των σταυροφόρων, ο Σαλαδίνος.) Έτσι διαμορφώθηκε μια συγκεκριμένη και ιδιαίτερη ταυτότητα, πρόπλασμα του Κουρδικού έθνους που γεννιόταν. Η ανάπτυξη όμως του εθνικισμού και της κρατικής συγκεντροποίησης, αρχικά στην Οθωμανική αυτοκρατορία και στη συνέχεια στα κράτη που την κληρονόμησαν, οδήγησε στον περιορισμό των δικαιωμάτων των Κούρδων. Οι παραδοσιακοί αρχηγοί εξεγείρονται επανειλημμένα (1826, 1834, 1853-55, 1880) διεκδικώντας τη διατήρηση των πατροπαράδοτων προνομίων τους. Παρά τις υποσχέσεις που τους δόθηκαν με τον Πρώτο Πόλεμο και την αναγνώριση της αυτονομίας τους από τη Συνθήκη των Σεβρών, οι Κούρδοι -που συντάσσονται με τον Κεμάλ Ατατούρκ στη βάση της μουσουλμανικής ταυτότητας- χάνουν κάθε ελπίδα μετά την εδραίωση του κεμαλικού κράτους. Οι πρώτες εθνικές εξεγέρσεις καταστέλλονται στην Τουρκία (1925, 1930, 1937), καθώς και στο Ιράκ (1922, 1943), ενώ στο Ιράν, με την ευκαιρία της σοβιετικής κατοχής, δημιουργείται στις 22 Ιανουαρίου 1946 η πρώτη -εφήμερη αλλά σύγχρονη- κουρδική δημοκρατία, η ‘Δημοκρατία του Μαχαμπάντ’ που έζησε μέχρι τον Απρίλιο του 1947.
Η κατανομή του πληθυσμού
Το μεγαλύτερο μέρος των Κούρδων ζει στην Τουρκία. Το τουρκικό Κουρδιστάν καλύπτει μια επιφάνεια 230.000 τετρ. χλμ. (το 30% της Τουρκίας). Ο πληθυσμός, συγκεντρωμένος κατά 80% στο Κουρδιστάν, πέρασε από τα 8,5 εκατομμύρια το 1970 στα 17-20 εκατομμύρια σήμερα, δεδομένης της ταχύτατης πληθυσμιακής αύξησης που, στην περίοδο 1965- 70, έφτασε το 3,27% το χρόνο, και ξεπερνά το 25% του πληθυσμού της Τουρκίας.
Στο Ιράν ζουν περίπου 10 εκατομμύρια Κούρδοι και η έκταση του ιρανικού Κουρδιστάν φτάνει τα 125.000 τετρ. χλμ., δηλαδή το 7,6% της έκτασης του Ιράν και το 16% του πληθυσμού.
Το ιρακινό Κουρδιστάν έχει έκταση περίπου 74.000 τετρ. χλμ. -17% του Ιρακ- και πληθυσμό 5-6 εκατομμύρια, δηλαδή 30% του ιρακινού πληθυσμού.
Τέλος, στη Συρία ζουν περίπου 1.500.000 Κούρδοι, πάνω από 10% του συριακού πληθυσμού, καθώς και 600.000 στην πρώην Σοβιετική Ενωση (κυρίως Αζερμπαϊτζάν και Αρμενία).
Αυτή η πολυδιάσπαση, σε πάνω από πέντε χώρες αντανακλάται με τραγικό τρόπο στο επίπεδο της γραπτής γλώσσας. Στο Ιράκ το Ιράν και την Συρία η Κουρδική γλώσσα, τουλάχιστιν μέχρι πρόσφατα γραφόταν με βάση το αραβικό αλφάβητο, στην Τουρκία ήταν απαγορευμένη, και τα βιβλία που κυκλοφορούν σήμερα είναι γραμμένα με το λατινικό αλφάβητο, στην Σοβιετική Ένωση γραφόταν με το κυριλλικό (στο οποίο είχαν κυκλοφορήσει χιλιάδες τίτλοι βιβλίων), ενώ οι τάσεις του κουρδικού εθνικού κινήματος είναι η ενοποίηση της γραπτής γλώσσας με βάση το λατινικό αλφάβητο.
