Θα επιθυμούσα να αρχίσουμε με μια διαφορά ανάμεσα στα παλιότερα σου κείμενα, των μέσων της δεκαετίας του ’80, π.χ. και στα πλέον πρόσφατα. Στα παλιότερα, θα έλεγα ότι υπάρχει μία αρνητική στάση έναντι τής Δύσεως. Αντίθετα, στα τελευταία σου κείμενα (έβλεπα τη συνέντευξη σου ατό “Έρουρέμ” πριν δύο χρόνια περίπου), θεωρείς ότι η Δύση είναι ένας βασικά υγιής οργανισμός, σε αντίθεση με την ‘Ελλάδα πού υποφέρει από γεροντική ασθένεια. Δηλαδή πιστεύεις ότι δεν έχει εξαντληθεί το δυτικό υπόδειγμα και ότι απλώς διέρχεται κρίση;
Θα ήθελα να αρχίσω με μία μικρή ιστορία αυτής τής διαφοράς των τοποθετήσεων: Να εκστομίσεις στην Ελλάδα του ’74, τη λέξη “παράδοση” ισοδυναμούσε με παραφροσύνη. Προσωπικώς είχα ήδη αρχίσει από το ’69-70 να μελετώ αυτά τα θέματα. Υπήρχε επείγουσα ανάγκη να αναδειχθεί ο κορμός του προβλήματος πού λέμε “παράδοση” και αν ήταν δυνατόν με τον στερεότερο τρόπο. Αυτό το δουλέψαμε πολλοί μεταξύ τής δεκαετίας ’70-’80 και το αποτέλεσμα ήταν νομίζω θετικό. Όμως, από τη στιγμή πού αναδεικνύονταν η ελληνορθόδοξη παράδοση ετίθετο ένα καινούργιο ερώτημα: Ποιοι ήταν οι λόγοι τής καταρρεύσεως ενός τόσο σημαντικού κόσμου; Και ποίοι είναι οι λόγοι τής αδυναμίας του να προσαρμοσθεί; Οι ίδιοι λόγοι πού το ’89-’90 οδήγησαν στην κατάρρευση τής Σοβιετικής Ενώσεως. Αυτό άνοιξε αμέσως προοπτική για ένα καινούργιο στάδιο μελέτης, μια καινούργια φάση. Ενώ λοιπόν το πρώτο μέρος της εργασίας μου ήταν η ανάδειξη και η περιγραφή της παραδόσεως μας, το δεύτερο ήταν ο εντοπισμός των εσωτερικών προβλημάτων τα όποια οδήγησαν σε κρίση αυτό τον πολιτισμό και σήμερα σε περιθωριοποίηση, εν σχέσει με τον υπόλοιπο αναπτυγμένο κόσμο. Αυτό το διατύπωσα με σαφήνεια στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου μου “Πελεκάνοι Ερημικοί” (1991). Εκεί θέτω το ζήτημα τής μεταλλάξεως μιας μεσαιωνικής κοινωνίας προς αυτό πού ονομάζω “εξατομίκευση” και η οποία ακόμη δεν συνετελέσθη. Συνεχίζω προς την κατεύθυνση αυτή και όταν θεωρήσω ότι θα εξαντληθεί, θα προχωρήσω σ’ ένα τρίτο μέρος πού θα είναι η σύνθεση. Δηλαδή η συγκατοίκηση του μύθου και τής τεχνολογίας στο μέλλον.
Δηλαδή θα πάψει τότε η “ερμηνευτική φάση” την οποία πιστεύεις ότι τώρα χρειάζεται ο ελληνισμός;
Όχι, θα συνεχίσει, αλλά θα περιλαμβάνει πλέον τα στοιχεία τα όποια έχω αποσπάσει ερμηνευτικώς από την παράδοση και τα στοιχεία τα όποια βρίσκω στο σύγχρονο κόσμο, ώστε να ανταποκρίνονται σε μια δυναμική ιστορική. Θα προσπαθήσω να περιγράψω ποιες είναι οι δυνατότητες των οργανικών συνθέσεων, οι όποιες θα επιτρέψουν πλέον σε κοινωνίες, όπως η δική μας είτε ή ρωσική, πού δείχνουν να περιθωριοποιούνται, να ενταχθούν στον σύγχρονο κόσμο. Εκείνο πού με νοιάζει είναι όχι απλώς να ενταχθούν χωρίς να χάσουν το πρόσωπο τους, αλλά να ενταχθούν κερδίζοντας τον καλύτερο τους εαυτό. Αυτό λοιπόν είναι το σχέδιο των μελετών, και προς το παρόν βρίσκομαι στη μέση.
Τώρα το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος: Πώς εκτιμώ τα πράγματα σήμερα στη Δύση. Θεωρώ ότι η Δύση, και κυρίως η Αμερική, αυτή τη στιγμή αναπτύσσει μία ισχυρή δυναμική η όποια μοιραία παρασύρει τη σύνολη ανθρωπότητα. Βρίσκω πώς η Αμερική σήμερα προηγείται με μεγάλη απόσταση από την ευρωπαϊκή Δύση. Στον βαθμό πού η δυναμική αυτή συνοδεύεται και συνδυάζεται με έντονη αυτοκριτική στάση, έχουμε εξαιρετική πνευματική παραγωγή, η όποια νομίζω ότι θα φέρει πολύ θετικά αποτελέσματα. Δεν έχουμε πλέον να κάνουμε μ’ έναν κλειστό χώρο ο όποιος προσδιορίζεται αντιδρώντας σε άλλους χώρους, όπως συμβαίνει μ’ εμάς. Εμείς περιμένουμε τον διαφορετικό από μας για να σχηματίσουμε την ταυτότητα μας- αυτοί σχηματίζουν την ταυτότητα τους με εσωτερικά κριτήρια πού τους παρέχει ο πολιτισμός και υπ’ αυτήν την έννοια είναι εξαιρετικά ανοιχτοί. Μπορεί να φθάσουν στην Δύση σε μεγάλα αδιέξοδα, νομίζω όμως ότι οι πιθανότητες είναι πολύ μεγαλύτερες να φθάσουν σε πολύ παραγωγικές μορφές ζωής και ιστορικότητος, τέτοιες πού δεν τις είχαμε γνωρίσει μέχρι τώρα. Βρίσκω ότι, στον σημερινό κόσμο, έχουν εκλείψει εκείνα τα στοιχεία τα όποια παρασέρνουν την Ευρώπη είτε τις χώρες της Ορθοδόξου περιοχής στο κλίμα μιας συνειδήσεως η οποία διαμορφώνεται απ’ έξω. Δηλαδή, την ταυτότητα μας, οι Ρωμιοί την παίρνουμε κατ’ αντιδιαστολή προς πράγματα τα οποία δεν είμαστε εμείς. Κι αυτό μοιραία οδηγεί τις συνειδήσεις σε μια αδυναμία συνθέσεως ή συλλήψεως πραγμάτων, τα όποια αυτή τη στιγμή συμβαίνουν στην ιστορία και στα οποία, εάν δεν ανοιχτούμε εγκαίρως, μπορεί να χάσουμε οριστικά το τραίνο. Υπό την έννοια αύτη είμαι απολύτως θετικός ως προς την ένταξη στην Ευρώπη. Είμαι γενικώς απολύτως θετικός σε όλες εκείνες τις ιστορικές διεργασίες οι όποιες θα μάς οδηγήσουν σε μια κριτική στάση απέναντι στον ίδιο τον εαυτό μας. Γιατί εμείς οι Έλληνες και γενικότερα οι Ορθόδοξοι, κάθε φορά πού παθαίνουμε κάτι, αντί να κρίνουμε τα γεγονότα και να σκεφθούμε γιατί το πάθαμε, φτιάχνουμε μια “κόκκινη μηλιά” με την οποία “θεραπεύουμε” το πάθημα έσχατολογικά και έτσι δεν μπορούμε να διαμορφώσουμε ιστορικό κριτήριο.
