566
Συγγραφέας: Λαμπρινή Θωμά
Άρδην τ. 58
Τέλη της δεκαετίας του ’80, πολλοί από μας, νεαροί αντεξουσιαστές, ολόφρεσκοι αρνητές της αθεΐας μας και νεοφώτιστοι της Ορθοδοξίας, ανακαλύπταμε, μεταξύ πολλών, και τον Στήβεν Ράνσιμαν, προσπαθώντας να βρούμε την άμεση ρίζα μας, την Ελλάδα του ρωμέικου. Ο Ράνσιμαν ήταν μια πόρτα πολύτιμη και παράλληλα έκπληξη κι αποκάλυψη. Πέραν της γνώσης, κατόρθωνε να συγκινεί. Ανήκοντας σε μια άλλη, προγενέστερη «επιστημονική» σχολή, δεν γράφει στεγνά, ψυχρά, εξ αποστάσεως και με επίφαση αντικειμενικότητας. Γράφει ακριβώς όπως νιώθεις πως πρέπει να είναι η αλήθεια. Επιπροσθέτως, ο άνθρωπος αυτός, μέσα από αυτά τα γραπτά του, παρουσιάζεται αεί νέος. Αν μάλιστα κανείς, όπως τότε η ταπεινότητά μου, έμπαινε στον κόπο να διαβάσει και το Αλφαβητάρι του Ταξιδιώτη (A traveler`s Alphabet, Partial Memoirs, εκδ. Thames and Hudson), θα δικαιούνταν να πει πως ο Στήβεν Ράνσιμαν κατόρθωσε να μείνει αεί νέος.
Όταν έμαθα την ηλικία του, δυσκολεύτηκα να την πιστέψω. Είχε ήδη φτάσει 90 την εποχή που τον ανακάλυπτα. Κι ως τότε δεν είχα ακούσει ποτέ για κείνον. Την περίοδο εκείνη, αρχές του 90, εργαζόμουν στην ΕΤ3, υπό τη γενική διεύθυνση του Μιχάλη Αλεξανδρίδη και για την εκπομπή της Χρύσας Αράπογλου «Ειδήσεις κι η Ανατολή». Η σημερινή βουλευτίς του ΠΑΣΟΚ μοιράζονταν τον ενθουσιασμό μου για όλα αυτά, αν και πάντα πιο ψύχραιμη. Έτσι λοιπόν, όταν της είπα πως ήθελα να προτείνω στον γενικό ένα ντοκυμανταίρ για το σερ Στήβεν, με ενεθάρρυνε. Εξηγούμαι: η ΕΡΤ3 είναι ένα φτωχό κανάλι. Τότε ήταν ακόμη φτωχότερο. Δεν είναι εύκολο να μπει σε έξοδα. Οπότε, το πιθανότερο ήταν η πρόταση να απορριφθεί. Δεν απορρίφθηκε, όμως. Ο κ. Αλεξανδρίδης είδε την ανάγκη και θέλησε να προχωρήσουμε.
Έτσι, βρεθήκαμε στο Έλσισιλντς του Λόκερμπι της Σκωτίας, ένα συνεργείο τεσσάρων ανθρώπων, εκ των οποίων οι δύο δημοσιογράφοι. Η Χρύσα Αράπογλου και η γράφουσα. Στο Έλσισιλντς βρίσκεται ο πατρογονικός πύργος των Ράνσιμαν, χτισμένος προ έξι αιώνων. Στο Έλσισηλντς μπορούσε στ’ αλήθεια να ξεκουράζεται. Στο χωριό δεν γνώριζαν παρά μόνο πως στο κτήμα μένει ένας γέρος. Η άφιξή μας μάλιστα σημάδεψε την αποκάλυψη πως «ο γέρος είναι διάσημος στην Ελλάδα!», όπως φώναξε χαρακτηριστικά στη μέση της παμπ ο ιδιοκτήτης της, όταν τον ενημερώσαμε για το σκοπό του ταξιδιού μας. Ήταν τόση η έκπληξή τους που μας κέρναγαν μπύρες για να μείνουμε και να μάθουν γιατί!
Ο σερ Στήβεν μας υποδέχθηκε ο ίδιος στην είσοδο. Ψηλός, στα δύο μέτρα, λεπτός, με καφέ παντελόνι, λευκό πουκάμισο που μύριζε φρεσκάδα, καρώ σκωτσέζικο μελί/καφέ σακκάκι, σκούρα καφέ παπούτσια φροντισμένα, χέρια υπέροχα, δάχτυλα δουλεμένα από το πιάνο… Εξέπεμπε έναν αέρα λεπτότητας, ευφυίας, ευγένειας και γνώσης. Μας δέχθηκε στο αναγνωστήριό του, χώρο με τοίχους καλυμμένους από πίνακες-μνήμες της νεώτερης ιστορίας της περιοχής της νοτιοανατολικής Μεσογείου και μάλιστα αρκετούς εμπνευσμένους από την καταστροφή της Σμύρνης.
