Tου Γιώργου Καραμπελιά από το Άρδην τ. 27
Έχει κατά κόρον τονιστεί ότι η μεταφορά στις ελληνικές συνθήκες του διπόλου της αντιπαράθεσης «διαφωτισμού»-εκκλησίας και η ερμηνεία της σύγχρονης ιστορίας μας με βάση αυτό είναι μανιχαϊστική, παρόλο που υπήρξε οπωσδήποτε ένας βαθμός αντιπαράθεσης. Στην Ελλάδα σε όλη τη μακρά περίοδο της νεώτερης ιστορίας της, ιδιαίτερα μετά την Άλωση, η ύπαρξη του εθνικού ζητήματος και ο ημιαποικιακός χαρακτήρας της, διαμορφώνει άλλου τύπου συσχετισμούς και αντιπαραθέσεις. Η μεταβολή μιας «δευτερεύουσας αντίθεσης» σε κυρίαρχη σκοπεύει ακριβώς στην απόκρυψη της κυρίαρχης αντίθεσης.
Η εκκλησία στις συνθήκες της υποδούλωσης, αλλά ήδη από το 1204 και μετά, συνιστά, εκούσα ή άκουσα, στοιχείο ενοποιητικό και διαμορφωτικό της ελληνικής ταυτότητας, προπαντός μέσω της ιδεολογικής γλωσσικής και διοικητικής ενοποίησης των ορθόδοξων ραγιάδων. Ο Δημοσθένης Δανιηλίδης, φανατικός πολέμιος της εκκλησιαστικής ιεραρχίας υπέρμαχος του νεολληνικού και διαφωτισμένου εθνισμού θα γράψει μολοντούτο:
« Οι κοινότητες, σκόρπιες και διαφοροποιημένες από τις γεωοικονομικές αντιθέσεις των ελληνικών χωρών, ήσαν από γενικότερη άποψη πυρήνες ζωντανοί, μα κι’ ασύνταχτοι κ’ έτσι εuνοήσανε υπερβολικά την ανάπτυξη του κοινωνικού και πολιτικού ατομικισμού και τοπικισμού των Νεοελλήνων…
Και την αποστολή τούτη ανάλαβε η Εκκλησία, που διατηρούσε μαζί με το δεσποτισμό της Ανατολής και κάτι από την κρατική παράδοση της Ρώμης. Με την οργάνωσή της, που σαν ένα δίχτυ τεράστιο περιέσφιγγε ολόκληρη την αυτοκρατορία, ένωνε τις κοινότητες όλες σ’ ένα στέρεο σύνολο και γένηκε φορέας κ’ ενσαρκωτής της ιδέας ενός ενιαίου πανελλήνιου κράτους.»[1]
Ο Παναγιώτης Κονδύλης, τον οποίο κανένας δεν θα μπορούσε να υποπτευθεί για οπαδό της… εκκλησίας θα γράψει πάνω στο ίδιο θέμα:
«Ενώ δηλ. η Καθολική Εκκλησία –ο κύριος στόχος των Ευρωπαίων διαφωτιστών– κινείται ως δύναμη υπερεθνική στα όρια εθνικών κρατών, τα οποία όφειλαν την εθνική τους ομοιογένεια σε παράγοντες κοινωνικοπολιτικούς και γεωγραφικούς και όχι θρησκευτικούς, η Εκκλησία η ορθόδοξη λειτουργεί ακριβώς αντίστροφα: μέσα στην τεράστια και πολυεθνική περιοχή, όπου απλώνεται ο μητροπολιτικός και παροικιακός Ελληνισμός, αποτελεί, αντικειμενικά τουλάχιστον, δύναμη εθνικής συνοχής ενάντια σ’ έναν αλλόθρησκο κατακτητή. [2]
Εκκλησία και εκπαιδευτικοί μηχανισμοί
