του Β. Στοϊλόπουλου
Ο ρεαλισμός, ακόμη και ενός κόμματος με καθαρά οικολογικές καταβολές απορρέει από τη λογική της οικονομίας της αγοράς και όχι από τη συνεχώς διευρυνόμενη τρύπα του όζοντος ή τα “καμώματα” του Ελ Νίνιο. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν η ίδια η κοινωνία δεν ανέχεται “πράσινα” πειράματα και περιθωριοποιεί τις “Κασσάνδρες” οικολογικών Αποκαλύψεων, που αποτελούν τροχοπέδη στην πρόοδο της ανθρωπότητας!
Οι παραπάνω “ρεαλιστικές” επισημάνσεις, δεν αφορούν κάποιο φιλελεύθερο κόμμα της Νεο-Δεξιάς Εποχής μας αλλά την κυρίαρχη τάση των Πρασίνων της Γερμανίας, οι οποίοι, σε συγχορδία με όλα τα γερμανικά κόμματα, επέλεξαν τη μείωση της ανεργίας ως το κεντρικό θέμα της πολιτικής τους. Η ανάδειξη ενός οικονομικού-κοινωνικού θέματος, όσο σοβαρό και αν είναι αυτό, αντί της ολιστικής συστημικής κριτικής, που χαρακτήριζε για πολλά χρόνια το ιδεολογικό οπλοστάσιο των Πρασίνων, σηματοδοτεί μια θεμελιώδη στροφή στο κόμμα. Ήταν άλλωστε αναμενόμενη, καθώς πρόκειται για το φυσικό επακόλουθο μιας “ωρίμανσης”, που ξεκίνησε από τα μέσα της περασμένης δεκαετίας, όταν το “ρεαλιστικό” σύνθημα του “Πατριάρχη” των Πρασίνων, Γιόσκα Φίσερ, πως “τα οράματα δεν έχουν θέση στα κυβερνητικά έδρανα”, έπεσε, προφανώς, σε γόνιμο έδαφος. Τελικό στάδιο της πράσινης “ωρίμανσης”, που μετέτρεψε οριστικά τα “νόθα παιδιά της σοσιαλδημοκρατικής ιστορίας” σε μέλη ενός κόμματος ακαθόριστης ταυτότητας, αποτελεί η πρόσφατη ανάληψη κυβερνητικών καθηκόντων. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι μπροστά στο ενδεχόμενο άσκησης κυβερνητικής εξουσίας και ελλείψει οικολογικής στρατηγικής, οι Πράσινοι προσήλθαν στις διαπραγματεύσεις για τον “ερυθροπράσινο” κυβερνητικό συνασπισμό μ’ ένα και μοναδικό σύνθημα: “είσοδος στην κυβέρνηση” και μάλιστα “άνευ όρων”.
Η απώλεια του ριζοσπαστισμού
Για ευνόητους λόγους βέβαια, οι Πράσινοι εξακολουθούν να ισχυρίζονται ότι η πολιτική τους στοχεύει στον οικολογικό μετασχηματισμό της βιομηχανικής κοινωνίας και τις προεκτάσεις του στην παγκόσμια κατανομή του πλούτου. Το πόσο αυθαίρετος είναι πλέον ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να το διαπιστώσει κανείς αν εξετάσει τους δύο βασικούς πυλώνες της πρόσφατης “ερυθροπράσινης” σύγκλισης: την ατομική ενέργεια και τους οικολογικούς φόρους. Έτσι, η έξοδος από τον φαύλο κύκλο της ατομικής ενέργειας θα γίνει δυνατή μόνο ύστερα από τη συγκατάθεση του λόμπυ της ατομικής βιομηχανίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο και μάλιστα σε μια προοπτική τριάντα ετών. Οι Πράσινοι πρέπει να αποδεχθούν επίσης ως “οικολογική” την αύξηση της τιμής όχι μόνο της πυρηνικής αλλά και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Εξίσου απογοητευτική για τα “παραστρατημένα παιδιά της οικολογίας” θεωρείται και η συμφωνία για ετήσια φορολογική αύξηση δέκα δραχμών ανά λίτρο βενζίνης, όταν οι ίδιοι οι ρεαλιστές του κόμματος θεωρούσαν αναγκαία, για την “οικολογική” φορολογική μεταρρύθμιση που ευαγγελίζονταν, μια πενταπλάσια αύξηση, χωρίς ασφαλώς να τους ενδιαφέρει και ποια κοινωνικά στρώματα θα έπρεπε να σηκώσουν τα βάρη μιας τέτοιας φορολογίας.
