Ο Ερντογάν συγκρούεται με αντίπαλους επιχειρηματίες
Του Καντρί Γκουρσέλ* από τη Ρήξη φ. 101
Αναδημοσιεύουμε από την ιστοσελίδα almonitor.com, το παρακάτω κείμενο, όπου εμφανίζει χαρακτηριστικά επεισόδια του πολιτικού πολέμου Ερντογάν-Γκιουλέν, που σοβεί τις τελευταίους μήνες στην Τουρκία. Ο τρόπος με τον οποίο, εκείνος που άλλοτε υπήρξε «πρότυπο δημοκράτη» για τη Δύση, χρησιμοποιεί την κρατική μηχανή για να σουλτανοποιήσει την οικονομική ζωή της χώρας, θυμίζει τις παραδεδομένες πρακτικές της Οθωμανικής Πύλης. Προφανώς, ούτε ο Γκιουλέν, ούτε οι εκπρόσωποι του παλαιού κεμαλικού κατεστημένου, είναι αθώοι. Πληρώνονται με το ίδιο νόμισμα, καθώς άλλοτε ήταν εκείνοι που εφάρμοσαν παρόμοιες πρακτικές για να συγκροτήσουν τη δική τους εκδοχή του τουρκικού κατεστημένου. Το οποίο, εν τέλει, στη μία ή στην άλλη του εκδοχή, λειτουργεί παραδοσιακά με τον ίδιο τρόπο, ανάγοντας σε μέτρο πολιτικής την αυθαιρεσία, τη διαφθορά και την κατάχρηση εξουσίας…
«Ρ»
Ο Μουχαρέμ Γιλμάζ, πρόεδρος της Τουρκικής Ένωσης Βιομηχανίας και Επιχειρήσεων (TUSIAD), που κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο του ιδιωτικού τομέα, εκφώνησε, στο πλαίσιο της 44ης Γενικής Συνέλευσης, που πραγματοποιήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 23 Ιανουαρίου 2013, έναν λόγο που εξόργισε τον πρωθυπουργό Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Μεταξύ άλλων, είπε:
«Σε μια χώρα όπου το πρωτείο του νόμου αγνοείται, όπου οι δικαστικοί μηχανισμοί δεν λειτουργούν βάσει των κανόνων της Ε.Ε., όπου υπονομεύεται η ανεξαρτησία των ρυθμιστικών μηχανισμών και ασκούνται πιέσεις στις εταιρείες μέσω της φορολογίας και άλλου είδους προστίμων […] δεν είναι δυνατόν το ξένο κεφάλαιο να την επιλέξει. Οφείλουμε τη ρευστότητά μας, που μεγάλωνε κατά τα τελευταία χρόνια, στη βελτίωση του ισοζυγίου καταθέσεων μέσω της μεταφοράς πόρων από το εξωτερικό, καθώς και στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Αν απολέσουμε αυτή την ελκυστικότητα, θα αντιμετωπίσουμε έναν κίνδυνο υπονόμευσης της ευημερίας μας».
Ο Ερντογάν απάντησε την επόμενη μέρα, κατηγορώντας τον Γιλμάζ για προδοσία εναντίον της χώρας. Είπε: «Ο επικεφαλής της TUSAID δεν μπορεί να λέει ότι ‘‘το ξένο κεφάλαιο δεν θέλει να έρθει σε μια τέτοια χώρα’’. Εάν ισχυρίζεται κάτι τέτοιο, διαπράττει προδοσία εναντίον της ίδιας του της χώρας».