Η εκπαίδευση ιδιαίτερα στους πρώτους αιώνες μετά την Άλωση θα προωθείται αρχικά σχεδόν αποκλειστικά από την εκκλησία και τους ιερωμένους κάθε βαθμίδας και στη συνέχεια από τους εμπόρους. Ο Άλκης Αγγέλου επικριτικός έναντι της εκκλησίας, θα διαπιστώσει πως «…αφετηρία για την εκπαιδευτική αφύπνιση του Ελληνισμού είναι το τέλος του 16ου αιώνα… Το 1593, όπως θα δούμε παρακάτω η μεγάλη σύνοδος της Εκκλησίας αποφάσισε να προαγάγη την παιδεία… Ό,τι επέτυχε η Εκκλησία ήταν πραγματικά γενναίο. Και θεωρητικά θα μπορούσε να ήταν αποτελεσματικώτερο, αν ήταν γενναιότερο».[3] Και αν παραμένει αμφισβητούμενη η ύπαρξη του κρυφού σχολειού, ωστόσο είναι βέβαιο πως τα πρώτα γράμματα διδάσκονταν σε όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας στις εκκλησίες και πως η διδασκαλία αντιμετώπιζε πολλαπλές δυσκολίες από τους Τούρκους. Σε ότι αφορά δε στη Μικρά Ασία, εδώ σύμφωνα με τον Σπ. Βρυώνη οι Τούρκοι εμποδίζουν όχι μόνο την λειτουργία σχολείων αλλά ακόμα και εκκλησιών, προωθώντας τον εξισλαμισμό της περιοχής.[4] ΄Ήδη μετά την Άλωση ο Γεννάδιος θα επισημάνει τους μεγάλους κινδύνους που απειλούν το «γένος»: «ούτω της των λόγων τέχνης αμελουμένης, μη μόνον σοφίας κινδυνεύομεν στερηθήναι και μαθημάτων, αλλά και την φωνήν αυτήν ημών αγνοήσαι» Και ο Μιχαήλ Αποστόλης από την Κρήτη θα πλειοδοτήσει: «Της Ελλάδος απάσης… κινδυνευούσης αποβαλείν όσον ουκ ήδη, μη ότι λόγους, αλλά και γλώτταν αυτήν».[5]
Μετά την Άλωση σχολεία θα συνεχίσουν να υπάρχουν σε βενετοκρατούμενες και φραγκοκρατούμενες πόλεις όπως στην Κορώνη, την Κέρκυρα, τη Χίο κλπ., ενώ ο Πατριάρχης Ιωάσαφ θα ιδρύσει το πατριαρχικό Σχολείο γύρω στα 1556, που θα εξελιχθεί στη συνέχεια στη «Μεγάλη του Γένους Σχολή». Εν συνεχεία δίπλα στις Σχολές που θα ιδρυθούν με πρωτοβουλία της Εκκλησίας (Αθωνιάς, Πατμιάς, κλπ.) θα αναπτυχθούν Σχολές στην Ιταλία, (Ρώμη, Βενετία – το Φλαγγινιανό Φροντιστήριο) στην Ελλάδα (Ηπειρος, Μακεδονία, Θεσσαλία, Αθήνα) στις ηγεμονίες (Βουκουρέστι,Ιάσιο) στα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου (Χίος) στην Κρήτη, την Κύπρο, τη Μικρά Ασία (Κυδωνίες Σμύρνη) κλπ. με πρωτοβουλίες εμπόρων, Φαναριωτών και κληρικών. Σταδιακά οι σχολές και ιδιαίτερα οι ανώτερες θα πάψουν να εξαρτώνται αποκλειστικά από την εκκλησία, παρόλο που οι εκκλησιαστικές αρχές εξακολουθούν να ελέγχουν και εν πολλοίς να διαμορφώνουν το περιεχόμενο της διδασκαλίας, Ως προς τα κτίρια η συνάφεια θα συνεχιστεί μέχρι τον πρώϊμο 19ο αιώνα.
