της Σύνταξης
Το ΠΑΣΟΚ με το Συνέδριο του ολοκλήρωσε την ιστορική του διαδρομή. Το ΠΑΣΟΚ υπήρξε ένα κόμμα “ιδιαίτερο”, συγκροτημένο σε μια μεταβατική περίοδο της ελληνικής ιστορίας, όταν η Ελλάδα έβγαινε από μια εφτάχρονη δικτατορία και μια “προαιώνια” έλλειψη πολιτικών ελευθεριών.
Συγκροτήθηκε με ραχοκοκαλιά του τα μικροαστικά στρώματα, την αγροτιά και την εργατική τάξη των μέσων της δεκαετίας του ’70. Σε μια κοινωνία ριζικά διαφορετική από την σημερινή, με διπλάσιο ποσοστό αγροτών σε σχέση με σήμερα, με μια διευρυνόμενη βιομηχανική εργατική τάξη και το μεγαλύτερο ποσοστό μικροϊδιοκτητικών στρωμάτων, αν όχι σε όλο τον… κόσμο, τουλάχιστον στην Ευρώπη, με τον υποδιπλάσιο αριθμό δημοσίων υπαλλήλων σε σχέση με τον σημερινό αριθμό. Δημιουργήθηκε σε μια εποχή συντριπτικής ιδεολογικής ηγεμονίας της αριστεράς σε παγκόσμια κλίμακα, ιδιαίτερα κάτω από το βάρος της ήττας των Αμερικανών στο Βιετνάμ, της πετρελαϊκής κρίσης του 1973 και της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης στη Δύση. Η Σοβιετική Ένωση, το Ανατολικό μπλοκ και η μαοϊκή Κίνα αποτελούσαν τον ανερχόμενο πόλο ισχύος σε πλανητικό επίπεδο.
Τέλος, δημιουργήθηκε σε μια εποχή που η ελληνική κοινωνία θεωρούσε πως μπορούσε να απαντήσει στην τουρκική επιθετικότητα, που μόλις πρόσφατα είχε εκδηλωθεί με την κατοχή του 40% της Κύπρου και την απαρχή αμφισβήτησης του καθεστώτος του Αιγαίου. Το ΠΑΣΟΚ δημιουργείται ως ένα “πατριωτικό κόμμα”.
Το ΠΑΣΟΚ αποτέλεσε ένα “αυθεντικό σοσιαλιστικό κόμμα”. Προώθησε την κρατικοποίηση εκτεταμένων τομέων της οικονομίας και των κοινωνικών υπηρεσιών και, αν η διεθνής συγκυρία αποδεικνυόταν ευνοϊκότερη για το Ανατολικό στρατόπεδο, θα ήταν δυνατό να προσεγγίσει ακόμα περισσότερο μαζί του.
Εξ άλλου, συμμεριζόταν με τους Ανατολικούς και τα Κομμουνιστικά Κόμματα την λογική του Κόμματος-κράτους, λογική την οποία έβαλε σε πράξη σε μεγάλο βαθμό μέσα από μια πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα διόγκωση του κράτους και ταύτιση του κόμματος μαζί του. Παράλληλα έφερε σε πέρας αυτό που είχε αρχίσει επί του μεταπολιτευτικού Καραμανλή, δηλαδή την άρση της διαίρεσης των Ελλήνων σε δύο στρατόπεδα.
Όμως, 25 χρόνια μετά την ίδρυσή του και 18 χρόνια μετά την αναρρίχηση στην εξουσία, οι αλλαγές που έχουν πραγματοποιηθεί είναι δραματικές. Στο διεθνές επίπεδο, όχι μόνο δεν υπάρχει πλέον “σοσιαλιστικό στρατόπεδο” αλλά ο διεθνής καπιταλισμός γνωρίζει μια περίοδο ταχύτατης παγκόσμιας ενσωμάτωσης, της περιβόητης “παγκοσμιοποίησης”. Η αντίσταση των χωρών του Τρίτου Κόσμου και ειδικά εκείνων της Μέσης Ανατολής έχει συντριβεί και η λογική της αγοράς βασιλεύει αδιαμφισβήτητη.
Η ελληνική οικονομία και κοινωνία, ως συνέπεια και της ανόδου του ΠΑΣΟΚ και της αδυναμίας της να επιβιώσει ισότιμα στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει μεταβληθεί σε μια παρασιτική κοινωνία, “ημιδουλοκτητικού χαρακτήρα” (οι μετανάστες εργάτες έχουν αντικαταστήσει σε μεγάλο ποσοστό τόσο την εγχώρια εργατική τάξη όσο και -εν μέρει-την αγροτική εργασία). Τα μισθωτά στρώματα συγκεντρώνονται κατ’ εξοχήν στο δημόσιο, τις υπηρεσίες, τον Τουρισμό.