Αυτό σχετίζεται με την παράδοση της Ορθοδοξίας;
Βέβαια, γιατί η παράδοση αύτη, ως παράδοση πού σχηματίζει ταυτότητα κατ’ αντιπαράθεση προς τους άλλους, δεν επιτρέπει στους ανθρώπους να σχηματίσουν από μέσα τους εικόνα του εαυτού τους και τής ιστορικής στιγμής. Όποτε, στην αδυναμία σου να βγεις έξω από εσένα και να κοιταχτείς, δεν μπορείς να κριθείς. Απομένουν τότε εχθροί σκοτεινοί, μασόνοι, σιωνιστές, κι εσύ αναπαύεσαι, γιατί άλλοι θέλουν το κακό σου, ενώ εσύ είσαι ο κάλλιστος των ανθρώπων. Ή πραγματικότητα βεβαίως δεν είναι καθόλου έτσι. Όμως η ζωτική ανάγκη αυτογνωσίας προϋποθέτει κάτι πάρα πολύ απλό: να διαμορφώσουμε κριτήρια για τον εαυτό μας. Ήταν πολύ χειρότερο από την Άλωση το γεγονός ότι δεν κρίναμε ποτέ για ποιο λόγο έπεσε η Πόλη. Το γεγονός ότι ζούμε μεταξύ ενός αναρχούμενου αισθήματος, ενός διαλυμένου κράτους και μιας κοινωνίας, η οποία δεν ξέρει πως να σταθεί, οφείλεται στο ότι έχουμε εξαιρετικά μειωμένη αυτοσυνειδησία. Το μόνο πού καταλαβαίνουμε είναι οι θωπείες. Ξεκινώντας λοιπόν από αποδεδειγμένες ιστορικές αδυναμίες και μελετώντας βεβαίως τα κεκτημένα τής έρευνας, είδα ότι υπήρξε γύρω στον 10ο με 12ο αιώνα μια ιστορική πρόκληση στην οποία δεν απαντήσαμε. Ετέθη τότε το θέμα του ατομικού ανθρώπου σε μας, καθώς διαπιστώνει κανείς, αν συμβουλευθεί έργα πολύ έγκυρα σαν τις Αλλαγές στον βυζαντινό πολιτισμό του Καζντάν, πού εξέδωσε προ διετίας το Μορφωτικό Ίδρυμα τής ‘Εθνικής Τραπέζης. Εκεί ο σημαντικός αυτός ρώσος ιστορικός δείχνει πώς η βυζαντινή κοινωνία, από πλευράς κοινωνικής, οικονομικής και πνευματικής, είχε θέσει νωρίτερα από τη Δύση αυτά τα προβλήματα, αλλά δεν μπόρεσε η ίδια ν’ απαντήσει, και όταν, μετά το 1160, ήρθε η ώρα της Δύσεως, εκείνη προχώρησε ακάθεκτη. Ξέρουμε από την έρευνα ότι το θέμα είχε απασχολήσει τους διανοουμένους των τελευταίων αιώνων του Βυζαντίου. Αλλά εκείνοι δεν έδιναν πια απαντήσεις. Έλεγαν: “Για τις αμαρτίες μας παθαίνουμε”. Όταν έλεγαν αμαρτίες, εννοούσαν ότι το βράδυ έβγαζαν τα ρούχα για να κοιμηθούν και ότι πήγαιναν σε εβραίους γιατρούς. Όταν πάλι ο Βησσαρίων πρότεινε στον αυτοκράτορα να στείλουν λιγοστούς νέους στην Ιταλία, για να σπουδάσουν μεταλλουργία, ναυπηγική κ.λπ., ή απάντηση ήταν: “Εμάς δεν μας ενδιαφέρουν αυτά: αυτά είναι για βαρβάρους. Μας ενδιαφέρουν οι ρητορικοί τρόποι του Αίλιου Αριστείδου”. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα χάθηκε ένα παιχνίδι, του οποίου διαφορετική έκβαση θα οδηγούσε ενδεχομένως σε μια άλλη διάσταση τής ατομικότητος στην Ανατολή, η οποία θα έφερνε με τη σειρά της πολύ πιο ισορροπημένη εξέλιξη στά ιστορικά πράγματα. Αλλά το 1204 η υπόθεση έκλεισε.
Το ερώτημα είναι, αν σήμερα μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η εξέλιξη θα έρθει και πάλι από τη Δύση και ιδιαίτερα από την Αμερική. Δηλαδή ως αυτομεταρρύθμιση, η οποία θα πραγματοποιηθεί στο εσωτερικό τής Δύσης, ή θα υπάρξει μια σύνθεση, στο βαθμό που έχουμε και μετατόπιση του οικονομικοί κέντρου. Δηλαδή έχουμε ένα μοντέλο κυρίαρχο, το δυτικό, αλλά την ίδια στιγμή στο υλικό – οικονομικό πεδίο, εκεί δηλαδή πού κυριάρχησε στο παρελθόν η Δύση, έχουμε πλέον – πράγμα που δεν νομίζω ότι η πρόσφατη κρίση θα το αναιρέσει -μία ανάδυση της Άπω Ανατολής. Ένα δεύτερο στοιχείο είναι η αδυναμία των λαών αυτών πού συμβατικά λέγεται Τρίτος Κόσμος να αποδεχτούν την δυτική νοοτροπία. Ναι μεν δανείζονται τον τεχνικό πολιτισμό, αλλά ταυτόχρονα αποκρούουν την νοοτροπία-φιλοσοφία που τον παράγει! Μήπως τελικά το αίτημα μιας σύνθεσης στον 21ό αιώνα θα είναι πιο κοντά από ότι στο παρελθόν, ακριβώς γιατί δεν θα είναι μονοδιάστατη η παγκόσμια ισχύς, οπότε τεράστιοι ενδιάμεσοι χώροι θα λειτουργήσουν πάλι σε μια δυναμική σύνθεσης Ανατολής και Δύσης; Στην δυναμική αύτη πού θα έχει υλικό περιεχόμενο, θα έπανεργοποιηθεί σε ορισμένο βαθμό το αρχαίο δράμα (δηλ. η Ελλάδα είχε μια Ανατολή και μια Δύση ανάμεσα στις οποίες μπόρεσε να κινηθεί).
Θα ήθελα να τονίσω το εξής: Ο σημερινός δυτικός πολιτισμός δεν διεκδικεί μονοπωλιακά τίποτα –αυτό το βλέπουμε στην τέχνη ή την επιστήμη του. Είναι εξαιρετικά ανοιχτός. Η σύγχρονη αμερικάνικη κοινωνία είναι μία κοινωνία, ή οποία ακριβώς υπολογίζει Ιδιαίτερα το στοιχείο τής συνθέσεως και γι’ αυτό παρουσιάζεται τελευταίως το φαινόμενο της δημιουργίας αστικών στρωμάτων εγχρώμων, πού έφερε μία κοινωνική ισορροπία, στην όποια οφείλεται η σημερινή ακμή τής Αμερικής. Η ιδέα μας, για τον δυτικό πολιτισμό, θα είναι εντελώς άστοχη αν θεωρήσουμε ότι διέπεται από μονομέρεια. Επειδή ο πολιτισμός αυτός βασίζεται στην ιδέα ενός αυτοσυνειδήτου ανθρώπου, έχει εγκαταλείψει τον ομαδισμό παλαιού τύπου και προχωρεί σε κοινωνίες ευθύνης και πολιτών, ήτοι, προσδιοριζόμενων ανθρώπων με εξελιγμένη κοινωνική συνείδηση. Ο πολιτισμός αυτός έχει ένα πλεονέκτημα έναντι των άλλων: Ότι μόνος μετά τον 14ο-15ο αιώνα έφερε στην επιφάνεια ένα γεγονός άγνωστο στους υπολοίπους λαούς της Γης, το όποιο είχε προετοιμασθεί κατά βάση στην Αρχαία Ελλάδα και εν τινι μέτρω στα μεσαιωνικά χρόνια με τον χριστιανισμό. Ποιο γεγονός; Τον άνθρωπο ο όποιος διαθέτει εσωτερικά κριτήρια να κοιταχθεί και να καταλάβει τον εαυτό του.
Δεν είναι φιλολογικό το ζήτημα. Για να το πω απλούστερα: Η γνώση, χονδρικά μέχρι τον Γαλιλαίο, βασιζόταν στην ομοιότητα της σκέψεως μας με την εικόνα που είχαμε για τον Κόσμο, τον Θεό κ.τ.λ. Με τον Γαλιλαίο ή επιστήμη καταργεί την αρχή της ομοιότητος και εισάγει μια γνώση αφαιρετικής διανοήσεως, την γνώση του άνθρωπου της εσωτερικότητος. Επομένως η μεγάλη εκτίναξη της επιστήμης και της τεχνολογίας βασίζεται σ’ ένα τύπο ανθρώπου αγνώστου μέχρι τότε. Αυτός ο τύπος ανθρώπου ο όποιος μπορεί να κατακτήσει το πάν, προσφέρει τα προϊόντα του κυρίαρχου τώρα μεγέθους του σε λαούς οι όποιοι τα προσλαμβάνουν ως μέσα, δεν έχουν όμως τις νοοτροπίες οι οποίες θα τους καταστήσουν παραγωγούς και πρωτεργάτες, μηδέ της Ιαπωνίας εξαιρουμένης. Υπό την έννοια αύτη, η οικονομική έκρηξη στις χώρες της Άπω Ανατολής οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι οι Δυτικοί ιδρύουν εκεί μεγάλες παραγωγικές μονάδες, λόγω φθηνών ημερομισθίων και εξαιρετικών εργασιακών συνθηκών οφείλεται όμως και η κρίση στον ίδιο λόγο: Η ίδια η παράδοση που τους κάνει εργατικούς, δεν τους επιτρέπει να καταναλώνουν. Όπως είδαμε πρόσφατα, το Ιαπωνικό κράτος δίνει τώρα στους εργαζομένους μία επιπλέον ημέρα αργίας και μια επιταγή, η οποία να μην αποταμιεύεται αλλά να πρέπει να ξοδευτεί, για να εθισθούν οι άνθρωποι στην κατανάλωση. Τι σημαίνει λαοί πού αρνούνται την κατανάλωση; Σημαίνει ότι είναι λαοί πού περιμένουν τη σωτηρία τους από τον άλλον κόσμο. Οι καταναλωτικοί λαοί της Δύσεως περιμένουν τη σωτηρία τους εδώ και τώρα. Πίσω από την πραγματικότητα του πολυκαταστήματος βρίσκεται ή πίστη του ανθρώπου ότι κερδίζει την σωτηρία του και μέσα από την υγεία του και από την καλοπέραση του. Και μέσα από την ελευθερία του να το πραγματοποιήσει. Για να φθάσουν εδώ οι λαοί της Άπω Ανατολής πρέπει να υποστούν εκχερσώσεις βαθύτατες πού χρειάζονται χρόνους και χρόνους. Και οι μεν ορθόδοξοι είμαστε χριστιανικοί λαοί, έχουμε δηλαδή πολλά κοινά σημεία με τη Δύση δεν ισχύει το ίδιο για λαούς με πολιτισμούς υπερβατοκρατικούς, οπού τα προβλήματα είναι τεράστια. Εκεί οι συνθέσεις θα είναι δημιουργίες ρωμαλέες, όταν έρθει η ώρα τους!
