Οι άρχουσες τάξεις της περιοχής έχουν μία παράδοση επαρχιωτισμού, υπανάπτυξης και εύκολης προσκόλλησης σε αντιμαχόμενες μεταξύ τους μεγάλες δυνάμεις, για να αποκομίσουν κάποια άμεσα οφέλη έναντι των γειτόνων τους. Και αυτή η πραγματικότητα αποτελεί συνέπεια της καθυστερημένης και αναχρονιστικής εισαγωγής της δυτικής έννοιας του έθνους-κράτους στην περιοχή μας. Ο δικός μας χώρος είχε μάθει ήδη από τους ελληνιστικούς χρόνους και στη συνέχεια από την εποχή της Βυζαντινής κοινοπολιτείας να ζει μέσα σε πολυεθνικά κρατικά μορφώματα, όπου έθνη και λαοί συμβίωναν μεταξύ τους. Αυτή η ανάμειξη πληθυσμών, λαών, παραδόσεων και θρησκειών, μπορούσε να βρει μια και μόνη σύγχρονη κρατική έκφραση, μια ομοσπονδιακή δομή, σύμφωνη με το όραμα του Ρήγα Φεραίου. Η εισαγωγή της εθνοφυλετικής αντίληψης του έθνους από τη Δύση, σε συνδυασμό με την ιστορική καθυστέρηση στην οποία διατήρησε την περιοχή μας η Οθωμανική κυριαρχία, είχαν τραγικές συνέπειες για τον βαλκανικό χώρο. Μετέβαλε τα νέα βαλκανικά έθνη-κράτη σε οιονεί εχθρούς μεταξύ τους, που αναζητούν συμμαχίες έξω από τα Βαλκάνια για να αντιμετωπίσουν τους γείτονές τους. Έτσι συγκροτήθηκε ένας ουσιαστικά εξαρτημένος χώρος που δεν στρεφόταν προς το «εσωτερικό» του για μια ενδογενή οικονομική, πολιτισμική και πολιτική ανάπτυξη, αλλά αντίθετα στρεφόταν προς τα έξω. Ας θυμηθούμε πριν δεκαπέντε χρόνια την κατάσταση των Βαλκανικών χωρών. Η Αλβανία ήταν σύμμαχη με την Κίνα, η Ελλάδα με τη Δύση, η Γιουγκοσλαβία ουδέτερη καπιταλο-σοσιαλιστική χώρα, η Βουλγαρία η φωνή της ΕΣΣΔ, και η Ρουμανία ο αιρετικός σύμμαχος. Πουθενά αλλού στον κόσμο δεν υπήρχε τέτοια πανσπερμία προσανατολισμών.
Όταν λοιπόν κατέρρευσε το Ανατολικό στρατόπεδο υπήρχαν δύο δυνατές διέξοδοι. Η μία ήταν, επιτέλους, η απαρχή διαδικασιών μιας οικονομικής, πολιτιστικής και πολιτικής ενοποίησης της περιοχής, μια και δεν υπήρχαν πλέον ανταγωνιστικά στρατόπεδα. Και η άλλη η διέξοδος του παραπέρα κατακερματισμού, της μεταβολής των πέντε βαλκανικών κρατών σε δέκα ή δεκαπέντε διαφορετικές οντότητες, σε μια πραγματική εθνική και μειονοτική «σκόνη», πράγμα που θα μετέβαλε σχεδόν οριστικά την περιοχή σε άθυρμα των Γερμανών, των Τούρκων και των Αμερικανών.
Και, ω του θαύματος, οι άρχουσες τάξεις της περιοχής ακολούθησαν το δεύτερο δρόμο. Στη λογική μιας μικροεθνικιστικής αντίληψης του εθνικού συμφέροντος έκαναν ότι μπορούσαν για να μεταβάλουν τις προσδοκίες των βαλκανικών λαών σε εφιάλτη. Στην πολυεθνική Γιουγκοσλαβία οι Τούτζμαν, Μιλόσεβιτς και Ιζετμπέκοβιτς έκαναν ότι μπορούσαν για να αποσυνθέσουν και να κομματιάσουν την Γιουγκοσλαβία, προτιμώντας μια ανεξέλεγκτη μικροεξουσία από την διατήρηση ενός ισχυρού ομοσπονδιακού πόλου στα Βαλκάνια. Έτσι έπαιξαν το παιγνίδι των Γερμανών των Τούρκων και άλλων καλοθελητών. Τις τραγικές συνέπειες τις γνωρίζομε. Η Γιουγκοσλαβία κομματιάστηκε, οι νεκροί φθάνουν ίσως τις 100.000, οι πρόσφυγες το εκατομμύριο και οι Νατοϊκές δυνάμεις βρίσκονται πια εγκατεστημένες στην καρδιά της άλλοτε περήφανης Γιουγκοσλαβίας, ενώ πλέον απειλούνται και τα χειρότερα με τους βομ-βαρδισμούς των δυτικών και την τύχη του Κοσσυφοπεδίου.
