Αρχική » Ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις

Ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις

από Άρδην - Ρήξη

slight

«Αφού δεν είχε νέα ευχάριστα να πει/

καλύτερα να μην μας πει κανένα»

Δ. Σαββόπουλος[1]

Του Γιώργου Ρακκά

Μετά την λαϊκή ετυμηγορία του δημοψηφίσματος, ήρθε η στιγμή να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα πράγματα πιο ψύχραιμα, και στο βάθος που τους αξίζουν, όχι μόνο για να μην υπάρξουν περαιτέρω παρεξηγήσεις από καλοπροαίρετους φίλους και φίλες, αλλά διότι αυτό το ξεκαθάρισμα μπορεί να βοηθήσει στο να κατανοήσουμε καλύτερα την κατάσταση που βρισκόμαστε. Και τούτο αφορά στην «μεγάλη εικόνα» της πορείας του ελληνισμού μέσα στον 21ο αιώνα.

Από το 2009 και μετά, ζούμε οι Έλληνες έναν ψυχολογικό διχασμό ο οποίος παίρνει ενίοτε και πολιτικές διαστάσεις. Έχουμε επιμείνει σε αυτόν ουκ ολίγες φορές, είναι η δραματική στιγμή που ο συλλογικός μας εαυτός σκίζεται μεταξύ ενός ρεαλισμού ταυτισμένου με την υποταγή, και μιας αντίστασης που στηρίζεται αποκλειστικά στην τυφλή τόλμη, η οποία πηγάζει από τα τεράστια αποθέματα ψυχής που διαθέτει ο ελληνικός λαός.

Το ιστορικό βάθος αυτής της συλλογικής μας σχιζοφρένειας έχει αναλυθεί πολύ καλύτερα από τον Γιώργο Καραμπελιά σε πρόσφατο άρθρο. Εκείνο που ταιριάζει όμως στις παρούσες σκέψεις, έχει να κάνει με τον τρόπο που αυτή η σχιζοφρένεια αλληλεπιδρά με το παρόν, εγχώριο και διεθνές περιβάλλον.

Ο 21ος αιώνας, λοιπόν, είναι πολύ πιο πολύπλοκος αιώνας από τον 20ο. Είναι αιώνας βαθειάς κρίσης του κυρίαρχου κοινωνικού και οικονομικού μοντέλου, αιώνας εξάντλησης γεωπολιτικών δεδομένων που ίσχυαν για αιώνες (βλέπε παγκόσμια δυτική ηγεμονία), αιώνας διαταραχής ισορροπιών που κλονίζουν παγκόσμιες σταθερές (βλέπε οικολογική κρίση). Με λίγα λόγια ο 21ο αιώνας θέλει ‘κοχόνες’ που λεν’ και οι Ισπανοί –πόσο μάλλον από εμάς που ζούμε στα Βαλκάνια, τα οποία ως γνωστόν δεν είναι παίξε γέλασε.

Μέχρι σήμερα, αυτή η σχιζοφρένεια, και η σύγκρουση που προκαλούσε η αντίθεση των δύο πόλων της, μπορεί να μην ήταν παραγωγική και να συνοδεύτηκε από τεράστιες εθνικές καταστροφές και δραματική συρρίκνωση της προοπτικής του λαού μας –ποτέ όμως δεν έφτασε στο σημείο αντιπαραγωγικότητας το οποίο αγγίζει σήμερα: Διότι πλέον, είναι εντελώς βέβαιο ότι αυτός ο αιώνας δεν έχει χώρο ούτε για αγαθούς γίγαντες της αντιστασιακότητας που αψηφούν τα πραγματικά δεδομένα, δεν έχει χώρο ούτε και για έξυπνα καθάρματα που έχουν πουλήσει την ψυχή τους στο διάολο – ειδικά για εμάς που είμαστε πλέον μικρός και αδύναμος σε ισχύ λαός.

Κοινώς, αν δεν το έχουμε καταλάβει ακόμα, το τελεσίδικο συμπέρασμα των αμείλικτων δεδομένων του 21ου αιώνα, προδικάζει τον οριστικό μας θάνατο αν δεν αμφισβητήσουμε αυτήν μας την σχιζοφρένεια. Όπου η τόλμη, και η αρετή ανήκουν σε διαφορετικά στρατόπεδα. Και εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με το επίδικο της Ελευθερίας που για το οποίο μιλούσε ο Κάλβος, έχουμε να κάνουμε με το επίδικο της εξαφάνισης.

Αν για κάποιους αυτό φαντάζει τόσο δύσκολο εγχείρημα όσο ο τετραγωνισμός του κύκλου… συμφωνούμε.

