α) Η ακύρωση της Εθνικής Αντίστασης
Σε ό,τι αφορά το πρώτο, το ενδιαφέρον της υπόθεσης είναι ότι ελάχιστοι ασχολήθηκαν ή ασχολούνται με τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Πόλεμο ενώ, αντίθετα με ό,τι θα περίμενε κανείς, λίγους απασχόλησε το φαινόμενο της Εθνικής Αντίστασης. Η συντριπτική πλειοψηφία των σύγχρονων ιστορικών παθιάζεται με το ζήτημα του Εμφυλίου Πολέμου. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μοναδική εξ όσων γνωρίζω ελληνική δικτυακή παρέα επιστημόνων με αντικείμενο την Ιστορία είναι το «Δίκτυο για τη μελέτη των Εμφυλίων Πολέμων» με 200 περίπου εγγεγραμμένα μέλη. Η θεματική προτίμηση ωστόσο δεν αφορά απλώς και μόνο μία «μόδα» ή αυτό που φαίνεται να «πουλάει» στο εμπόριο. Αφορά πολύ περισσότερο την ερμηνεία μιας ολόκληρης δεκαετίας, αλλά και της προγενέστερης περιόδου, από το 1936, ως μιας περιόδου εμφύλιας διαμάχης, ανοιχτής ή κεκαλυμμένης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το συλλογικό έργο: «Η Ελλάδα ’36-’49, από τη Δικτατορία στον Εμφύλιο» που επιμελείται ο σοβαρός ιστορικός Χάγκεν Φλάισερ. Κι αν ο τελευταίος είναι ιδιαίτερα προσεκτικός στον Πρόλογο του τόμου και περιορίζεται στα ζητήματα που γνωρίζει όσο κανείς άλλος, στην Ελλάδα τουλάχιστον, αυτό δεν ισχύει για τον Αντώνη Λιάκο που στην εισαγωγή του ίδιου τόμου επιχειρεί να στηρίξει τις απόψεις του με αυθαίρετες κρίσεις και εσκεμμένες ανακρίβειες. Επιλέξαμε ν’ αναφερθούμε στον Α. Λιάκο και γιατί αποτελεί τον μέντορα κατά κάποιο τρόπο πολλών νεότερων σύγχρονων ιστορικών αλλά και γιατί τα τελευταία χρόνια, κυρίως δε επί πρωθυπουργίας Σημίτη, στηρίζει ενεργητικά τις κυρίαρχες επιλογές. Η επιρροή του στα πανεπιστημιακά πράγματα, και όχι μόνο, είναι τέτοια που του επιτρέπει να έχει αποφασιστικό ρόλο στις περισσότερες κρίσεις νέων διδασκόντων σε όλη την Ελλάδα. Γράφει λοιπόν ο Α. Λιάκος πως: «καμία εργασία (σσ. του τόμου αυτού) δεν αναφέρεται στις συγκρούσεις του 1943-1944 ανάμεσα στους αντάρτες και του ταγματασφαλίτες, η οποία πυροδότησε την πρώτη περίοδο του εμφυλίου πολέμου, καμία δεν αναφέρεται στα Δεκεμβριανά και στη βία που εκδηλώθηκε στα 1945-1946, ούτε επίσης στην τελική ένοπλη αναμέτρηση του 1947-1949». Πρώτα-πρώτα φαίνεται πως για τον Αντώνη Λιάκο μόνο οι εμφύλιες συγκρούσεις υπάρχουν. Ο ελληνοϊταλικός και ο ελληνογερμανικός πόλεμος έγιναν σε άλλη περίοδο ή αποτελούν ενοχλητικές περιπτώσεις όπου το έθνος έδρασε ενωμένο και άρα καταργεί το ερμηνευτικό μας σχήμα. Αλλά ούτε και η Εθνική Αντίσταση υπήρξε, οπότε ο Α. Λιάκος φαίνεται να συμφωνεί με την άκρα δεξιά στο ότι ο ΕΛΑΣ συγκροτήθηκε αποκλειστικά και μόνο για να πολεμήσει εναντίον των Ελλήνων πολιτικών του αντιπάλων. Δεύτερον, δεν είναι οι συγκρούσεις μεταξύ «ανταρτών» και ταγματασφαλιτών που «πυροδότησαν» τον «πρώτο γύρο», όπως έχει επικρατήσει να λέγεται, του Εμφυλίου Πολέμου. Άλλωστε τα Τάγματα Ασφαλείας πέρασαν σε δράση στο τέλος του 1943 και συγκρούσεις με τους αντάρτες έχουμε κυρίως το 1944. Είχαν προηγηθεί οι επιθέσεις του ΕΛΑΣ εναντίον των ΥΒΕ, το χειμώνα του προηγούμενου χρόνου, εναντίον