Τι κοινό έχουμε οι χριστιανικοί λαοί; Το κήρυγμα τής Αγάπης δεν επέτρεψε στον χριστιανισμό να, ύπαρξη ως κοινωνικό κίνημα. Ο χριστιανισμός υπήρξε καθαρώς θρησκευτικό κίνημα. Η Αγάπη ήταν το στοιχείο εκείνο πού έθεσε με τρόπο ριζικό το αίτημα της εξατομικεύσεως στην Ιστορία. Αν ο χριστιανισμός δεν έριχνε όλο το βάρος στην Αγάπη και στη σωτηρία της ψυχής μέσα από την Αγάπη, δεν θα είχαμε την καλλιέργεια του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου, σε βαθμό ώστε μετά να αναπτυχθεί αυτόνομα. Στα Ευαγγέλια καταργούνται όλες οι διακρίσεις -ούτε φτωχοί, ούτε Εβραίοι- παραμένει εν τούτοις η διάκριση που λέει: “πολλοί είναι οι κλητοί, λίγοι όμως οι εκλεκτοί στον παράδεισο”. Επομένως, στο ψυχικό ποιόν υπάρχει διαφορά. Αυτό το διαφοριστικό ψυχικό ποιόν μετεβλήθη κατά τους Μέσους αιώνες σε χριστιανικό πολιτισμό, ο οποίος έδωσε στη Δύση ως καρπό έναν καινούργιο τύπο ανθρώπου, με σαφή εσωτερική ζωή. Επομένως, εάν μιλήσουμε για μια ιστορική προοπτική, η σύνθεση δεν θα είναι απαίτηση της Δύσεως αλλά ζωτική ανάγκη όλων ημών των άλλων. Σ’ αυτούς τους άλλους άνηκε ο Μεγάλος Πέτρος, ο Πούσκιν, ο Ντοστογιέφσκι), ο Γκόγκολ.
Θα υπάρξει ασφαλώς μία συνθετική κίνηση. Δεν μπορεί όμως κανείς εύκολα να προβλέψει τους δρόμους της μακρόχρονης αυτής προοπτικής. Πολύ δύσκολα μπορούμε από τώρα να φαντασθούμε πώς θα δημιουργήσουν διέξοδο τόσο διαφορετικές ψυχοσυνθέσεις. Για μας το πράγμα δεν είναι ακατόρθωτο. Είναι ωστόσο πάρα πολύ δύσκολο, διότι έχουμε μια έσχατολογική θεώρηση για τα πράγματα, αλλά το μυαλό μας δεν χωρεί την Ιστορία. Είναι εκείνο πού μας κάνει να πιστεύουμε και να μη σκεπτόμαστε. Το γεγονός ότι ακόμα εξακολουθούμε να σκεπτόμαστε συναισθηματικά, άρα να είμαστε ανίκανοι να φτιάξουμε κάτι στέρεο, οφείλεται σε μια θρησκευτική παράδοση, η οποία πολύ συχνά εννοεί ατροφικά να υπάρχει. Επομένως είναι ζωτικής σημασίας να γνωρίζουμε πόσο μεγάλη παράδοση έχουμε, αλλά επίσης να γνωρίζουμε ποια είναι τα στοιχεία της, τα όποια δυσχεραίνουν την είσοδο μας στην Ιστορία. Είναι παρά πολύ σημαντικό να ανανεωθεί η σχέση μας μ’ αυτήν την παράδοση, αν ενδιαφέρει να μην πάθουμε ο,τι έπαθαν στη Ρωσία. Στη Ρωσία πήγε να ανανεωθεί η πνευματική τους παράδοση, υπό μορφήν κομμουνισμού, να έρθει ο άλλος κόσμος επί της Γης, ως υλικά μέσα, κι αυτό εξελίχθηκε στά Γκουλάγκ.
Δεν είναι τυχαίο ότι όλα τα κομμουνιστικά πειράματα έγιναν σε δύο τύπους κοινωνιών, σε ορθόδοξες και κομφουκιανές.
Βεβαίως. Ο Κομφουκιανισμός είναι η ομαδική πλευρά του Βουδισμού, ενώ το Ζέν (εισαγωγή από την Κίνα στην Ιαπωνία) είναι ατομική θεώρηση. Η κομφουκιανή βόρειος Κίνα υποστήριξε τον Μάο Τσέ Τουνγκ η ζενική νότιος Κίνα ηττήθηκε. Αλλά τώρα ακριβώς έρχεται το Ζέν να προσφέρει στην Ιαπωνία την βοήθεια του. Παρόμοια ισχύουν και για την Ορθοδοξία, με τα έσχατολογικά της οράματα, πού σώζουν τελικά στην ψυχή μας τον Μύθο. Το πιο δυνατό στοιχείο της δικής μας παραδόσεως είναι ότι μέσα της σώζεται ο Μύθος. Σώζεται με άγριο τρόπο, πρωτόγονο, αλλά είναι εξαιρετικής σημασίας για έναν πολιτισμό, όπως ο δυτικός, πού έχει ζωτική ανάγκη τον Μύθο. Είναι ο Μύθος το δικό μας “εξαγώγιμο προϊόν”! Όποτε το “εισαγόμενο” πρέπει να είναι κάτι πού, χωρίς να τσαλακώνει τον Μύθο, στερεώνει εμάς τους “ίδιους διαφορετικά. Δηλαδή, είναι θέμα πού δεν εξαντλείται μόνο με στοιχεία εξωτερικών δεδομένων είναι το θέμα τής Παιδείας, το θέμα τής ανανεώσεως τής ίδιας της Εκκλησίας, ενός έπαναπροσανατολισμού της στην ιστορική ζωή, για να μην μεταβληθεί σε γραφικό απλώς στοιχείο. Διότι, όσο συμπαθητικά βεβαίως να είναι τ’ ανέκδοτα, καθ’ εαυτά δεν αποτελούν λόγο ακέραιο αλλά συνενοχή εις αμηχανίαν.
Το ερώτημα είναι αν οι Νεοέλληνες έχουν ομαδική νοοτροπία. Αντιθέτως μου φαίνεται ότι στο επίπεδο της συμπεριφοράς είναι τα πιο ατομοκεντρικά άτομα στη Δύση.
Ωραία ερώτηση! Δεν είναι μόνο οι Νεοέλληνες, αλλά αν θα πάμε στους Ιρακινούς, στους Τούρκους και σ’ όλον αυτόν τον κόσμο τής εγγύς Ανατολής, θα συναντήσουμε τρομακτικούς εγωισμούς. Προσοχή όμως! Όταν λέμε “άτομο”, δεν εννοούμε κατ’ ανάγκην τον εγωκεντρικό, αλλά έναν άνθρωπο με αυτοσυνείδηση, όχι σώνει και καλά τον εγωιστή. Από τα αρχαία χρόνια υπάρχει αυτό πού λέμε “ανθρώπινος εγωισμός”. Αυτός ο εγωισμός γίνεται τόσο χειρότερος, όσο πιο ομαδικός είναι ο άνθρωπος. Υπό ποια έννοια; Υπό την έννοια ότι η ομάδα δεν παραχωρεί σε παραπάνω από έναν τη διάκριση. Είτε από τον Αχιλλέα ξεκινήσουμε, είτε διαβάσουμε χρονογράφους του Βυζαντίου, είτε φθάσουμε στα κολοκοτρωναίικα, είμαστε υποχρεωμένοι να το δούμε αλλιώς. Όταν χρησιμοποιούμε λοιπόν των όρο “ατομισμός”, όταν μιλάμε για άτομο με συνείδηση του εαυτού του, εννοούμε μάλλον έναν αυτοδύναμο άνθρωπο και όχι εκείνον πού ό,τι βάλει στο μυαλό του θέλει να το πραγματοποιήσει. Απλώς, έχοντας στην Ελλάδα αντιπαραθέσει φρασεολογικά το “εμείς” και το “εγώ”, ταυτίζουμε αμέσως το άτομο μ’ έναν ξέφρενο εγωισμό. Όχι ότι δεν έχει κάθε άτομο τον εγωισμό του. Ασφαλώς. Αλλά είναι πιο άγριος ο εγωισμός πού προκαλεί τον φθόνο. Στην ‘Ελλάδα, ο εγωισμός οφείλεται στο “γιατί εσύ κι όχι εγώ;” Αυτό έχει να κάνει με το ψυχικό υπόστρωμα που μία κλειστή κοινωνική ομάδα δημιουργεί στον άνθρωπο, ο όποιος δεν μπορεί να καταλάβει τον εαυτό του παρά εάν μόνο αυτός δικαιωθεί στους κόλπους της. Άλλο το “εγώ επιβεβαιώνομαι στον εαυτό μου”, όπου επιτρέπεται αίσθημα ευθύνης και αναγνωρίσεως λάθους και άλλο ο εγωισμός του “πάση Ουσία πρέπει να με δουν οι άλλοι μοναδικόν”, που αποτελεί ελληνικό και μεσανατολικό φαινόμενο. Εάν ξεκαθαρίσουμε αυτή την έννοια, θα καταλάβουμε καθαρότερα. Θα δούμε για ποιόν λόγο ο ανατολίτικος εγωισμός είναι τυραννικός, ενώ ο άλλος εγωισμός είναι εγωισμός με την παθολογία του ίσως και τη νοσηρότητα του, αλλά συνιστά ταυτοχρόνως και ειδική θεραπευτική. Η ειδική αυτή θεραπευτική είναι μια καθαρή σχέση με την αλήθεια.
Στη Δύση όμως αύτη τη στιγμή δεν έχουμε μία αποσύνθεση; Παραδείγματος χάριν, στη Νέα Υόρκη, σχεδόν το 50% των οικογενειών είναι μονοπρόσωπες οικογένειες, δηλαδή η μητέρα μόνη της με τα παιδιά.