Μόνο που, στην πραγματικότητα, οι «κρίσεις επιβίωσης» είναι σαν την στιγμή γέννησης της μαύρης τρύπας. Όλες οι αντιφάσεις συμπυκνώνονται και σκάνε σε τέτοιο βαθμό πίεσης ώστε αν δεν τις υπερβείς αστραπιαία, η μαύρη τρύπα θα γεννηθεί, και θα εγκλωβιστείς στον «ορίζοντα των γεγονότων», δηλαδή στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας.

Αυτή η γενική αρχή, αυτή η «μεγάλη εικόνα» είναι που υπαγόρευσε την αποχή μας από το δημοψήφισμα. Και την άρνηση συστράτευσης με το μέτωπο του «ΝΑΙ» ή το μέτωπο του «ΟΧΙ».

Καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές, φαντάζομαι ήδη αρκετούς φίλους να απορούν πως μπορεί να μπαίνουν στο ίδιο τσουβάλι τα δύο στρατόπεδα. Δεν μπαίνουν. Ωστόσο, δεν παύουν να ορίζουν δύο πόλους μιας καταστροφικής διαλεκτικής που οδηγεί μαθηματικά στην αποσύνθεση. Πράγμα που αποτελεί την πρακτική απόληξη της «μεγάλης εικόνας» που περιγράψαμε παραπάνω.

Ως ομάδα έχουμε αφιερώσει την τελευταία 30ετία, τουλάχιστον, σε μια σαρωτική αποδόμηση των κεντρικών επιχειρημάτων αυτού που σήμερα παρουσιάστηκε ως μέτωπο του «ΝΑΙ»: πολιτισμικά, ιστορικά, κοινωνιολογικά και οικονομικά[2].

Κάποιοι εδώ θα πουν ότι το πολιτικό μέτωπο του ΝΑΙ αντιπροσωπεύει τον παλαιό πολιτικό κόσμο, τον εσμό της διαπλοκής με τα αποκρουστικά κανάλια του, την εθελόδουλη άρχουσα τάξη και όλα τα συμπαρομαρτούντα της και άρα δεν μπορεί να αντιπαραβληθεί με εκείνο του «ΟΧΙ».

Το ‘παλαιό καθεστώς’, όμως, και παρά την καθολική κινητοποίησή του δεν κατάφερε εν τέλει να επηρεάσει παρά ένα κομμάτι του 40% – ούτε καν εξ ολοκλήρου το ποσοστό του ΝΑΙ, καθώς πολλοί ήταν άνθρωποι που ψήφισαν ΝΑΙ με πλήρη επίγνωση για τον ποιόν των δυνάμεων που το εξέφρασαν πολιτικά και ολοκληρωτική αποστροφή για τον ρόλο που έπαιξαν στην μεταπολιτευτική Ελλάδα.

Το ζήτημα, όμως, είναι ότι μετά την 25η Ιανουαρίου υπήρξε μια μετατόπιση της εξουσίας από τα παλαιά της κέντρα. Τα νέα της κέντρα, αντλούν με διαφορετικούς τρόπους την νομιμοποίησή τους, τουλάχιστον στο πλαίσιο αυτής της πρώτης φάσης ‘μεταβατικού τύπου’ που ζούμε: Κυρίως απευθείας από τον λαό, από το μίσος του λαού για τους προηγούμενους –και ως προς αυτό ο «δημοψηφισματισμός» του Αλέξη Τσίπρα αποτελεί το καλύτερο δυνατό τεκμήριο που μπορούσε να υπάρξει.

Προφανώς, αυτό δεν συνεπάγεται ότι έχουμε να κάνουμε με μια καλύτερη μορφή εξουσίας από την προηγούμενη, καθώς τα αποτελέσματά της, καθώς και το σχέδιό της για το μέλλον συνηγορούν προς το αντίθετο. Ούτε βέβαια, είναι αυτή η εξουσία που επιφυλάσσει στον λαό ευρύτερο ρόλο: Διότι αν ο ρόλος που επιφύλασσε το παλαιό καθεστώς στον λαού συνοψίζεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο σε αυτό που είπε η Αντιγόνη Λυμπεράκη (οι φτωχοί δεν κάνουν για αποφάσεις στις κρίσιμες στιγμές), ο ρόλος που επιφυλάσσει το καινούργιο σε αυτόν, φάνηκε απολύτως χθες όπου ο λαός [και η απόφασή του] κουνούσε κόκκινες και ελληνικές σημαίες ως κομπάρσος σ’ ένα μπενχουρικό υπερθέαμα ενώ οι γιάπηδες τον χαιρετούσαν από τους θώκους της εξουσίας.