Με τις παραπάνω “επιτυχίες” γίνεται κατανοητή και η σκωπτική διάθεση κάποιων δημοσιογράφων που παρατήρησαν ότι, στο Συνέδριο των Πρασίνων για την επικύρωση της συνεργασίας με τους Σοσιαλδημοκράτες, η λέξη “βάτραχος” ακούστηκε πολλές φορές, όχι όμως για τη σωτηρία κάποιου βιότοπου των συμπαθών αμφίβιων αλλά για τους “βάτραχους”, που έπρεπε να καταπιούν οι εναπομείναντες φονταμενταλιστές της βάσης του κόμματος, πριν να δώσουν, με ομολογουμένως συντριπτική πλειοψηφία, την συγκατάθεσή τους για συγκυβέρνηση. Ίσως στη πλειοψηφία των συνέδρων να μην έγινε κατανοητό ότι οι Πράσινοι, που εξακολουθούν να ρίχνουν το κύριο βάρος της πολιτικής τους στα εσωτερικά παιχνίδια εξουσίας, καλούνται πλέον να στηρίξουν την ομαλή ένταξη του γερμανικού εθνικού κεφαλαίου στις απαιτήσεις της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας της αγοράς, ακολουθώντας μια πιο εθνοκεντρική πολιτική απ’ ό,τι ο Κολ, διακινδυνεύοντας έτσι ακόμη και τη συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τη διεύρυνσή της προς Ανατολάς. Μήπως όμως και η ήπια υπονόμευση του γαλλοβρετανικού πυρηνικού πλεονεκτήματος στην Ευρώπη από τον νέο Υπουργό Εξωτερικών Φίσερ δεν εξυπηρετεί παρά μόνο τις εθνικές στρατηγικές της Γερμανίας;
Το μόνο “εξτρεμιστικό” που υφίσταται πλέον στους Πράσινους, στην εποχή της παντοδυναμίας του Γιόσκα Φίσερ, είναι ο ρεαλισμός τους, και οι σημερινές διακηρύξεις τους περί οικολογικού μετασχηματισμού της κοινωνίας δεν είναι παρά ένας εντέχνως προβαλλόμενος μύθος για προσέλκυση των τελευταίων “ρομαντικών” ψηφοφόρων. Τέτοιες απόψεις δεν προέρχονται μόνο από αυτούς που, στη σχεδόν εικοσάχρονη πορεία των Πρασίνων, εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το κόμμα. Για τους ιδεολογικούς καθοδηγητές της Σοσιαλδημοκρατίας, η πορεία των Πρασίνων προς έναν ιδιόμορφο τύπο φιλελεύθερου κόμματος, με πιο αναπτυγμένες όμως τις οικολογικές του ευαισθησίες, έχει ξεκινήσει προ πολλού, και το μόνο που τους κάνει πλέον να ξεχωρίζουν από τους άλλους είναι ορισμένα θορυβώδη συνθήματα κάποιων αμετανόητων αριστερών αστών στους κόλπους τους που προκαλούν άσκοπες ανησυχίες στους πολίτες. Ευχαριστημένος με τους Πράσινους φαίνεται πως είναι ο βιομηχανικός κόσμος της Γερμανίας, που δείχνει να τους εμπιστεύεται περισσότερο απ’ ό,τι τον νέο Υπερυπουργό Οικονομικών και Πρόεδρο του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, “κόκκινο” Οσκαρ Λαφοντέν. Εύσημα προς τους Πράσινους για την απόκτηση εκ μέρους τους “κυβερνητικής ικανότητας” δεν παρέλειψε να δώσει και ο αρχιτέκτονας της “Ostpolitik” Έγκον Μπαρ, όπως επίσης και ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Χανς Ντίτριχ Γκένσερ, που εκτιμά ότι ο Γιόσκα Φίσερ είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για τη συνέχιση του έργου του.