της ΕΚΚΑ του Συνταγματάρχη Ψαρρού, του «Ελληνικού Στρατού» στην Πελοπόννησο, αλλά και οι συγκρούσεις μεταξύ ΕΛΑΣ – ΕΔΕΣ και ΕΛΑΣ – ΠΑΟ, το φθινόπωρο του 1943. Είναι δε πασίγνωστο ότι πολλοί αξιωματικοί του ΕΣ Πελοποννήσου, της ΕΚΚΑ και της ΠΑΟ, μετά τη διάλυση των οργανώσεών τους από τον ΕΛΑΣ, πέρασαν στα Τάγματα Ασφαλείας και άλλες συνεργαζόμενες με τον κατακτητή ομάδες, στις αρχές και την άνοιξη του 1944. Συνέβη επομένως το αντίθετο από αυτό που ισχυρίζεται ο Α. Λιάκος: οι συγκρούσεις μεταξύ των ανταρτών οδήγησαν μερίδα των ηττημένων στα Τάγματα Ασφαλείας. Οι εμφύλιες ωστόσο συγκρούσεις μεταξύ των ελληνικών αντιστασιακών ομάδων στις οποίες αναφερθήκαμε και οφείλονται κυρίως στην ηγεμονική πολιτική του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, αλλά όχι μόνο σε αυτή, δεν αποτέλεσαν, παρόλα αυτά, την κύρια δραστηριότητα των ανταρτών, που δεν ήταν άλλη από τον αγώνα κατά του κατακτητή. Άλλωστε, όλες οι εμφύλιες συγκρούσεις του λεγόμενου «πρώτου γύρου» είχαν κατά κανόνα σύντομη διάρκεια και περιορίστηκαν σε συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο.2
β) Η καταδίκη της Κύπρου
Στο ζήτημα όμως που πολλοί Έλληνες ιστορικοί «διαπρέπουν» σε σκόπιμες ανακρίβειες και ασάφειες, αλλά και διασκεδαστικά μαργαριτάρια, είναι η σύγχρονη κυπριακή ιστορία. Κάθε άσχετος με το ζήτημα θεωρεί ότι έχει άποψη την οποία οφείλει να καταθέσει, και μάλιστα με υπερβάλλοντα ζήλο, καθώς το Κυπριακό είναι ένα ανοιχτό ζήτημα που επηρεάζει τις σύγχρονες πολιτικές εξελίξεις. Το ζήτημα για τις κυρίαρχες τάξεις είναι να κλείσει όπως-όπως το Κυπριακό επειδή, κατά τη γνώμη τους, η Ελλάδα δεν μπορεί να ακολουθήσει απερίσπαστη τον δρόμο της… προόδου, δηλαδή της άνευ όρων ενσωμάτωσής της στη Δύση, όσο συντηρεί προβλήματα εθνικών διαφορών με γειτονικές της χώρες. προβλήματα που, σύμφωνα με την άποψη αυτή, είναι ήδη ξεπερασμένα για την πολιτισμένη Δύση. Τώρα αν στην Κύπρο αγωνίζεται να επιβιώσει ως τέτοιο, ελεύθερο ελληνικό, το τελευταίο κομμάτι της ελληνιστικής περιμέτρου, ελάχιστα απασχολεί τους θιασώτες της πολιτισμικής ισοπέδωσης και της παγκοσμιοποίησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι το κείμενο υποστήριξης στο σχέδιο Ανάν υπέγραψαν κυρίως πανεπιστημιακοί, ανάμεσά τους και αρκετοί ιστορικοί. Οι τελευταίοι έρχονται να συμβάλουν με τον τρόπο τους στο ξεπούλημα της Κύπρου και με δημοσιεύσεις όπου επιχειρείται η αμαύρωση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα 1955-1959 και η εμπέδωση της τουρκικής προπαγάνδας σε ό,τι αφορά την ερμηνεία των εξελίξεων από το 1960 και μετά. Στόχος: η ηθική απαξίωση των Ελληνοκυπρίων και η εγκατάλειψή τους από το ελληνικό κράτος στις ορέξεις του αγγλοαμερικανικού ιμπεριαλισμού και του τουρκικού επεκτατισμού: με εθνικιστές και ξιπασμένους νεόπλουτους Κύπριους θα ασχολούμαστε τώρα!
*Ο συνεργάτης μας, Τάσος Χατζηαναστασίου, είναι διδάκτορας Ιστορίας, βραβευμένος από την Ακαδημία Αθηνών το 2004 για το βιβλίο που συνέγραψε με τον Δημήτρη Πασχαλίδη: Τα γεγονότα της Δράμας (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1941).