Αρχική » Οι πρόσφυγες στο Αίγιο

Οι πρόσφυγες στο Αίγιο

από Άρδην - Ρήξη

ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΞΕΡΙΖΩΜΕΝΩΝ

Στο εφημερίδα “ΒΗΜΑ της Αιγιάλειας” (27 Σεπτεμβρίου 2002) δημοσιεύθηκαν χαρακτηριστικά αποσπάσματα από κείμενα Αχαιών δημοσιογράφων οι οποίοι λίγο μετά την Μικρασιατική καταστροφή περιγράφουν τις συνθήκες ζωής των προσφύγων στο Αίγιο.

“…Καλοντυμένες κυρίες έρχονται και ζητάνε κορίτσια φτωχών προσφυγικών οικογενειών για δουλάκια, στ’ αρχοντικά τους. Άτεκνα αντρόγυνα ζητούν μικρά προσφυγόπουλα για να τα υιοθετήσουν. Ήρθαν επιτροπές για καταγραφή. Δώσανε δελτία για ψωμί. Μοιράσανε ψάθες για να στρώσουν χάμω στο χώμα και μερικές, μισοτριμμένες κουβέρτες για να σκεπαστούν τα γυναικόπαιδα…”

“… Όλοι τους είναι οδυνηρά ξεριζωμένοι. Η ίδια σκληρή μοίρα τους βαραίνει. Χωρίς πατρίδα. Χωρίς το έχει του. Μερικές φαμιλιές χωρίς τους άντρες τους. Η συμφορά τους έσμιξε όλους. Πλούσιοι και φτωχοί. Αρχόντοι και μεροκαματιάρηδες. Όλοι το ίδιο πράμα. Κοινό το δράμα τους. Κοινός ο πόνος. Το ίδιο βαρειές οι πίκρες και οι στερήσεις τους…”.

“… Πολύ βαρύς ο χειμώνας εφέτος, λένε οι ντόπιοι. Το χιόνι έφτασε δύο-τρεις φορές μέχρι απ’ έξω από την πόλη. Κι ο βοριάς πάγωνε τα πάντα. Τουρτουρίζει και το βαρύ κρύο η προσφυγιά, σε κτίρια χωρίς κρεβάτια, χωρίς ρουχισμό… Τώρα με την αναφαγιά και την πείνα σακατεύονται πιο εύκολα και τα κορμιά. Αρρωσταίνουν συνέχεια γέροντες και παιδιά. Γέμισαν οι θάλαμοι και οι διάδρομοι του δημοτικού νοσοκομείου. Ο γιατρός Γεωργιάδης βρίσκεται όλη την μέρα ανάμεσα στους άρρωστους πρόσφυγες…”.

“…Τους βλέπεις στοιβαγμένους κατάχαμα, ο ένας κουλουριασμένος κοντά στον άλλο, και λες: – θα μπορέσουν να ζήσουν; θ’ αντέξουν; Το κρύο που μπάζει από παντού δεν θα τους θερίσει;…Τα λίγα κάρβουνα πόχουν εξασφαλίσει είναι μούσκεμα. Το ίδιο μούσκεμα στα βροχόνερα είναι οι ψάθες που κοιμούνται. Η μάνα φυσάει απεγνωσμένα τη φουφού με τα βρεγμένα κάρβουνα. Εκείνη επιμένει να μην ανάβει. Μελανιασμένα τα παιδιά από την παγωνιά. Κλαίνε τα μάτια τους από τον καπνό. Ξεχύνονται ξυπόλυτα στο δρόμο. Να παίξουν, να τρέξουν, να ζεσταθούν και να ξεχάσουν τα βάσανα τους…”.

“…Ξημερώνει η πρωτοχρονιά. Μπαίνει το 1923 κι οι πρόσφυγες στενάζουν μέσα στις σταφιδαποθήκες. Ουρλιάζει απ’ έξω ο βοριάς. Η θάλασσα μουγκρίζει. Ο ουρανός βάρυνε ακόμα πιο πολύ. Όλοι λένε πως αν κόψει ο αέρας θ’ αρχίσει να χιονίζει… Οι άλλοι πρόσφυγες που μένουν στις πρόχειρες παράγκες, που πρόλαβαν να φτιάξουν, είναι χειρότερα. Εκεί μέσα μπάζει από παντού. Μερικές λαμαρίνες από τη σκεπή ξεκαρφώθηκαν, τις πήρε ο βοριάς, τις πέταξε στα διπλανά χωράφια… Σωστή κοσμοχαλασιά. Στενάζει η προσφυγιά. Σταυροκοπιέται. Παρακαλάει την Παναγιά και την Αγιάννα να κάνουν το θάμα τους, να λιγοστέψει η βαρυχειμωνιά…”.