Η μέχρι τώρα παρουσία των Πρασίνων στην κυβέρνηση Σρέντερ δεν έδειξε πάντως να ικανοποιεί ούτε καν τους ρεαλιστές της κομματικής βάσης. Αρκεί να αναφερθεί κανείς στον Φαρισαϊσμό που επέδειξε ο αντικαγκελάριος Φίσερ στο ζήτημα της έκδοσης του Οτσαλάν στην Γερμανία ή στην ικανοποίηση του “αριστερού” Πράσινου Υπουργού Περιβάλλοντος Τριττίν σχετικά με τα πενιχρά αποτελέσματα της συνδιάσκεψης για το κλίμα στο Μπουένος Άιρες.
Με καταγεγραμμένες τις παραπάνω εξελίξεις, το εύλογο ερώτημα που τίθεται είναι αν η διαχείριση εξουσίας από τους Πράσινους, στο στενό πλαίσιο που έθεσε η συγκυβερνώσα πλειοψηφία των Σοσιαλδημοκρατών, επισφράγισε όντως το άδοξο τέλος, που πρόσμεναν οι παραδοσιακές δυνάμεις από την πρώτη ημέρα της παρουσίας των Πρασίνων στο γερμανικό Κοινοβούλιο. Ήταν αναμενόμενο ότι, λίγα μόλις χρόνια μετά το “γερμανικό φθινόπωρο”, η εμφάνιση ενός φορέα ριζοσπαστικής οικολογικής πολιτικής, που αντλούσε δυνάμεις κατευθείαν από πολυάριθμα νέα κοινωνικά κινήματα, θα ανησυχούσε βαθύτατα την πολιτική και οικονομική ελίτ της Γερμανίας και θα προκαλούσε αναστάτωση στο παραδοσιακό κομματικό τοπίο. Και αυτό γιατί η εναλλακτική πρόταση των Πρασίνων στηριζόταν στην πεποίθηση μεγάλου μέρους των οπαδών τους ότι, σε καθοριστικά θέματα πολιτικής όπως η ατομική ενέργεια, η οικολογική καταστροφή, το ΝΑΤΟ, οι εξοπλισμοί ή η οικονομική ανάπτυξη, δεν υφίστανται ουσιαστικές αποκλίσεις ανάμεσα στα γερμανικά καθεστωτικά κόμματα. Οι Πράσινοι θεωρήθηκαν δικαίως τότε σαν τα παιδιά που “σκέφτονταν με τη καρδιά”, που ασκούσαν πολιτική σαν βίωμα και όχι σαν επάγγελμα και αυτοπροσδιορίζονταν σαν το κόμμα ενός πολύχρωμου μωσαϊκού κοινωνικών κινημάτων. Εμφανώς ανίκανος ν’ αφουγκραστεί τα νέα μηνύματα και να εκτιμήσει σωστά τη δυναμική του νέου κόμματος, ο νεοεκλεγείς τότε κυβερνητικός συνασπισμός Χριστιανοδημοκρατών – Φιλελεύθερων, κατέφυγε στη δαιμονοποίηση των “παιδιών με τα πάνινα παπούτσια”. Σοκαρισμένοι εμφανίστηκαν και οι περισσότεροι Σοσιαλδημοκράτες οι οποίοι εξέλαβαν το απρόσμενο γεγονός περισσότερο σαν ατύχημα της ιστορίας, που στρέφονταν εναντίον τους και λιγότερο σαν εμπλουτισμό του δυτικογερμανικού πολιτικού συστήματος με νέες ιδέες και πρόσωπα. Άπαντες όμως ευελπιστούσαν ότι η παρουσία των Πρασίνων θα καταγραφεί σαν ένα λυπηρό επεισόδιο στην ιστορία του γερμανικού κοινοβουλευτισμού, με προδιαγεγραμμένο το άδοξο τέλος του.