Στην Δύση. αυτή την στιγμή, δεν έχουμε ακριβώς αποσύνθεση αλλά έντονη χαλάρωση των οικογενειακών δεσμών, κυρίως όπου επικρατεί το προτεσταντικό πνεύμα. Γιατί ο καθολικισμός επιμένει στην οικογένεια. Ποια είναι η σημαντική ιδιομορφία για τον ερευνητή στην προκειμένη περίπτωση; Ο θεωρητικός εισηγητής αυτού που ονομάζουμε εμείς σήμερα διάλυση του οικογενειακού πυρήνος, ταυτίζεται με έναν κατεξοχήν θρησκευτικό παράγοντα στις χώρες αυτές. Γιατί δεν παρουσιάζεται μόνο στην Αμερική το φαινόμενο, αλλά και στη Σουηδία, και στη Δανία. Πρόκειται για δημιούργημα του πουριτανισμού. Ο πουριτανισμός κατά τη νοοτροπία μας απηχεί την πιο συντηρητική έκφραση τού προτεσταντισμού, όμως όταν ήταν στην ακμή του απετέλεσε μαζί με τον ευσεβισμό μεγάλο κίνημα κοινωνικής ανανεώσεως, οπότε εθέσπισε την αρχή να φεύγει το παιδί από το σπίτι στα 16 του, για να μπορεί να έχει την δυνατότητα της δικαιώσεως με τα ίδια του τα μέσα. Αντί να είναι δηλαδή το παιδί το οποίο χαρτζιλικώνει ο Έλληνας γονιός μέχρι τα 30 του, και πού θα τού προσφέρει ο συγγενής ζεστασιά την ώρα της ανεργίας, έπρεπε από τα 16 του να μάθει τον εαυτό του. Με βαρύ πολλές φορές τίμημα. “Αν οι κοινωνίες αυτές θέλουν να επιβιώσουν, θα πρέπη να βρουν αρμονική λύση στο δίλημμα του ατόμου και τής κοινότητος. Όπως ξέρουμεέχουν πολύ υψηλή συνείδηση της ομάδος και γι’ αυτό ζουν το κοινοτικό σύστημα έντονα. Τι έχει γίνει όμως; Στη διάρκεια των τελευταίων 100 ετών και στην ανάγκη τους να σπάσουν τους παραδεχόμενους τύπους, πού κρατούσαν αγκυλωμένους τους ανθρώπους σε άδειες μορφές τής ζωής, επέλεξαν την ωμή ειλικρίνεια. Γι’ αυτούς πια δεν ισχύει να έχεις οικογένεια και να μισείς τον ομόζυγο, αλλά να πρέπει να είστε μαζί επειδή το θέλετε.
Ισχύει όμως για τους καθολικούς.
Ο καθολικός θα ήθελε να είναι απόλυτος. Να μένη στον ένα γάμο, ενώ η ορθόδοξη Εκκλησία σου δίνει δικαίωμα για τρεις. Μ’ όλα ταύτα η ηθική της ελευθερίας και της ειλικρίνειας οδήγησε στην αμερικανική ευκολία του διαζυγίου, σε μιάμιση ώρα παίρνεις το διαζύγιο σου και φεύγεις. Και αυτό πάλι οδήγησε με τη σειρά του στην σημερινή χαλάρωση, η όποια όμως δεν είναι κάτι επιδιωκόμενο, είναι η συνθήκη ενός λαού, ο όποιος γεύεται τους καρπούς μιας μεγάλης εκρήξεως πού τον φέρνει συνεχώς απέναντι στην ευθύνη. Όλα τα προηγούμενα οδηγούν ή σε απόλυτη αποσύνθεση και αναρχία ή σε μεγάλο αίσθημα ευθύνης, διότι πια είσαι εσύ μόνος με τον εαυτό σου. Εκεί παίζεται το στοίχημα της Αμερικής. Η Ευρώπη βρίσκεται ακόμη στον ζυγό του τύπου. Εάν η Ευρώπη κινδυνέψει, θα κινδυνέψει διότι η παράδοσή της έχει καταντήσει βραχνάς, γιατί δεν έχει την ελευθερία και την άνεση να αντιμετωπίζει τους τύπους με την ελευθερία και την άνεση πού τα αντιμετωπίζει ο Αμερικανός. Από την άποψη αυτή θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι η υπόθεση Κλίντον, όπως και η υπόθεση Νίξον, δύο επιτυχημένων προέδρων, οι όποιοι υπέστησαν αυτά πού υπέστησαν, δείχνει μια σαφή υπεροχή της αμερικανικής κοινωνίας. Μένουμε συνήθως στην γελοιότητα τής ηθικολογίας, στην οποία όμως απήντησε η αμερικανική κοινωνία με τις δημοσκοπήσεις αμέσως. Παραβλέψαμε, ωστόσο, κάτι πολύ σημαντικό. Ότι ο πρόεδρος Κλίντον παρεπέμφθη για ψευδορκία και για παρεμπόδιση της δικαιοσύνης, κατηγορήθηκε δηλαδή ότι έκανε κατάχρηση των δικαιωμάτων του προέδρου. Αυτό τι σημαίνει; Σημαίνει πώς η αμερικανική κοινωνία, που ταυτίζει θεσμικά με το Κράτος τον Πρόεδρο, έχει την απαίτηση από το Κράτος να συμπεριφέρεται σαν σωστός άνθρωπος. Αυτό δίνει κατ’ εμέ ένα προβάδισμα εκατό χρόνων των ΗΠΑ έναντι της Ευρώπης. Ότι δηλαδή ζητείται για πρώτη φορά ηθικός λογαριασμός από το Κράτος.
Το πρόβλημα στην Αμερική είναι μία άρρωστη σχέση με την κατανάλωση;
Ας πάρουμε την κατανάλωση στην Ελλάδα, πριν φτάσουμε στην Αμερική. Μετά το ’74, είχαμε μία καταναλωτική έκρηξη, η οποία μάλιστα, όποτε υπήρχαν κίνδυνοι πολέμου, έπαιρνε τον πιο κωμικό χαρακτήρα. Όποτε ο άνθρωπος ανακαλύπτει άγνωστες γι’ αυτόν πηγές απολαύσεως, ώσπου να φτάσει σε νέα ψυχική ισορροπία περνάει ένα χρονικό διάστημα. Δηλαδή όταν ανακαλύπτει κρυμμένα στοιχεία του ψυχισμού του. Οι δυτικές κοινωνίες, ανακαλύπτοντας το άτομο, άρχισαν να ανακαλύπτουν μέσα τους σκοτεινές περιοχές των επιθυμιών, τις όποιες όμως σύν τω χρόνω θα φωτίσουν.
Θα τις φωτίσουν όπως παρουσιάζονται ή σε μία νέα σύνθεση; Αυτό πού νιώθω εγώ είναι ότι στην Αμερική, πράγματι, όλα τούτα ισχύουν, όμως οδηγείται στον εργαλειακό ορθολογισμό.
Ναι, αλλά δεν είναι η Δύση πλήρως ορθολογισμός. Ο ορθολογισμός είναι ένα μεγάλο ρεύμα στον πολιτισμό της.
Έχω την αίσθηση ότι είναι κυρίαρχο.
Όχι κατ’ ανάγκην. Ένα απλό παράδειγμα είναι οι αρχές της αβεβαιότητος στη Φυσική. Δεν υπάρχει εκεί αιτιοκρατικός ορθολογισμός, υπάρχει απροσδιοριστία. Επίσης το θεώρημα του Γκαίντελ (καμία λογική πρόταση δεν θεμελιώνει τον εαυτό της), θεμέλιο των σύγχρονων μαθηματικών. Αφήνω το υποσυνείδητο στην ψυχανάλυση, φιλοσοφίες όπως του Χάιντεγκερ, τις τέχνες τους και ιδίως τη σύγχρονη μουσική, με πρώτο το αμερικανικό τραγούδι.
Θα έλεγα ότι, στον 20ό αιώνα η καθημερινότητα γίνεται όλο και πιο πολύ μηχανική. Υφίσταται ένας αυτοματισμός στον όποιο θα πρέπει ουσιαστικά να προσαρμόζονται οι άνθρωποι. Νιώθει δηλαδή κανείς ότι, εν τέλει, το βάρος των μηχανών και την ίδια στιγμή η αμφισβήτηση τους στο πεδίο τής επιστήμης ή της φιλοσοφίας, γίνεται όλο και πιο μεγάλη.
Αυτό σημαίνει πώς η κοινωνική πρωτοπορία βάζει διαρκώς σε τάξη ότι οι μεγάλες μάζες δεν μπορούν. Είναι υγιής η λειτουργία.
Σκοπός λοιπόν είναι ο εκσυγχρονισμός μας, ο εκδυτικισμός;
Είναι πρώτα η αυτογνωσία. Εκείνη θα μας επιτρέψει να προσλάβουμε ώριμα ο,τι έχουμε ανάγκη. Είναι πρώτα η αυτοσυνείδηση. Δηλαδή, η δυνατότητα μιας κριτικής ματιάς με την έννοια ότι βλέπουμε απ’ έξω τα πράγματα και όχι μέσα από το αίσθημα μας. Απ’ έξω και όχι από το συναίσθημα του εαυτού μας.
Μία τέτοια κατεύθυνση σε τι θα διέφερε από το δυτικό πρότυπο;
Στο βαθμό που στον εξατομισμό μας θα διατηρούσαμε τον Μύθο, η παρουσία μας στον σύγχρονο κόσμο θα ήταν εξαιρετικά εποικοδομητική. Στο βαθμό δηλαδή, πού θα έπαιρνε θέση μέσα στην ανθρωπολογική μας υπόσταση ο τεράστιος εσχατολογικός μύθος πού θρέφει την ορθόδοξη παράδοση. Αυτό προϋποθέτει, βεβαίως, τεράστια ζύμωση. Σημαίνει μυθιστορήματα, ποιήματα, μουσικά έργα, επιστημονικούς προβληματισμούς, παιδεία σημαίνει συνείδηση εθνικού στόχου -όχι απλώς μείωση του πληθωρισμού- πνευματικού σκοπού, τον όποιο υπηρετούν όλοι οι συντελεσταί της πνευματικής ζωής. Αυτό επεχείρησαν τον 19ο αιώνα στη Ρωσία. Γιατί αγαπούν στην Δύση τον Ντοστογιέφσκι; Γιατί ακριβώς έφερνε το ψυχικό βάθος τού χριστιανικού μύθου σ’ έναν πολιτισμό ο όποιος δεν το χε πάντα εύκαιρο και δίπλα του. Η λατρεία των δυτικών για τη ρωσική λογοτεχνία βεβαιώνει ότι θα αγκαλιάσουν με θέρμη έναν πολιτισμό, ο όποιος φέρνει ολοζώντανο το στοιχείο τού μύθου, δηλαδή την πνοή ενός καθαρού αισθήματος πέρα ιδεολογιών και συναισθημάτων.
