Από την καταστροφή της Σμύρνης στη Σπηλιά των Μουσών
Του Κωνσταντίνου Μαυρίδη από τη Ρήξη φ. 114 που κυκλοφορεί
Έχω διανυκτερεύσει πολλές φορές στη σπηλιά του Ιθακήσιου στον Όλυμπο, όλες τις εποχές. Η τοποθεσία της, σε υψόμετρο 1840 μ. στη νότια ορθοπλαγιά πάνω από τη χαράδρα του Ενιππέα και η προστασία που παρέχει από τους παγωμένους βοριάδες και τις άγριες καταιγίδες που ξεσπούν ψηλά στο βουνό, έχουν σώσει πολλούς ορειβάτες μέσα στο χρόνο. Επιπλέον, είναι σπάνια απόλαυση να παρατηρείς στεγνός μια ορεινή καταιγίδα να λυσσομανάει μπροστά στα μάτια σου, χωμένος σ’ έναν ζεστό υπνόσακο στην ασφάλεια της σπηλιάς.
Μόνο στη σπάνια περίπτωση που ο καιρός γυρίσει σε νοτιά μπορεί να βραχείς, αλλά και πάλι τα τεράστια πεύκα στην είσοδο της σπηλιάς κόβουν αέρα και βροχή ολοκληρώνοντας αυτό το απίστευτο φυσικό καταφύγιο. Λένε ότι όταν ο ζωγράφος Βασίλης Ιθακήσιος πρωτοείδε τη σπηλιά, το Μάρτιο του 1928, επιστρέφοντας από ανάβαση στην κορυφή του Ολύμπου μαζί με τον Χρήστο Κάκκαλο, την ονόμασε «σπήλαιο των Μουσών» και πήρε επί τόπου την απόφαση να εγκατασταθεί εκεί. Σήμερα την ξέρουν όλοι ως «σπηλιά του Ιθακήσιου» ως φόρο τιμής στον άνθρωπο που πέρασε εκεί είκοσι δύο χρόνια της ζωής του ζωγραφίζοντας τα τοπία του θρυλικού βουνού. Ακόμα και σήμερα, ογδόντα επτά χρόνια μετά, αχνοφαίνονται ζωγραφισμένα τα ονόματα των Μουσών στα μαυρισμένα απ’ τον καπνό τοιχώματα της σπηλιάς, θυμίζοντας το ζωγράφο-ερημίτη που έμενε κάποτε εκεί. Ποια είναι όμως η ιστορία του Βασίλη Ιθακήσιου;
Γεννημένος στο Ακρωτήρι της Μυτιλήνης στις 11 Μαρτίου του 1879, από πατέρα Ιθακήσιο και μητέρα Μυτιληνιά, ο Βασίλης Γεωργανάς, όπως ήταν το πραγματικό του επώνυμο, έδειξε από νωρίς το ενδιαφέρον του για τη ζωγραφική. Τις ελεύθερές του ώρες τις περνούσε κοντά στον Μυτιληνιό ζωγράφο Λουκά Γεραλή, ο οποίος τον μύησε και στην τέχνη της φωτογραφίας. Στα εφηβικά του χρόνια, ο Βασίλης θα επισκεφθεί τη Σμύρνη όπου θα γνωρίσει το ζωγράφο Παναγιώτη Πολυχρόνη. Η γνωριμία τους θα είναι καθοριστική, καθώς ο Πολυχρόνης, αναγνωρίζοντας το ταλέντο του, θα τον παροτρύνει να μετακομίσει στην Αθήνα όπου θα σπουδάσει ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου. Δάσκαλοί του στη σχολή υπήρξαν ο Νικηφόρος Λύτρας και ο Γεώργιος Ροϊλός, μεγάλα ονόματα της ελληνικής ζωγραφικής.
Με την αποφοίτησή του και μετά από μια ετήσια υποτροφία στην Αμβέρσα του Βελγίου, ο «Ιθακήσιος», όπως υπέγραφε πλέον τους πίνακές του, επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του τη Μυτιλήνη, για να μεταβεί στα 1900 στη Σμύρνη όπου θα ζούσε και θα δημιουργούσε για είκοσι δύο ολόκληρα χρόνια. Φαίνεται ότι η περίοδος της Σμύρνης ήταν από τις πλέον ευτυχισμένες και δημιουργικές της ζωής του. Ασχολήθηκε με όλα τα είδη της ζωγραφικής τέχνης, αλλά τον κέρδισαν τελικά η τοπιογραφία και η θαλασσογραφία. Έκανε περισσότερες από δώδεκα εκθέσεις στην ευρωπαϊκή οδό του Φραγκομαχαλά, που όλες γνώρισαν τεράστια επιτυχία. Οι πρώτοι πίνακές του αγοράζονταν σε χαμηλές τιμές, καθώς περνούσε ο καιρός όμως και ο ζωγράφος γινόταν γνωστός, οι πίνακές του γίνονταν ανάρπαστοι σε πολύ καλές τιμές. Η εκτίμηση της τοπικής κοινωνίας για το έργο του ήταν τέτοια που ο Ιθακήσιος φιλοτέχνησε το πορτρέτο του μετέπειτα αγρίως σφαγιασθέντος από τον τουρκικό όχλο, Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμο Καλαφάτη. Πολλές φορές ταξίδευε στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας και επέστρεφε με αριστουργηματικούς πίνακες. Ο ίδιος ο Ιθακήσιος, μιλώντας για εκείνα τα χρόνια είχε πει, «Η καρδιά μου έκαμε κάλλους από την πολλή αγάπη που γεύτηκα».