Οι συνέπειες για το σύνολο των Βαλκανίων υπήρξαν τραγικές. Το Αλβανικό ζήτημα, δηλαδή το ζήτημα των αλβανικών μειονοτήτων στο Μαυροβούνιο, την Σερβία και τα Σκόπια εξερράγη και η Αλβανία σπρώχτηκε στα χέρια των Δυτικών και της Τουρκίας, πράγμα που συμβαίνει σε ένα βαθμό και με την Βουλγαρία. Η δημιουργία του κράτους των Σκοπίων προκάλεσε μια εκτεταμένη σύγκρουση με την Ελλάδα και υπονόμευσε τις σχέσεις τόσο με την Ελλάδα, όσο και δυνητικά τις σχέσεις της Ελλάδας με την Βουλγαρία. Το Μαυροβούνιο οδηγείται σε απόσχιση, για να μην αναφέρουμε τα ζητήματα της Βοϊβοντίνα, του Σαντζάκ κ.λπ.
Οι άρχουσες τάξεις και οι ελίτ των Βαλκανίων, μη διαθέτοντας άλλο όραμα παρά την αρπαγή και την νομή μιας μαυραγορίτικης ή παρασιτικής εξουσίας, προτίμησαν το δρόμο της αποσύνθεσης, σε αντίθεση με την επιλογή ενός δρόμου βαλκανικής σύνθεσης.
Ποια όμως ήταν η στάση της μόνης χώρας που έβγαινε αλώβητη από την πτώση του ανατολικού στρατοπέδου και η οποία θα μπορούσε να παίξει έναν ενοποιητικό και σταθεροποιητικό ρόλο στην περιοχή, δηλαδή της Ελλάδας;
Η χώρα μας θα πέσει θύμα όχι τόσο του μικρο-εθνικισμού, που και αυτός λειτούργησε, όσο κυρίως του δυτικο-ευρωπαϊκού στραβισμού των αρχουσών τάξεων και των ελίτ της χώρας μας της έλλειψης ενός βαλκανικού οράματος, της έλλειψης ενός σχεδίου μεγάλης πνοής και κλίμακας.
Συχνά, καθημερινά, αδιάκοπα, ακούμε ή επαναλαμβάνουμε εκφράσεις του τύπου « …η Ευρώπη θα», «θα πρέπει να προσφύγουμε στην Ευρώπη… », κλπ. κλπ. Εδώ και δύο αιώνες τουλάχιστον αγωνιζόμεθα «να φτά-σουμε την Ευρώπη…», «να ενταχθούμε στην Ευρώπη» κ.ο.κ. Και να τώρα που επί τέλους «φθάσαμε», ενταχ-θήκαμε οργανικά σε μια οικονομική και πολιτική «ένωση» της Δυτικής Ευρώπης, ανακαλύπτουμε έντρομοι –κυρι-ολεκτικώς– πως αυτή η Ευρώπη όχι μόνον δεν μας «καλύπτει» έναντι γειτόνων όπως η Τουρκία αλλά συμμετέχει μαζί με τους Αμερικανούς στην αποδιάρθρωση του χώρου μας, συμμετέχει με τους Αμερικανούς στον Βομβαρδισμό της Σερβίας και την επιχείρηση οριστικής αποσύνθεσης των Βαλκανίων. Αυτή η Ευρώπη όχι μόνον δεν «μας θέλει» στο βαθμό που διατηρούμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μας, αλλά θέλει να μεταβάλει και όλη την περιοχή μας σε περιοχή προτεκτοράτων, σε μια βαλκανική διασκορπισμένη σε πληθώρα μικρο-εθνών και μικροκρα-τών, εύκολη λεία για τους Αμερικανούς αλλά και τους Γερμανούς ή τους Τούρκους αντίστοιχα.