Δεν θέλει και πολύ μυαλό –ψυχραιμία θέλει– για να καταλάβει κανείς ότι αυτή η «κίνηση» δεν είναι ακριβώς κίνηση που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Γιατί δεν αντιπροσωπεύει καμία εναλλακτική κατάσταση για τον ελληνισμό: Δεν εκφράζει, για παράδειγμα, κοινωνικές δυνάμεις ανταγωνιστικές ως προς τους ολιγάρχες, που αξιώνουν να υπονομεύσουν την κοινωνική τους κυριαρχία στην Ελλάδα[3]. Ούτε εκφράζει, μια εναλλακτική μορφή ‘λαϊκότητας’ που θα ανυψώσει τον λαό από το πολιτιστικό και παιδευτικό του τέλμα ώστε να βγει από την θέση του εναλλάξ αγωνιζόμενου/υποτασσόμενου κομπάρσου. Και βέβαια, όπως έχουμε τονίσει χιλιάδες και χιλιάδες φορές, δεν προτάσσει μια εναλλακτική και κατά το δυνατόν αυτόνομη εξωτερική πολιτική, αλλά παίζει με τις εναλλακτικές εκδοχές της αποικιοκρατίας που υπάρχουν σε αυτόν τον τόπο –τους Αμερικάνους, καμία φορά με τους Τούρκους, με τους Ρώσους κ.ο.κ.

Αν όλα αυτά είναι αρκούντως ξεκαθαρισμένα, όμως, μένει ένα τελευταίο αντεπιχείρημα που χρήζει απάντησης: «Ναι, καλά όλα αυτά –λένε οι καλόπιστοι συνομιλητές μας– μόνο που το ΟΧΙ δεν καταλογίζεται στον Τσίπρα, αλλά αναδεικνύει τον λαό ως αυτόνομο παράγοντα επίδρασης των εξελίξεων». Αυτό υπήρξε το ύστατο επιχείρημα του «κριτικού ΟΧΙ» – του «να ‘σώσουμε ό,τι σώζεται από ένα ναρκοθετημένο δημοψήφισμα» όπως έλεγαν μια μέρα πριν την διεξαγωγή του φωνές όπως αυτή της Βασιλικής Σιούτη ή του Ρούντι Ρινάλντι.

Εδώ τίθενται δύο πολύ σοβαρά ζητήματα που χρήζουν απαντήσεων και είναι αυτές που θα μας υποδείξουν την «δυνάμει αποτελεσματικότητα» αυτού του αυτόνομου παράγοντα. Πρώτον, πως είναι δυνατόν κάποιος να αφήνεται να εξαπατείται καθ’ εξακολούθηση από πολιτικούς-εργολάβους της ελπίδας και να έχει αξιώσεις ‘αυτόνομου πολιτικού παράγοντα’; Δεύτερον, ποιες είναι οι διάχυτες αντιλήψεις που ορίζουν τις διαθέσεις αυτού του ‘δυνάμει’ αυτόνομου πολιτικού παράγοντα; Προχθές άκουγα κάποιον φίλο να μου λέει ότι «αδιαφορεί» για την φύση του πολιτεύματος που θα έχει η χώρα, «αρκεί να είναι αντιμνημονιακό, ακόμα και δικτατορία». Ο άνθρωπος είναι απελπισμένος, όχι φασίστας. Εντούτοις, σε αυτήν την λογική έχει διολισθήσει. Όχι μόνον αυτός. Αλλά όλοι εκείνοι που απαιτούν, ακόμη συμβολικά, την άμεση καρατόμηση όλου του παλιού κόσμου –αδιαφορώντας εν τέλει ποιος θα την κάνει. Αυτό, είναι ψυχοσυναισθηματική συνθήκη που ταιριάζει στις τελευταίες μέρες της δικής μας «Βαϊμάρης».

Ενόψει μιας ακόμα μεγάλης διάψευσης –η συμφωνία που σκαρώνουν στο Μαξίμου μάλλον ομοιάζει με αυτήν που απέρριψε ο ελληνικός λαός… χθες–  ή της «τελικής κρίσης» ενός grexit, μάλλον αποτελεί πρόπλασμα των μελλοντικά κυρίαρχων πολιτικών ηθών. Τα οποία αργά ή γρήγορα, κατά πάσα πιθανότητα θα μας οδηγήσουν στην δραχμή. Και το «δραχμικό» πολίτευμα, καθώς και η αντίστοιχη μορφή που θα λάβει η κυρίαρχη πολιτισμική τάση[4] σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι πολύ, πολύ συγκεκριμένο. Όπως ξεκάθαρα είναι και τα αδιέξοδά του, τα οποία σε τελευταία ανάλυση απειλούν να ολοκληρώσουν την αποδόμηση της χώρας που ξεκίνησαν τα μνημόνια, όχι να την αντιμετωπίσουν.

