του Alexandre Adler
Η απεργία πείνας των Τούρκων πολιτικών κρατουμένων της άκρας αριστεράς (το μεγαλύτερο μέρος τους προέρχονται από την ομάδα των πρώην μαοϊκών του μετώπου για την απελευθέρωση του Λαού, DHKP), αποτελεί ένα χαρακτηριστικό σύμβολο για την κατάσταση της χώρας. Όλα ξεκίνησαν από ένα ανθρωπιστικό μέτρο του τουρκικού κράτους, σύμφωνο με τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές: το σταδιακό κλείσιμο των παραδοσιακών φυλακών, όπου οι φυλακισμένοι κρατούνται σε κρατητήρια των 120 ατόμων, κάτω από απαράδεκτες συνθήκες υγιεινής, και για τη μεταφορά των κρατουμένων σε ατομικά κελιά ή των 3 ατόμων, με ευρωπαϊκά στάνταρ. Χωρίς αμφιβολία, κάποιοι από τους κρατούμενους φοβούνται την αυθαίρετη συμπεριφορά των δεσμοφυλάκων στις νέες φυλακές, αλλά το βασικό δεν είναι εκεί: το μέτρο σηματοδοτεί το ξήλωμα του παλαιού συστήματος, όπου το DHKP ιδιαίτερα, επιβάλλει τον δικό του σιδερένιο νόμο στους τροφίμους, τρομοκρατώντας τους φύλακες και υποτάσσοντας τους κρατουμένους. Η ίδια η Διεθνής Αμνηστία, οργάνωση ιδιαίτερα εχθρική και μονομερής στη στάση της απέναντι στην Τουρκία, αναγνώρισε ότι οι αρχηγοί του DHKP συντηρούσαν δικαστήρια στο εσωτερικό των φυλακών, φτάνοντας έως την εκτέλεση θανατικών ποινών ενάντια σε όσους δεν πειθαρχούσαν, και στους διαφωνούντες.
Η κατάρρευση του συστήματος είναι ιδιαίτερα βίαια: το DHKP είχε καταφέρει να εκβιάσει με την απειλή της εξέγερσης την ισλαμική κυβέρνηση του Ερμπακάν, με την οποία μοιραζόταν τις ίδιες διασυνδέσεις με τους Σύριους και τους Ιρανούς. Με την εκκοσμικευμένη αριστερά όμως, ο εκβιασμός καταρρέει: ο στρατός αποκατέστησε την τάξη στη μεγάλη φυλακή της Κωνσταντινούπολης με τίμημα 18 νεκρούς από σφαίρες μεταξύ των κρατουμένων, 2 νεκρούς στρατιωτικούς και 10 αυτοκτονίες από αυτοπυρπόληση. Μέχρι τώρα, η απεργία πείνας, οργανωμένη από την ίδια ομάδα, προκάλεσε τον θάνατο από ασιτία 14 συγγενών τους – συχνά συζύγων των κρατουμένων. Αλλά όλα αυτά μέσα σε μια γενική αδιαφορία: τους Τούρκους αυτό το διάστημα δεν τους απασχολεί παρά η σοβαρότητα της οικονομικής κατάστασης.
Αυτή η ιστορία μας επαναφέρει ευθέως στη γενικότερη κατάσταση της χώρας. Στη διακυβέρνηση βρίσκονται οι εκκοσμικευμένες τουρκικές ελίτ, που έχουν επιτέλους ενοποιηθεί σε μια προοπτική προσαρμογής στην Ευρώπη και στον δημοκρατικό εκσυγχρονισμό. Σε μια πραγματική αντιπολίτευση έχει περάσει η παλαιά Τουρκία του “Παζαριού”, των τραμπούκων και των περιστρεφόμενων δερβίσηδων, που αντιπαλεύει με μίσος την αναπόφευκτη εξάλειψή της. Αυτή η παλαιά Τουρκία σε αποσύνθεση εκφράζεται με πολλούς τρόπους που είναι μερικές φορές αντιφατικοί: ασφαλώς με τον ισλαμισμό του Φαζιλέτ (το “κόμμα της αρετής”), αλλά επίσης με τοπικιστικές και αποσχιστικές τάσεις, μερικές φορές με εκκλήσεις υπέρ της κοινωνίας των πολιτών ενάντια στο Κράτος, με έλλειψη ανοχής απέναντι στους θρησκευτικά διαφορετικούς, τους Αλεβίτες (κρυπτο-σιίτες), και τέλος με την επιμονή να αψηφήσουν, με το χρήμα ή με τη βία, την κοσμική δημοκρατία. Να γιατί συνεχίζουν να υπάρχουν εν δυνάμει αυτές οι τάσεις που οδηγούν είτε στην ανοχή και στην ενθάρρυνση της μαφιόζικης ή της ιδεολογικής βίας, είτε στην έξοδο των φονταμενταλιστών από τη συνήθη ιδεολογική τους απομόνωση, όπως έκανε η Τανσού Τσιλλέρ, η κληρονόμος του δημαγωγικού λαϊκισμού των δημοκρατικών του Μεντερές στην δεκαετία του 50.
