Του Κωνσταντίνου Μπλάθρα από τη Ρήξη φ. 117
Του Οκτώβρη το απογευματινό φως, μια ισορροπία κλάσματος δευτερολέπτου το δειλινό, χάνεται γρήγορα και η νύχτα μακραίνει. Τότε, οι οθόνες πασχίζουν να γεμίσουν το κενό του φωτός με ψευδαισθήσεις θαυμάτων.
Το φως τους δεν είναι παρά μια σκιά σε προβολή, ένας ηλεκτρικός λαμπτήρας εν τέλει που καμώνεται τον ήλιο. Είναι το δίχως άλλο μια παρηγοριά: ο άνθρωπος με την τέχνη του μπορεί να φωτίσει το σκοτάδι. Στήνοντας ένα σκοινί μπορεί να περπατήσει στην άβυσσο. Μα αλήθεια λέει ο ποιητής: «Ποιος φυσιολογικός, γνωστικός άνθρωπος περπατά πάνω σε συρματόσκοινο ή εκφράζεται με στίχους;»1 Ευτυχώς, δεν είναι όλοι οι άνθρωποι γνωστικοί. Υπάρχουν και οι καλλιτέχνες. Δηλαδή όλοι, λίγο ως πολύ. Μόνο που λίγοι αντέχουν το κενό: «Αλίμονο, είσαι καλλιτέχνης, και δεν γίνεται πια να αγνοήσεις την ανελέητη άβυσσο των ματιών σου. Νάρκισσος χορεύει; Δεν είναι ωστόσο φιλαρέσκεια, εγωισμός και φιλαυτία, μα κάτι άλλο. Μήπως ο ίδιος ο θάνατος; Χόρευε λοιπόν ολομόναχος.» 2
Η ταινία του Ρόμπερτ Ζεμέκις είναι μέτρια. Έχει ωστόσο κάτι που θυμίζει ακόμα και σήμερα πως ο κινηματογράφος είναι αναντικατάστατος. Είναι εμπειρία. Ονείρου και αληθοφάνειας. Κάποτε και της αλήθειας. Στ’ αλήθεια, στα 1974, 7 Αυγούστου, τη μέρα που παραιτήθηκε ο Νίξον, ο Γάλλος σχοινοβάτης Φιλίπ Πετί περπάτησε, πάνω σ’ ένα συρματόσχοινο, το κενό των πενήντα περίπου μέτρων που χώριζε τους κάποτε δίδυμους πύργους στο λιμάνι της Νέας Υόρκης, εκατόν δέκα πατώματα πάνω από το έδαφος. Από ταράτσα σε ταράτσα. Η ιστορία του έγινε βιβλίο, έγινε ντοκιμαντέρ από τον Τζέιμς Μαρς (Σε τεντωμένο σχοινί) που κέρδισε το Όσκαρ το 2008, παρουσιάζεται τώρα από τον Ζεμέκις ως 3D περιπέτεια. Ο Φιλίπ και οι φίλοι του οργανώνουν το εγχείρημά τους σαν μία σπείρα που ετοιμάζει ριφιφί. Κανένας «φυσιολογικός, γνωστικός άνθρωπος» και οπωσδήποτε καμία Αρχή δεν θα έδινε την άδεια να τεντωθεί το σκοινί από τον ένα πύργο στον άλλο. Γι’ αυτό η επιχείρηση στήνεται τη νύχτα κρυφά. Όπως όλες οι απάτες ή τα θαύματα. Ώστε με το πρώτο φως του ήλιου ο Φιλίπ να έχει κάνει το πρώτο του βήμα στο κενό και κανείς να μην μπορεί πια να τον σταματήσει.