Πρόκειται κυριολεκτικώς για μια τραγική διάψευση των ελπίδων των Ελλήνων που σε όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης προσέβλεπαν σχεδόν αποκλειστικά στην «Ευρώπη», ως προστασία, τόσο έναντι της τουρκικής απειλής όπως και ως απάντηση στην αμερικανική επικυριαρχία.
Απέναντι σε αυτή την διάψευση των ελπίδων, διάψευση μεγάλης κλίμακας, υπάρχουν πολλαπλές στάσεις:
Α. Η μία είναι η επίταση της εθελοδουλείας. Μια και η «Ευρώπη» και η Δύση μας απορρίπτει, μας κριτικάρει, κινδυνεύει να μας αποβάλλει από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ας γίνουμε περισσότερο πειθήνιοι, ας προσπαθήσουμε να λύσουμε όπως-όπως το «Κυπριακό», ας υποταχθούμε στις τουρκικές απαιτήσεις χωρίς ουσιαστική διαμαρτυρία, ας δεχθούμε σχεδόν αδιαμαρτύρητα την διάλυση των Βαλκανίων και τους βομβαρδισμούς, ας επιτείνουμε την οικονομική προσαρμογή στις απαιτήσεις της ΟΝΕ, ας μεταβληθούμε σε ευρωπαϊκή νομαρχία τυπικά και ουσιαστικά έστω και αν χάσουμε και μερικές «επαρχίες». Αυτή είναι η κυρίαρχη άποψη των ελίτ της χώρας, αυτή είναι πλέον και η κυρίαρχη άποψη στα δύο μεγάλα κόμματα, αυτή είναι διακηρυγμένα η πολιτική της κυβέρνησης Σημίτη καθώς και των εσωκομματικών αντιπάλων του (Βλέπε την μεταβολή του Τσοχατζόπουλου σε Νατοϊκό γεράκι).
Αυτή η πολιτική όχι μόνον έχει προσυπογράψει την πολιτική των Νατοϊκών βομβαρδισμών, αλλά όλη την προηγούμενη περίοδο δεν έκανε τίποτε για να προωθήσει μια πολιτική βαλκανικής συνοχής. Πίσω από τις μεγάλες κουβέντες για βαλκανική πολιτική κρύβεται μια αντίληψη που θεωρεί τα Βαλκάνια ως «πρόβλημα» και όχι ως τον στρατηγικό στόχο της χώρας. Μια αντίληψη που συνοψίζεται στο «δεν είμαστε βαλκανική χώρα αλλά μέρος της Ευρώπης στα Βαλκάνια», λες και μια ηλίθια φόρμουλα είναι αρκετή για να αλλάξει την ιστορική και γεωπολιτική ταυτότητα μιας χώρας. Η άποψη που θεωρεί την ΟΝΕ ως την στρατηγική επιλογή της χώρας και την βαλκανική ενότητα στην καλύτερη περίπτωση ως απλό πρόβλημα ασφάλειας, αντί αντίθετα να θεωρεί την βαλκανική ενότητα ως την στρατηγική επιλογή της χώρας και όλα τα άλλα ως τακτικές επιλογές, εμπόδισε την Ελλάδα να παίξει έναν ουσιαστικό, σταθεροποιητικό ρόλο στην περιοχή και να αποτρέψει τα χειρότερα.
Β. Η δεύτερη είναι εκείνη της εθνικής αυτάρκειας. Εδώ θα συναντήσουμε ίσως το πιο αξιοπρεπές κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. «Η Ελλάδα δεν είναι Ευρώπη», «η παράδοσή μας είναι Ανατολική», «πρέπει να διατηρήσουμε την εθνική και πολιτιστική μας αυτονομία», πρέπει εδώ και τώρα να απορρίψουμε τη Δύση και τη δυτική κυριαρχία. Πρέπει να εγκαταλείψουμε την Ευρωπαϊκή Ένωση και να βαδίσουμε την οδό της εθνικής αξιοπρέπειας. Σε αυτό ρεύμα θα μπορούσαμε εσχάτως να κατατάξουμε από μερικές απόψεις και το ΚΚΕ. Πρόκειται για μια τάση θετική αλλά όχι επαρκή και η οποία κινδυνεύει και αυτή να πέσει σε μικροεθνικιστικές ή απομονωτιστικές αντιλήψεις. Ας θυμηθούμε τι συνέβη με το Μακεδονικό, όπου η ορθή απόρριψη του σοβινισμού των Σλαβομακεδόνων δεν συνδυάστηκε και με μια αναγκαία πολιτική συμβιβασμού γύρω από μια σύνθετη ονομασία, η οποία όχι μόνο θα μπορούσε να ξεμπλοκάρει το ζήτημα και θα μας επέτρεπε να πραγματοποιήσουμε μια ολοκληρωμένη βαλκανική πολιτική, αλλά και θα απέφευγε τον σημερινό εξευτελισμό της ουσιαστικής καθιέρωσης του ονόματος «Μακεδονία».