Από τους “θεμελιακούς” στην ενσωμάτωση
Είναι γενικώς παραδεκτό ότι η δεκαπενταετής κοινοβουλευτική παρουσία των Πρασίνων διεύρυνε τους στενούς οικολογικούς – και όχι μόνο – ορίζοντες των παλαιών κομμάτων της Γερμανίας και συνέβαλε στη λήψη μέτρων προστασίας του περιβάλλοντος. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, δεν κατασκευάζεται πλέον κανένα εργοστάσιο ατομικής ενέργειας, οι παραγόμενες ποσότητες των αποβλήτων μειώθηκαν αισθητά, όπως άλλωστε και η κατανάλωση ενέργειας. Όλες όμως οι βελτιώσεις ήταν ενταγμένες στη λογική του υφιστάμενου πολιτικού συστήματος και γίνονταν πάντα με τη συναίνεση της οικονομικής ελίτ. Γι αυτό και εκείνο που έκανε τους Πράσινους να ξεχωρίζουν δεν ήταν τόσο οι οικολογικές τους επιτυχίες, όσο η ιδιόμορφη εσωκομματική τους ιστορία, που ουσιαστικά επικεντρώθηκε σ’ ένα βαθειά διχαστικό δίλημμα: αποδοχή του Κοινοβουλευτισμού, στοχεύοντας στην ανάληψη εξουσίας δίπλα στους Σοσιαλδημοκράτες, ή χρησιμοποίηση του Κοινοβουλίου για την ευρύτερη διάδοση μιας ριζοσπαστικής “πράσινης πολιτικής”. Η διαρκής στάση οξύτατης αντιπαλότητας των δύο βασικών τάσεων που εξέφραζαν το παραπάνω δίλημμα ξανάφερε δραματικά στην επιφάνεια την παλιά διαίρεση των αριστερών δυνάμεων σε μεταρρυθμιστές και επαναστάτες και ήταν αυτό που τελικά προκάλεσε τη σταδιακή αλλοίωση της “πράσινης” ταυτότητας.
Οι Πράσινοι απέδειξαν ότι το οικολογικό κίνημα, παρότι ιστορικά βρίσκεται στη σωστή πλευρά, δυσκολεύεται αφάνταστα στην αντιμετώπιση της πραγματικότητας. Οσο διάστημα μεταμορφωνόταν από κίνημα σε κόμμα διαμαρτυρίας και αναδεικνυόταν σε επίκεντρο της πολιτικής αντίστασης στη Γερμανία, το επικίνδυνο για την ενότητα των Πρασίνων δίλημμα δεν ήταν στην ημερήσια διάταξη. Καθώς όμως η πολιτική βαρύτητα του κόμματος αναπτυσσόταν ραγδαία, χωρίς ν’ αποκτά την ικανότητα διαμόρφωσης πολιτικής που θα εξέφραζε όλο το οικολογικό κίνημα, άρχισαν και οι πρώτοι εσωκομματικοί τριγμοί και οι αντιφάσεις. Η έξοδος από το κόμμα του ισχυρού πυρήνα των ιδρυτών του κόμματος που προέρχονταν από τους Χριστιανοδημοκράτες με αυστηρά συντηρητικό προσανατολισμό και που περιοριζόταν στην “διατήρηση της θεϊκής δημιουργίας” αλλά και η μαζική είσοδος σε αυτό ακτιβιστών, κυρίως της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, άλλαξε άρδην την εσωκομματική “ευφορία”. Καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία των Πρασίνων αποδείχτηκε η εκλογική τους επιτυχία στο κρατίδιο της Έσσης το 1982, ένα χρόνο πριν εισέλθουν στο Γερμανικό Κοινοβούλιο, όχι τόσο για το εντυπωσιακό εκλογικό αποτέλεσμα, όσο γιατί συνοδεύτηκε από ένα ιστορικό σχολιασμό του Βίλλυ Μπραντ, που αναστάτωσε τόσο πολύ τους Πράσινους ώστε να τους φέρει συχνά στα πρόθυρα της διάλυσης και να τους κρατά ακόμη και σήμερα, ως ένα βαθμό, διχασμένους. Η φράση του Προέδρου της Σοσιαλδημοκρατίας ότι “η πλειοψηφία βρίσκεται αριστερά της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης” του Χέλμουτ Κολ, έδινε σαφέστατες προοπτικές εξουσίας στους Πράσινους και ήταν αυτές που έφεραν στις γραμμές τους, δύο χρόνια μετά την ίδρυση του κόμματος, την αυτόνομη ομάδα του Γιόσκα Φίσερ, ο οποίος μέχρι τότε απαξιούσε να συμπράξει μαζί τους.