Όλα τα παραπάνω είναι υλικό για μιας πρώτης τάξεως ταινία. Αλλά ο Ζεμέκις είναι περισσότερο τεχνουργός παρά ποιητής. Ο Φιλίπ της αληθινής ιστορίας αναζητούσε το όνειρό του πάση θυσία ως αληθινός καλλιτέχνης, εδώ, στην ταινία μοιάζει μάλλον να αναζητά πιο πολύ το αμερικανικό όνειρο, την επιτυχία. Ο Τζότζεφ Γκόρντον-Λέβιτ, που τον υποδύεται, κάνει μεγάλες προσπάθειες, μα αν δει κανείς τον ίδιο τον Πετί να διηγείται την ιστορία του στο ντοκιμαντέρ του Μαρς θα καταλάβει το κενό που τους χωρίζει. Η Σαρλότ Λε Μπον πάλι, που υποδύεται τη φίλη του Άννι, είναι μεν μια δροσερή παρουσία, χωρίς όμως να δίνει κάτι άλλο στην ιστορία. Ο Μπεν Κίνγκσλεϊ, που υποδύεται τον μέντορα του Φιλίπ, τον Πάπα Ρούντι, είναι μια καρτουνίστικη καρικατούρα που προσπαθεί να μιλήσει αγγλικά με γαλλική προφορά. Γενικά το έργο ως προς τη δραματουργία του είναι επίπεδο, δισδιάστατο.
Ωστόσο, από τη στιγμή που αρχίζει η δράση στους δίδυμους πύργους η ταινία σε συνεπαίρνει. Μπορεί να ξέρεις ότι πρόκειται απλώς για σκηνικό, αφού οι δίδυμοι πύργοι δεν υπάρχουν πια, μπορεί να ξέρεις ότι και η τρίτη διάσταση δεν είναι κι αυτή παρά ένα εφέ, ένα τρυκ -μήπως και η ίδια η κίνηση στον κινηματογράφο δεν είναι τρυκ;-, παρ’ όλα αυτά το ύψος σε συνεπαίρνει. Κι αλίμονο αν πάσχει κανείς από υψοφοβία. Για είκοσι περίπου λεπτά θα πρέπει να κρατάει την αναπνοή του. Ή να μη βλέπει… Η κάμερα ανεβαίνει στα ύψη και περπατάει στο κενό μαζί με τον Φιλίπ. Και είναι ακριβώς εκείνη τη στιγμή που ο κινηματογράφος ξαναγίνεται μαγεία. Όσο κι αν μας κατακλύζουν εικόνες από παντού, όσο κι αν το ίντερνετ έχει κλέψει όλες τις ταινίες, όσο κι αν οι ταινίες παίζουνε πια ακόμα και στο κινητό, αυτή τη μαγική αίσθηση του ύψους μόνο στη σκοτεινή αίθουσα μπορείς να την έχεις. Όταν ένας σιδερένιος αρμός, γιατί οι πύργοι όταν γίνεται το εγχείρημα είναι γιαπιά, φεύγει και πέφτει ίσια στην κάμερα, μεριάζεις ανακλαστικά για να μη σε χτυπήσει, όπως ακριβώς οι πρώτοι θεατές του κινηματογράφου των Λυμιέρ, που έβλεπαν να έρχεται κατά πάνω τους το τραίνο στον σταθμό της Λυών. Ακατάλυτη η μαγεία του σινεμά! Αυτό που λέει ο υπεύθυνος για τα οπτικά εφέ της ταινίας, ο Κέβιν Μπέιλι, είναι το πιο καίριο χαρακτηριστικό του έργου: «Σου έπαιρνε το μυαλό, ένα τεράστιο σκηνικό, η πόλη τριγύρω, η ομίχλη ανάμεσα στους πύργους, οι πύργοι να ορθώνονται πάνω από την πόλη, όλα έπρεπε να είναι ψηφιακά, βασισμένα σε φωτογραφίες. Αυτά τα κτήρια προφανώς δεν υπάρχουν πια, δυστυχώς, αλλά έπρεπε να είναι χίλια τα εκατό ρεαλιστικά, γιατί ήταν στην καρδιά της ταινίας. Είναι πολύ πρόσφατα που η τεχνολογία έχει καταφέρει να εξελιχθεί τόσο ώστε κάτι τέτοιο είναι εφικτό. Και μόνο στο σινεμά.»3. Μόνο στο σινεμά. Χωρίς αμφιβολία, ο Μπέιλι και οι συνεργάτες του έκαναν εξαιρετική δουλειά. Μπορεί ο κινηματογράφος να χτίζεται πλέον ψηφιακά, αλλά μόνο στην αίθουσα η τέχνη του φοράει όλα της τα λούσα. Κακά τα ψέματα.