Συνολικά λοιπόν το Κουρδιστάν έχει μια έκταση περίπου 450.000 τετρ .χιλιομέτρων, ενώ ο πληθυσμός ανέρχεται κατά προσέγγιση στα 35 εκατομμύρια και ζει κατά 70-80% στην ίδια την περιοχή του Κουρδιστάν.
Μια αδιάκοπη αλυσίδα εξεγέρσεων
Μετά την καταστολή του κουρδικού κινήματος στην Τουρκία του Κεμάλ, στον μεσοπόλεμο, οι δύο αιχμές του κουρδικού κινήματος ήταν οι Κούρδοι του Ιράκ αρχικά και του Ιράν στη συνέχεια. Όμως ένα ακόμα βήμα έγινε με την εμφάνιση του ένοπλου αντάρτικου στο τουρκικό Κουρδιστάν, όπου ζει πάνω από το μισό του κουρδικού λαού. Σήμερα λοιπόν, για πρώτη φορά στην πρόσφατη ιστορία, υπάρχουν κουρδικά κινήματα και στις τρεις πλευρές των συνόρων. Πρόκειται για ένα στοιχείο τεράστιας σημασίας, που εν σπέρματι εμπεριέχει την δυνατότητα ενοποίησης του κουρδικού εθνικού κινήματος.
Mετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και την πτώση της Δημοκρατίας του Μαχαμπάντ στο Ιράν, που ιδρύθηκε από το κόμμα Κομάλα στο Ιρανικό Κουρδιστάν και είχε ως στρατιωτικό ηγέτη τον Μουσταφά Μπαρζανί το κέντρο του κουρδικού εθνικού κινήματος μετατοπίστηκε στο ιρακινό Κουρδιστάν, πράγμα που οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, οικονομικούς, πολιτιστικούς, μορφωτικούς και ιστορικούς. Η πολιτική αστάθεια του Ιράκ και οι αλλεπάλληλες πολιτικές ανατροπές έδιναν τη δυνατότητα στους Κούρδους να αναγνωρίζονται, έστω τυπικά, ως μία συνιστώσα του ιρακινού κράτους. Όταν, το 1958, ανατράπηκε το παλιό μοναρχικό καθεστώς από τον στρατηγό Κασέμ, οι Κούρδοι αναγνωρίζονται ως ιδιαίτερη οντότητα μέσα στο ίδιο το Σύνταγμα. Ο κυριότερος Κούρδος ηγέτης της μεταπολεμικής περιόδου, ο Μουσταφά Μπαρζανί -που μετά την ήττα της Κουρδικής Δημοκρατίας του Ιράν είχε καταφύγει στην ΕΣΣΔ μαζί με 100.000 πρόσφυγες- επιστρέφει στο Ιράκ, το Δημοκρατικό Κόμμα του Κουρδιστάν νομιμοποιείται και εκδίδονται δεκατέσσερις κουρδικές εφημερίδες. Το Κ.Κ. του Ιράκ, το ισχυρότερο κομμουνιστικό κόμμα των αραβικών χωρών, όχι μόνο περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό Κούρδων αλλά είναι και το μοναδικό κόμμα του Ιράκ που από το 1956 και μετά αναγνωρίζει το δικαίωμα των Κούρδων να δημιουργήσουν δικό τους κράτος, ενώ εκδίδει εφημερίδα στα κουρδικά. Σύντομα όμως ο Κασέμ εξελίσσεται σε δικτάτορα. Το ΚΚΙ τίθεται εκτός νόμου το 1959 και το 1960 ακολουθεί και το Δ.Κ.Κ. Η κουρδική αυτονομία καταργείται και βομβαρδίζονται κουρδικές πόλεις τον Σεπτέμβριο του 1961. Αρχίζει έτσι η πρώτη μεγάλη σύγχρονη εθνική επανάσταση των Κούρδων, από το 1961 έως το 1975. Ο Επαναστατικός Στρατός του Κουρδιστάν (Ε.Σ.Κ.) ξεκίνησε με 1.000 πεσμεργκά (μαχητές) το 1961, πέρασε στους 20.ΟΟΟ μετά την πτώση του Κασέμ το 1963 και την άνοδο του Μπάαθ στην εξουσία,και έφτασε τους 50.000 το 1975. Οι απελευθερωμένες περιοχές κυμαίνονταν μεταξύ 1964 και 1975 σε 30-40.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, στις οποίες είχε εγκατασταθεί κουρδική διοίκηση. Παρά τη συμφωνία του 1970 που αναγνώριζε την αυτονομία του Κουρδιστάν, έστω και σε μια έκταση 34.000 τετρ.