Οι Έλληνες κλήθηκαν, κατά την ελληνιστική εποχή, να διαχειριστούν ολόκληρη οικουμένη, ενώ δεν ήταν πλέον σε θέση να διαχειριστούν τις ίδιες τους τις πόλεις. Η τρομερή φυγή προς τα μπρος, που εκσφενδόνισε τον Ελληνισμό στην Ασία, κάνοντάς τον ευρασιατική «υπερδύναμη», –όλη αυτή η επική πορεία, που αρχίζει με τον Αλέξανδρο και τα ελληνιστικά βασίλεια και φτάνει στο ρωμαϊκό imperium και το επιστέγασμά του, τον «ένδοξό μας βυζαντινισμό»– έχει πίσω της την κατάρρευση του οικοσυστήματος του ελληνικού Ατόμου, την αποσύνθεση της ελληνικής πόλεως. Για να κατανοήσει επομένως κανείς την «ιστοριονομία» της απίθανης αυτής διαδρομής, πρέπει να ξεκινήσει από την εξέλιξη της ελληνικής πόλεως, ως ζωντανού συλλογικού υποκειμένου. Θα μπορέσει τότε να διεισδύσει και στο δεύτερο συναμφότερον του ελληνικού αινίγματος: τον συγκερασμό ελληνισμού και λατινισμού. (Το πρώτο είναι ο συγκερασμός ελληνισμού και χριστιανισμού.)
Μήτρα της ελληνικής πόλεως είναι τα ομηρικά έπη. Όταν λειτουργούν, ως αρχή παιδείας, μεταβάλλονται σε ανθρωπολογική γεννήτρια: γεννούν Άτομα ελληνικού τύπου. Η ελληνική πόλις είναι ένα ολόγραμμα με ελκυστές τους ανθρωπολογικούς τύπους των επών.
Μια ελληνική πόλις νομιμοποιείται να ασκήσει ηγεμονία πάνω στις υπόλοιπες μόνο σε περίπτωση εξωτερικής απειλής. Και όταν, εννοείται, αναγνωρίζεται ως η στρατιωτικά ισχυρότερη.
Στη βάση του, ο ελληνικός κόσμος παρέμενε προσηλωμένος στην ιδέα της πολιτικής αυτονομίας. Αυτό θα φανεί ανάγλυφα με τη ρωμαϊκή κατάκτηση, της οποίας το πρόσχημα ήταν ακριβώς η προστασία της αυτονομίας των ελληνικών πόλεων, έναντι του μακεδονικού δεσποτισμού. (Τον ύπατο Titus Quinctius Flamininus τον κάλεσε να εισβάλει στην Ελλάδα η Αχαϊκή Συμπολιτεία και οι Ακαρνάνες, για να «προστατεύσει» τις ελληνικές ελευθερίες από την απειλή του Φιλίππου Ε’ της Μακεδονίας.)
Αρχικώς η αντίληψη της Ρώμης για την ηγεμονία δεν ήταν διαφορετική από την ελληνική. Η Ρώμη επανέλαβε το ελληνικό μοντέλο της πόλης-ηγεμόνα και των πόλεων-υποτελών. Γρήγορα όμως συνειδητοποίησε ότι πρέπει να το αναθεωρήσει, εξ αιτίας ακριβώς της ιδιαιτερότητας των απαιτήσεων που έθετε η διαχείριση της κατακτημένης ελληνιστικής οικουμένης.
Η αιτία της ανάπτυξης του σύμφυτου με το αυτοκρατορικό σύστημα δεσποτισμού δεν πρέπει να αποδοθεί σε κάποια ιδιάζουσα αυταρχική τάση φαλκίδευσης της δημοτικής αυτονομίας, όπως αναχρονιστικά σκεπτόμενοι υποθέτουν οι αριστεροί διαφωτιστές. Συνοδεύοντας την επέκταση ενός ατομοκεντρικού πολιτισμού, ήταν ένας τύπος δεσποτισμού πολύ διαφορετικός από τον ανατολικό δεσποτισμό. Ήταν, πριν απ’ όλα, εργαλείο της αμυντικής στρατηγικής του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Κίνητρό του ήταν οι τρεις βασικοί φόβοι: α) ο φόβος των βαρβάρων, β) ο φόβος των αποσχιστικών κινημάτων και γ) ο φόβος των εμφύλιων στάσεων. Θα ήταν έτσι αφελές και ανώφελο να θεωρήσουμε «προδοσία» ή «λάθος» την εγκατάλειψη του αρχαίου πολιτειακού ιδεώδους.
Η κοινή μετοχή στη χριστιανική αναθεμελίωση του Imperium θα προσφέρει στον συγκερασμό την αναγκαία θρησκευτική θεμελίωση.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Ανακριβές: ειδικός νόμος επέτασσε τη χρήση αποκλειστικά ελευθέρων μισθωτών.