«Θερισμός», Νίκος Φωτάκης, 1960
Συνέντευξη του Παύλου Καρανικόλα* στον Νίκο Ντάσιο, δημοσιεύτηκε στο επετειακό 100ό τεύχος του Άρδην που κυκλοφορεί.
Ερ.: Ενώ ένα σημαντικό ποσό των πόρων της νέας ΚΑΠ αφορά σε συνδεδεμένες ενισχύσεις (ΣΕ) που στοχεύουν στην στήριξη «δυναμικών προϊόντων» της εγχώριας παραγωγής (π.χ. βιομηχανική ντομάτα, φέτα κ.λπ.) ενισχύοντας την εξαγωγική δυναμική τους, ο αγροτο-διατροφικός τομέας παραμένει ελλειμματικός παρά τις όποιες βελτιώσεις του αγροτικού εμπορικού ισοζυγίου την περίοδο της κρίσης. Έχετε εικόνα ποια προϊόντα περιλαμβάνονται στον Εθνικό Φάκελο που κατέθεσε η χώρα στις Βρυξέλλες προς ενίσχυση και κατά πόσο είναι εφικτή η αποτελεσματική αντιμετώπιση αυτής της παθογένειας του ελλείμματος, αρχής γενομένης με τα κτηνοτροφικά προϊόντα και φτάνοντας μέχρι το μαλακό σιτάρι, τις φακές, τα φασόλια τα ρεβίθια, κ.ο.κ.;
Απ.: Με τη νέα ΚΑΠ υπάρχει η δυνατότητα για χορήγηση ΣΕ, δηλ. ενισχύσεων που θα δίνονται σε συσχέτιση με τις καλλιεργούμενες εκτάσεις ή τον αριθμό των ζώων, προκειμένου να ενισχυθούν συγκεκριμένοι κλάδοι, όπως το αιγοπρόβειο γάλα, το σκληρό σιτάρι, τα όσπρια κ.ά. Το ύψος των ΣΕ δεν είναι σταθερό και μπορεί να αυξομειώνεται ανάλογα το κονδύλι που έχει προβλεφθεί για κάθε προϊόν και τη συμμετοχή των γεωργών κάθε χρόνο. Από τα 2 δισ. € του εθνικού φακέλου για το 2015, μέχρι 8%, δηλ. 153,1 εκατ. €, μπορούν να δοθούν για συνδεδεμένες ενισχύσεις. Για τα επόμενα χρόνια, η κατανομή των ποσών αυτών φαίνεται στον πίνακα που ακολουθεί. Τα ποσά που παρουσιάζονται παρακάτω είναι συνολικά για κάθε είδος, από το 2015 έως το 2019 (τα ποσά είναι σε € και οι εκτάσεις σε εκτάρια). Σημειώνεται ότι δεν χορηγείται παραπάνω από μια συνδεδεμένη ενίσχυση στην ίδια έκταση. Επίσης, για το βαμβάκι, ισχύει η ειδική ενίσχυση όπως στο προηγούμενο καθεστώς.
Αναμφίβολα, οι ΣΕ μπορούν να συμβάλουν στην ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής, στη μείωση των εισαγωγών ή/και στην αύξηση των εξαγωγών. Όμως, η ελλειμματικότητα του αγροτικού εμπορικού ισοζυγίου είναι ένα γενικότερο πρόβλημα, από τα πιό σημαντικά της αγροτικής μας (και όχι μόνο) οικονομίας. Το 2013, το έλλειμμα αυτό ανερχόταν στα 1,4 δισ. €, από 2,7 δισ. € το 2008. Δηλαδή, στα χρόνια της κρίσης μειώθηκε στο μισό, ως αποτέλεσμα της αύξησης των εξαγωγών και της μείωσης των εισαγωγών. Έτσι, επανήλθε στα επίπεδα που βρισκόταν πρίν την εισαγωγή του ευρώ. Χρειάζονται πολλές προσπάθειες για τη βελτίωσή του, καθώς εκτός από τα σοβαρά μακροοικονομικά μας προβλήματα που δυσκολεύουν πολύ τις εξαγωγικές επιχειρήσεις, σε αρκετές περιπτώσεις, η ανυπαρξία συλλογικών σχημάτων (π.χ. Ενώσεις Οργανώσεων Παραγωγών) δεν επιτρέπει τη συγκέντρωση μιας ελάχιστης κρίσιμης ποσότητας προϊόντων που απαιτείται για την πρόσβαση σε ξένες αγορές. Τέλος, ζωτικής σημασίας είναι και η συνεργασία των εξαγωγέων, αρκεί να σκεφθούμε ότι και σε πολύ σημαντικές εξαγωγικές για μας αγορές, όπως η Ιταλική αγορά, που απορροφά περισσότερες από τις μισές μας εξαγωγές σε ψάρια ιχθυοκαλλιεργειών, καθοριστικός είναι ο ρόλος των Ιταλών εισαγωγέων στον προσδιορισμό των τιμών.
