του Γιάννη Καλιόρη
Kαμμιά γραμματική δεν πρόκειται να στερεώσει εσωτερικά τη γλώσσα και να την οπλίσει με ανθεκτικές αντιστάσεις. Κι αυτό, όχι απλώς γιατί κανείς δεν μπορεί να μιλήσει ακριβώς όπως ορίζει η γραμματική, κατά τον ίδιο τρόπο που κανείς δεν μπορεί να σκεφτεί με την ακρίβεια των κανόνων της λογικής, αλλά διότι το πρόβλημα της γλώσσας δεν είναι ούτε γραμματικό ούτε ευρύτερα γλωσσολογικό, ούτε, όπως υποστηρίζει ο Δ. Χατζής, “αποκλειστικά και μόνο πολιτικό” – περιλαμβάνει όλες αυτές τις εκδοχές, και γι’ αυτό άλλωστε οι λύσεις αναζητούνται προς όλες τις κατευθύνσεις, αλλά δεν αφήνεται να απορροφηθεί από καμιά τους ούτε και εξαντλείται στο άθροισμά τους, και κατά συνέπεια αυτές οι λύσεις δεν μπορούν παρά να έχουν χαρακτήρα αποσπασματικό και αποτελεσματικότητα περιορισμένη. Το πρόβλημα της γλώσσας –κι όχι μόνον αυτής– είναι ευρύτερο θέμα πνευματικού πολιτισμού: σκοπών που νοηματοδοτούν τη ζωή ενός έθνους και έργων πού εδραιώνουν τον κόσμο των σημασιών του, και σχετίζεται καίρια με τη βαθύτερη αυτοπεποίθηση η οποία απορρέει από την αυτογνωσία ενός λαού, όταν χωρίς ντροπή και μειονεξία ζει την ιδιοπροσωπία του ως αυτοκατάφαση, υπακούοντας στο δικό του μέτρο και καθορίζοντας αυτοσήμαντα το στίγμα του μέσα στον κόσμο.
Η γλώσσα δεν είναι κάτι το αυτοτέλεστο, οι δυνατότητές της δεν είναι αυθύπαρκτες, περιεχόμενες εξ ολοκλήρου στην ίδια –όπως ένας σύγχρονος πανγλωσσισμός και μια οιονεί θαυματική αντίληψη της γλώσσας θέλουν να μας κάνουν να το πιστέψουμε–, γι’ αυτό και κάθε “καθαρισμός” της γλώσσας στο όνομα της ίδιας της γλώσσας είναι, στην καλύτερη περίπτωση, προορισμένος να τελεί τη γλώσσα ως δυνατότητα φορμαλιστικής ομοιογένειας, αλλά την αφήνει ασυντέλεστη ως βαθύτερο αίτημα εκφράσεως και διάσταση εσωτερική.
Όταν ο Σεφέρης έγραφε πως το “μεγαλύτερο ελάττωμα της καθαρεύουσας και της γλώσσας των σαλονιών, που περιέχει όλα τ’ άλλα, είναι ότι δεν περιέχει αντιστάσεις”1 – αυτό δεν μπορεί να αφορά την καθαρεύουσα μόνον ως γλώσσα, αλλ’ ως γενικότερη στάση που έφτανε μέχρι τη γλώσσα και την επηρέαζε, χωρίς όμως να εξαντλείται σ’ αυτή, κι απ’ αυτή την άποψη ευστοχότερη θα ήταν η διατύπωση “η καθαρεύουσα ως γλώσσα σαλονιών” και γενικότερα ως γλώσσα που δεν είχε άμεσα και βαθύτερα στηρίγματα στη συγκαιρινή της ελληνική πραγματικότητα. Απόδειξη ότι το ίδιο ακριβώς συμβαίνει τώρα με τη δημοτική, κι αυτό φαίνεται καθαρά σήμερα που συσπάται επιληπτικά καθώς υπερφαλαγγίζεται από ρυθμούς αλλοδοτούς, συμμεριζόμενη σ’ αυτό την τύχη ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας.