Καθώς οι μεγάλες αλλαγές που πραγματοποιούνται κάτω από τα μάτια μας αποβλέπουν στο να εξευρωπαΐσουν την κοινωνία με γρήγορο ρυθμό, βγάζοντας έναν προς έναν τους επιδέσμους που είχε εφαρμόσει το ρεπουμπλικανικό κράτος επάνω στις πληγές του κοινωνικού σώματος, σφίγγοντάς τους συχνά πολύ δυνατά. Μόνο και μόνο η αφαίρεση αυτών των πρόχειρων επιδέσμων κάνει το αίμα να ρέει άφθονο. Αλλά το αίμα δεν τρέχει από καινούργιες πληγές, αλλά μάλλον από παλιότερες που πρέπει σιγά-σιγά να επουλωθούν. Καταργήθηκαν οι φυλακές – γκούλαγκ και πρέπει να αντιμετωπισθούν οι αιματηρές εξεγέρσεις στασιαστών, που είναι οι ίδιοι αιμοχαρείς. Επετράπησαν ελεύθερες εκλογές στις περιοχές των Κούρδων, για να καταλήξουν στο να διοικείται η μεγαλύτερη κουρδική πόλη (εκτός φυσικά της Κωνσταντινούπολης), το Ντιαρμπακίρ, με το εκατομμύριο των κατοίκων του, από τους αυτονομιστές, και να γεμίζουν οι φυλακές από νεοεκλεγμένους, που συνδέονται με την τρομοκρατία ενός ΡΚΚ, που βρίσκεται και το ίδιο σε πορεία εξαφάνισης. Ακολουθείται μια δυναμική εξωτερική πολιτική, που προσβλέπει σε λαούς κοντινούς, πέρα από τα σύνορα, στην Βοσνία, στην Αλβανία, στο Αζερμπαϊτζάν, και ταυτοχρόνως παρέχουν, τουλάχιστον για ένα διάστημα, άσυλο στους ισλαμιστές ή στους υπερεθνικιστές που δρουν στο Σεράγιεβο ή στο Μπακού. Τέλος αντιμάχονται τον πληθωρισμό βάζοντας σε ενέργεια τα μεγάλα μέσα, ενώ ταυτόχρονα αποδυναμώνουν, για μια πρώτη περίοδο, αυτές τις κακοδιαχειριζόμενες τράπεζες που γιγαντώθηκαν ποντάροντας στην ταχεία υποτίμηση του νομίσματος.
Παντού, η Τουρκία βρίσκεται στο μέσο του δρόμου: Περιόρισε τον πληθωρισμό της κατά 50%, αλλά και τις καταχρήσεις της εξουσίας κατά 50%, τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την επίλυση του κουρδικού ζητήματος και τη διαδικασία προσέγγισης με τους Έλληνες (σκοντάφτουν στην Κύπρο) και με τους Ρώσους (που σκοντάφτουν στο μέλλον του Αζερμπαϊτζάν και στα πετρέλαια της θάλασσας της Κασπίας). Είναι λοιπόν καιρός για την Ευρώπη να βοηθήσει την ρεπουμπλικανική Τουρκία να ολοκληρώσει το 50% του δρόμου που της απομένει. Τέτοια όμως δεν είναι, αλίμονο, η στάση της Ευρώπης, ούτε της ίδιας της Γαλλίας, που εφάρμοσε ωστόσο μια πρακτική αληθινού ανοίγματος τα τελευταία χρόνια.
Πως εξηγείται μια τέτοια τύφλωση; Πρέπει να πιστέψουμε ότι το αρνητικό γοητεύει και η αρετή ενοχλεί. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί η συγκατάβαση απέναντι στους ισλαμιστές όλων των αποχρώσεων, από το Μαρόκο έως το Πακιστάν, και η αυστηρότητα που επιφυλάσσεται στους ρεπουμπλικάνους Τούρκους, στους κοσμικούς Αλγερινούς και Αιγυπτίους, ίσως αύριο στους δημοκρατικούς Ιρανούς, που δίνουν έναν αγώνα που προφανώς δεν προσελκύει καθόλου.
Δίνεται ωστόσο, αυτή την στιγμή, μια αδυσώπητη μάχη προς όφελος των πολιτικών ελευθεριών και του εκσυγχρονισμού του κράτους, που ενώνει κατά κάποιο τρόπο τις δύο μεγάλες απελευθερωτικές δυνάμεις αυτών των κοινωνιών από τον 18ο αιώνα: τους φωτισμένους Οθωμανούς γενίτσαρους, από την μια πλευρά και τους μεταρρυθμιστές Πέρσες σιίτες από την άλλη. Οι μεν είναι σουνίτες ευρωπαίοι, συχνά αλβανικής καταγωγής, επηρεασμένοι από τον σιιτισμό, όπως ο από μηχανής Θεός υπουργός της οικονομίας Κεμάλ Ντερβίς, που κατάγεται από ένα ένδοξο μεγάλο βεζίρη του αιώνα των Φώτων. Οι άλλοι, οι μετριοπαθείς σιίτες, ανοιχτοί στον σουνιτισμό και συχνά τουρκικής καταγωγής αζέροι, όπως οι Νουρί, Καρμπάστσι ή Κοχεϊνίχα. Μαζί θα μπορούσαν να νικήσουν –στην Άγκυρα όπως και στην Τεχεράνη– στη μάχη για τη δημοκρατία. Αλλά με τη δική μας βοήθεια και τη δική μας κατανόηση.