Ο Μύθος δεν είναι παραμύθι· είναι σκέψη προ-λογική και υπέρ-λογη και για να αποκτήσει δραστικότητα πρέπει να απόκτηση αμεσότητα, την οποία αυτή τη στιγμή δεν μπορούμε να διανοηθούμε. Πρέπει δηλαδή να μεταφυτευθή στο εύφορο έδαφος τού ζωντανού νοήματος και αυτό στην εποχή μας βρίσκεται στα πεδία τής σκέψεως και της τεχνικής. Εκτός μεταφυτεύσεως ο Μύθος αργεί. Επομένως χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε κατεπειγόντως το πρόβλημα ως έχει και η πνευματική ηγεσία να δούλεψη σκληρά προς αυτήν την κατεύθυνση. Πού σημαίνει ανοιχτά ματιά προς το ιστορικό παρελθόν, ανοιχτά μάτια στη σημερινή πραγματικότητα. Ότι αυτή τη στιγμή σχεδόν όλα τα πρότυπα τα παίρνουμε από την Ευρώπη και την Αμερική, σημαίνει ότι δεν στερούνται κι εκείνοι αισθήματος. Αυτό το οποίο στερούνται ως ένα βαθμό είναι ο ζωτικός Μύθος. Ο Μύθος είναι τρόπος ψυχής, η όποια δεν έχει άμεση σχέση με την πραγματικότητα. “Αν δουλέψει ο νεοελληνικός πολιτισμός προς την κατεύθυνση ενεργοποιήσεως του Μύθου, η συμμετοχή μας στην Ευρώπη θα έχει θετικό νόημα και για τους εταίρους. Δεν είναι οι Ευρωπαίοι στυγνοί ορθολογισταί. Εν τοιαύτη περιπτώσει δεν θα είχαν μουσική, δεν θα είχαν ποίηση, δεν θα είχαν ζωγραφική. Ποιος τολμά να διανοηθεί ότι δεν έχουν; Εκείνο το όποιο, μέσα στην αυστηρή οργάνωση της ζωής, ξεθώριασε -όχι ότι λείπει, αλλά ξεθώριασε- είναι ο Μύθος. Δηλαδή ένας τρόπος ζωής κι ένα βαθύ βίωμα του χρόνου, πέραν τής ιστορικής πραγματικότητος. Αυτό μπορεί να είναι ολέθριο, όπως τώρα το ζούμε μπορεί όμως να είναι ανάσα ζωής για έναν λαό, ο όποιος την ώρα πού μπαίνει στην Ιστορία αποφασίζει να μην αφήσει τον Μύθο. Σήμερα πληρώνουμε τις αμαρτίες ενός Μύθου πού δεν έχει γίνει ζωή, ενός απολιθώματος πού στο βάθος του κρύβει πυρηνικές δυνάμεις. Γιατί ο Μύθος δημιουργεί τις αξίες της ζωής. Αυτή τη στιγμή αντιπαραθέτουμε μιαν ιδεολογία στη Δύση: δεν αντιπαραθέτουμε μία καθαρή ψυχή που αναβρύζει από το μυθικό κέντρο μιας παραδόσεως, η όποια αισθανόταν ανέκαθεν άβολα μέσα στα καθημερινά πράγματα.
Το ερώτημα μου σε σχέση με την κατάσταση του σημερινού πολιτισμού είναι κατά πόσο η σχέση των ανθρώπων μ’ αυτό πού ονομάζουμε “ανάπτυξη” έχει καταντήσει υποδούλωση σ’ έναν μηχανισμό τον όποιο οι ίδιοι οι δημιουργοί του, υποχρεώνονται να τον υπηρετούν χωρίς να μπορούν να ξεφύγουν.
Θα μπορούσα να απαντήσω ότι ήδη εδώ και 30 χρόνια έχει αρχίσει στην Αμερική μια μεγάλη συζήτηση για το θέμα της συνειδήσεως, εξαιτίας του ζητήματος της τεχνητής νοημοσύνης. Συζήτηση επιστημονική και φιλοσοφική, διότι, ως γνωστόν, δεν είναι μόνο τεχνολογικώς η Αμερική πρώτη αυτή τη στιγμή, είναι σε όλα τα πεδία. Στη θεωρία, ας πούμε, απέχει από την υπόλοιπη υφήλιο αισθητά. Το συμπέρασμα, λοιπόν, στο όποιο οδηγούνται εκεί μελετώντας ακριβώς τα προβλήματα τής τεχνητής νοημοσύνης, είναι ότι η συνείδηση δεν μπορεί να μηχανοποιηθεί. Εμφανίσθηκε στην αρχή κυριαρχικά μια τάση ερευνητών οι όποιοι υπεστήριζαν ότι θα φτάσουμε σε ρομπότ, τα όποια θα είναι όπως οι άνθρωποι. Σήμερα το αντίθετο ρεύμα μπορεί να δείξει, με την πειστικότητα, την αμεσότητα και την απλότητα πού θέλει ο Αγγλοσάξωνας, ότι η συνείδηση δεν μπορεί να μεταγραφεί μηχανικά. Ότι πρέπει να κατανοηθεί ως μεταμορφωτική αυθυπέρβαση τού ίδιου του εγκεφάλου. Αυτό είναι πλέον για την επιστήμη ένα θεμελιώδες στοιχείο. Όταν λοιπόν μία κοινωνία πορεύεται πνευματικά σε τέτοιο επίπεδο, είναι βέβαιο ότι αντιμετωπίζει πολύ ζωντανά, καθόλου υποταγμένα το προβλήματα. Σήμερα, η πιο προηγμένη μορφή σκέψεως στην Αμερική έχει να κάνει με τα θέματα της Ηθικής, του Προσώπου και της Ταυτότητας διότι ακριβώς η τεχνολογική κοινωνία τους τα θέτει με τρόπον οξύ. Ο τρόπος τους δεν έχει καμία σχέση με την ευρωπαϊκή ηθικολογία. Είναι δυστύχημα ότι στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή μεταφράζουμε μόνο έργα από την Ευρώπη, ότι δεν συγκεντρώνουμε και στο πνευματικό πεδίο δολάρια. Μια πιο πλατιά ματιά θα μας βοηθούσε να καταλάβουμε τα πράγματα καθαρώτερα και να προχωρήσουμε στέρεα σε αναγνώριση του δικού μας εσωτερικού τοπίου. Από τη στιγμή πού το τοπίο αυτό αρχίζουμε να το αναγνωρίζουμε, μπορούμε να υπολογίζουμε στο μέλλον.
Ας έρθουμε σ’ αυτό. Λές ότι, 800 χρόνια πριν, είχαμε μία ρήξη γιατί κατά βάθος το Βυζάντιο δεν μπόρεσε να μετεξελιχθεί. Πώς το εννοείς;
Η επιστήμη θεωρεί ότι το μεγάλο εμπόδιο για τη βυζαντινή μετεξέλιξη ήταν ο θεοκρατικός χαρακτήρας της βασιλείας. Ο όποιος αποτελούσε μεταφορά του θεοκρατικού χαρακτήρος των ελληνιστικών βασιλείων. Όταν υπαγόρευσε ο Μέγας Κωνσταντίνος στον χριστιανό ιστορικό Ευσέβιο, πώς θα είναι η συγκρότηση τού κράτους, στηρίχθηκε στον θεοκρατικό τύπο της εξουσίας. Αυτό σύν τω χρόνω ταυτίσθηκε στις συνειδήσεις συμβολικά με το ίδιο το κοσμοείδωλο. Ρίζωσε τόσο βαθειά ο τύπος αυτός της εξουσίας, ώστε από το πλήθος των κατά καιρούς στασιαστών όλοι ήθελαν να γίνουν αυτοκράτορες -δεν ζήτησε κανείς τους να αλλάξει κάτι άλλο. Η απόλυτη εξουσία του Βυζαντινού κράτους, δόθηκε μια ιστορική ευκαιρία να σπάσει. Και αυτή ήταν η Λατινοκρατία. Επί Λατινοκρατίας δημιουργήθηκαν τρία ανεξάρτητα και ακμάζοντα ελληνικά βασίλεια, της Τραπεζοϋντος, της Νικαίας, της Ηπείρου. Τα όποια όμως, με την επανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως, αναγνώρισαν τη νέα κεντρική εξουσία. Ήταν το μοιραίο λάθος των Ελλήνων της εποχής! Το είδε αμέσως και το παρατήρησε ο τότε Δόγης της Βενετίας, σημειώνοντας ότι η τελική πτώση θα ήταν ζήτημα χρόνου. Οι Βυζαντινοί εγύρισαν στο σάπιο, ενώ η εποχή πού τότε έπλαθε τον νέο, ατομικότερο άνθρωπο, χρειαζόταν μικρές πολιτειακές ενότητες, κάτι αντίστοιχο με τις πολιτείες της Ιταλίας, όπου υπήρχε μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών στα συλλογικά όργανα και επομένως απελευθέρωση κοινωνικών δυνάμεων. Ο Θεόδωρος Μετοχίτης έγραφε τον 14ο αιώνα, στο έργο του ‘”Ηθικός ή περί παιδείας”, λίγα χρόνια πριν γίνει Μέγας Λογοθέτης –δηλαδή Πρωθυπουργός- ότι γίνονται σοβαρές εξελίξεις στην Ιταλία και κάνουμε σαν να μη συμβαίνει τίποτε. Στην Ανατολή, η κεντρική εξουσία εμπόδιζε την απελευθέρωση των κοινωνικών δυνάμεων στη Δύση, αντί κεντρικής εξουσίας, οι φεουδάρχες με ατελείωτους εμφυλίους πολέμους έφτασαν κάποια στιγμή να μοιρασθούν με τον βασιλέα την εξουσία. Μονολιθικό κράτος δεν μπορούσε να ύπαρξη. Χρειάσθηκε κοινοβούλιο, ώστε να αντιπροσωπεύονται οι διάφορες ομάδες εξουσίας, οπότε έσπασαν πολλά στεγανά, τα όποια έδέσμευαν την κοινωνική εξέλιξη. Μπορεί οι βυζαντινοί να χρησιμοποιούσαν και να ανέπτυξαν το ρωμαϊκό δίκαιο, αλλά η θεοκρατική εξουσία δεν ευνόησε το σύστημα των επί μέρους θεσμών. Ο αυτοκράτωρ ήταν εν τέλει υπεράνω του νόμου. Ή Ευρώπη αντιθέτως στάθηκε πιο φρόνιμη και πιο σοφή απέναντι στα θέματα του δικαίου των θεσμών και γι’ αυτό το λόγο κατόρθωσε γρηγορότερα να βρει λύσεις.