Γιατί στο βαθμό που η δημοτική περιοριζόταν στις πηγές της, στις κλειστές και αυτάρκεις λίγο-πολύ μορφές ζωής και στη λογοτεχνική δημιουργία που άμεσα ή έμμεσα πήγαζε απ’ αυτές, κρατούσε τη φυσιογνωμία της αλώβητη, την πλαστικότητά της ακμαία και την αφομοιωτική της δύναμη επαρκή, γιατί πατούσε σε οικείο έδαφος και επιδιδόταν σε πρωτογενή πράξη δημιουργίας. Στο βαθμό, όμως, που, ακολουθώντας τον γενικότερο προσανατολισμό της ελληνικής κοινωνίας και της ιδεολογίας του δημοτικισμού, χρειάστηκε να δοκιμαστεί σε άλλα πεδία, πολύ λιγότερο οικεία, άρχισε κι αυτή να μεταφράζει συστηματικά από την καθαρεύουσα ή από ξένες γλώσσες, για να καταλήξει σήμερα όχι μόνο να μην εξελληνίζει κανένα όνομα πόλεως ή χώρας, όπως τουλάχιστον το έκανε η καθαρεύουσα· όχι μόνο να υιοθετεί ασυμμόρφωτη και αμετάφραστη την ξένη ορολογία σε όλους σχεδόν τους τομείς, ακόμα κι όταν ο εξελληνισμός της είναι ευχερής· όχι μόνο να αφελληνίζει όρους που είχε εξελληνίσει ή διέθετε η καθαρεύουσα (ρέφερυ για διαιτητής, ρεκορντγούμαν για πρωταθλήτρια κ.λπ.)· αλλά και να ξεχωρίζει ενικό και πληθυντικό των αγγλικών λέξεων (ντέτεκτιβ-βς, ρέκορντμαν-μεν, γκρουπ – γκρουπς)2 κ.λπ., ενώ τα ξένα ονόματα γράφονται όλο και πιο συστηματικά με λατινικούς χαρακτήρες (Marx αντί Μαρξ, Κant αντί Κάντ – αυτό δίνει περισσότερο “επιβάλλον”, αποτελώντας στο γραπτό λόγο ό,τι η ξενική προφορά των ξένων ονομάτων και λέξεων στον προφορικό) και καθαρόαιμοι δημοτικιστές προτείνουν, όπως είδαμε, να συμπληρωθεί το ελληνικό αλφάβητο για να προφέρουμε αγγλικότερα τον Τσώρτσιλ και γαλλικότερα το Νεσατέλ στον καθημερινό μας λόγο. Η εποχή που η γλώσσα εξελλήνιζε ξένες πόλεις και χώρες σε Νέα Υόρκη, Αγγλία, Βερολίνο, Γενεύη, Πετρούπολη και έκανε το σπιτάλι νοσοκομείο και τον αβοκάτο δικηγόρο, έχει από καιρό δύσει, στο βαθμό που έχει ανατείλει η εποχή των κώουτς, σώου, τημ και σούπερ μάρκετ και οι λέξεις έχουν γίνει κι αυτές εμπόρευμα, κατάφορτες από τέτοιες παρασιτικές σημασίες.
Απ’ αυτή την άποψη η λογία γλώσσα, καθώς (και στο βαθμό που) στρεφόταν τυπολατρικά προς το παρελθόν και προσπαθούσε να διαφυλάξει τον ελληνικό χαρακτήρα, έτσι στενόθωρα που τον εννοούσε, έδειξε ασύγκριτα μεγαλύτερη αντοχή και αφομοιωτικότητα κατά την επαφή της με την ξένη γλωσσική πραγματικότητα, παράγοντας λέξεις ελληνικές για τις νέες έννοιες, γηγενείς και εισαγόμενες, ενώ στο επίπεδο αυτό η δημοτική περιοριζόταν να προσαρμόζει τις ξένες στο τυπικό της, χωρίς να μπορεί να επινοήσει δικές της. Κι αν η καθαρεύουσα (και η λογία γλώσσα εν γένει) δεν υπέστη την πίεση, που μαζί με ολόκληρη την κοινωνική ζωή υφίσταται η σημερινή γλώσσα από την παγκοσμιοποίηση και εξαγρίωση της αγοράς και την πύκνωση του ιστορικού χρόνου, είχε ωστόσο επωμισθεί αυτό ακριβώς το δύσκολο έργο, που αδυνατούσε εντελώς να εκπληρώσει η δημοτική: να εξελληνίσει το πολυάριθμο τουρκο-αρβανιτο-φράγκικο λεξιλόγιο, το οποίο υπήρχε εγκατεστημένο στην καθημερινή γλώσσα και να δημιουργήσει εξ υπαρχής, ξεκινώντας από τις ρίζες της αρχαίας, λέξεις για τους νέους θεσμούς, τις έννοιες και λειτουργίες, που, καθώς η Ελλάδα για πρώτη φορά ύστερα από αιώνες προσπαθούσε να αναλάβει τις τύχες της, αναπόφευκτα εισέβαλαν στη ζωή της, όχι βαθμιαία αλλά με τρόπο επίσης ραγδαίο και μαζικό. Και το έργο αυτό, η καθαρεύουσα, παρ’ όλες τις υπερβολές και τη μονομέρειά της, το εξεπλήρωσε σωστά και δεν ήταν μικρό.