Τα χρόνια της Σμύρνης θα λήξουν με τον πλέον τραγικό τρόπο το 1922, με τη μικρασιατική καταστροφή, και ο ζωγράφος θα ξεφύγει από τον κλοιό των Τούρκων στην κυριολεξία την τελευταία στιγμή, αφήνοντας ωστόσο πίσω του σχεδόν όλους τους πίνακές του και όποια περιουσία πρόλαβε να κάνει. Στον Πειραιά θα φτάσει με την προσωπογραφία της μητέρας του παραμάσχαλα, πρόσφυγας ανάμεσα σε πρόσφυγες, «με της Σμύρνης τη φωτιά στα μάτια». Μια Σμύρνη που δεν θα ξαναδεί ποτέ γιατί, όπως είχε δηλώσει σε συνεντεύξεις του, δεν μπορούσε να τη δει Τουρκάλα.
Στην Αθήνα θα κάνει μια νέα αρχή και θα συνδεθεί με παλιούς του συμφοιτητές στη Σχολή Καλών Τεχνών οι οποίοι δραστηριοποιούνται στον Οδοιπορικό Σύνδεσμο και οργανώνουν φυσιολατρικές εκδρομές σε διάφορα βουνά της Ελλάδας. Μετά από αρκετές αναβάσεις φαίνεται πως αποφάσισε να εγκαταλείψει την πόλη για να αφοσιωθεί στη ζωγραφική τοπίων και ξεκίνησε την αναζήτηση του ιδανικού λημεριού για το εγχείρημά του. Για δύο χρόνια, 1923-25, θα μείνει στην Κεφαλλονιά ζωγραφίζοντας τοπία του Αίνου και θα περάσει πολλές νύχτες στο βράχο του Τηλέγραφου, μια σπηλιά πάνω από το κτήμα των Πινιατόρων, μιας οικογένειας με την οποία είχε συνδεθεί φιλικά. Θα γυρίσει σε μερικά ακόμη βουνά στην ελληνική επικράτεια και το 1928 θα περάσει από τον Όλυμπο που θα τον κερδίσει τελειωτικά. Η γνωριμία του με τον Χρήστο Κάκκαλο (τον άνθρωπο που ανέβηκε πρώτος στην κορυφή του Ολύμπου) και η ανακάλυψη της σπηλιάς των Μουσών θα τον κάνουν να περνά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου εκεί, ζωγραφίζοντας ακατάπαυστα για είκοσι δύο χρόνια. Ταυτόχρονα θα συγυρίσει και διαμορφώσει τη σπηλιά ως καταφύγιο, εργαστήριο και ορμητήριο. Ο Ιθακήσιος τοποθέτησε στέγη και λιακωτό με τζάμια, δύο πεζούλια στις άκρες της σπηλιάς, ένα καναπεδάκι από κορμούς δέντρων και ξυλόσομπα για τις κρύες νύχτες στο βουνό. Μέχρι το 1941 που θα τον έδιωχναν από τον Όλυμπο οι Γερμανοί, οι οποίοι δεν παρέλειψαν να του κλέψουν πολύτιμους πίνακες, αλλά και το ημερολόγιο των πρώτων χρόνων στο όρος, θα ζωγράφιζε πάνω από πεντακόσιους πίνακες με τοπία του βουνού και θα καθιερωνόταν ως ο «ζωγράφος του Ολύμπου».
Το τέλος του Ιθακήσιου έμελλε να είναι τραγικό, καθώς τα τελευταία χρόνια της ζωής του ζούσε στο Γηροκομείο Αθηνών, όπου συνέχιζε να ζωγραφίζει αναζητώντας τον Όλυμπο και το «λημέρι» του. Η διεύθυνση του γηροκομείου προβληματίστηκε, γιατί ο γέροντας είχε μαραζώσει και συνεννοήθηκε με το Γ.Ε.Σ. ώστε κάποιο ελικόπτερο που θα μετέβαινε στον Όλυμπο για υπηρεσιακούς λόγους να κάνει μια υπέρπτηση πάνω από τα γνωστά του μονοπάτια. Τα πάντα είχαν κανονιστεί και ο Ιθακήσιος είχε ξανανιώσει, αλλά ο γιατρός του ιδρύματος ματαίωσε το ταξίδι την τελευταία στιγμή. Το ίδιο βράδυ, ο Ιθακήσιος φόρεσε τα ρούχα του και προσπάθησε να δραπετεύσει από το γηροκομείο πηδώντας από το παράθυρο. Στα 98 του χρόνια και μέσα στο σκοτάδι μάλλον παραπάτησε και τραυματίστηκε σοβαρά, για να πεθάνει την επομένη στο νοσοκομείο, μακριά από το αγαπημένο του βουνό. Λίγα χρόνια πριν πεθάνει, καλεσμένος μαζί με τον συνομήλικό του Χρήστο Κάκκαλο στην εκπομπή του Φρέντυ Γερμανού, είχαν απαγγείλει τους στίχους που έλεγαν όταν νέοι πατούσαν την κορυφή του Ολύμπου: «Τι δακρύζεις, ωρέ Μύτικα, και βαριαναστενάζεις…”