Είναι σαφές πως υπάρχει πρόβλημα «Λόγου»[5] εντός της λαϊκής κινητοποίησης. Το γεγονός ότι οι εθνομηδενιστές διέπρατταν συστηματική λαθροχειρία τις τελευταίες δεκαετίες και ανήγαγαν το πρόβλημα «λόγου» της νεοελληνικής κοινωνίας, σε πρόβλημα ‘στρεβλής αποικιοποίησης’ της ελληνικής συνείδησης [Ράμφος] δεν σημαίνει αυτόματα ότι το πρόβλημα αυτό δεν υφίσταται. Σίγουρα, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τους όρους του εθνομηδενισμού, γιατί γεννάει υποταγή και τέρατα της αλλοτρίωσης. Ωστόσο δεν μπορεί να παραμείνει και ως έχει –γιατί καταλήγει να είναι απολύτως καταστροφικό.

Πολλοί φίλοι, αρνούνται αυτήν την πραγματικότητα. Θεωρούν ότι ακόμα και αυτό που έκανε ο Κούρκουλος στο Ορατότης Μηδέν, να βγάλει όλα τα υπάρχοντά του και να τα κάψει χορεύοντας το «Βρέχει Φωτιά στην Στράτα μου», μπορεί να αποτελεί μια πράξη επιβίωσης του ελληνικού αντιστασιακού φρονήματος. Και ένα σήμα συνέχισής του.

Δεν συναινούμε σε αυτό: Η μηχανή της υποταγής που υφαίνεται γύρω μας είναι πολύ πιο πολύπλοκη. Περιλαμβάνει ELA, EMS, πολύπλοκους χρηματοπιστωτικούς εκβιασμούς, προτάσεις επί προτάσεων ισοδυνάμων με πολύ χειρότερες συνέπειες για την πραγματική οικονομία και τους πραγματικούς ανθρώπους. Περιλαμβάνει, επίσης, επάλληλα γεωπολιτικά παιγνίδια, αποικιακών δυνάμεων που προέρχονται από όλα τα αζιμούθια, και περιλαμβάνει επίσης διάφορες εκδοχές «εσωτερικών καθεστώτων» που μάχονται για το αύριο ενόσω η χώρα ψυχορραγεί.

Ο «αγαθός άγριος λαός» της μεταπολιτευτικής μυθολογίας δεν μπορεί να απαντήσει από μόνος του δια μιας σε αυτές τις προκλήσεις –και μάλιστα με ένα ΟΧΙ. Γι’ αυτό εξ άλλου αποτελεί μείζονα πράξη πολιτικής αθλιότητας που ο πρωθυπουργός εκβίασε αυτό το ΟΧΙ, για να το κάνει συναίνεση την επομένη του δημοψηφίσματος, ενώ δεν είχαν καταλαγιάσει οι πανηγυρισμοί των ανθρώπων που πίστεψαν σε αυτό. Καταδεικνύει περίτρανα, ότι η πραγματική αντίληψη που έχει για αυτούς που κυβερνάει είναι εκείνην του αρκουδιάρη που παίζει τα νταούλια για να χορεύει η αρκούδα του –αυτή χορεύει, και όχι οι αγορές όπως μας είπε προεκλογικά.

Μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να οδηγήσει τις εξελίξεις σε ένα απίστευτο αδιέξοδο κι ένα τουρλουμπούκι όπου εκ των πραγμάτων: Εκβιάζεται η έκφραση των αντιστασιακών αντανακλαστικών του ελληνικού λαού, και την ίδια στιγμή νοθεύεται αποφασιστικά από τις τακτικές του αμερικάνικου παράγοντα, του τουρκικού παράγοντα, του ρώσικου παράγοντα, καθώς και από εσωτερικά παιχνίδια που παίζονται στην χώρα –από την Χρυσή Αυγή που ξεπλένει το αίμα του Φύσσα που έχει στα χέρια της, διάφορους γκάνκστερ ολιγάρχες που αξιώνουν να γίνουν χαλίφης στην θέση των άλλων, ακόμα και παρανοϊκών που φαντάζονται ότι η μέρα της κρίσης θα είναι γι’ αυτούς «η νύχτα των μεγάλων μαχαιριών».