Το θέμα, όμως, δεν είναι αυτή τη στιγμή η συγκριτική μελέτη της παραγωγικής και αφομοιωτικής ικανότητος των δύο μορφών της γλώσσας. Άλλωστε, σήμερα, η ελληνική γλώσσα υποκύπτει στο σύνολό της κι αυτό το σύνολο περιλαμβάνει οργανικά τις δυνατότητες και των δυο τους: τη συντακτική π.χ. ευλυγισία της δημοτικής και τον λεξιλογικό πλούτο της καθαρεύουσας. Απλώς οι παραπάνω διαπιστώσεις μας δείχνουν πως οι αιτίες για την άλωση της γλώσσας δεν είναι εγγενείς σ’ αυτήν, ούτε αποτέλεσμα της διμορφίας της, αλλά έχουν βαθύτερες ρίζες. Ξεκινούν από τους σκοπούς που σε μια δεδομένη στιγμή η ελληνική κοινωνία διάλεξε να θέσει στον εαυτό της, ορίζοντας έναν terminus ad quem έξω απ’ αυτήν, ένα πρότυπο εξωγενές προς το οποίο θα έπρεπε να μοιάσει, οδηγούμενη έτσι να βιώνει την ύπαρξή της σαν κάτι το ανόμοιο ως προς το όμοιο, σαν κάτι το εκκεντρικό ή περιφερειακό ως προς το κέντρο κι όχι σαν κάτι το διαφορετικό και αυτάγγελτο. Aπ’ αυτή τη νοοτροπία του ανόμοιου που πασχίζει να γίνει όμοιο προς κάποιο κέντρο εξωτερικό, απ’ αυτή την προσπάθεια ν’ αναρριχηθεί με άνισα μέσα σε μια υποτιθέμενη ενιαία παγκοσμίως ιστορική κλίμακα (και στο βαθμό που βρίσκεται στις χαμηλότερες βαθμίδες αισθάνεται καθυστέρηση και ντροπή) πηγάζει και η ψυχολογία της μειονεξίας και περιφερειακότητος –ή αντίθετα της πτωχαλαζονείας– που σήμερα διέπει τη συνολική φυσιογνωμία της πολιτιστικής μας ζωής, και της οποίας ανάγλυφα παραδείγματα παρέχει η ξενομανία των δημοσιογράφων, ο μιμητισμός των διαφημιστών, ο πνευματικός μεταπρατισμός των διανοουμένων και η νομπελίτιδα των πάντων.
Κ’ εδώ είναι που αποκτά επικαιρότητα η μελέτη του Κ. Καραβίδα για τη λογία παράδοση και το δημοτικισμό. Η λογία παράδοση, υποστηρίζει ο Καραβίδας, διεφύλαξε πίστη και ελπίδα, χωρίς όμως τα έργα: εχάραξε έναν ορίζοντα, στενό μεν αλλά σταθερό και προστατευτικό, που διατηρούσε μνήμες και κυοφορούσε ελπίδες και που, “αν δεν έφερε την αναγέννηση, συνεκράτησε όμως επί μακρόν και υπό συνθήκας δυσχερεστάτας την κατάστασιν”3. Στο δημοτικισμό, όχι απλώς ως γλώσσα αλλ’ ως σφαιρικότερο κίνημα αναγεννήσεως και δημιουργική στάση ζωής, εναπόκειται ν’ ανακαινίσει την παράδοση και, έχοντας ως κοινωνικό ορμητήριο τον θεσμό της κοινότητος, που δια μέσου των αιώνων έδεσε οργανικά τους Έλληνες, να υλοποιήσει με έργα ζωής και πολιτισμού τον πυρήνα τον οποίον διέσωσε το λόγιο κέλυφος, το ελληνιστικό, όπως το αποκαλεί, ιδεώδες, που θ’ αποτελεί και τον ελληνικό τρόπο παρουσίας στο σύγχρονο κόσμο. Ο δημοτικισμός, λοιπόν, οφείλει να υπερβεί τη λογία παράδοση –την οποία όμως ο Καραβίδας φαίνεται να αντιλαμβάνεται συμπαγή ως προς τους προσανατολισμούς της– χωρίς να την καταλύσει βίαια, και εν πάση περιπτώσει χωρίς να υπονομεύσει το κύρος της, μέχρις ότου δημιουργήσει ο ίδιος τα θετικά έργα που θα αποσοβήσουν τον κίνδυνο ενός κενού αξιών.