Ερ.: Ένα μεγάλο κομμάτι του αντι-μνημονιακού χώρου –από το ΚΚΕ έως τους όψιμους νοσταλγούς της δραχμής– διατείνεται ότι οι χώρες εντός Ευρω-ζώνης αδυνατούν να χαράξουν οποιαδήποτε ενδογενή στρατηγική στον αγροτικό τομέα, πολλώ δε μάλλον η Ελλάδα που έχει καταστεί γερμανική Αποικία χρέους. Είναι εφικτή κατά την γνώμη σας η δυνατότητα, η χώρα μας να σχεδιάσει και να υλοποιήσει μια στρατηγική υποκατάστασης των εισαγωγών στον πρωτογενή τομέα κάνοντας χρήση πόρων της ΚΑΠ ή θεωρείται δεδομένο πως οι πόροι αυτοί «επιτρέπεται» να διατεθούν αποκλειστικά για την ενίσχυση των εξαγωγών; (Το ερώτημα αυτό καθίσταται ιδιαιτέρως επίκαιρο σε μια κρίσιμη φάση διαπραγμάτευσης με τους δανειστές μας προκειμένου να αντισταθμίσουμε την λήψη νέων δημοσιονομικών μέτρων ή να δημιουργήσουμε τις στοιχειώδεις απαιτήσεις επιβίωσης του λαού μας στην περίπτωση ενός «ατυχήματος»).
Απ.:Το ερώτημα αυτό μας φέρνει με επιτακτικό τρόπο μπροστά σε έναν διπλό στρατηγικό στόχο: αφ’ ενός την παραγωγική ανασυγκρότηση της ελληνικής υπαίθρου και αφ’ ετέρου τη μακροχρόνια βιωσιμότητα της ελληνικής γεωργίας (οικονομική, κοινωνική, περιβαλλοντική) και τη διεθνή ανταγωνιστικότητά της.
Για την επίτευξη του διπλού αυτού στρατηγικού στόχου, ζητούμενο για την ελληνική γεωργία εξακολουθεί να παραμένει η χάραξη συνεκτικής στρατηγικής, η οποία να υπερβαίνει χρονίζοντα προβλήματα και να απαντά στις σύγχρονες προκλήσεις. Πολύ συνοπτικά, η άποψή μου είναι ότι μια τέτοια στρατηγική θα πρέπει να συγκροτείται γύρω από τους άξονες της ποιότητας, της συλλογικότητας, της προγραμματικής λογικής και της εισαγωγής καινοτομίας, με όλες τις θεσμικές και οργανωτικές τους προϋποθέσεις. Ως χώρα, έχουμε πετύχει αρκετά πράγματα, πολύ περισσότερα όμως πρέπει να γίνουν. Για παράδειγμα, ενώ έχουμε περισσότερα από 150 προϊόντα κατοχυρωμένα με ειδικά σήματα ποιότητας και βρισκόμαστε στη δεύτερη θέση στην ΕΕ στη συμμετοχή κλάδου προϊόντων με Γεωγραφική Ένδειξη, στην συνολική αξία πωλήσεων της εγχώριας αγοράς τροφίμων και ποτών (9,5%, με πρώτη τη Γαλλία με 14,5%), κάποια από τα σήματα αυτά είναι εντελώς ανενεργά και πολλά από τα παραγόμενα προϊόντα δεν φθάνουν στον καταναλωτή ως κάτι διαφορετικό από τα συμβατικά. Επίσης, ενώ παράγουμε επιστημονικό και ερευνητικό έργο πολύ υψηλής ποιότητας, τόσο στη γεωργία, όσο και γενικότερα, υστερούμε πολύ στη διάχυση των αποτελεσμάτων της έρευνας και τη σύνδεσή της με την πραγματική οικονομία.
Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπερβούμε και παγιωμένες πρακτικές, όπως π.χ. τη λογική του βραχυπρόθεσμου οφέλους και την είσπραξη επιδοτήσεων, εις βάρος κάθε αναπτυξιακής λογικής. Σε πολλές περιπτώσεις, ακόμα και στον κρίσιμο τομέα της ανάπτυξης της υπαίθρου, σχεδιάστηκαν προγράμματα με υπερβολική στήριξη σε μέτρα που εξυπηρετούσαν τις πελατειακές σχέσεις του κομματικού κράτους με τους αγροτοπατέρες – εκπροσώπους προνομιακών αγροτικών στρωμάτων.
Επίσης, πολύ σημαντική είναι η εξειδίκευση του υπάρχοντος ευρωπαϊκού θεσμικού πλαισίου, δηλαδή το πώς η χώρα μας, όπως και κάθε άλλη χώρα της ΕΕ, θα εξειδικεύσει αυτά που προβλέπουν οι νέοι κανονισμοί για τη γεωργία και την αγροτική ανάπτυξη. Υπάρχουν αρκετά τέτοια περιθώρια εξειδίκευσης κριτηρίων, που μπορούν να δημιουργήσουν νέες προοπτικές ανάπτυξης.
Τέλος, έχουμε σημαντικό κενό στην επιστημονική έρευνα σχετικά με την επεξεργασία σεναρίων για την ανάπτυξη της ελληνικής γεωργίας εντός και εκτός της ευρωζώνης.
Ερ.: Μια βασική ανισορροπία στην προοπτική ανάταξης της αγροτικής παραγωγής αποτελεί –όπως βέβαια και στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας–η συνεχής αύξηση του ηλικιακού μέσου όρου των αγροτών σε συνδυασμό με την απαξίωση της παραγωγής από τους νεώτερους που ζουν στις αγροτικές περιοχές, αφού οι χειρωνακτικές εργασίες απασχολούν κυρίως μετανάστες ήδη από τη δεκαετία του ’90. Απ’ την άλλη, η έκρηξη της ανεργίας στους νέους των αστικών κέντρων είχε σαν αποτέλεσμα την συνεχή φυγή τους εκτός Ελλάδας –με προφανείς επιπτώσεις στο δημογραφικό πρόβλημα της χώρας τις επόμενες δεκαετίες-, αφού ανακόπηκε μια αρχική τάση επιστροφής στην επαρχία ελλείψει κινήτρων και υποστήριξης. Διαβλέπετε κάποιες ενισχύσεις στο πλαίσιο της νέας ΚΑΠ που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην χάραξη μιας στρατηγικής «επανα-τοπικοποίησης» νέων ανθρώπων, στο πλαίσιο δράσεων εκκίνησης μιας νέας αγροτικής επιχειρηματικότητας και ουσιαστικής αντιμετώπισης της ανεργίας των νέων;
Απ.: Από το 2008 μέχρι το 2014, έχουν χαθεί 1,08 εκατομμύρια θέσεις απασχόλησης σε όλη την ελληνική οικονομία, από τις οποίες μόνο 36.500 στον πρωτογενή τομέα. Με μια πρώτη ματιά επομένως, η γεωργία δείχνει κάποια σημάδια αντίστασης στην κρίση. Πιο αναλυτικά, από το 2008 μέχρι το 2013, στη γεωργία χάθηκαν 41.800 θέσεις απασχόλησης (τα 2/3 βοηθοί στην οικογενειακή επιχείρηση), ενώ παράλληλα δημιουργήθηκαν 29.600 νέες θέσεις (21.500 μισθωτοί και 8.100 εργοδότες χωρίς