«Τέτοια οικήματα προσφέρονται κατάλληλα για την εποχή: οι χώροι ενός μοναστηριού, ένα μετόχι, μια εκκλησία ή ο περίβολός της με τα κελιά. Πρόκειται μάλλον για κανόνα γιατί ο Μ. Γεδεών είναι κατηγορηματικός: ‘Πάσαι αι σχολαί έζων και ελειτούργουν πλησίον ή εντός της περιοχής των ναών και τότε και μέχρι τούδε’[6]. (…) το 1820 ακόμη ο ιδρυτής ενός σχολείου εκφράζεται με τον ακόλουθο τρόπο: ‘Σχολείου δε οικοδομής δεν είναι χρεία κατά το παρόν, εις εμέ φαίνεται αρμόδιον το μοναστήριον..’[7](…) Προσθέτουμε μερικά ακόμη (πλεονεκτήματα): το προσωπικό που ανήκει κατά κανόνα στον κλήρο εξυπηρετείται άμεσα˙ (…)Το 1759 στο Μέτσοβο, ύστερα από μια πρόχειρη εγκατάσταση του σχολείου στα κελιά του περιβόλου του μητροπολιτικού ναού (1744) δίνεται άδεια να οικοδομηθεί ιδιαίτερο κτήριο στον ίδιο χώρο. Το 1764 στη Δημητσάνα ανοικοδομείται στον περίβολο του ναού της Αγίας Κυριακής ‘οικία πολύδομος και λίαν ευρύχωρος προς διδασκαλίαν 300 μαθητών και κατοικίαν των διδασκάλων και υπηρετών’.[8] Το 1776, ο ηγεμόνας της Βαχίας ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, στο Βουκουρέστι, ‘ανήγειρε εκ βάθρων τιτανόκτιστον (με ασβέστη) οικοδόμημα (…) δια τε την παράδοσιν μαθημάτων και δια κατοικίαν των τε διδασκάλων και πολλών μαθητών, παρά τους 75, και με τραπεζαρείον και μαγειρείον και αρτοποιείον εν τω μοναστηρίω του Αγίου Σάββα’.[9] Το 1777, στην Ζαγορά, με χρήματα, κυρίως, του ξενιτεμένου Ζαγοριανού εμπόρου Ιωάννη Πρίγκου και με την συμπαράσταση του πρώην Κωνσταντινουπόλεως Καλλινίκου, κατεδαφίζεται στον περίβολο του μοναστηριού του Προδρόμου το παλαιό άθλιο σχολικό κτήριο και ανοικοδομείται καινούριο, που θα εναρμονιστεί με την ανάλογη βιβλιοθήκη που είχε κτιστεί δέκα χρόνια πριν με έξοδα του ίδιου του Πρίγκου[10]».[11]
Βέβαια παραλλήλως και σταδιακά, ιδιαίτερα σε ότι αφορά τις νέες και μεγάλες σχολές όπως της Χίου ή των Κυδωνιών που αποτελούν πραγματικά «πανεπιστήμια» τα κτήρια που κατασκευάζονται στις αρχές του 19ου αιώνα είναι πλέον εντελώς ανεξάρτητα από εκκλησιαστικά ιδρύματα. Όμως αποτελούν όψιμες και εξαιρετικές μορφές.