“…Οι γυναίκες της προσφυγιάς έδωσαν την πιο σκληρή μάχη για να επιβιώσουν οι φαμελιές τους. Βάλθηκαν να φτιάξουν τ’ αναγκαία για να μπορέσουν να λειτουργήσουν τα νοικοκυριά τους. Άλλες πάλι ξαμολύθηκαν στους δρόμους και στις γειτονιές της πολιτείας ψάχνοντας για καμμιά δουλειά. Χτύπησαν πόρτες. Παρακάλεσαν, προσκύνησαν, ταπεινώθηκαν. Έγιναν παραδουλεύτρες στ’ αρχοντόσπιτα. Πλύστρες, δουλικά, εργάτριες στις σταφιδαποθήκες. Τ’ αγόρια, από τα δέκα τους χρόνια, πήγανε τσιράκια, παραγιοί, λουστράκια, βοηθοί σε μαγαζιά, καλφάδια σε εργαστήρια. Κάνανε δουλειές του ποδαριού. Όλοι ξεχύθηκαν στους δρόμους για να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι ψωμί. Για να βάλουν στην άκρη λίγα λεφτά ν’ αγοράσουν ένα πρόχειρο κρεβάτι να κοιμούνται, ένα τραπέζι να τρώνε, μια νυφτήρα να πλένονται…”.

“…Οι γυναίκες της προσφυγιάς στάθηκαν αληθινές ηρωίδες. Πού το βρήκαν αυτό το κουράγιο; Πού ήταν κρυμμένη τόση δύναμη, τόση αντοχή; Οι μωρομάνες, που δεν είχαν κανένα ν’ αφήσουν τα μικρά παιδιά τους, πήρανε μια σκάφη και ξενοπλένανε. Σταμάτημα δεν είχε αυτή η δουλειά. Ούτε οι σκάφες στεγνώνανε, ούτε τα σκοινιά μένανε άδεια έστω και για μια στιγμή. Τα χέρια τους είχανε φαφατιάσει, σαν παξιμάδια, από το ζεστό νερό, το σαπούνι με την ποτάσα και την αλισίβα. Σταματούσαν πότε – πότε για ν’ αρπάξουν τα μώρα, να τα μερώσουν με το βυζί τους. Να τρέξουν μάνι μάνι να ψωνίσουν, να μαγειρέψουν, να μπαλώσουν, να συγυρίσουν. Το νοικοκυριό απλοποιημένο. Μια δύο ψάθες. Λίγες κουβέρτες, το μπογαλάκι με τα ρούχα και τα απαραίτητα κουζινικά και πιατικά. Η πρώτη δουλειά, να πάρουν όλες από έναν γκαζοτενεκέ. Τον ανοίξανε από πάνω. Τον χτίσανε γύρω γύρω μέσα με κεραμιδάκια και λάσπη. Λίγες σιδερένιες βεργίτσες στη μέση για σκάρα. Έτσι, έτοιμες οι φουφούδες. Τις στήσανε στην αυλή. Απάνω και τα χωματένια τσουκάλια με τα νερόβραστα φαγιά…”.

“…Το πρώτο που σκέφτηκαν όλες οι γυναίκες ήταν να πάρουν βαμβάκι και πανί. Να ράψουν κάνα στρώμα, κάνα πάπλωμα. Να ξεπιαστούν τα πλευρά τους, στον ύπνο. Και να νικήσουν την παγωνιά με τη ζεστασιά από το πάπλωμα… Οι άντρες γυρίζανε στα γιαπιά, στις αποθήκες και στο λιμάνι να φορτώνουν και να ξεφορτώνουν. Η δουλειά δεν ήταν ταχτική. Το μεροκάματο μικρό, της πείνας… Πώς να χορτάσουν τόσα στόματα στις μικροφαμελιές; Βάζανε στο τσουκάλι μερικά ρεβύθια, φακές, κάνα ζαρζαβατικό. Και λάδι με το κουταλάκι… Ποιος μιλάει για κρέας, για βούτυρο κι’ αυγά; Γι’ αυτό τους βασάνιζαν κάθε τόσο οι επιδημίες. Κι’ απόκοντα η φθίση, η ισπανική γρίππη, ο δάγγειος, η ελονοσία, θερίζουν οι αρρώστιες τ’ αδυνατισμένα προσφυγικά κορμιά…”.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