προσωπικό). Περίπου οι μισοί από τους νεοεισερχόμενους στη γεωργία προέρχονται από την Αττική. Οι νεοεισερχόμενοι έχουν μέση ηλικία 42 έτη, υψηλό εκπαιδευτικό επίπεδο, αφού το 24% έχουν πτυχίο ανώτατης σχολής, το 9% τίτλο μεταπτυχιακών σπουδών και το 47% είναι απόφοιτοι δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Από την άλλη πλευρά, ορισμένα μέτρα του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης (ΠΑΑ) 2014-2020 θα μπορούσαν να συμβάλουν στην ανανέωση του ανθρώπινου δυναμικού στην ύπαιθρο και στη γεωργία, όπως π.χ. το Μέτρο 6, με ενισχύσεις εκκίνησης επιχειρήσεων για νέους γεωργούς, καθώς και για τη δημιουργία μικρών γεωργικών εκμεταλλεύσεων. Απομένει βέβαια να δούμε πότε θα εγκριθεί το νέο ΠΑΑ, τι ποσά θα κατανεμηθούν στο εν λόγω μέτρο και με ποιες διαδικασίες θα εφαρμοστεί.
Ερ.: Για την προώθηση της «ενδογενούς παραγωγικής ανασυγκρότησης» σημαντικό στοιχείο θα ήταν η συνέργεια της αγροτικής παραγωγής με άλλους κλάδους και τομείς της οικονομίας, π.χ. εναλλακτικός τουρισμός, αλλά και η ενίσχυση συνεργατικών –συνεταιριστικών μορφών από το χωράφι, την μεταποίηση έως και τα δίκτυα διανομής– εκκινώντας από το τοπικό και περιφερειακό επίπεδο και τους μικρούς παραγωγούς. Εν τούτοις ο τρέχων Νόμος για τους νέους αγροτικούς συνεταιρισμούς θέτει προϋποθέσεις για τον όγκο παραγωγής που καθιστούν απαγορευτικά αυτά τα εγχειρήματα για τους μικρούς παραγωγούς. Υπάρχουν προβλέψεις και δυνατότητες ν’ αντιμετωπιστούν αυτά τα ζητήματα στη νέα προγραμματική περίοδο;
Απ.: Νομίζω ότι προς αυτήν την κατεύθυνση μπορούν να συμβάλουν δύο από τα μέτρα του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης (ΠΑΑ) 2014-2020, το μέτρο 16, που προβλέπει μεταξύ άλλων ενισχύσεις για δημιουργία και ανάπτυξη βραχέων αλυσίδων εφοδιασμού και τοπικών αγορών, καθώς και το μέτρο 9, που αναφέρεται στη σύσταση ομάδων και οργανώσεων παραγωγών (ΟΠ) σε τομείς εκτός των οπωροκηπευτικών. Η μέχρι τώρα εμπειρία της χώρας μας από τις ΟΠ στα φρούτα και λαχανικά δείχνει ότι οι περισσότερες έχουν μικρό μέγεθος, είναι πολυδιασπασμένες, οι μισές από τις υφιστάμενες ΟΠ υπολειτουργούν, ενώ από τα Επιχειρησιακά Σχέδια που πραγματοποιήθηκαν, απουσιάζουν καινοτομικές δράσεις. Χρειάζεται πολύ συστηματική και επίπονη προσπάθεια για να φτιάξουμε το θεμέλιο πάνω στο οποίο στηρίζεται κάθε συλλογική πρωτοβουλία, που δεν είναι άλλο από την εμπιστοσύνη μεταξύ των ανθρώπων, πριν από τις απαραίτητες δράσεις εμψύχωσης και τεχνικής υποστήριξης κάθε ομάδας.