Ως προς τους διδάσκοντες μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, αλλά ακόμα και στις αρχές του 19ου η πλειοψηφία των διδασκόντων και των λογίων είναι κληρικοί. Ο πατριάρχης του νεοελληνικού διαφωτισμού ο Ευγένιος Βούλγαρις θα φτάσει στο αξίωμα του αρχιεπισκόπου, όπως και ο Νικηφόρος Θεοτόκης. Οι μεγάλοι «αιρετικοί», ο Μεθόδιος Ανθρακίτης, ο Χριστόδουλος Παμπλέκης, ο Θεόφιλος Καϊρης και ο Θεόκλητος Φαρμακίδης ή ο Άνθιμος Γαζής και ο Νεόφυτος Βάμβας είναι επίσης κληρικοί! Ο Δανιήλ Φιλιππίδης και ο Γρηγόριος Κωνσταντάς που θα εκδόσουν την «Νεωτερική Γεωγραφία» το 1791 στη Βιέννη, είναι «ιερομόναχος» και «ιεροδιάκονος» αντίστοιχα. Ο μεγάλος «δάσκαλος και φωτιστής του Γένους» ήταν ο Κοσμάς ο Αιτωλός, θα γράψει το 1779 «έως τριάκοντα επαρχίας περιήλθον, δέκα σχολεία ελληνικά εποίησα, διακόσια δια κοινά γράμματα….»[12]. Τέλος η πρώτη απόπειρα στην Ευρώπη(!) καθιέρωσης της καθολικής υποχρεωτικής εκπαίδευσης θα γίνει στο Ιάσιο το 1749, όπου σε εγκύκλιο του Έλληνα μητροπολίτη Νικηφόρου λέγεται πως τα παιδιά του λαού έπρεπε να στέλνονται από την ηλικία των τριών χρόνων υποχρεωτικά να μαθαίνουν γράμματα στα σχολεία των εκκλησιών της πόλεως.[13]
Η γαλλική επανάσταση και οι συνέπειές της
Αυτά βέβαια δεν υπονοούν πως δεν υπήρξε καμία αντίθεση εκκλησίας και «διαφωτισμού» στην ελληνική πραγματικότητα. Όμως στην Ελλάδα δεν θα γνωρίσουμε Ιερά Εξέταση και σε όλη τη μακρά περίοδο του 18ου αιώνα και των αρχών του 19ου θα συναντήσουμε λίγες περιπτώσεις καταδίκης για διαφωτιστικό «αθεϊσμό», εκείνη του Μεθόδιου Ανθρακίτη το 1723 (που θα ανακληθεί δύο χρόνια μετά) και το 1810 του Στέφανου Δούγκα, καθώς και τον αφορισμό του Χριστόδουλου Παμπλέκη το 1793, μετά τον θάνατό του.[14]
Βέβαια μετά τη γαλλική επανάσταση και την επέκταση των υλιστικών ιδεών του ντεϊσμού και της αθεΐας η Εκκλησία θα στραφεί προς συντηρητικότερες απόψεις και θα μπει στον πειρασμό μιας αντιδραστικής στροφής. Η Πατρική διδασκαλία είναι το πλέον γνωστό παράδειγμα. Και προς απάντησή της θα έλθει από το Παρίσι, η Αδελφική Διδασκαλία του Κοραή. Με την ανατροπή των κατεστημένων ιεραρχιών στην Ευρώπη οι κάθε είδους εξουσίες νοιώθουν να απειλούνται. Έτσι και η κορυφή της ελληνικής εκκλησίας θα τείνει προς τον συντηρητισμό. Τα μεγάλα ανανεωτικά και απελευθερωτικά προτάγματα θα έχουν άλλους φορείς πλέον. Γράφει ο Κ.Θ.Δημαράς:
Η βίαιη τροπή την οποία δίνει ή Αικατερίνη της Ρωσίας στην πολιτική της, αναφορικά με τη “φιλοσοφία”, επιφέρει καίριες μεταβολές στην δραστηριότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης. (…) Σε όλα τα προηγούμενα χρόνια, ή εξωτερική πολιτική της Αικατερίνης Β’ βρέθηκε συχνά αντίθετη προς τα συμφέροντα της οθωμανικής αυτοκρατορίας˙ (…) ή αυτοκράτειρα ήθελε ν’ αποδείξει το φιλελεύθερο πνεύμα της και είχε ευνοήσει την ανάπτυξη των φιλοσοφικών ιδεών με τη μορφή του διαφωτισμένου δεσποτισμού. Το Πατριαρχείο, συμπιεσμένο από αντιφατικές και ασυμβίβαστες τάσεις, υποχρεώθηκε να υιοθετήσει μια μαλακή στάση, προβάλλοντας την μικρότερη αντίσταση για να μη δυσαρεστήσει τη Ρωσία, χωρίς, ωστόσο, να παραβλέπει τις απαιτήσεις της Πύλης. Παρόμοιος τρόπος συμπεριφοράς ανταποκρίνονταν, άλλωστε, στο πνεύμα της ανατολικής Εκκλησίας. Ιδίως όπως είχε διαμορφωθεί την περίοδο του θρησκευτικού ουμανισμού: ενθάρρυνση της παιδείας, σεβασμός στις ιδέες εφόσον δεν βρίσκονται σε απόλυτη δυσαρμονία με το δόγμα, αποφυγή κάθε πολιτικής δραστηριότητας. (…)
Από το 1791 θα έλεγε κανείς ότι καινούριες δυνάμεις απελευθερώνονται, ή Ρωσία σταματά τον πόλεμο με την Τουρκία, ή αυτοκράτειρα απαρνιέται τις ιδέες των φιλοσόφων (…). Την εποχή αυτή οι επιθέσεις εναντίον του νεωτεριστικού πνεύματος πολλαπλασιάζονται(…): 1791, «Τρόπαιον της ορθοδόξου πίστεως… προς… αναίρεσιν των φληνάφων δυσσεβών» «Επιστολή Ευγενίου του Βουλγάρεως… προς άναίρεσιν τίνος φληνάφου δυσσεβούς», 1792, “Βιβλίον καλούμενον Έλεγχος κατά αθέων και δυσσεβών”, 1793, «Ή άθλιότης των δοκησισόφων», «Ακολουθία έτεροφθάλμου καί αντίχριστου Χριστοδούλου”, εναντίον του Χριστοδούλου Παμπλέκη, «Νεκρικοί διάλογοι», 1794 «Απόδειξις του κύρους… ή ανασκευή της του Βολταίρου βίβλου», «Στηλίτευσις… φαρμαζονικής αιρέσεως», κλπ.(…) Στα 1793, εξάλλου, ή Ίδια ή Εκκλησία εκφράζεται επάνω σ’ αυτό το θέμα, στην εγκύκλιο την οποία υπογράφει ο Πατριάρχης Νεόφυτος καταδικάζοντας τις δοξασίες του Χριστοδούλου Παμπλέκη, αλλά συνάμα και του Βολταίρου..[15]
Ωστόσο ο κλήρος στις μεσαίες και κατώτερες βαθμίδες θα συνεχίσει να συμμετέχει στην ανανεωτική παιδευτική και εθνικοαπελευθερωτική κίνηση. Σύμφωνα μάλιστα με έναν κατάλογο των γνωστών μελών της Φιλικής Εταιρείας οι κληρικοί, κάθε βαθμίδας, μέλη της εταιρείας ήταν 85 άτομα (9,5 % του συνόλου) και ξεπερνούσαν σε αριθμό τους στρατιωτικούς, (78 άτομα και 8,7% του συνόλου)![16] Η ύπαρξη του εθνικού ζητήματος αμβλύνει τις αντιθέσεις «φωταδισμού»-«σκοταδισμού» και ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ καθώς και άλλοι κληρικοί θα μεταβληθούν τελικά σε μάρτυρες της εθνεγερσίας.