Είχε πάντως την υπερκόσμια εξουσία αδιάσπαστη -τον Πάπα.
Ο όποιος όμως σιγά-σιγά άρχισε να υποχωρεί, έως ότου κλείσθηκε στο Βατικανό. Στην μεν Ανατολή, ο αυτοκράτωρ ήταν και αρχηγός της Εκκλησίας, εκείνος συγκαλούσε τις Συνόδους, ενώ στη Δύση δεν είχαμε ποτέ σύγχυση θρησκευτικής και πολιτικής εξουσίας. Οφείλουμε σήμερα, κάνοντας ιστορικόν απολογισμό, να τα εκτιμήσουμε αυτά τα πράγματα, εν επιγνώσει ότι οποιουσδήποτε θεσμούς σήμερα επικαλούμεθα ή ζητούμε, είναι θεσμοί ξενικής προελεύσεως.
Τότε τι νόημα έχει να βρούμε τον δικό μας δρόμο;
Έχει το εξής νόημα: “Αν δεν είσαι κάτι, ούτε να δανειστείς μπορείς. Πρέπει και για να δανειστείς να είσαι κάτι. Οφείλουμε, λοιπόν, να έχουμε τον εαυτό μας. Πολλω μάλλον πού τούτος ο εαυτός είναι πολύτιμος γιατί είναι οικοδομημένος πάνω σε μια μυθική αντίληψη του κόσμου και του ανθρώπου. Μία αντίληψη ή οποία δεν βασίζεται κατά τρόπο απόλυτο στα δεδομένα του αιτίου και του αποτελέσματος, τα όποια όσο σημαντικά κι αν είναι για τη ζωή, δεν είναι οπωσδήποτε η μήτρα όλων των αξιών της.
Το αδιέξοδο στο όποιο είχαμε βρεθεί φαίνεται πολύ καθαρά στις έριδες εκείνης της εποχής μεταξύ Βαρλαάμ και Ησυχαστών ή στην αγωνία του Πλήθωνα. Πού, αναζητώντας διέξοδο, ψάχνει να βρει…
Ακόμη και θρησκεία καινούργια. Διότι ήταν πλέον η αγκύλωση της κοινωνίας και της Εκκλησίας τέτοια, ώστε οδηγούσε έναν άνθρωπο να ζητήσει και τέτοιες λύσεις. Αλλά στην περίπτωση των Ησυχαστών και του Βαρλαάμ, οι πρώτοι, από τη μία ήθελαν να διατηρήσουν και να διασώσουν το στοιχείο του Μύθου, και υπό την έννοια αυτή υπήρξαν παράγοντας εξαιρετικά θετικός, ενώ από την άλλη, μπλεγμένοι στη δογματική διαμάχη, δεν κατάφεραν να ανοίξουν τα μάτια τους στο καίριο σημείο. Το καίριο σημείο ήταν η Ιστορία. Έτσι, όταν ο Παλαμάς είπε ότι υπάρχουν δύο γνώσεις, “η γνώση της σωτηρίας και η γνώση της περιέργειας, και απορρίπτουμε την περιέργεια”, χάθηκε το παιχνίδι τής Ιστορίας, Διέσωζε δηλαδή στην ησυχαστική αντίληψη την προβληματική του ανθρώπου, πού υπέρλογα μπορεί να σταθεί στη ζωή και στις αξίες της, και συγχρόνως αρνιόταν το έλλογο στοιχείο τής ζωής, ώστε οδηγούσε τον άνθρωπο στο περιθώριο. Εάν ήταν σε θέση εκείνη την ώρα ένας τρίτος παράγων να πετύχει την ισορροπία των δύο γνώσεων, θα είχαμε μία διέξοδο συναρπαστική. Ίσως να μην ήταν ώριμη η εποχή για τέτοια σύνθεση. Ίσως να είναι τώρα η ώρα. Αλλά, πλέον, από θέσεως αδυναμίας και όχι ισχύος. Γιατί τότε το Βυζάντιο ήταν ιστορική δύναμις, ενώ τώρα η Ελλάς είναι μικρή υπόθεση. Τα δεδομένα είναι διαφορετικά. Πάντως έτσι κάπως έχει το πρόβλημα. υποχρεούμεθα να κοιτάξουμε τα πράγματα κατάματα, χωρίς ψευδαισθήσεις και συμπλέγματα.
Εδώ ερχόμαστε στο θέμα του “προσώπου”. Στη συζήτηση πού γίνεται, η μία άποψη το συσχετίζει περισσότερο με την τριαδικότητα του Θεού και τη σχέση του ατόμου με το συλλογικό, ενώ εσύ αντιμετωπίζεις εν τέλει το πρόσωπο σαν σχέση εμού, του εγώ με τον εαυτό μου. Περί τίνος ακριβώς πρόκειται;
Εις αντίδραση προς τις αντιλήψεις των Ευρωπαίων περί “προσώπου”, οι Ρώσοι θεοφιλόσοφοι ανέπτυξαν μία ερμηνευτική του “προσώπου” στην οποία βασίζονται οι δικοί μας θεολόγοι. Η ερμηνευτική τούτη συσχετίζει τα πρόσωπα της Τριάδος με τα ανθρώπινα πρόσωπα. Όμως, από τα απόλυτα μεγέθη των θείων προσώπων δεν μπορούμε να περάσουμε κατευθείαν στο πρόβλημα του ανθρωπίνου προσώπου. Θα μας δώσει μία λύση σχηματική, χωρίς ανθρωπολογική δύναμη. Εμένα αυτή η συζήτηση με ενδιαφέρει για την ανθρωπολογική δυναμική πού ενδεχομένως θα αναπτύξει. Αντιθέτως, για τους θεολόγους μας, πρόσωπο είναι μόνο ο Άγιος. Δεν τους απασχολεί ο κοινός θνητός και το παρόν του· τους ενδιαφέρει ο χρόνος του μέλλοντος, αφού μόνο ο Άγιος, μόνο ο σεσωσμένος είναι πρόσωπο. Αυτό πρακτικώς σημαίνει εμμονή στην άρνηση τής ιστορίας. Πιστεύω ότι οιαδήποτε ανάταξη τής δικής μας παραδόσεως, πρέπει να ένταξη την ανθρωπολογία μέσα στο σώμα της. Η ανθρωπολογία μας είναι ισχνή. Καλά οι άγιοιαλλά τι θα γίνει με “εσένα” και “εμένα”, τα ερείπια ή τα κτήρια τής ζωής; Ή είμαστε ή δεν είμαστε. Υπάρχει θέμα ενότητος και ταυτότητος του συνηθισμένου ανθρώπου, όπως εμείς; Ή μήπως ταυτότητα έχουν μόνο οι τριαδικές υποστάσεις και οι άγιοι; Εάν συνεχίσουμε τη συζήτηση περί προσώπου, αδιαφορώντας για τον άνθρωπο, δεν θα ωφεληθούμε σε τίποτα. Το παρελθόν από αυτή την άποψη είναι διδακτικό. Τα πράγματα παγώνουν στην Χριστιανική Ανατολή μετά τον 6ο αιώνα, ενώ στη Δύση, η ανάγκη μιας ανθρωπολογίας του προσώπου γίνεται πολύ γρήγορα -με τον Βοήθιο, τον 6ο αιώνα- αισθητή και η ζύμωση κορυφώνεται με τον Θωμά Ακινάτη. Αναπτύσσεται σοβαρός προβληματισμός για την ενότητα του άνθρωπου στην ίδια του την ταυτότητα, την ιστορική του ύπαρξη. Σε μία τέτοια προοπτική, δεν θα πρέπει κανείς να σκέπτεται ένα “έπέκεινα” εκτός ζωής, αλλά ένα “έπέκεινα” μέσα στη ζωή. Εκείνο πού ενδιαφέρει δεν είναι να μην έχουμε “έπέκεινα”, να μην έχουμε απόλυτη ποιότητα, αλλά να έχουμε ποιότητα στη φθορά. Γι’ αυτό το λόγο στερείται γονιμότητος η καθαρώς θεολογική ανάπτυξη του προβλήματος. Ζητείται μία ανθρωπολογική διάνοιξη τής θεολογίας, δηλαδή μια θέση για την ανθρωπολογία στην ορθόδοξη πνευματικότητα. Μια θέση για την δημιουργική πράξη πλάι στην λατρεία και την ασκητική σιωπή.
Η συζήτηση πάει πιο πέρα. Δηλαδή αν το πρόσωπο είναι “σχέση”.