Ερ.: Στις Διευθύνσεις Γεωργίας των Νομών υπάρχει ένα λιμνάζον προσωπικό (γεωπόνοι κλπ) που δεν έχει καμία σχεδόν επαφή με τον αγρότη, τα προβλήματα της καθημερινότητάς του, ενώ λείπει εντελώς η συμβουλευτική για νέες προοπτικές αγροτικής επιχειρηματικότητας σε μικρο-κλίμακα από αρμόδιους φορείς (π.χ. ενώσεις συνεταιρισμών, σχετικά τμήματα ΤΕΙ κ.ο.κ.). Η πληροφόρηση για τα προγράμματα είναι επίσης ελλειμματική ενώ η γραφειοκρατία τους τα καθιστά απαγορευτικά για μικρούς παραγωγούς που δεν διαθέτουν συνήθως και ιδίους πόρους για την συμμετοχή σ’ αυτά. Έχετε κάποιες προτάσεις ή απόψεις για το πώς θα μπορούσαν αυτά να αντιμετωπιστούν σε μια πρώτη φάση –καθοριστική για την εξέλιξη της νέας προγραμματικής περιόδου- και να ξεφύγουμε από την μονοδιάστατη συσχέτιση των πόρων με τις επιδοτήσεις;
Απ.: Οι πολιτικές που ασκήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες οδήγησαν αρχικά στη γραφειοκρατικοποίηση και ουσιαστικά στην εξάλειψη των δημόσιων υπηρεσιών συμβουλευτικής υποστήριξης των αγροτών. Οι όποιες συμβουλευτικές υπηρεσίες παρέχονται από τον ιδιωτικό τομέα πώλησης γεωργικών εφοδίων, που δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υποκαταστήσει το εύρος και τη θεματολογία που θα έπρεπε να έχει μια σύγχρονη υπηρεσία παροχής συμβουλών και τεχνικής στήριξης στους αγρότες. Το Σύστημα Παροχής Συμβουλών στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις έχει σκοπό την υποστήριξη των γεωργών για να ανταποκριθούν στα πρότυπα μιας σύγχρονης γεωργίας υψηλής ποιότητας, καθώς και τις γεωργικές διαδικασίες που αφορούν το περιβάλλον, την ασφάλεια των τροφίμων, την υγεία και την καλή διαβίωση των ζώων. Αυτή την περίοδο είναι υπό διαμόρφωση η οργάνωση του συστήματος αυτού, στο πλαίσιο του νέου ΠΑΑ. Κρίσιμο ζήτημα εδώ είναι η διεπιστημονική υποστήριξη των Συμβούλων από Πανεπιστημιακά Ιδρύματα και Ερευνητικά κέντρα. Απαραίτητη προϋπόθεση θεωρείται η σύνδεση του ΥΠΠΑΤ με ΑΕΙ και Διαμεσολαβητές Καινοτομίας (π.χ. τις μονάδες καινοτομίας και επιχειρηματικότητας των πανεπιστημίων, τον ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ).
*επ. καθηγητής του τμήματος Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών
1 ΣΧΟΛΙΟ
Σαν τέως υπάλληλος της Αγροτικής Τράπεζας και υπηρετώντας επί 20 ετία σε καταστήματα της υπαίθρου κι όχι του Κέντρου, γνωρίζω τις παθογένειες που γκρέμισαν το συνεταιριστικό σύστημα. Όμως, η σύγχρονη κρίση μπορεί να δημιουργήσει σε όλους μας το κατάλληλο πνεύμα συνεργασίας , άν υπάρξουν σύγχρονοι Μαρίνοι Αντύπες. Η ελληνική γή είναι πιό εύφορη μετά απο αρκετά χρόνια αγραναύπασης και οι παλιές εστίες των προγόνων μας, μας περιμένουν για επισκευή, ιδιοκατοίκηση και ενασχόληση με το πατροπαράδοτο επάγγελμα. Απαιτείται μια εσωτερική μετανάστευση και κίνητρα στην παραγωγή των πρώτων χρόνων. Απαιτείται εκπαίδευση και αρκετές ώρες χειρονακτικής δουλειάς για να μπορέσουν τα χωράφια να προσφέρουν το ποιοτικά ανώτερο γεωργικό τους προϊόν.