Θα πληρώσουμε πολύ ακριβά αυτόν τον διασυρμό της αντιστασιακής μας διάθεσης. Γιατί ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα κι αυτό ισχύει και για μας τους ίδιους, όχι μόνον για τους άλλους.

Αυτό που αποδεικνύεται σήμερα, είναι ότι οι φράχτες είναι πολύ πιο ψηλά από τις δυνατότητες του «άλτη», για να τους πηδήξει δια μιας. Και αυτή η διαπίστωση δεν είναι δείγμα ελιτισμού, είναι δείγμα συμπάθειας –με την αρχαιοελληνική έννοια. Και ειλικρινής θέση ανθρώπων που τα τελευταία… πενήντα πέντε χρόνια (για τους παλαιότερους από εμάς) πασχίζουν με κάθε μέσο να αυξήσουν τις δυνατότητες αυτού του «άλτη» –μάλιστα ενάντια σε κάθε εξουσία που τον χάιδευε για να κοντύνει.

Παλεύουμε, λοιπόν μέχρι την τελευταία στιγμή ώστε να αποτρέψουμε αυτόν τον άλτη από το να σκάσει με τα μούτρα στον αμείλικτο τοίχο της πραγματικότητας. Ακόμα κι αν αυτό σήμερα, προς στιγμήν, είναι μειοψηφικό. Το ίδιο θα κάναμε αν το ΟΧΙ ελάμβανε ποσοστό της τάξης του 150%. Δεν είναι ζήτημα λογιστικής. Είναι ζήτημα ουσίας: Τουλάχιστον εμείς, δεν θα συμπράξουμε ώστε να μεταφερθεί η δραματουργία του Πεθαίνω σαν Χώρα στην ελληνική πραγματικότητα του 21ου αιώνα.

Στο λεξικό του Δημητράκου η έννοια της «αντίστασης» έχει ως πρώτη νοηματοδότηση: «άμυνα εναντίον εκραγείσης στάσεως». Δυστυχώς, τα πρακτικά αποτελέσματα του δημοψηφίσματος όπως τα βλέπουμε να εξελίσσονται μπροστά μας δεν έχουν να κάνουν με αυτό. Στην ζωή, η εκάστοτε απάντηση απευθύνεται σε αυτόν που ρωτάει, και έχει να κάνει με το τι ακριβώς ρωτάει, και το γιατί. Οι γενιές του μέλλοντος, και μεταξύ τους, οι ιστορικοί του μέλλοντος, δεν θα μετέχουν στα δικά μας πάθη. Θα αναρωτηθούν τότε κάτι πολύ απλό: Αν στην δοσμένη στιγμή, και με βάση τα δεδομένα της, αντισταθήκαμε στην τρομακτική επιτάχυνση της καταστροφής, που στην μία ή την άλλη περίπτωση θα επισυμβεί καθώς ξεκίνησε με την κήρυξη αυτού του δημοψηφίσματος. Ο καθείς από μας γνωρίζει ήδη την απάντηση.

Σημειώσεις

[1] Τώρα τελευταία, ο Νιόνιος –και όχι ο Διονύσης Σαββόπουλος– γίνεται ολοένα και πιο επίκαιρος. Και αυτό καθιστά ακόμα πιο επώδυνη την διολίσθηση στην οποία έχει υποπέσει την τελευταία εικοσαετία. Όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι ο ίδιος ο παλαιός εαυτός που θέτει το μέτρο της κατάπτωσής μας.

[2] Τα ψελλίσματα πατριωτισμού που απευθύνει ο Τσίπρας για να ενεργοποιήσει τα αντανακλαστικά των μαζών και να τα κατευθύνει κατά το δοκούν αποτελούν μηδενιστικά κακέκτυπα της δικής μας ιδεολογικής δουλειάς, καθώς και όλων των άλλων ανθρώπων που έγραψαν, στοχάστηκαν και επενέβησαν παράλληλα με εμάς, ώστε να πάψει η ελληνική αριστερά να «δολοφονεί την μητέρα». Ο Μάο έλεγε «προσέξτε αυτούς που σηκώνουν τις σημαίες της επανάστασης, για να στραφούν ενάντιας στην επανάσταση». Το αυτό πράττουν και σε σχέση με τον ελληνισμό οι όψιμοι ‘σημαιοφόροι’ υπουργοί της κυβέρνησης ΣΑΝΕΛ.