Εάν είναι “σχέση”, δεν έχει ταυτότητα. Μπορείς να έχεις σχέση μαζί μου αν δεν είσαι κάτι; Ο ορισμός του προσώπου ως “σχέσεως” προϋποθέτει τον άνθρωπο ως “κάτι”, ένα υποκείμενο πού δέχεται προσδιορισμούς και υπάρχει μαζί τους. Που στηρίζει την ενότητα του αυτός ο άνθρωπος; Τι τον κάνει να είναι αυτός και όχι κάποιος άλλος άνθρωπος, ώστε να μπορεί να έχει την σχέση και την ευθύνη της; Διότι αν το πρόσωπο είναι απλώς η σχέση με την ευθύνη για τον άλλο, θα πρέπει να καταδικάσουμε τον άνθρωπο σε μια περιορισμένη εσωτερικότητα. Η ανεπτυγμένη εσωτερικότητα και δημιουργικότητα προϋποθέτουν ένα πυρήνα τού ανθρώπου, όπου υπερέχει της ευθύνης το βαθύ εσωτερικό αίσθημα, όπου υπερέχει της εντολής η αγάπη. Η ευθύνη ανάγεται στην καντιανή Δύση. Επομένως όσοι ομνύουν στο πρόσωπο-σχέση και αντιπαραθέτουν με έμφαση την ανατολική θερμότητα στην δυτική αντικειμενική ψυχρότητα, υπηρετούν ακριβώς εν αγνοία τους την καντιανή προοπτική.
Ναι, ορισμένοι όμως ανάγουν την σχέση σε αγάπη.
Ή “αγάπη” εν τούτοις είναι κάτι πάρα πάνω -δεν χωράει στην σχέση καθώς αναβλύζει από την ταυτότητα, το ατομικό εκείνο βάθος της βασιλείας εντός ημών, εξ ού και οι Ιουδαίοι εγκλωβίσθηκαν στην εντολή και την ευθύνη. Το ‘”Αγάπη” λέγεται χωρίς να έχουν μελετηθεί οι όροι της διατυπώσεως. Νομίζω αυτό είναι το πρόβλημα. Η συζήτηση μπορεί να έχει ενδιαφέρον για τα κοινωνικά και τα πνευματικά μας πράγματα, στο βαθμό πού θα συνειδητοποιήσουμε τις παραμέτρους του ζητήματος “πρόσωπο” και θ’ αρχίσουμε να δουλεύουμε το ρωσικό δάνειο για δικό μας λογαριασμό, προσπαθώντας κυρίως να εντοπίζουμε προεκτάσεις στην ίδια τη ζωή.
Το ερώτημα πού θα ήθελα να θέσω είναι αν η ελληνική Ορθοδοξία, μετά το Βυζάντιο, είναι ταυτόσημη με τη ρωσική και εν γένει με τη σλαβική. Νομίζω συνδέεται με τα προηγούμενα.
Υπάρχουν διαφορές. Η σοβαρότερη όμως αφορά την εξέλιξη του ρωσικού και του ελληνικού κόσμου. Την γέννησε η προσπάθεια των Ρώσων να βρουν διέξοδο στην Ιστορία. Εμείς είμαστε πολύ μικροί και μπορούμε να είμαστε στο περιθώριο· εκείνοι είναι γιγαντιαία χώρα και δεν αφήνουν περιθώρια στον εαυτό τους να φυτοζωεί. Οι Έλληνες αναπτύξαμε κατά την τουρκοκρατία έναν ακραιφνώς αμυντικό πολιτισμό και περιχαρακωθήκαμε στον τύπο, ο όποιος μας εξασφάλισε την εθνική επιβίωση- οι Ρώσοι έπαιρναν την ταυτότητα τους από το μέγεθος και το άνοιγμα τους στον κόσμο. Ο αμυντικός λοιπόν πολιτισμός μας οδήγησε σε μία Ορθοδοξία στενών προσδιορισμών, η όποια όμως, δεν έχει πλέον λόγους να μην ξανακοιταχθεί και υπό το πρίσμα των μεγάλων εγχειρημάτων της Ρωσίας. Μπορεί να πει κανείς ότι αυτό ήταν το νόημα της λεγομένης νεοπατερικής αναγεννήσεως, η οποία άρχισε στην Ελλάδα την δεκαετία του ’50 και προκάλεσε αργότερα την φιλορθόδοξη κίνηση της εικοσαετίας 1970-1990 -σε τελματώδη κατάσταση πια σήμερα. Απεκαλύφθη τότε το πλούσιο περιεχόμενο της Παραδόσεως. Όταν όμως η Παράδοση εκλήθη να δώση απάντηση στην πρόκληση του κόσμου, βρέθηκε ανίσχυρη. Είναι χαρακτηριστική σήμερα η, αδιανόητη άλλοτε, επιχειρησιακή στροφή και έκπτωση του Αγίου Όρους. Δημόσιες σχέσεις και χρήμα διεκδικούν με επιτυχία το πνεύμα της μεγάλης πλειονοψηφίας των ηγουμένων και των απλών μοναχών. Στην αδυναμία τους να δημιουργήσουν άλλη σχέση με τον κόσμο, είτε αντιπαρατάσσουν λιβάνι στο πετρέλαιο είτε αγοράζουν κινητά τηλέφωνα και κομπιούτερ. Για αρκετά χρόνια νομίζω, η κάμψη θα εξακολουθήσει όμως, σιγά-σιγά, μέσα στην γενικώτερη ανάταξη, ελπίζω ο μοναχισμός μας να συνέλθη.
Μήπως η συζήτηση που κάνουμε και η αισιόδοξη δική σου οπτική, σε αντίθεση με άλλες απαισιόδοξες, έχουν να κάνουν και με τη διαφορετική σου τοποθέτηση πάνω στο θέμα του προσώπου; Να το διευκρινίσω. Κατά μίαν αντίληψη -ατομικά την συμμερίζομαι- η Εκκλησία, η Ορθοδοξία διέρχεται κρίση διότι δεν υπάρχει ή δεν μπορεί να υπάρξει σήμερα η εκκλησιαστική κοινότητα, η εκκλησία ως κοινότητα των πιστών. Υπάρχει απλώς ως αποκομμένος θεσμός. Το ανέφικτο πρότυπο των πρώτων χριστιανικών ή έστω των μεσαιωνικών χρόνων οδηγεί σε μία μάλλον απαισιόδοξη προοπτική. Η αντίληψη αυτή συνδέει την έννοια του προσώπου με την “σχέση”, με την κοινότητα, και η κοινότητα δεν υπάρχει. Από την άλλη, εσύ μπορείς ΝΑ είσαι “αισιόδοξος” γιατί το πρόσωπο δεν το αναζητάς στη σχέση αλλά στο επίπεδο της εξατομίκευσης, στη σχέση τού ίδιου του ατόμου με τον εαυτό του, γεγονός πού μπορεί να ισχύσει στα πλαίσια μιας νεωτερικής απόπειρας.
Εάν η Ορθοδοξία και η Εκκλησία εξαρτώνται ουσιαστικά από τις εξωτερικές συνθήκες, τότε δεν έχει νόημα ο Χριστός και καμία σημασία να είμαστε αισιόδοξοι είτε απαισιόδοξοι. Εάν έχει νόημα ο Χριστός, μπορούμε να εξετάζουμε κριτικά και παραγωγικά τα ιστορικά δεδομένα. Πόσο γόνιμο είναι να συζητούμε για το μέλλον της Ορθοδοξίας και της Εκκλησίας με αναφορά ιστορικά δεδομένα του παρελθόντος, μικροκοινωνίες των οποίων χαρακτηριστικό ήταν ο προσδιορισμός της ατομικής ταυτότητος από τα στοιχεία τού συνόλου; Δεν μπορούμε ΝΑ καθηλωνόμαστε σε ένα τύπο Εκκλησίας πού βασίζεται σε κοινωνικά δεδομένα άλλης εποχής. Η συλλογική ζωή της εποχής μας αναπτύσσεται βάσει νέων κριτηρίων. Ποια είναι αυτά τα κριτήρια; Είναι τα κριτήρια μιας αναπτυσσόμενης εσωτερικότητος. Ο σύγχρονος άνθρωπος έρχεται να καταθέσει στην κοινωνία έναν εσωτερικό εαυτό με τις ανάγκες και τις απαιτήσεις του. Τον ανακαλύπτουν σήμερα οι άνθρωποι, οπότε δεν εξαρτούν την συμπεριφορά τους από τις επιταγές του ηθικού νόμου, αλλά από την απόφαση της συνειδήσεως τους, την ελευθερία τους να διακρίνουν καλό και κακό για λογαριασμό τους και για λογαριασμό των άλλων. Να ονειρευόμαστε ενορίες του Μεσαίωνος, να εξορκίζουμε την τεχνολογική επανάσταση ή να προτείνουμε ως εκπαιδευτική μεταρρύθμιση το καθεστώς των Άρσακειάδων, δεν ξέρω αν είναι ερωτική επιλογή, ξέρω όμως ότι δεν δείχνει ευαίσθητη σχέση με το ανθρώπινο πρόσωπο. Ή είναι ζωντανός πνευματικός οργανισμός η Εκκλησία, οπότε αναπτύσσει τη δυναμική της στα πλαίσια των εκάστοτε ιδρυμένων μορφών, ή είναι αγκυλωμένος τύπος, οπότε θα υποκύψει στη ροή της ιστορίας.
Το παράδοξο είναι ότι αυτοί πού την θεωρούν πηγή ζωής συχνά λένε ότι θα πεθάνει. Διότι της αποδίδουν ρόλο κοινωνικό πού δεν μπορεί να έχει.