Μετά το 1800 η έξαρση της αντιπαράθεσης την οποία είχε προκαλέσει η γαλλική επανάσταση έχει παρέλθει. Παραλλήλως, και από την πλευρά των «διαφωτιστών» λογίων θα υπάρξει μια προσπάθεια υποβάθμισης των αντιπαραθέσεων. Ο Λόγιος Ερμής το περιοδικό των οπαδών του Κοραή που εξέδιδε αρχικώς ο Άνθιμος Γαζής στη Βιέννη και εν συνεχεία ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, θα χαιρετίσει την άνοδο του Γρηγορίου του Ε΄ για τρίτη φορά στον Πατριαρχικό θρόνο το 1819 ως υπερασπιστού «των φώτων της παιδείας».[17] Ο ίδιος ο Κοραής το 1808, θα αναλάβει την υπεράσπιση του Γρηγόριου του Ε σε επιστολή του όπου απαντά στις «συκοφαντίες» του Δανού Μαλτεβρύνου, ο οποίος «όχι μόνον υβρίζει αλλά και συκοφαντεί… Ποίον παρακαλώ σε και πότε αφώρισεν ο ημέτερος πατριάρχης δι’ ανάγνωσιν βιβλίων ευρωπαϊκών αλλογλώσσων; Και πόθεν αυτός έμαθεν τον τοιούτον αφορισμόν;»[18] «Το πατριαρχείο, όσο και αν πιέζεται κατά καιρούς, δεν διακινδυνεύει τώρα μια ανοικτή ρήξη με έναν Κοραή, με ένα Βενιαμίν, με έναν Ψαλίδα ή Νεόφυτο Δούκα. ‘Μη ενοχλήτε τους ‘φιλοσόφους’’, θα πη μια μέρα μέσα στο πατριαρχείο ένας φωτισμένος Φαναριώτης, ‘διότι θέλετε καταισχυνθή’». [19]
«Πρόοδος» και «συντήρηση»
Μόνο μετά τον εμφύλιο πόλεμο του 1944-49 –με κορύφωση με το καθεστώς της 21ης Απριλίου– η εκκλησιαστική ιεραρχία, και μάλιστα οι ανώτερες κλίμακες, θα ταυτιστεί με τη συντηρητική παράταξη (προσκολλημένη όμως ταυτόχρονα στην «διαφωτισμένη» Δύση) ενώ απέναντί της θα ορθώνεται το «προοδευτικό στρατόπεδο» και η Αριστερά που θα εκπροσωπεί το διαφωτιστικό στρατόπεδο στην Ελλάδα. Η διαφωτισμένη και αριστερή διανόηση θα επανερμηνεύσει την παγκόσμια και την ελληνική ιστορία με αποκλειστικό κριτήριο την αποδοχή ή όχι του δυτικού διαφωτισμού και των αξιών του και την καταδίκη της εκκλησίας.. Αυτή η εξίσωση παραγνώριζε βέβαια πολλά από τα νέα δεδομένα της ιστορίας του 20ου αιώνα, την ανάδειξη του παγανιστικού και αντιθρησκευτικού ναζισμού ως του νέου πόλου των αντιδραστικών δυνάμεων, το εργαλειακό και εξουσιαστικό παραλήρημα της εξουσίας των «προοδευτικών δυνάμεων» στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και την σταδιακή ή και ολοκληρωτική εκκοσμίκευση των Δυτικών καθεστώτων. Τέλος αγνοούσε το γεγονός πως αυτός ο θρησκευτικός μηχανισμός ήταν εν πολλοίς δημιούργημα τόσο του κράτους των διαφωτιστών όσο και ισχυρά επηρεασμένη από την Δύση. Η ελληνική εκκλησία ως θεσμός του ελληνικού κράτους δημιουργήθηκε από τις διαφωτιστικές πτέρυγες του κράτους. Ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, ο συνεπέστερος ίσως μαθητής του Κοραή, κληρικός και ο ίδιος, θα είναι αυτός που μαζί με τον Μάουρερ θα επιβάλλουν το Αυτοκέφαλο της ελλαδικής εκκλησίας και την μετατροπή της σε ένα κρατικό ή παρα-κρατικό μηχανισμό. Οι λειτουργοί της θα γίνουν αμειβόμενοι κρατικοί υπάλληλοι και για μια μακρά περίοδο, ιδιαίτερα στο 19ο αιώνα, η ανάδειξη στο επισκοπικό αξίωμα θα προϋποθέτει χρηματική συναλλαγή με τους πολιτικούς.