Βέβαια, όταν ο Καραβίδας έγραφε το άρθρο του, το παιχνίδι είχε πια παιχτεί και χαθεί – παιζότανε. Ίσως ακόμα, τότε πού ο Βερναδάκης και ο Ζαμπέλιος ή και ο Π. Γιαννόπουλος έγραφαν τα δικά τους, αλλά με την ιδεολογία του δημοτικισμού –κατά το μέγιστο τουλάχιστο μέρος του– η υπόθεση κρίθηκε οριστικά. Γιατί ο δημοτικισμός, κίνημα φωτισμένων αστών και αργότερα σοσιαλιστών, αντιστρατευόμενος τη λογία παράδοση –ιδιαίτερα το καθαρά ελληνοκεντρικό της τμήμα– αντί να αντλήσει, με διαφορετικό όμως τρόπο, από την πηγή της κοινής καταγωγής και να ουσιώσει τη μνήμη με έργα, αναλαμβάνοντας την κληρονομιά από εκεί που οι σχολαστικοί λόγιοι την είχαν αφήσει ανήμπορη, προτίμησε να ριζοτομήσει, πολεμώντας αυτή την παράδοση σε όλα τα μέτωπα και με όλα τα μέσα. Για να μπορέσει όμως να το κάνει αποτελεσματικά, έπρεπε να στερεωθεί σε ευρύτερους σκοπούς και σημασίες, να αντιτάξει κάποιο άλλο φρόνημα, μια δική του στάση ζωής.
Κι αυτά ο δημοτικισμός (με κάποιες εξαιρέσεις μεμονωμένων ατόμων, όπως λ.χ. του Αποστολάκη ή του Σικελιανού που πάλευαν, ο καθένας με τον τρόπο του, εναντίον του ρεύματος) τα αναζήτησε (ακολουθώντας άλλωστε σ’ αυτό τη φορά του μεγαλύτερου μέρους της ελληνικής κοινωνίας και επιταχύνοντάς την) στην κίνηση των δυτικών κοινωνιών, στους θεσμούς και τα πνευματικά τους ρεύματα και τις βαρειές εννοιακές τους πανοπλίες, συνδεόμενος έτσι αποφασιστικά με την ιδεολογία της προόδου· με το λογισμό, δηλαδή, του κοινωνικού συστήματος του κεφαλαίου, το οποίο, έχοντας ως τρόπο και σκοπό υπάρξεως τη συνεχή του συσσώρευση που συντελείται με τη μετατροπή των πάντων σε αξία, ομοιογενοποιεί τους ετερογενείς πολιτιστικούς χώρους, καταστρέφοντας τις δικές τους αξίες και απορροφώντας τους σ’ ένα δυνάμει καθολικό σύστημα ισοδυναμιών που ενεργεί ισοπεδωτικά – κι αυτό γίνεται καθαρά ορατό, όταν η ανάπτυξη έχει φτάσει στο βαθμό εκείνο που της επιτρέπει να υποτάσσει στη βιομηχανική πλέον ομοιομορφία και όσα στοιχεία συμπυκνώνουν κατ’ εξοχήν ιδιομορφία και διαφορά4. Και τις περισσότερες φορές που ο δημοτικισμός ατένισε την απώτερη καταγωγή, το έκανε δια της τεθλασμένης, αναχωρώντας δηλαδή από την αστική ή τη σοσιαλιστική ιδεολογία της προόδου, που ξεκινούν από το ίδιο έδαφος (την αντίληψη μιας δυνητικά απεριόριστης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων) και αλληλοτέμνονται ευρέως5.