Mέχρι την πτώση του τείχους του Βερολίνου, και παρά τις όποιες εκλογικές επιτυχίες και την ικανότητά τους να αφομοιώνουν ετερογενή κοινωνικά ρεύματα, ο ανταγωνισμός ρεαλιστών και φονταμενταλιστών είχε προσλάβει πλέον όλα τα χαρακτηριστικά εσωστρέφειας και αυτοκαταστροφής. Ο διχασμός ξεπέρασε τα όρια της μετωπικής ιδεολογικής αντιπαράθεσης ή των πολιτικών αντιφάσεων και περιελάμβανε πλέον προσωπικά στοιχεία, σκιαμαχίες που κατέληγαν σε φάρσες και πάθη, που ίσως δεν θα περίμενε κανείς σε τέτοιους πολιτικούς χώρους.
Η γερμανική επανένωση βρήκε τους Πράσινους όχι μόνο υπό διάλυση αλλά και εντελώς ανέτοιμους ν’ αντιμετωπίσουν τα νέα γεωπολιτικά δεδομένα από την κατάρρευση του ανατολικού συνασπισμού, με αποτέλεσμα να βρεθούν, την “αποφράδα” χρονιά της γερμανικής επανένωσης, εκτός κοινοβουλίου. Χαρακτηριστικό στοιχείο ανιστόρητης προσέγγισης της νέας πραγματικότητας ήταν και το κεντρικό εκλογικό τους σύνθημα: “Όλοι μιλούν για τη Γερμανία, εμείς μιλούμε για το καιρό”!
H εκλογική πανωλεθρία επισφράγισε και την εσωκομματική ήττα των επιφανέστερων εκπροσώπων των φονταμενταλιστών, που άρχισε δυο χρόνια νωρίτερα εξαιτίας ενός οικονομικού σκανδάλου. Με τη σταδιακή αποχώρησή τους, άνοιξε διάπλατα και ο δρόμος για τον “Μεγάλο Πρόεδρο” Γιόσκα Φίσερ, που συστηματικά προωθούσε την εκ βάθρων ανανέωση του κόμματος και την υπέρβαση του φόβου μπροστά στην εξουσία. Ήδη, στο πρώτο συνέδριο μετά τις εκλογές του ’90, τέθηκαν οι βάσεις για τη σημερινή “ρεαλιστική” πορεία με αδιαμφισβήτητο ηγέτη τον τηλεοπτικό πλέον αστέρα Φίσερ, που ξεκαθάρισε ότι αντιπολίτευση χωρίς προοπτικές πλειοψηφίας και εξουσίας σημαίνει υποταγή μπροστά στην πραγματικότητα.