χλμ. και μόνο, οι συγκρούσεις δεν θα πάψουν εντελώς, και το 1975, η πρώτη ανεξάρτητη Κουρδική Δημοκρατία θα καταρρεύσει. Ο Σαντάμ Χουσεϊν θα εξασφαλίσει αρχικά τη σοβιετική υποστήριξη και τη μεταστροφή του ΚΚΙ και στη συνέχεια με τη «Συμφωνία του Αλγερίου» που κλείνει με τον Σάχη, θα αποκόψει το Κουρδιστάν από το Ιράν. Ο Μπαρζανί θα εγκαταλείψει τον αγώνα και θα καταφύγει στο Ιράν, μαζί με περισσότερους από 300.000 Κούρδους πρόσφυγες. Μολαταύτα η Κουρδική Δημοκρατία, όσο εφήμερη και αν υπήρξε, απετέλεσε το μεγάλο βήμα για τη διεθνοποίηση του Κουρδικού ζητήματος καθώς και μια σημαντική πολιτικο-στρατιωτική εμπειρία. Από το 1976 η αντίσταση ξαναρχίζει. Τώρα ένα δεύτερο κόμμα έχει δημιουργηθεί, η Πατριωτική Ένωση του Κουρδιστάν (Π.Ε.Κ.), με ηγέτη τον Τζαλάλ Ταλαμπανί, που άσκησε κριτική στον Μπαρζανί και το Δ.Κ.Κ για τους συμβιβασμούς τους και τη συμμαχία τους με τους Αμερικάνους και τον Σάχη. Το αντάρτικο θα συνεχιστεί και θα ενταθεί στη διάρκεια του ιρακινο-ιρανικού πολέμου. Οι απελευθερωμένες περιοχές επεκτείνονται, αλλά πια ο συσχετισμός δυνάμεων είναι εξαιρετικά άνισος. Δεκάδες χιλιάδες Κούρδοι εξοντώνονται με τη χρήση αερίων από τον στρατό του Σαντάμ μετά το τέλος του πολέμου. Παρόλα αυτά, μετά την ήττα του Σαντάμ στον πόλεμο του Κόλπου, οι Κούρδοι ξεσηκώνονται και πάλι και επιτυγχάνουν σημαντικές παραχωρήσεις από τον ηττημένο Σαντάμ και μια νέα διεθνή αναγνώριση…
Σε ότι αφορά την τύχη των Κούρδων του Ιράκ ενώ είναι γνωστό πως η Τουρκία εποφθαλμιά τα πετρέλαια του Κιρκούκ και της Μοσούλης, από την άλλη πλευρά φοβάται ιδιαίτερα μια πιθανή ενσωμάτωση τους στο τουρκικό κράτος. Πρόκειται για ένα άλυτο δίλημμα για τις άρχουσες τάξεις της Τουρκίας: πώς να πάρουν τα πετρέλαια, σε περίπτωση διαμελισμού του Ιράκ, χωρίς ταυτόχρονα να ισχυροποιήσουν τους Κούρδους! Πρώτη συνέπεια αυτού του “προβληματισμού” είναι η…άρση της απαγόρευσης χρήσης της κουρδικής γλώσσας έτσι ώστε, αν χρειαστεί, η Τουρκία να μπορεί να εμφανιστεί, παράλληλα με την καταστολή, και ως «προστάτης» των Κούρδων. Στην ίδια κατεύθυνση μετά τον πόλεμο του Κόλπου εμφανίστηκαν άρθρα στον τουρκικό τύπο που μιλούσαν για «ομοσπονδία Τούρκων και Κούρδων», όσο και εάν το στρατιωτικό-κεμαλικο κατεστημένο είναι αντίθετο σε μια τέτοια εξέλιξη. Γι’ αυτό και στην σφαγή των Κούρδων από το καθεστώς του Ιράκ πριν και κατά τη διάρκεια του Πολέμου , η Τουρκία, το Ιράν και η Δύση, τήρησαν σιγή ιχθύος και άφησαν τον Σαντάμ ελεύθερο να «λύσει» με τον τρόπο του το Κουρδικό, και άλλαξαν συμπεριφορά μόνο μετά τον πόλεμο: Η πιθανή εγκατάσταση εκατομμυρίων Κούρδων προσφύγων στο τουρκικό και ιρανικό Κουρδιστάν θα αποτελούσε μια μόνιμη εστία συσπείρωσης των Κούρδων και ενίσχυσης του εθνικού τους φρονήματος. Γι’ αυτό και οι Δυτικοί πιέστηκαν, για πρώτη φορά στην ιστορία, να παρέμβουν υπέρ των Κούρδων! Η «πανουργία της ιστορίας» ακολουθεί δύσβατους δρόμους: η Τουρκία, μπροστά στον κίνδυνο ανάφλεξης στο τουρκικό Κουρδιστάν, ενίσχυσε τελικά τη δημιουργία ενός αυτόνομου Κουρδιστάν στο Ιράκ, έστω και αν αυτό αποδειχτεί μεσοπρόθεσμα καταστροφικό για την ίδια.