Σήμερα, που τα πράγματα τείνουν πια να κρεπάρουν παντού και τα αδιέξοδα αρχίζουν να ορθώνονται αμείλικτα, η γλώσσα εξουθενώνεται κι αυτή μην αντέχοντας τη συνεχώς διευρυνόμενη κίνηση ενός περιεχομένου που της ήταν πάντοτε ξένο, αλλά που τώρα, με την άμετρη ακριβώς διόγκωσή του, δείχνει καθαρά την αλλογενή του φύση. Και μένει ανυπεράσπιστη γιατί, συν τοις άλλοις, η ιδεολογία που την εστήριξε, στηρίχτηκε η ίδια στις δυνάμεις που σήμερα την καταλύουν – υπάρχει μια συνενοχή ανάμεσά τους και ο δημοτικισμός ήταν στο βάθος καταδικασμένος να αμύνεται απέναντι σ’ έναν αντίπαλο, τον οποίον όφειλε εξ ορισμού να δέχεται ως σύμμαχο· και καθώς αμυνόταν στο πεδίο που επέβαλλε o αντίπαλος, η έκβαση επί της ουσίας στεκόταν μοιραία, και τότε η προσπάθεια να συγκρατηθούν τα πράγματα στρεφόταν προς τον τύπο, ως αίτημα φορμαλιστικής καθαρότητος, πράγμα που ο δημοτικισμός κάνει και σήμερα, προσπαθώντας να κλείσει την κερκόπορτα όταν η πύλη είναι ανοικτή.
Η δημοτική βρέθηκε από την αρχή ανοχύρωτη στο αποφασιστικό της άνοιγμα στους “νέους καιρούς”, γιατί τους προϋπαντούσε απαράσκευη, ξεκινώντας από ένα περιχαρακωμένο παρόν και αφήνοντας πίσω της τη γενέθλια γη, πριν προλάβει να ερευνήσει τα βαθύτερα κοιτάσματά της. Η συνάντησή της με τα ξένα ρεύματα ήταν κάτι σαν “σύμβαση προσχωρήσεως”, κι όπως παρατηρεί χαρακτηριστικά ο Αν. Μεγιέ, μιλώντας για την ευρύτερη κοινή, ενώ η ελληνική κοινή των ελληνιστικών χρόνων χρησίμευε για να δημιουργηθεί ο νεώτερος πολιτισμός, “…η νεοελληνική κοινή, χρησιμοποιώντας μέσα παραδοσιακά, αντανακλά κυρίως την προσπάθεια που κάνουν οι σημερινοί Έλληνες για ν’ αποκτήσουν τη σύγχρονη ευρωπαϊκή παιδεία”6.
Αυτό εκφράστηκε συνειδητά και με περισσότερη έμφαση από το δημοτικισμό, ο οποίος, πριν ακόμα αυτοσυγκεντρωθεί και συνειδητοποιήσει το στίγμα του μέσα στην ελληνική διαδρομή, ανοίχτηκε στα ξένα πεπρωμένα για να γεμίσει με περιεχόμενο και να το αντιτάξει στη λογία ελληνολατρική παράδοση. Χωρίς όμως γερά εσωτερικά αντιστηρίγματα και σταθερούς άξονες αναφοράς, ήταν μοιραίο οι ομοιοστατικές ισορροπίες που ιδρύθηκαν να είναι εξαιρετικά ευπαθείς, η γλώσσα να μην μπορεί να παρακολουθήσει τον ολοένα επιταχυνόμενο ρυθμό του ξένου βηματοδότη, και, σε κάθε πλήρη τέλεση του συνεχώς διευρυνόμενου κυκλώματος, να ασθμαίνει όλο και πιο πολύ και να εξαρθρώνεται, όπως άλλωστε κι ολόκληρη η ελληνική κοινωνία σήμερα.
Τύποι και ελευθερία
Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, γίνεται αντιληπτό πόσο μάταιη είναι η οπωσδήποτε ευγενική προσπάθεια των σημερινών “μεσαοριστικών και απαρεμφατογράφων”, όπως θάλεγε ο Ροΐδης, –της δημοτικής όμως αυτή τη φορά–, να περισώσουν τη γλωσσική φόρμα στο όνομα της ίδιας της φόρμας, ξεκινώντας απ’ αυτή και μένοντας σ’ αυτή· πόσο ανήμπορα ηχούν τα αιτήματα για άσιγμη κατάληξη των θηλυκών ή για συλλαβική εξίσωση των πτώσεων, όταν μέσα και γύρω σαρώνονται τα πάντα και η βαθύτερη φυσιογνωμία εξαχνώνεται. Γιατί –κι αυτό δεν θα κουραστούμε να το επαναλαμβάνουμε– το πρόβλημα της γλώσσας μας δεν είναι πρόβλημα τεχνικό ή γραμματικής, αλλά πριν απ’ όλα πρόβλημα ουσίας, δηλαδή ενεργής παρουσίας μέσα στο σύγχρονο κόσμο και μηνύματος αυτής της παρουσίας ως νοήματος, που όμως προϋποθέτει αυτογνωσία και ιδιοπροσωπία και βίωση αυτής της ιδιοπροσωπίας ως αυτοσήμαντης.