Η ώρα του Φίσερ
Η προσωπική επιτυχία του Φίσερ, οκτώ χρόνια μετά το εκλογικό φιάσκο, ολοκλήρωσε το ιστορικό πείραμα των Πρασίνων και επισφράγησε τη νίκη της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας σε βάρος της “δημοκρατίας της βάσης”. Για όσους πίστευαν στη “δημοκρατία της βάσης”, η σημερινή πραγματικότητα, με την αλλαγή της φυσιογνωμίας του κόμματος, πιστοποιεί το προαναφερθέν “άδοξο τέλος”. Γιατί δεν αμφισβητείται πλέον μόνο η ανατρεπτική οικολογική ταυτότητα των Πρασίνων αλλά και αυτή ακόμη η ικανότητά τους για “οικολογικές” μεταρρυθμίσεις και είναι αμφίβολο αν το νέο κόμμα θα διατηρήσει την ικανότητα επιβίωσής του, όταν είναι γνωστό ότι τα οικολογικά θέματα θα εξακολουθήσουν να είναι η μόνη πηγή αυθεντικότητάς του. Η οπορτουνιστική προσαρμογή στη “Νέα Εποχή” και η σκιά που ρίχνει πάνω τους το “Νέο Κέντρο” του Σρέντερ πιθανότατα ν’ αποδειχθεί οικολογικό αμάρτημα για τους Πράσινους, που μεσοπρόθεσμα θα προκαλέσει την περιθωριοποίησή τους ή την ενσωμάτωσή τους σε άλλα αριστερά ή και δεξιά κόμματα.
Οι προβλέψεις δεν είναι και οι πλέον ευχάριστες, καθώς ένα μεγάλο τμήμα των νέων της Γερμανίας αναζητεί ήδη αλλού τον ριζοσπαστισμό που εξέφραζαν οι Πράσινοι άλλων εποχών. Οι περισσότεροι από τους μισούς ψηφοφόρους των Πρασίνων δεν ανήκουν στο σταθερό εκλογικό τους δυναμικό, ενώ η αδυναμία τους να βρουν νέα μέλη είναι περισσότερο από αισθητή. Μπορεί αρκετοί από τον κομματικό μηχανισμό των Πρασίνων να εμπνέονται ακόμη από αριστερές και οικο-σοσιαλιστικές ιδέες, όχι όμως και το μεγαλύτερο μέρος της εκλογικής τους πελατείας, ιδιαίτερα τα μεσαία και τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, τα οποία ουσιαστικά ήταν αυτά που ώθησαν το κόμμα στην αγκαλιά των Σοσιαλδημοκρατών.
Βέβαια, παθιασμένες εσωκομματικές αντιπαραθέσεις θα συνεχίσουν να υπάρχουν στους Πράσινους, είτε πρόκειται για τη θεαματική αύξηση της τιμής της βενζίνης και τη μείωση των αεροπορικών ταξιδιών των Γερμανών είτε για τις “ανθρωπιστικές” επιδρομές του ΝΑΤΟ και την επιστροφή στο προσκήνιο της γεωπολιτικής απαίτησης: “the Germans to the front”. Αντιπαραθέσεις, που θα καταγραφούν και αυτές στα γνωστά από το παρελθόν επικοινωνιακά “ατυχήματα” των Πρασίνων, τα οποία θα χρειάζονται τις επιδιορθωτικές παρεμβάσεις του Γιόσκα Φίσσερ, ενός επαγγελματία πολιτικού, που πέρασε ήδη στην ιστορία σαν η „προσωποποίηση του ερωτισμού της εξουσίας“. Γι αυτό και δεν αποκλείεται μελλοντικά να δούμε τους Πράσινους του Γιόσκα Φίσερ ακόμη και σε μια κυβερνητική συμμαχία με τους Χριστιανοδημοκράτες, εφόσον βέβαια καταφέρουν να ξεπεράσουν το εκλογικό πλαφόν του 5%. Ίσως τότε να δικαιωθεί και ο Πρόεδρος των Γερμανών Βιομηχάνων που σε ανύποπτο χρόνο επισήμανε ότι το ενδιαφέρον για την προστασία του περιβάλλοντος δεν πρέπει να συγχέεται με αγάπη προς τους Πράσινους.