Δεν ξέρω αν ο Ρόμπερτ Ζεμέκις, που έχει πάρει το Όσκαρ για τον Φόρεστ Γκαμπ (1995), έχει πιθανότητες για ένα νέο βραβείο με αυτή τη Βόλτα στο κενό. Το σίγουρο είναι πως παρ’ ότι η ταινία του δεν απογειώνεται δραματουργικά, κερδίζει ως προς τα εφέ της. Και σίγουρα ο σκηνοθέτης της δεν είναι κανένας τυχαίος. Τα εφέ είναι το φόρτε του από τη δεκαετία του 1980, όταν πρωτοξεκίνησε. Είναι μάστορας και τεχνουργός και το έχει αποδείξει. Δεν ξέρω, επίσης, εάν το Χόλιγουντ θα κερδίσει τελικά τη μάχη της αίθουσας με την τεχνολογία του 3D. Οι ταινίες σήμερα καταναλώνονται παντού. Είναι βλέπεις και εκείνο το κενό του φωτός που είπαμε στην αρχή. Σίγουρο είναι ότι το Χόλιγουντ, έχοντας αφοσιωμένους τεχνίτες όπως ο Ζεμέκις, κρατάει γερά την πρωτοκαθεδρία σε αυτό που λέμε μαγεία και όνειρο. Είναι συνάμα η ουτοπική Αμερική, που ορθώνει τις πόλεις της στα ύψη και δίνει στο σινεμά αυτή την ψευδαίσθηση της επιτυχίας, της παντοτινής ευτυχίας. Ο κινηματογράφος αποδείχτηκε ως σήμερα ο καλύτερος διακοινωτής της. Κι «αν πέσεις», όπως το λέει πάλι ο ποιητής, «θα σου εκφωνήσουν τον πιο συμβατό επικήδειο: βάλτος από χρυσάφι κι αίμα, τέλμα όπου το ηλιοβασίλεμα… μην περιμένεις τίποτε άλλο. Το τσίρκο είναι όλο συμβατικότητες.»4. Κοντά στο τσίρκο κι ο κινηματογράφος.
Μια άλλη ουτοπία είναι η Αρκαδία. Για όσους πλάνταξαν με όλα τα παραπάνω αμερικάνικα να πω πως ο Φίλιππος Κουτσαφτής έκανε ένα καινούργιο ντοκιμαντέρ, το Αρκαδία, Χαίρε! κυρίως για την Τεγέα και τον αρχαιολογικό της χώρο. Οι αρχαιολογικές ανασκαφές όπως συμβαδίζουν με τη σημερινή ζωή είναι το μοτίβο του Κουτσαφτή. Και οι εικόνες του εξίσου μαγικές. Η ταινία ετοιμάζεται να βγει την επόμενη εβδομάδα στις αίθουσες και την περιμένουμε με αδημονία. Ώσπου να ξαναβγεί η «Ρήξη» θα έχουμε σίγουρα κατιτίς περισσότερο να πούμε. Γιατί εδώ που φτάσαμε, με ένα χειμώνα δύσκολο επί θύραις, μια νέα αρκαδική ουτοπία είναι ανάγκη αληθινή. Χαίρε, Φίλιππε Κουτσαφτή!
1. Ζαν Ζενέ, Ο σκοινοβάτης, μετάφραση Χριστόφορος Λιοντάκης, εκδόσεις Καστανιώτη, 2006
2. στο ίδιο. Ο Νίκος Παπατάκης με υλικό από το βιβλίο του Ζενέ έκανε την τελευταία του ταινία Les équilibristes (Οι ισορροπιστές, 1992), για τη μοίρα του καλλιτέχνη.
3. Αναλυτικά οι δηλώσεις των συνελεστών στο http://www.culturenow.gr/41749/volta-sto-keno-toy-robert-zemeckis
4. Ζαν Ζενέ, στο ίδιο