Η Εκκλησία είναι ένας βαθύτατα πνευματικός οργανισμός. Αυτή τη στιγμή υποφέρει επειδή έχει χάσει πνευματικότητα. Πάς σε μια Εκκλησία και όταν αρχίσει το κήρυγμα δεν ξέρεις από που να φύγεις. Παλιά η εκκλησία ήταν πρωτεργάτης του πολιτισμού· τώρα είναι ο τόπος έν πολλοίς περιθωριακών κοινωνικών στοιχείων. Αυτό δεν μπορεί να κρατήσει έπ’ άπειρον. Χρειάζεται ωστόσο να αναγνώριση ένα νέο ανθρωπολογικό δεδομένο, στο όποιο αντιστέκεται με πείσμα. Αυτό το νέο δεδομένο πού κάνει να βάζουμε πλάι στην σωτηρία της ψυχής την υγιεία του σώματος ή στέλνει πια όχι μόνο στον έξομολόγο άλλα και στον ψυχίατρο, είναι ο νεώτερος αυτοσυνείδητος άνθρωπος και πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν. Όταν αυτό ληφθεί ύπ’ όψιν, κατανοήθει δε ότι η γνώση της περιέργειας είναι σε ικανό βαθμό και γνώση σωτηρίας, θα έχωμε οπωσδήποτε βαθύτατη αλλαγή. Το πιστεύω ακράδαντα. Μη λησμονούμε ότι η πηγή του ρωμαίικου Μύθου, για τον όποιο συζητάω τόση ώρα, είναι η Εκκλησία. Δεν θα πεθάνει η Εκκλησία γιατί φυλάει τον λόγο του εσχάτου και Μύθο της Αναστάσεως. Στην δημιουργική της περίοδο, η Εκκλησία ελάμβανε υπ’ όψιν τα νέα δεδομένα. Δεν υπάρχει ιδιαίτερο εμπόδιο να τα λάβη ύπ’ όψιν και σήμερα, όσο σκληρή δουλειά και ανοιχτό πνεύμα αυτό απαιτεί. Το μέγα εμπόδιο είναι ακόμη η ελληνική ανασφάλεια. Εκείνη μας απαγορεύει να σταθούμε απέναντι μας και να σκεφτούμε ποίοι είμαστε. Αντίπαλος μας δεν είναι οι εξωτερικές συνθήκες και οι εχθροί” ο μεγάλος δυνάστης μας είναι ο εαυτός μας. Είναι ή συναισθηματική μας λογική και η παθητική του ομαδισμού μας νοοτροπία.
Το ’85-’86 εκθείαζες την οκνηρία του Ρωμιού. Τώρα βλέπω αλλάζεις ριζικά τοποθέτηση.
Και τώρα την εκθειάζω, όταν θέλω να υπογραμμίσω μυθολογικές όψεις τού τρόπου μας, ασχέτως αν στον ρεαλισμό της ζωής πονούν. Μπορώ να επαναλάβω και αυτή την στιγμή ότι η οκνηρία μας απηχεί την θεωρητική στάση των παλαιών, την μεταφυσική τους απραξία. Όμως αφ’ ης στιγμής την συνυπολογίσω με το σήμερα, η τρυφερή ρωμαίικη οκνηρία πρέπει να γίνει ιστορικά ενεργός. Θα πρέπει να γίνει δυνατότητα να οργανώσουμε μη ωφελιμοθηρικά τη ζωή μας και την τάξη μας. Η “ανακολουθία” τούτη συνοψίζει μεθοδολογικά τα στάδια της εργασίας μου: Αναδεικνύω πρώτα, σε κάθε πρόβλημα, το υπόστρωμα της παραδόσεως- εντοπίζω κατόπιν τα σημεία επαφής ή τριβής με την ιστορική πορεία και τέλος αναζητώ στα κεκτημένα τις οργανικές προϋποθέσεις ενός βηματισμού, ο όποιος θα μας οδηγήσει πιο πέρα.
Με δεδομένα όσα είπαμε για το υστεροβυζαντινό λίμνασμα, μπορούμε να δεχθούμε ότι ο ελληνικός διαφωτισμός προσπάθησε ν’ απαντήσει στα αδιέξοδα;
Έχω ιδιαίτερη αντίληψη για τον νεοελληνικό διαφωτισμό, η οποία βασίζεται στην ιδιομορφία του. Ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός είναι κατά βάσιν ένα πνευματικό κίνημα, το όποιο ανατρέπει την θρησκευτική νοοτροπία της εποχής και επιχειρεί να την αντικαταστήσει με τα κεκτημένα της επιστήμης και του Λόγου. Στην Ελλάδα, η μεγάλη πλειοψηφία των πρωταγωνιστών του διαφωτισμού ανήκει στον κλήρο. Πόσο ίδιο μπορεί να είναι ένα φαινόμενο, το όποιον στηρίζουν εντελώς διαφορετικοί τύποι ανθρώπων; Στην Ελλάδα καταπιάστηκαν με το ζήτημα σοβαροί ερευνητές. Όμως ενώ έκαναν την περιγραφή τού φαινομένου με ακρίβεια, παρασύρθηκαν από την αναλογία της ιστορικής συγκυρίας και θεώρησαν τον δικό μας Διαφωτισμό κατά βάσιν παράγωγο του ευρωπαϊκού. Χρησιμοποίησαν μ’ αλλά λόγια και επέβαλαν ένα παραμορφωτικό φακό. Η εξωτερική αντιστοιχία της κινήσεως των γραμμάτων και των επιστημών σε Ελλάδα και Ευρώπη, διαχωρισμένη από την κρίση των υστεροβυζαντινών αιώνων, τους στέρησε τη δυνατότητα να καταλάβουν ότι, την ώρα πού δανείζονταν οι Έλληνες διαφωτιστές μορφές από τα εσπερία, στην πραγματικότητα επιχειρούσαν τον τρίτο βυζαντινό Ουμανισμό. Και γι’ αυτό το λόγο ήταν όλοι κληρικοί ή θρησκευόμενοι. Είχαμε έναν πρώτο βυζαντινό Ουμανισμό τον ενδέκατο με δωδέκατο αιώνα έναν δεύτερο τον 14ο αιώνα και έναν τρίτο, τον 18ο αιώνα υπό το καθεστώς της Τουρκοκρατίας, ο οποίος πήρε το όνομα Διαφωτισμός, κατ’ άναλογίαν προς τον ευρωπαϊκό, ενώ επρόκειτο κατά βάθος για προσπάθεια της υπόδουλης ελληνικής κοινωνίας να λύσει, στην προοπτική της παλιγγενεσίας, τα προβλήματα πού δεν είχαν λυθεί τον 10ο και τον 14ο αιώνα. Αλλά, επειδή ο ελληνικός διαφωτισμός δανείσθηκε υλικό και αφορμές από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και επειδή η συναφής ερευνά δεν συσχέτισε την κίνηση αυτή με τις οργανικές αδυναμίες και τα ιστορικά κενά των τελευταίων βυζαντινών αιώνων, παρεσύρθησαν και θεώρησαν ότι το ελληνικό φαινόμενο αποτελεί παραλλαγή του ευρωπαϊκού. Το αποτέλεσμα ήταν να παραμένει ανεξήγητο, γιατί ενώ στοιχεία του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού πέρασαν στην ελληνική κοινωνία, το πνεύμα του δεν ακολούθησε. Τα πράγματα θα ήταν σαφή, εάν δεν παραβλέπαμε ότι η ανάγκη εξατομικεύσεως και αναπτύξεως των γραμμάτων και των επιστημών υπήρξε αίτημα ισχυρό, πλην απραγματοποίητο, του βυζαντινού πολιτισμού μετά τον 10ο αιώνα. Υπάρχει ένα στοιχείο ιστορικής αναφοράς στα καθ’ ημάς -οι αποτυχημένες προσπάθειες τού 11ου καί του 14ου αιώνος- πού όσο δεν λαμβάνουμε υπ’ όψιν, θα δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε τις σχέσεις μας με την Ευρώπη. Στην πραγματικότητα υπάρχει ένα τρίγωνο: Κάθε φορά πού προσπαθούμε να πλησιάσουμε προς την Ευρώπη, το επιχειρούμε δια των άλυτων μας.
Για να φτάσουμε στο σήμερα. Είναι δυνατόν, ένας μικρός χώρος όπως η Ελλάδα, να κάνη μια μεταχρονολογημένη Αναγέννηση στην εποχή μας;
Δεν βρίσκω καν νόημα σε κάτι τέτοιο.
Να το διευκρινίσω. Γιατί πολύ συχνά έτσι νοείται η επαναπροσέγγιση της παράδοσης μας και ή λύση των άλυτων ιστορικών εκκρεμοτήτων μας.
Όχι, είναι χαμένος χρόνος. Αυτή τη στιγμή έχουμε ζωτική ανάγκη, συνειδητοποιώντας θεμελιώδη προβλήματα του ιστορικού μας εαυτού, να κάνουμε τις καλύτερες δυνατές επιλογές. Είναι τόσο μπροστά οι δυτικές κοινωνίες, άστε ματαίως θα κυνηγούμε τον χρόνο. Σημασία έχει να κόψουμε δρόμο. Αυτό είναι το μυστικό. Ο πνευματικός χρόνος δεν είναι ωρολογιακός χρόνος. Όπως υστερούσε η Δύση έναντι του Βυζαντίου, και τελικά “κόβοντας” δρόμο, βγήκε μπροστά εκεί πού δεν το περίμενε κανείς, και εμείς εάν δεν κόψουμε δρόμο δεν κάνουμε τίποτα. Στην ιστορία η πρόοδος είναι πάντοτε κόψιμο δρόμου και δέσιμο χρόνου.
Φοβάμαι ότι αυτό είναι στοίχημα.
Μα με στοιχήματα δημιουργείται η Ιστορία. Η Ιστορία δεν πορεύεται εκ του ασφαλούς σε ευθεία γραμμή. Η ιστορία είναι στοίχημα και η ζωντάνια ενός λαού δοκιμάζεται εκεί επάνω. Αν είναι να πεθάνουμε, ας πεθάνουμε. Δεν υπάρχει λόγος να επιβιώνουμε διασωληνωμένοι. Αν είναι όμως να ζήσουμε, έχουμε αγώνα μπροστά μας. Όχι με τα αντανακλαστικά του λογιστικού εκσυχρονισμού, αλλά έν συνειδήσει ότι μόνο μία αρρώστια είναι αγιάτρευτη: εκείνη πού οφείλεται σε πνευματική νωθρότητα και σε ηθικές παραιτήσεις. Λαοί χωρίς νεύρο πνευματικό και ανάλογο ηθικό ανάστημα, καταντούν αργά ή γρήγορα ιστορικά απόβλητα.