[3] Αντίθετα, τους εκβιάζει για να αποσπάσει την συναίνεσή τους: Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε κάτι: Το τσάκισμα της διαπλοκής και η αντιπαράθεση με τον σάπιο κόσμο της, δεν συντελείται με τις ύβρεις προς την Κοσιώνη και τις απειλές προς τον Πρετεντέρη –την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση κάνει ταξίδια μαζί με τον ΑΚΤΩΡΑ στην Ρωσία για να συναντήσει τον Πούτιν. Αυτά θυμίζουν τον Μεσαίωνα, όπου δύο ανταγωνιζόμενοι ηγεμόνες βασάνιζαν τους γελωτοποιούς τους για να γιορτάσουν τελετουργικά το νέο mondus operandi που μόλις συμφώνησαν. Το αποφασιστικό χτύπημα της διαπλοκής, θα προκύψει μόνο αν κάποια πολιτική δύναμη καταφέρει να εγκαθιδρύσει έναν ενάρετο πραγματικής παραγωγής αξίας (όσο το δυνατόν δημοκρατικός γίνεται, κατά την δική μας άποψη) που θα ανταγωνιστεί και θα αμφισβητήσει το οικονομικό μονοπώλιο των ολιγαρχών πάνω στα νευραλγικά κομμάτια της ελληνικής οικονομίας –γεγονός που δένει χειροπόδαρα το κράτος υπό την επιρροή τους.

[4] Μία ή δύο ημέρες πριν το δημοψήφισμα, έλαβα το εξής ανώνυμο μήνυμα στο κινητό μου, από λαϊκούς εκκλησιαστικούς κύκλους: «Όλοι οι Έλληνες και Χριστιανοί λέμε ΟΧΙ στην Γερμανική Ευρώπη & στο Γερμανικό Ευρώ. Η Ελλάδα ανήκει στην ορθόδοξη Ανατολή & Όχι στην Υλιστική Δύση. Ψηλά το κεφάλι». Κατ’ αρχάς, είναι πολύ εύκολο να διαβάσεις πίσω από τις γραμμές. Η Δύση μας έφερε την ριζική αθεΐα, τον μαμωνά και τα άλλα συμπαραμαρτούντα, άρα η αποχώρηση από αυτήν, και ανεξαρτήτως εξαθλιώσεως (ή μάλλον λόγω αυτής) θα ενισχύσει ξανά το ποίμνιο. Δεύτερον, και σημαντικότερο, η λογική που βρίσκεται πίσω από το μήνυμα υποκρύπτει ένα τραγικό σφάλμα: Η μόνη Ανατολή που ενδιαφέρεται για την Ελλάδα είναι η Νέο-οθωμανική και όχι η Χριστιανική (αν εννοούμε την Ρωσία).

[5] Με την έννοια που έδιναν στον όρο οι Αρχαίοι προ-παππούδες μας, όχι οι… Ελβετοί όπως μας απαντούν κάποιοι φίλοι από την Κύπρο, θέλοντας να υπονοήσουν ότι δεν παρασυρθήκαμε στο ΟΧΙ επειδή είμαστε σε τελευταία ανάλυση… «Προτεστάντες» ή εν πάσει περιπτώσει «Δυτικοί».

ΣΧΕΤΙΚΑ

5 ΣΧΟΛΙΑ

kyranis andreas 7 Ιουλίου 2015 - 20:45

Παρ όλα αυτά τα πολύ σωστά και διαυγή, υπάρχει ακόμη ελπίδα, αρκεί να αποκτήσουμε την υπεράνθρωπη δύναμη, προιόν βαθιάς συναίσθησης, σαφήνειας και πίστης, να φωτίσουμε το πραγματικό της χώρας μας με τα στοιχεία που συνιστούν πράγματι την άλλη πλευρά της απονευρωμένης αλήθεια του. Αυτό δυστυχώς η ευτυχώς δεν γίνεται μόνο με την σαφή διατύπωση των συλλογισμών μας, αλλά κυρίως με την επίπονη διατύπωση εφικτών εναλλακτικών πρακτικών παραδειγμάτων. Εξακολουθώ ο “απελπισμένος” να πιστεύω στις μεγάλες δυνατότητες της μεταποίησης στον τόπο, κι ας προσπαθούν να την αφανίσουν μέσα από αναρίθμητες μεταρρυθμιστικές ιαχές και πρακτικές. Το αν θα καταφέρουμε τελικά να διεκδικήσουμε αυτήν την άλλη μέρα, μέσα από αυτόν τον άλλο τρόπο, εξαρτιέται πολύ από τους νεώτερους ανθρώπους. Και εκεί εξακολουθώ να πιστεύω στις δυναμικές μειοψηφίες σαν και εσάς, που διαθέτουν όραμα για τον τόπο.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Γιάνννης 8 Ιουλίου 2015 - 04:31