Ο Γιλμάζ κατήγγειλε ότι η πίεση που ασκείται στις επιχειρήσεις με φορολογικά πρόστιμα και άλλου είδους επιβαρύνσεις θα αποθαρρύνει τις ξένες επενδύσεις. Παρ’ όλο που ο Ερντογάν αποκάλεσε «προδότη» την κεφαλή της TUSIAD, ωστόσο επιβεβαίωσε με την απάντησή του τις κατηγορίες του Γιλμάζ. Απηύθυνε ξεκάθαρο μήνυμα στην TUSIAD λέγοντας ότι «στο εξής δεν θα σταθούμε δίπλα σας, αλλά θα σταθούμε απέναντί σας». […]
Δεν είναι σύμπτωση το ότι οι προειδοποιήσεις της TUSIAD εκφράστηκαν μετά τη 17η Δεκεμβρίου, οπότε ξέσπασαν τα σκάνδαλα δωροδοκίας και ξεκίνησε η εκτεταμένη έρευνα που οδήγησε σε δραματική κλιμάκωση του πολέμου μεταξύ του Ερντογάν και του Γκιουλέν. Η τάση της κυβέρνησης, να χρησιμοποιεί τη ρυθμιστική εξουσία της ώστε να αποκτήσει έλεγχο πάνω στους μεγάλους ομίλους και να αντιμετωπίσει τους πολιτικούς της αντιπολίτευσης, κερδίζει έδαφος.
Το τελευταίο περιστατικό έλαβε χώρα στις 17 Ιανουαρίου 2014, όταν οι τραπεζικοί λογαριασμοί του Μουσταφά Σαριγκούλ, υποψήφιου για τον μητροπολιτικό δήμο της Κωνσταντινούπολης και μέλους της αξιωματικής αντιπολίτευσης του Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (CHP), δεσμεύθηκαν από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Ασφάλειας (TMSF), 73 ημέρες πριν τις εκλογές, με το αιτιολογικό της ύπαρξης ενός χρέους ύψους 3,5 εκ.$ που παρέμενε εδώ και 16 χρόνια. Το TMSF αποτελεί κρατικό οργανισμό, που υποτίθεται ότι παρεμβαίνει για να διαφυλάξει τα συμφέροντα των καταθετών.
Η Κωνσταντινούπολη είναι η πιο σημαντική πόλη για τις δημοτικές εκλογές της 30ης Μαρτίου 2014, που εξελίσσονται σε μάχη για ψήφο εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση. Η αντιπολίτευση διαθέτει μόνον έναν αξιόπιστο υποψήφιο, που μπορεί να αντιμετωπίσει το AKP, και αυτός είναι ο Σαριγκούλ.
Η Τράπεζα Εξπρές, που παρείχε πίστωση στον Σαριγκούλ, απορροφήθηκε από τον TMSF κατά τα τέλη του 1998, όταν αντιμετώπιζε προβλήματα ρευστότητας. Από τότε, η πλειοψηφία των μετοχών της τράπεζας έχει αλλάξει δυο φορές χέρια. Τώρα, και αφού αγνοήθηκαν επί 16 χρόνια, αυτές οι πιστώσεις μεταβλήθηκαν σε κεντρικό ζήτημα την παραμονή των εκλογών.
Στις 19 Ιανουαρίου, ο Σαριγκούλ δήλωσε: «Ο αντίπαλος διαπράττει φάουλ. Ένας κρατικός θεσμός λειτουργεί σαν τοπική οργάνωση ενός πολιτικού κόμματος» .
Ο Ερντογάν, πάντως, είχε δηλώσει στις 26 Δεκεμβρίου 2013 ότι ίσως ανοίξουν κάποιες υποθέσεις σχετικές με τον Σαριγκούλ, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου.
Το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση του ομίλου Κοτς, στον οποίο καταλογίζονται αλλεπάλληλα φορολογικά πρόστιμα. Ο όμιλος Κοτς, ο μεγαλύτερος όμιλος κεφαλαίων στην Τουρκία, αντιμετωπίζει τη μήνιν του Ερντογάν από την εποχή των διαδηλώσεων στην πλατεία Γκεζί, όταν το παρακείμενο ξενοδοχείο Ντιβάνι ιδιοκτησίας του, άνοιξε τις πόρτες του και δέχτηκε τους διαδηλωτές που αναζητούσαν άσυλο από την αστυνομική βαρβαρότητα.
Ο Ερντογάν κατηγόρησε τον όμιλο Κοτς ότι βρίσκεται πίσω από τους διαδηλωτές και, σε δήλωσή του στις 17 Ιουνίου 2013, είπε: «Ξέρουμε ποιοι συνεργάζονται με τους τρομοκράτες και τους παρέχουν άσυλο στα ξενοδοχεία τους. Θα ξεκαθαρίσουμε τους λογαριασμούς μας μαζί τους».