Γ. Η τρίτη εκδοχή είναι εκείνη της εισαγωγής μιας νέας αντίληψης για την Ευρώπη, για την Μεσόγειο και για τον κόσμο συνολικότερα. Η Ελλάδα είναι και Ευρώπη, αλλά μια Ευρώπη διαφορετική από εκείνη της Δύσης. Κατά συνέπεια, το πρόβλημα δεν είναι «να φθάσουμε τη Δύση», αλλά να ξεπεράσουμε την αντίθεση Ανατολικής -Δυτικής Ευρώπης μέσα στα ίδια τα πλαίσιά της, καθώς και την αντίθεση Βορράς-Νότος σε όλη την ευρύτερη γεωπολιτική περιοχή, προβάλλοντας απέναντι στην κυρίαρχη δυτική οπτική της ευρωπαϊκής οικοδόμησης, μιαν αντίληψη όπου ο Βαλκανικός χώρος αντί να αποτελεί χώρο πολέμου και καταστροφής θα συγκροτεί το απαραίτητο τσιμέντο για την ένωση Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης.
Μόνο τα Βαλκάνια και αυτό έχει αποδειχθεί, ΑΡΝΗΤΙΚΑ, σε όλη την ιστορία του 20ού αιώνα μπορούν να ενοποιήσουν την Ευρώπη. Σήμερα που έχουμε φθάσει σε ένα ακόμα επικίνδυνο σταυροδρόμι θα πρέπει να το αποδείξουμε και ΘΕΤΙΚΑ. Και για να γίνει κάτι τέτοιο θα πρέπει να ενωθούν τα ίδια τα Βαλκάνια. Πρέπει να Βαλκάνια να κάνουν πράξη επί τέλους το όραμα του Ρήγα γιατί μόνο τότε θα ξεφύγουμε από την κατάρα των ενδοβαλκανικών πολέμων και μόνο τότε θα μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την εξωτερική απειλή. Είτε πρόκειται για εκείνη των Τούρκων είτε για τους βομβαρδισμούς της Δύσης.
Αν θέλουμε οι σημερινές καταγγελίες και κινητοποιήσεις μας ενάντια στους χασάπηδες του ΝΑΤΟ να ενταχθούν σε μια ευρύτερη και μακροπρόθεσμη στρατηγική θα πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τόσο πάνω στα αίτια του πολέμου, όσο και πάνω στις προ-σπάθειες αποτροπής του στο μέλλον. Θα πρέπει να ρίξουμε το βάρος μας στην προοπτική μεγάλης πνοής που αποτελεί η ενότητα των Βαλκανίων. Μια τέτοια ενότητα είναι η οποία απαντά και στο ζήτημα μιας ισόρ-ροπης ευρωπαϊκής προοπτικής για τη χώρα μας (γιατί συγκροτεί ένα πόλο ισχυρό μέσα στην Ευρώπη) και ταυτόχρονα είναι η μόνη η οποία μπορεί στη μεγάλη διάρκεια να αποτρέψει την τουρκική επιθετικότητα. Το όραμα του Ρήγα Φεραίου αποτελεί προϋπόθεση και αναγ-καίο όρο για μια Ελλάδα και μια βαλκανική που θα πάψει να είναι άθυρμα των ξένων δυνάμεων και επιτέλους θα μπορεί να συμμετέχει ισόρροπα σε έναν ειρηνικό κόσμο. Και αυτή η ενότητα Ελλήνων και Σέρβων που σφυρηλατείται αυτές τις μέρες πρέπει, έστω και την ώρα της κατα-στροφής, να αποτελέσει το υπόστρωμα για μια εναλλακτική βαλκανική πορεία.