[20] Η δε ιδεολογία της εκκλησίας θα καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τον προτεσταντικό ευσεβισμό. Ποικίλες μη-εκκλησιαστικές θρησκευτικές οργανώσεις, «Ζωή», κλπ[21] θα εμπνέονται απ’ ευθείας από τα παραδείγματα του δυτικού ευσεβισμού. Η δε ορθόδοξη εκκλησία μπόρεσε να συνεχίσει να ζει στη συνείδηση των λαϊκών στρωμάτων παρά την θρησκευτική κρατικοποίηση μέσα από τον λαϊκό παπά και την συμμετοχή του στη ζωή και τους αγώνες των Ελλήνων. Ο γραμματέας του ΚΚΕ, Νίκος Ζαχαριάδης θα γράψει το 1945:
Το ξάπλωμα και η επικράτηση της Ορθοδοξίας (…) ανταποκρίνεται ιστορικά στην αντίδραση που προκαλούσαν οι τάσεις για πνευματική, πολιτική και οικονομική επέκταση και επιβολή του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους και του καθολικισμού – παπισμού.(…) η Ορθοδοξία ιδεολογικά – πνευματικά ανταποκρίνεται σε μια νοοτροπία λαϊκή, σ’ ένα εσωτερικό ψυχικό δεσμό, που ο Ευρωπαίος κοσμοπολίτης ονομάζει “ανατολικό πνεύμα” και ο ξεπεσμένος και έκφυλος Λεβαντίνος περιφρονεί μα που συγκεντρώνει και εκφράζει εσωτερική λαϊκή ενότητα και εκδηλώνει ανώτερα ιδεώδη και χαρίσματα…
Η Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία και η Χριστιανική θρησκεία γενικότερα, όπως την εκφράζει η Εκκλησία αυτή, παίξαν όχι μόνο στη Ρωσία μα και στα Βαλκάνια έναν προοδευτικό ρόλο τόσο σαν παράγοντας που διευκόλυνε και επετάχυνε την εθνική διαμόρφωση.. Είναι αναρίθμητα τα παραδείγματα που δείχνουν ότι Ταγοί και απλοί στρατευόμενοι της εκκλησιαστικής ιεραρχίας πάλεψαν και με το ντουφέκι στο χέρι στο πλευρό του Λαού και ότι μοναστήρια και μοναστήρια είχαν μεταβληθεί σε μπαρουταποθήκες και λαϊκά φρούρια. [22]
Απολογία της παγκοσμιοποίησης
Ωστόσο οι εσωτερικές συνθήκες της Ελλάδας μέχρι το 1974 νομιμοποιούσαν εν μέρει την διατήρηση αυτού του διπόλου. Έκτοτε τα πράγματα μετεβλήθησαν άρδην. Το νέο μεταπολιτευτικό κράτος είναι ένα κράτος του διαφωτιστικού εκσυγχρονισμού που επιθυμεί την πλήρη και απόλυτη ευθυγράμμιση-αναχώνευση της Ελλάδας με το αναδυόμενο μεγακράτος του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, στο οποίο οι ιδιαιτερότητες γίνονται δεκτές μόνο ως φολκλόρ. Σε αυτές τις συνθήκες το «προοδευτικό στρατόπεδο» με τις ανάλογες ιδεολογικές προσαρμογές (άμβλυνση των ταξικών αναφορών) περνάει σταδιακά στον ηγεμονικό πόλο της εξουσίας, αναπαράγοντας το παλιό δίπολο με μια νέα μορφή: εκσυγχρονισμός – οπισθοδρόμηση. Η εκκλησία βρίσκεται αντιμέτωπη με το τρίλημμα: είτε περιθωριοποίηση και υποταγή σε ένα εκσυγχρονισμένο κράτος, ως δευτερεύων πλέον ιδεολογικός μηχανισμός ενσωμάτωσης των πολιτών, έναντι των ΜΜΕ, του εκπαιδευτικού συστήματος, της δημόσιας διοίκησης˙ είτε ταύτισή της με συντηρητικούς μηχανισμούς και στροφή προς τις παλιές αξίες της ορθοδοξίας˙ είτε τέλος σύμπλευση με απόψεις που ευνοούν μια ριζοσπαστικότερη αναχώνευση της παράδοσης με μια εναλλακτική στρατηγική υπέρβασης του εργαλειακού ορθολογισμού. Είναι βέβαιο πως και οι τρεις τάσεις θα εμφανιστούν, αλλά οι συσχετισμοί και η έκβαση της αντιπαράθεσης είναι σήμερα αβέβαιοι.