Αμέσως μετά, ειδικές ελεγκτικές ομάδες του υπουργείου Οικονομικών, συνοδευόμενες από την αστυνομία, εισέβαλαν στα γραφεία του ομίλου.
Η προγραμματισμένη κατασκευή έξι κορβετών για το τουρκικό ναυτικό –την ναυπήγηση των οποίων είχε επιτύχει ο Κοτς με διαγωνισμό– ακυρώθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου. Αμέσως μετά, επιβλήθηκαν πρόστιμα στον όμιλο, χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Στις 13 Δεκεμβρίου, στην Κτηματική Τράπεζα του Κοτς καταλογίστηκε πρόστιμο 56 εκατ.$, ενώ ακολούθησε η επιβολή προστίμου 29,3 εκατ.$ στην Τόφας (Fiat) τη μεγαλύτερη αυτοκινητοβιομηχανία της χώρας. Η τελευταία εταιρεία που στοχοποιήθηκε ήταν τα διυλιστήρια πετρελαίου Τούρπας, η οποία κλήθηκε να πληρώσει 179,1 εκ.$.
Ο Μουσταφά Μποϊντάκ, πρόεδρος του Βιομηχανικού Επιμελητηρίου της Καισάρειας, πασίγνωστος συντηρητικός βιομήχανος, κατήγγειλε την επιδρομή εναντίον του ομίλου Κοτς και κάλεσε την κυβέρνηση να μην εμπλέκεται στον επιχειρηματικό κόσμο και να μην αντιμετωπίζει ως εχθρό τις επιχειρήσεις που κουβαλάν στις πλάτες τους την Τουρκία. Η κυβέρνηση δεν εκτίμησε διόλου την παρέμβαση του Μποϊντάκ, και απήντησε με φορολογικό έλεγχο στον όμιλό του.
Παράλληλα στοχοποιήθηκε μια τράπεζα και μια εταιρεία εξόρυξης που φέρεται να έχουν σχέσεις με το κίνημα του Γκιουλέν. Μερικές δημόσιες επιχειρήσεις, με κυριότερη τις Τουρκικές Αερογραμμές, αλλά και ιδιωτικές επιχειρήσεις που διατηρούν δεσμούς με την κυβέρνηση, απέσυραν αυθημερόν 900 εκατ. λίρες (391 εκατ.$) καταθέσεων από την τράπεζα Ασία, που είναι γνωστή ως τράπεζα του Γκιουλέν, δημιουργώντας της μεγάλο πρόβλημα ρευστότητας. Και σώθηκε από βέβαιη πτώχευση όταν επιχειρήσεις και επιχειρηματίες, που συνδέονται με το κίνημα του Γκιουλέν, κατέθεσαν την ίδια μέρα ισόποσα κεφάλαια στην τράπεζα.
Το ορυχείο χρυσού του Σουκουραλάν, ιδιοκτησίας του ομίλου Ιπέκ Κόζα, ο οποίος κατέχει επίσης την φιλογκιουλενική εφημερίδα Μπουγκούν και τον τηλεοπτικό σταθμό Κανάλ Τουρκ, σφραγίστηκε στις 31 Δεκεμβρίου του 2013 λόγω «παρατυπιών στις άδειες λειτουργίας».
Οι πρώτες κατηγορίες εναντίον της κυβέρνησης Ερντογάν, ότι χρησιμοποιεί ως πολιτικό όπλο τα φορολογικά πρόστιμα, εκφράστηκαν το 2008, όταν ο όμιλος ΜΜΕ του Ντογάν στοχοποιήθηκε ανοιχτά από τον Ερντογάν, επιβαρυνόμενος με πρόστιμα ύψους 1,6 δισ.$.
Η εξολόθρευση της αντιπολίτευσης μέσω φορολογικών ελέγχων και προστίμων όχι μόνο απομακρύνει την Τουρκία από το κράτος δικαίου, αλλά προκαλεί ταυτόχρονα τεράστιο έλλειμμα εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση.
*almonitor.com 27 Ιανουαρίου 2014