Ο αγώνα στο τουρκικό Κουρδιστάν
Είναι βέβαια προφανές πως η βασική αιτία για την αναφαινόμενη μεταστροφή της τουρκικής πολιτικής στο Κουρδικό βρίσκεται στο γεγονός ότι ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας των Κούρδων της Τουρκίας έχει ριζώσει και γίνεται όλο και πιο απειλητικός για τα τουρκικά συμφέροντα.
Από την εποχή του Κεμάλ, το τουρκικό κράτος είχε απαγορεύσει ακόμα και την αναφορά της λέξης Κούρδος και, μετά την εξέγερση του 1938 στην περιοχή του Ντερσίμ (που αποτέλεσε την απάντηση των Κοούρδων στην πολιτική ομαδικών εκτοπίσεων του κεμαλικού καθεστώτυος κατά την διετία 1937-39) φαινόταν πως η κούρδικη εθνική συνείδηση είχε σβήσει. Όμως το κίνημα του ιρακινού Κουρδιστάν αποτέλεσε την πρώτη υπόμνηση. Το Εργατικό Κόμμα της Τουρκίας αναγνωρίζει την ύπαρξη του κουρδικού λαού και στη δεκαετία του ’70 εκδίδονται τα πρώτα κουρδικά περιοδικά, καθώς και μια κουρδική γραμματική. Το 1965 είχε ήδη ιδρυθεί το Δημοκρατικό Κόμμα του Κουρδιστάν της Τουρκίας που θα έχει μια εφήμερη ύπαρξη. Το 1969, Κούρδοι φοιτητές της Άγκυρας και της Κωσταντινούπολης δημιουργούν την οργάνωση Επαναστατικές Πολιτιστικές Εστίες της Ανατολής (DDKO), που εκδίδει ένα μηνιαίο περιοδικό σε 30.000 αντίτυπα στην σύντομη περίοδο της νόμιμης ύπαρξής της, 1969-1970. Από το DDKO θα δημιουργηθεί στη συνέχεια, το 1978, το ΡΚΚ (Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν), παράλληλα με άλλες κουρδικές οργανώσεις όπως το Ριζγκάρι (Απελευθέρωση), η Οργάνωση για την Εθνική Απελευθέρωση των Κούρδων(ΚUK), κλπ. Μία πτέρυγα του ΡΚΚ, με τον Απτουλάχ Οτσαλάν (Απο), θα ξεπεράσει την παραδοσιακή διεκδίκηση του δικαιώματος αυτονομίας του κουρδικού λαού, στα πλαίσια του τουρκικού κράτους, που ζητούσαν οι επαναστατικές οργανώσεις της δεκαετίας του ’70, και θα φτάσει μέχρι την ένοπλη διεκδίκηση της αυτοδιάθεσης-ανεξαρτησίας του Κουρδιστάν. Με αυτό το στόχο θα δημιουργήσει το ΕΑΜ του Κουρδιστάν και τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό και τον Αύγουστο του 1984 εγκαινιάζει τις οργανωμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον του τουρκικού στρατού. Έκτοτε το αντάρτικο ρίζωσε στο τουρκικό Κουρδιστάν και όχι μόνο έχει θέσει εκτός μάχης χιλιάδες Τούρκους στρατιωτικούς και αστυνομικούς, αλλά έχει σφυρηλατήσει και μια νέα εθνική συνείδηση. Το τούρκικο κράτος είναι υποχρεωμένο να αντιμετωπίζει τους Κούρδους όλο και περισσότερο σαν έναν κατεχόμενο λαό που έχει φτάσει στα πρόθυρα της ανοικτής εξέγερσης, όπως φάνηκε στις κινητοποιήσεις εκατοντάδων χιλιάδων Κούρδων κατά την διάρκεια του πολέμου στον Κόλπο και στο ιρακινό Κουρδιστάν. Γι’ αυτό και το τουρκικό κράτος εγκαινιάζει μια νέα πολιτική που, παράλληλα με την καταστολή και τις στρατιωτικές επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας, όπως οι εισβολές στο Ιράκ, θα μεταχειρίζεται και πολιτικά, οικονομικά και δημογραφικά όπλα για την αντιμετώπιση του κουρδικού κινήματος.