[1] Δημοσθένης Δανιηλίδης, Η νεοελληνική κοινωνία και οικονομία, εκδ. Νέα σύνορα Α. Α. Λιβάνη, σελ.138-141, Αθήνα 1985. . Βλέπε ολόκληρο το απόσπασμα στο παρόν αφιέρωμα.
[2] Παναγιώτης Κονδύλης, “Ο Ψαλίδας, ο Παμπλέκης και η θεία αποκάλυψη” στο Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Οι Φιλοσοφικές Ιδέες, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1988, σελ. 89-91. Βλέπε ολοκληρο το απόσπασμα στο παρόν αφιέρωμα
[3] Αλκης Αγγέλου «Η κατάσταση της παιδείας στις υπόδουλες ελληνικές χώρες» in Ιστορία του Ελληνικού έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ. Ι΄ σελ. 366-367.
[4] Σπύρου Βρυώνη, Η παρακμή του Μεσαιωνικού Ελληνισμού στη Μικρά Ασία και η διαδικασία εξισλαμισμού (11ος-15ος αιώνας), ΜΙΕΤ, Αθήνα 1996, σελ. 311-355.
[5] Βλέπε Χ. Πατρινέλης, « Από την Άλωση ως τις απαρχές της πρώτης αναγεννήσεως της παιδείας» in Ιστορία του Ελληνικού έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ. Ι΄ σελ. 367.
[6] Εκκλησιαστική Αλήθεια 8 (1887-88) σελ.306.
[7] Ερμής ο Λόγιος 10 (1820) σελ. 307
[8] Βλ. σχ. Γριτσόπουλος, Πατριαρχική…, έ.α. 1, σελ. 124.
[9] Γεδεών, Χρονικά…έ.α. σ.149
[10] Ιστορίαι των ανθρωπίνων πράξεων, 12, Βιέννη, 1832, σ. 568.
[11] Αλκης Αγγέλου, «Η εκπαίδευση» in Των Φώτων, MIET, Αθήνα 1999, σελ. 408-412.
[12] Φάνης Μιχαλόπουλος, Κοσμάς ο Αιτωλός, 1940, σελ 109, παρατιθ. στο Α.. Αγγέλου. όπ.π. σελ. 396.
[13] Γιάννης Καράς, Καϊρης-Κούμας, δύο πρωτοπόροι δάσκαλοι, Gutenberg, Αθήνα 1977, σελ. 16-17.
[14] Βλ. Μανουήλ Γεδεών, όπ. π. σελ. 117-118 και Ν. Ψημμένου, Η Ελληνική Φιλοσοφία από το 1453 έως το 1821 Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1989, τομ. Β΄ σελ. 34.
[15] Κ.Θ.Δημαράς «Δέκα χρόνια (1791-1800)» in Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Ερμής, 7η έκδοση, Αθήνα, 1998, σελ.246-249.
[16] Γεώργιος Φράγκος, «Φιλική Εταιρεία» in Ιστορία του Ελληνικού έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ. ΙΑ΄ σελ. 432.
[17] Μανουήλ Γεδεών, όπ. π. σελ. 121.
[18] Βλ. Μιχαήλ Περάνθης, Ο άλλος Κοραής , Φιλιππότης, Αθήνα 1983, σελ. 87.
[19] Λέανδρος Βρανούσης, Ιδεολογικές ζυμώσεις και συγκρούσεις, in Ιστορία του ελληνικού έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΑ΄ σελ. 437-438
[20] Βλέπε Εμ. Ροϊδη, Ανδρέα Λασκαράτου, Γιανναρά, Λέοντος Μπραγκ
[21] Βλέπε Γιανναράς, Καταφύγιο Ιδεών, Ορθοδοξία και Δύση, Μεταλληνός
[22] Βλέπε Νίκος Ζαχαριάδης, «Ο ρ θ ο δ ο ξ ί α» Ριζοσπάστης , 9.9.1945. Αναδημοσίευση Κομμουνιστική Επιθεώρηση (τεύχος Ιουλίου -Αυγούστου 1984), Εφημ Ποντίκι, 30. 8.2000.