Πολύ καλό κείμενο, διαυγές και διαφωτιστικό.
“η δική μας ιδεολογική δουλειά, καθώς και όλων των άλλων ανθρώπων που έγραψαν, στοχάστηκαν και επενέβησαν παράλληλα με εμάς” που έκλεψε ο Τσίπρας στην τελευταία αρπαχτή του, απέφερε κάποια κέρδη; Αν ναι δεν θά έπρεπε να τα διεκδικήσουμε;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ
ΓΚΥ 8 Ιουλίου 2015 - 07:15

Στην “ετυμηγορία” του ΓΡ θα ήθελα να προσθέσω ως αλλοτινό παράδειγμα προς αποφυγήν, αυτό της Κύπρου, των δεκαετιών 60-70. Μιλάω για την εποχή που περίσσευε η ανευθυνότητα από ΟΛΕΣ τις ενεργές πολιτικές πλευρές μπροστά σε μια Τουρκία που είχε δρομολογήσει ήδη από την εποχή Νιχάτ Ερίμ (από το 1954 με παρότρυνση της Αγγλίας) με πολύ συγκεκριμένο τρόπο τις ενέργειες που θα πραγματοποιούσε στο διεθνές, στο εγχώριο και στο εν Κύπρω πεδίο. Μπορεί κανείς να φανταστεί ένα νησί με πληθυσμό λίγο περισσότερο από το σημερινό Δήμο Περιστερίου Αττικής ο οποίος βρισκόταν στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος από όλες τις ιμπεριαλιστικές και επεκτατικές πλευρές κι ήταν κομβικής σημασίας ζήτημα για λόγους που έχουν αναλυθεί εξαντλητικά. Από το 1964 μέχρι το 1974 της τουρκικής εισβολής και κατοχής, όλες οι πολιτικές δυνάμεις, στο σύνολό τους (και με εξαιρέσεις φαεινές) επιδόθηκαν σε ένα δισυπόστατο παιχνίδι (μεταξύ ευκταίου και εφικτού) σε μια διαμάχη για την πιο “πατριωτική” λύση, η οποία ξεκίνησε από μικρούς εμφυλίους (Εθνικό Μέτωπο, Ακρίτας κλπ) καταλήγοντας στον εμφύλιο 1971-1974 μεταξύ ελαφρώς δυσδιάκριτων (πολιτικά και κοινωνικά) πόλων. Όλο αυτό το παιχνίδι που έστησαν με μεγάλη ανταπόκριση τόσο τα παρακλάδια των Γκλάντιο, οι διεθνείς υπηρεσίες με την επικουρία του ΟΗΕ και της θεωρίας των ίσων αποστάσεων, βρήκε τον καλύτερο σύμμαχο σ’ αυτή τη σχιζοφρένεια που περιγράφει ο ΓΡ για τη σημερινή πραγματικότητα. Από τη μια η προσαρμογή κι από την άλλη η τυφλή αντίσταση, κι αυτά σε μια συσκευασία. Διότι πώς αλλιώς ο φιλοάγγλος, μοναρχοφασίστας Γρίβας (που μετρημένοι στα δάχτυλα γνώριζαν το ποιόν του στην Κύπρο) κατάφερε να ενώσει την Κύπρο το 1955-59 και στη συνέχεια ως πομπός του σχεδίου Άτσεσον να επιφέρει το πιο σοβαρό ρήγμα στην πολιτική ζωή της Κύπρου με σύνθημα την “‘Ενωσιν και μόνο ένωσιν με την Ελλάδα”; Ή πώς ο αντικομουνιστής Μακάριος της δεκαετίας του 50 που είχε τη δεκαετία του 60 δυο σημαίες για κάθε περίσταση (κυπριακή και ελληνική) να μετατραπεί σε Κάστρο της Μεσογείου τη δεκαετία του 70; Όταν βρέθηκαν μαζί στα χαρακώματα (κι αφού είχαν ήδη δεκάδες κύπριοι αλληλοσκοτωθεί σε ένα εμφύλιο εν μέσω -μάλιστα- πραξικοπήματος και εισβολής) ήταν αργά. Είχε χαθεί το μισό σχεδόν νησί. Κι όμως ακόμα κι αυτό το παράδειγμα της Κύπρου, υπολείπεται της σημερινής μας κατάστασης. Γιατί το ζήτημα δεν είναι η κατοχή και η υποδούλωση (που ενέχουν και την αντίσταση) αλλά ο αφανισμός όπως τραγικά σημειώνει ο ΓΡ. Κι είναι ένας μεταμοντέρνος αφανισμός στο όνομα ενός κλέους που είναι για να το κλαις. Μοναδική μας ίσως ευκαιρία δεν είναι άλλη από αυτό που θα ξαναενώσει αυτές τις άτυχες πλευρές της ιστορίας (του διχασμένου λαού) στο ζήτημα της δημιουργικής επιβίωσης και ζωής ή αλλιώς στην ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση που αναφέρεται και ο κύριος Κυράνης. Εκεί είναι που θα συναντηθούν η Ιστορία, ο δημοκρατικός σχεδιασμός, η πνευματική αναγέννηση και η ανεξαρτησία της χώρας. Μετά συγχωρήσεως, την ΑΠΟΧΗ-ΛΕΥΚΟ-ΑΚΥΡΟ δεν μπορείς να τα κάνεις τίποτε, είναι αδειανά πουκάμισα που περιφέρονται χωρίς σώμα, όσο δίκιο κι αν κρατάς. Συμφωνώ με την κατάληξη του κ. ΑΚ: “Και εκεί εξακολουθώ να πιστεύω στις δυναμικές μειοψηφίες σαν και εσάς, που διαθέτουν όραμα για τον τόπο”.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Ευγενία 8 Ιουλίου 2015 - 17:51