Τέλος η συγκέντρωση του κεφαλαίου στο λιανεμπόριο και τις υπηρεσίες, οδηγεί σε βαθύτατη κρίση τα μικροϊδιοκτητικά στρώματα. Τέλος, οι συσχετισμοί Ελλάδας – Τουρκίας μεταβάλλονται αρνητικά, όχι μόνον εξ αιτίας της δημογραφικής αλλαγής και της ταχύτερης οικονομικής ανάπτυξης της Τουρκίας, αλλά και εξ’ αιτίας της αναβάθμισης της, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και της μεταβολής της σε περιφερειακό υπο-ιμπεριαλιστικό σταθμό.
Οι συνέπειες αυτών των εξελίξεων υπήρξαν καταλυτικές. Το ΠΑΣΟΚ για να κρατηθεί στην εξουσία μετακινούνταν όλο και περισσότερο προς τα ανώτερα και μεσαία κοινωνικά στρώματα, και σε θέσεις όλο και πιο έντονα φιλοδυτικές και ενδοτικές ως προς την αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας.
Η άνοδος της ομάδας Σημίτη σηματοδοτεί ένα ποιοτικό βήμα ολοκλήρωσης μιας ιστορικής στροφής και οριστικής εγκατάλειψης της αρχικής φυσιογνωμίας του ΠΑΣΟΚ. Το ΠΑΣΟΚ ως η ιδιαίτερη έκφραση της συμμαχίας των “μη προνομιούχων” δεν υπάρχει πλέον. Είναι πλέον ένα κόμμα των νέων μεσοστρωμάτων, των δημοσίων υπαλλήλων και των “διαπλεκομένων”, ενώ τα παραδοσιακά στρώματα που εξέφραζε είτε έχουν περιθωριοποιηθεί και μέσα στο ΠΑΣΟΚ, όπως και στην κοινωνία ή οδηγούνται σε νέες αναζητήσεις. Το νέο αυτό “ΠΑΣΟΚ” είναι έντονα μειοψηφικό, αλλά κατορθώνει να διατηρείται στην εξουσία μέσω της χωρίς ιστορικό προηγούμενο κυριαρχίας του στα “διαπλεκόμενα”, στα ΜΜΕ και την εξασφάλιση της Αμερικανικής προστασίας, μέσω του “εκβιασμού του κενού”.
Πράγματι σε έναν κοινωνικό ιστό στον οποίο κυριαρχούν τα φαινόμενα σήψης, και η έλλειψη συγκροτημένων κοινωνικών υποκειμένων, οι “εκσυγχρονιστές” ηγεμονεύουν μόνο και μόνο από το “φόβο του κενού” και όλο και περισσότερο μέσω της χρησιμοποίησης ενός νέου τύπου φασισμού, του φασισμού του χρηματιστηρίου και των ΜΜΕ. Το “νέο ΠΑΣΟΚ” αποτελεί την ιδιαίτερη ελληνική μορφή του κόμματος-εκφραστή της νέας επικοινωνιακής δικτατορίας των αγορών και του χρηματιστηρίου, που επεκτείνεται σε όλο τον κόσμο και επιβάλλει την ουσιαστική κατάλυση της παλιάς αντιπροσωπευτικής και ανταγωνιστικής δημοκρατίας, με προμετωπίδα το “νέο σύνθημα”: έχεις “δικαίωμα” να πεις τα πάντα, αρκεί να βρεις τα λόγια για να το εκφράσεις και κυρίως το που θα μπορέσεις να τα πεις.
Κατά συνέπεια οι “αγώνες” για την κατάκτηση της ηγεμονίας σε ένα τέτοιο κόμμα είναι πλέον άνευ περιεχομένου, τα ζάρια είναι κάλπικα και η συζήτηση για ιδεολογίες, προγράμματα και άλλα ηχηρά παρόμοια είναι μια απάτη ή στην καλύτερη περίπτωση μια αυταπάτη.
Σε αυτό το περιορισμένο, εξαιτίας της υπόθεσης Οτσαλάν, αφιέρωμα ο Θεόδωρος Ζιάκας, ο Νίκος Καργόπουλος και ο Γιώργος Παπαγιαννόπουλος, αναφέρονται σε ένα εγχείρημα που υπήρξε εν μέρει και δικό τους, ενώ ο Γιώργος Καραμπελιάς και ο Θέμος Στοφορόπουλος αναφέρονται σε δύο περιπέτειες του ΠΑΣΟΚ, την υπόθεση Οτσαλάν και “την υπόθεση Αραφάτ” για την οποία τόσα μυθεύματα ακούστηκαν προσφάτως.