Σημειώσεις
1. Σεφέρης: Δοκιμές, Β΄ έκδοση. Φέξης, σελ. 394-395.
2. Συχνά μάλιστα με εσφαλμένο τρόπο: “ένας από τους μπάρμενς του Χίλτον” (Τα “ΝΕΑ” 16-1 1-79). Αλλού διαβάζουμε τα ουίσκυ, αλλού τα ουίσκυς, αλλού τέλος τα ουίσκυζ· οι ρέφερυ, οι ρέφερυς, οι ρέφερυζ (τα γκολ δεν κατάφεραν ακόμα να τα κάνουν γκολς), ενώ το κοντό παντελόνι, για το οποίο οι Άγγλοι δεν έχουν ενικό, γίνεται στις διαφημίσεις: ένα σορτ, δύο σορτς. Σε λίγο, στην ελληνική γραμματική θα πρέπει να προβλεφτεί η διδασκαλία των ανωμαλιών στο σχηματισμό του πληθυντικού των αγγλικών ονομάτων, οι κανόνες και οι εξαιρέσεις τους· και στο βαθμό που η γλωσσομάθεια των δημοσιογράφων θα επεκτείνεται, θα προστίθενται και ανάλογα κεφάλαια για την γαλλική, την ιταλική κ.λπ.
3. Κ. Καραβίδα, “Η λογία παράδοσις και ο δημοτικισμός”, περ. Πλάτων, έτος ΙΓ΄ τα 25-26, σελ. 142. Πρώτη δημοσίευση 1921. Αναδ. Περ. Εποπτεία,τ. 42., Ιανουάριος 1980.
4. Συνυφασμένη η όλη κίνηση με μια ορθολογική αντίληψη του κόσμου, πρόσφορη για την υποταγή του τελευταίου στο αξιοποιητικό κύκλωμα του κεφαλαίου, εξακτινώνεται σε μια σειρά ιδεωδών που χαρακτηρίζουν την προμηθεϊκή του εποποιία: την πόλωση ανθρώπου-κόσμου σε υποκείμενο και αντικείμενο αντιστοίχως και την κατάκτηση του δευτέρου από το πρώτο· την κατάκτηση και εκμετάλλευση της φύσης (το κεφάλαιο δεν υπάρχει μέσα στη φύση αλλά στέκεται ευθύς εξ αρχής απέναντί της)· τη δυνατότητα για απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, που παίρνει τη μορφή της εκθετικής αύξησης της παραγωγής· το γιγαντισμό έργων και θεσμών, την αξιοποίηση ως προϋπόθεση για την θεμιτοποίηση της ύπαρξης, την πολιτική ως τεχνική της εξουσίας, την επιστήμη ως τεχνική της αποτελεσματικότητος, την αποτελεσματικότητα ως κριτήριο της πρόθεσης κ.λπ. – το όλον αδιαφανές και αχαλίνωτο, τείνοντας συνεχώς στον υπερθετικό του, αποδυμένο σε ακατάσχετη φυγή προς τα εμπρός και συνεχή διαστολή, όπου το υπέρμετρο γίνεται μέτρο και το προκύπτον μέτρο ακόμα πιο υπέρμετρο, βαίνοντας ολοένα προς νέες μεγιστοποιήσεις κ.ο.κ. Δηλαδή ό,τι ακριβώς αποτελεί, στο σύνολό του και εξ ορισμού, αντιφορά προς το ελληνικό μέτρο και την ελληνική στάση ζωής.
5. Χαρακτηριστική απ’ αυτή την άποψη και συγχρόνως ένα από τα καλύτερα δείγματα, είναι η Εισαγωγή στο Σοφιστή του Γληνού, καθώς και ολόκληρος ο προσανατολισμός του περιοδικού Αναγέννηση που ίδρυσε και διηύθυνε ο ίδιος.
6. A. Meillet, Aperçu d’une Histoire de la langue grecque, Hachette, Παρίσι 1930, σελ. 324.