Αρχική » Ο Μανάβης, νέα ταινία του Δ. Κουτσιαμπασάκου

Ο Μανάβης, νέα ταινία του Δ. Κουτσιαμπασάκου

από admin

του Κωνσταντίνου Μπλάθρα από τη Ρήξη φ. 94

Αν κάτι ξεχωρίζει τον κινηματογράφο από οποιαδήποτε άλλη μορφή τέχνης, αυτό είναι η ίδια του η τεχνολογία. Η, με μηχανικά μέσα, χωρίς μεσολάβηση ανθρώπινου χεριού, οπτική και ακουστική αναπαραγωγή της ορώμενης εικόνας είναι το θεμέλιό του, ήδη από τα πρώτα πλάνα του Έντισον και των αδελφών Λυμιέρ.
Διόλου τυχαίο που οι πρώτες ταινίες δεν ήταν παρά μια επίδειξη αυτής της επαναστατικής δυνατότητας του νέου μέσου. Μια μηχανή στημένη στην έξοδο ενός εργοστασίου ή στην αποβάθρα κάποιου σιδηροδρομικού σταθμού τραβά και στη συνέχεια αναπαράγει εικόνες, με μοναδική επέμβαση τη χημική εμφάνιση του φιλμ. Σήμερα, με την ψηφιακή κάμερα, αναμενόμενη και προεξαγγελθείσα εξέλιξη της κινηματογραφικής μηχανής ήδη από τη γέννησή της, όπως έδειξε ο Μπαζέν, δεν υπάρχει ούτε αυτή η επέμβαση. Η αναπαραγωγή της εικόνας είναι αυτόματη και στιγμιαία. Κι όμως, από καταβολής κινηματογράφου, υπάρχει κάτι που ξεχωρίζει τον κινηματογραφιστή από τον οποιοδήποτε τραβά με αμέτρητες και πανταχού παρούσες τις κάμερες σήμερα. Κι αυτό είναι η ίδια η πραγματικότητα, όπως πάλι ο Μπαζέν απέδειξε. Ταυτολογία χωρίς νόημα, θα πεις. Κι όμως, όχι. Υπάρχει κατιτίς που κάνει τις εικόνες αληθινές και τον κινηματογράφο τέχνη. Κι αυτό είναι η ψυχή –κι η τέχνη– του κινηματογραφιστή. Γιατί η κάμερα έχει πρωτίστως αυτή την παράδοξη ιδιότητα: να φωτογραφίζει πρώτον αυτόν που τραβά. Αυτό που στέκεται πίσω της.
Χρειαζόταν, νομίζω, όλη αυτή η προθεωρία, για να καταλάβει κανείς γιατί η ταινία του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου Ο Μανάβης είναι ένα επίτευγμα όχι συνηθισμένο στον ελληνικό κινηματογράφο. Η μαεστρία του βρίσκεται ακριβώς εκεί που ο θεατής ξεχνά τον σκηνοθέτη κι από τα πρώτα κιόλας πλάνα παρασύρεται στο να πιστέψει ότι ο κινηματογραφιστής δεν έκανε άλλο από το να στήσει την κάμερα. Ιδού ο απόλυτος κινηματογράφος!
Τη μαστόρικη «απόκρυψή» του ο σκηνοθέτης την πετυχαίνει απ’ αρχής. Η ταινία ξεκινά με …κείμενο, το εξής: «Ο Νίκος Αναστασίου, πλανόδιος μανάβης, με τη γυναίκα του Σοφία, από τη δεκαετία του 1980 κάνουν το ίδιο δρομολόγιο. Μία φορά την εβδομάδα, σε όλη τη διάρκεια του χρόνου, ξεκινώντας από τα Τρίκαλα, επισκέπτονται τα εγκαταλειμμένα χωριά της νοτιοδυτικής Πίνδου, μια διαδρομή 75 χιλιομέτρων. Τα τελευταία χρόνια τους βοηθάνε και τα δυο τους παιδιά: ο Κώστας και ο Θύμιος. Το ντοκιμαντέρ παρακολουθεί το δρομολόγιό τους στις τέσσερις εποχές του χρόνου». Αυτή είναι και η μόνη εσωτερική αφήγηση της ταινίας. Ο σκηνοθέτης παραμερίζει εξαρχής –εντέχνως στέκεται πλάι στον μανάβη Νίκο Αναστασίου, ντύνεται τη δραματική αρματωσιά της κάμερας, αν προτιμάτε– και το θαύμα γίνεται:
Μπροστά μας, δηλαδή μπροστά στην μπούκα του μανάβικου-φορτηγού, αρχίζουν να εμφανίζονται, σαν μέλη ενός χορού γερόντων, όλες εκείνες οι άλλοτε κρυμμένες φιγούρες των μοναχικών κατοίκων των ορεινών χωριών: Η κυρα-Φωτούλα, η κυρα-Δημητρούλα και ο μπαρμπα-Νταφίλης στο Βαθύρρευμα, η κυρα-Αγγελική στη Νέα Πεύκη, ο κυρ-Πέτρος στη Μεσοχώρα, ο κύριος Αριστείδης στο Παχτούρι, ο κυρ Παναγιώτης Τσάκαλος στον Αετό, ο οποίος τραγουδά τα ιντερμέδια της ταινίας, είναι τα δρώντα πρόσωπα, που τα ακολουθούμε χειμώνα, άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνα. Τα έρημα το χειμώνα, «παιδικοί σταθμοί» το καλοκαίρι, χωριά της νοτιοδυτικής Πίνδου –κοντά στα προηγούμενα η Κορυφή, η Λαφίνα και η Νεράιδα– είναι το σκηνικό. Το ταξίδι του φορτηγού-μανάβικου είναι η (γ)ραφίδα που συνδέει τα επεισόδια. Πρωταγωνιστής η κάμερα, φυσικά –μ’ αυτή συνομιλούν συχνά πολλά μέλη αυτού του χορού– και από κοντά ο Νίκος Αναστασίου με την οικογένειά του.
Η δουλειά που έχει κάνει ο Κουτσιαμπασάκος είναι σημαντική. Επιστρέφει για μια ακόμα φορά στη γενέθλιά του γη, μετά το βραβευμένο μικρού μήκους ντοκιμαντέρ Ο Ηρακλής, ο Αχελώος κι η γιαγιά μου (1997). Όπως και στον Ηρακλή, έτσι κι εδώ δεν κάνει εθνογραφικό ή λαογραφικό ντοκιμαντέρ. Αυτοβιογραφείται. Επιστρέφει στις δικές του παιδικές εικόνες και μας χαρίζει ένα σπάνιο ντοκουμέντο μνήμης και ταυτότητας. Όχι, δεν γυρίζει πίσω σε μια τάχα ειδυλλιακή Ελλάδα των βουνών. Επιστρέφει στη μελαγχολία, στον καημό της. Γιατί μπορεί να γελάς πολύ στη διάρκεια του έργου και να φεύγεις ανάλαφρος από το σινεμά, αλλά η ταινία μοιάζει περισσότερο με τα λυπητερά ηπειρώτικα τραγούδια. Τελειώνει με την αναγγελία ενός θανάτου, μ’ ένα κλάμα. Τελειώνει χειμώνα καιρό, που τόπος και άνθρωποι επιστρέφουν στην ερημιά τους. Κι αν η οικονομική κρίση που μας έζωσε δεν κάνει την παρουσία της αισθητή παρά μόνο παρεμπιπτόντως, η ταινία, μέσα από την απουσία, εικονογραφεί με τον καλύτερο τρόπο την κοινωνική πρώτα κατάρρευσή μας.
Η ταινία πήρε το βραβείο κοινού στη Θεσσαλονίκη. Στη διεύθυνση φωτογραφίας ο Χάρης Φάρρος και στο μοντάζ ο Αποστόλης Αγρογιάννης συμμερίζονται πλήρως το όραμα του σκηνοθέτη, που οι συμπατριώτες του ακούμε να τον φωνάζουν «φωτογράφο», όταν γυρίζουν στο φακό και του απευθύνονται. Αυτός ο φωτογράφος του χωριού, λοιπόν, δεν παρέλειψε να τους στήσει ακίνητους μπροστά στην κάμερά του, δωρίζοντάς μας, συν τοις άλλοις, μια σπάνια συλλογή πορτραίτων αυτών των αρχαίων ανθρώπων. Οι γέροντες, κατά τη φυσική ροή των πραγμάτων θα χαθούν ένας ένας, μα η εικόνα τους θα μείνει φρέσκια και ζωντανή. Σαν τις παιδικές μνήμες του Δημήτρη, σαν τη μνήμη μας. Κομμάτι αληθινής κινηματογραφικής τέχνης.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