Ως προς τους <> χριστιανούς που τάχτηκαν με το ΟΧΙ, είναι άνθρωποι που αγωνίστηκαν επί έτη πολλά κατά του ηλεκτρονικού φακελώματος και της κάρτας του πολίτη. Έστειλαν επιστολές και υπομνήματα σε αρμόδιους υπουργούς και σε αρμόδιες αρχές, έκαναν εκδηλώσεις, μάζεψαν υπογραφές. Κι όταν άλλαζαν οι υπουργοί και οι κυβερνήσεις, πάλι απ΄ την αρχή. Πώς αντιμετωπίστηκαν; Τους σκέπασε ένα πέπλο σιωπής. Στο κάτω κάτω η άποψη τους για την παγκοσμιοποίηση ως παγκόσμια δικτατορία είναι πολύ πιο σωστή από την άποψη των περισσότερων διανοούμενων της χώρας, δεξιών και αριστερών, που την υπηρετούν, ντύνοντας την με προοδευτικό προσωπείο. Μπορεί βέβαια το σχέδιο να μη προχωράει καλά για τη Δύση, μπορεί η οικονομική κρίση της να είναι εμπόδιο, τα σχέδια της όμως για παγκόσμια κυριαρχία δεν τα εγκαταλείπει. Η χώρα μας και η ευρύτερη περιοχή μας πληρώνουν τίμημα πολύ υψηλό. Μπορεί να κατηγορηθεί κάποιος γιατί δε θέλει να φορέσει μικροτσίπ στο σώμα του, ούτε να τόχει στη ταυτότητα του; Γι αυτόν δεν υπάρχει θρησκευτική ελευθερία και ατομικά δικαιώματα;
Αυτός βέβαια που είπε το ΟΧΙ βιάζεται να περάσει ένα τρομερό νόμο για την ιθαγένεια. Το ΟΧΙ του είναι αμφιλεγόμενο, ωστόσο το ψήφισαν κι εκείνοι που θεωρούν την κάρτα του πολίτη χειρότερη κι απ΄ τον θάνατο. Μήπως γλιτώσουμε κατά λάθος. Ποιός μπορεί να τους κατηγορήσει;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Δημήτριος Προβάδος 9 Ιουλίου 2015 - 21:07

Σε πάρα πολλές περιπτώσεις η ψήφος στο ΝΑΙ δεν σήμαινε υποχρεωτικά αποδοχή ή επιβράβευση, όπως σωστά επισημαίνεις, στο σημείωμά σου. Εγώ πχ ψήφισα ΝΑΙ και προσπάθησα να πείσω και άλλους φίλους να το κάνουν γιατί πίστευα και πιστεύω ότι η αποχή το μόνο που θα εξυπηρετούσε θα ήταν την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ και τη Χ.Α. Προτίμησα λοιπόν να προσμετρηθώ στους φίλους της συγκυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου, από το να συναινέσω στο ανοσιούργημα του ΣΥΡΙΖΑ, της .Χ.Α., των παραθρησκευτικών οργανώσεων, κ.λ.π. Και για να είμαι ειλικρινής, όσο παρακολουθώ τις αθλιότητες και τις φασίζουσες αντιδράσεις της ΙΣΚΡΑ και των λοιπών της Αριστερής Πλατφόρμας, τόσο δεν μετανιώνω γι αυτή την επιλογή μου

ΑΠΑΝΤΗΣΗ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