Το γραφείο του είναι γυρισμένο προς τον κήπο, μπροστά στη μπαλκονόπορτα, να μπορεί να βλέπει τα λουλούδια και τα δέντρα. Τον ρωτώ σε ποια γλώσσα θέλει να γίνει η συνέντευξη και μας απαντάει ότι θέλει να γίνει στα αγγλικά, διότι έχει ξεχάσει τα νέα ελληνικά του με τα χρόνια. Για λόγους που μάλλον είχαν να κάνουν με το μέγεθος του ανδρός, δεν το αμφισβητήσαμε. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, λοιπόν, όταν θέλαμε να συνεννοηθούμε με το συνεργείο, μιλούσαμε ελληνικά και…λίγο μάγκικα ας το πω. Μερικές από τις ερωτήσεις, όσο κι αν δε φαίνεται σήμερα, έγιναν για να απαντηθούν ερωτήματα που ετίθεντο τότε. Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, ότι η ερώτηση περί του πόσο Έλληνες ήταν οι βυζαντινοί τέθηκε γιατί, εκείνο τον καιρό, ο Κορνήλιος Καστοριάδης αμφισβητούσε την ελληνικότητά τους, σε συνέντευξη στην Ελευθεροτυπία. Δεν θέλησα να ρίξω ονόματα στο τραπέζι, καθώς στόχος μου δεν ήταν το σκάνδαλο κι ο ντόρος. Όποιος ήθελε, όμως, θα μπορούσε να βρει και την άλλη άποψη από τον κατ’ εξοχήν ειδικό.
Στο τέλος, μας πήγε βόλτα στον κήπο του, μιλήσαμε για ποίηση κυρίως. Θυμήθηκε τις συναντήσεις του με το φίλο του Γιώργο Σεφέρη, μας είπε πως ακόμη είχε μπουκάλια ούζου στην κάβα του από αυτά που του χάρισε ο Σεφέρης όταν έφυγε από το Λονδίνο, πως τον φιλοξένησε στο άλλο σπίτι της οικογένειας, στα σκωτικά νησιά, κοντά στο golf stream, κι ο Σεφέρης «είχε την ευγένεια να πει ότι του θύμιζαν ελληνικά νησιά, αλλά ήταν απλή ευγένεια».
Όταν χαιρετηθήκαμε είπε σε άπταιστον νεοελληνικήν: «ευχαριστώ, είναι πάντα ωραίο να συνεργάζεσαι με ευγενικούς ανθρώπους». Τελούσαμε υπό παρακολούθηση κι ευτυχώς βγήκαμε ασπροπρόσωπες…
Το είχα γράψει και στο εισαγωγικό της συνέντευξης αυτής,- που αναδημοσιεύτηκε στο προηγούμενο Άρδην, και πρωτοδημοσιεύτηκε στο flash.gr μετά τον θάνατο του σερ Στήβεν, ότι αυτή η συνέντευξη με καθόρισε. Μάλλον, αυτή η συνάντηση με καθόρισε. Λυπάμαι που δεν κατορθώσαμε να σώσουμε τα πάντα από όσα είχε πει, λυπάμαι που η φτώχεια μας δεν επέτρεψε τη διάσωση αυτού του ντοκουμέντου που κατά τύχην αγαθή έφερε και την υπογραφή μου. Και, νιώθω ντροπή κάθε φορά που μου ζητούν ξένοι ερευνητές, βυζαντινολόγοι, το πρωτότυπο, τη συνέντευξη στην αγγλική, κι υποχρεούμαι να λέω πως το τρίτο κρατικό κανάλι της Ελλάδας έχασε το υλικό αυτό. Από την άλλη, δεν περίμενα τότε (ούτε η Χρύσα, όσο το έχουμε συζητήσει) ότι η δημοσίευση αυτής της συνέντευξης στο flash.gr, μετά τον θάνατο του Βρετανού μας φίλου, θα την έκανε «διάσημη». Αυτό που σώθηκε, η μετάφρασή μου σε όσα κομμάτια είχαν επιλεγεί για τον υποτιτλισμό, έγινε ένα κείμενο που έτυχε μεγάλης προσοχής. Λίγες συνεντεύξεις έχουν αναδημοσιευτεί σε τόσα sites κι έχουν συζητηθεί τόσο σε διαδικτυακά φόρουμ. Δεν πιστεύω ότι πρόκειται για κάποια ιδιαίτερη συνέντευξη, από δημοσιογραφικής απόψεως. Τα ιδιαίτερα είναι η προσωπικότητα που μας μίλησε, από τη μια, και η ανάγκη του γένους να επανακαθορίσει τη σχέση του με το Βυζάντιο από την άλλη. Συνεισφέραμε σε ένα διάλογο που τότε ήταν καυτός κι αγωνιώδης, και σήμερα καταλήγει επιτέλους σε συμπεράσματα. Ήταν τύχη και τιμή μας.