Η χρησιμοποίηση των εκτοπίσεων μεγάλης κλίμακας, έτσι ώστε να διασπαρούν οι Κούρδοι σε μια ευρύτερη περιοχή, η προώθηση των φραγμάτων στον Τίγρη και τον Ευφράτη ώστε να δημιουργηθούν κοινωνικά στρώματα ευνοϊκά προς την τουρκική εξουσία, ιδιαίτερα στον αγροτικό πληθυσμό, και τέλος η προσπάθεια προσεταιρισμού των Κούρδων σουνιτών μέσω των Ισλαμικών κομμάτων, αποτελούν στοιχεία της ίδιας στρατηγικής, παράλληλα με τις δολοφονίες, τα βασανιστήρια τις στρατιωτικές ενέργειες και την τακτική της καμένης γης.
Πρόκειται όμως για μια στρατηγική που μόνο βραχυπρόθεσμα οφέλη μπορεί να έχει, και που είναι δυνατό να μεταβληθεί σε μπούμερανγκ. Η στρατηγική της οικονομικής ανάπτυξης ενισχύοντας τα μικροαστικά στρώματα στην ύπαιθρο και αποσυνθέτοντας τις φεουδαλικές σχέσεις και τις φυλές μπορεί να αποτελέσει το έδαφος για την παρά πέρα ενίσχυση της ενότητας των Κούρδων! Η διασπορά και η μετακίνηση πληθυσμών, όταν πρόκειται για πληθυσμούς μεγάλους, όπως ο κουρδικός, μπορεί να ενισχύσει την αίσθηση της διαφοροποίησης από τους τουρκικούς πληθυσμούς, κλπ. κλπ. Όσο για τη χρησιμοποίηση του «ισλαμικού όπλου» που χρησιμοποίησαν οι στρατηγοί στην δεκαετία του 1980, παρ’ όλο που φάνηκε να επιτυγχάνει (στις πόλεις του Κουρδιστάν το Κόμμα της Ευημερίας πήρε το υψηλότερο ποσοστό ψήφων) δημιούργησε νέες αντιθέσεις -που πρόσφατα αναδείχθηκαν, μεταξύ του κεμαλισμού και του ισλαμισμού.
Είναι πλέον εμφανές ότι δεν υπάρχει κανένας τρόπος εξαφάνισης ενός ολόκληρου λαού που διεκδικεί το δικαίωμα στην ύπαρξη και την ταυτότητά του. Η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει για το κεμαλικό κατεστημένο της Τουρκίας και η έξοδος Οτσαλάν θα επιταχύνει τις εξελίξεις.
———————————————————–
7. Για το Κουρδικό ζήτημα βλέπε :Gerard Chaliand (edit) :Les Kurdes et le Kurdistan,Maspero,Παρίσι 1978,σελ 354, (κείμενα των Κendal,Ghassemlou, Ismet Cherrif Vanly, Mustafa Nazdar, Maxime Rodinson),Christiane More , Les Kurdes aujourd’hui, L’ Harmattan,Παρίσι 1984, Ρ.Κ.Κ.,Ο δρόμος της επανάστασης στο Κουρδιστάν,1η εκδ.1978, ελληνική έκδοση 1988, Κουρδιστάν Ρεπόρτ,1985-1991,και Joyce Blau Le mouvement national Kurde ,in Temps Modernes No 456-457, Ιούλιος -Αυγουστος 1984,ειδ.τεύχος Turquie.