Στη Γένοβα γεννήθηκε ένα νέο κίνημα και η Ελλάδα συγκλονίστηκε από την απήχησή του. Τα τελευταία χρόνια, οι Έλληνες έχουν συμμετάσχει ενεργά στη διαμόρφωσή του: μέσα από τις κινητοποιήσεις ενάντια στην παράδοση του Οτσαλάν στους Τούρκους και τη ΝΑΤΟϊκή επέμβαση στα Βαλκάνια, μέσα από κινήματα διατήρησης της εθνικής και πολιτισμικής μας ταυτότητας, όπως έγινε με το θέμα της διαγραφής του θρησκεύματος από τις ταυτότητες, μέσα από το κίνημα για τη διάσωση της ελληνικής γλώσσας, ενάντια στην καταστροφή του Μαραθώνα, τέλος με τις μεγάλες κινητοποιήσεις για το ασφαλιστικό σύστημα.
Όμως, μέχρι σήμερα, δεν υπήρξε συμμετοχή στην ευρύτερη συζήτηση για τις εναλλακτικές λύσεις που προτείνει το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, και αυτό είναι συνέπεια της πολιτικής και πολιτιστικής μας ιδιαιτερότητας:
Από τη μία πλευρά η ύπαρξη εθνικών ζητημάτων στην Ελλάδα και εθνικών πολέμων στην περιοχή καθορίζει και επικεντρώνει το ενδιαφέρον του ελληνικού λαού.
Από την άλλη όμως η Ελλάδα δεν είναι μια χώρα του Τρίτου Κόσμου, δεν είναι Παλαιστίνη, δεν είναι Γιουγκοσλαβία. Αντίθετα, σε ό,τι αφορά το επίπεδο της κατανάλωσης, τις άρχουσες ελίτ και τους διανοουμένους, είναι μια χώρα παρασιτικά ενσωματωμένη στη Δύση.
Αυτή η διττή φύση της χώρας μας δεν επιτρέπει ούτε τη συγκρότηση ενός ρωμαλέου εθνικού κινήματος ούτε την εκτεταμένη ανάπτυξη κοινωνικών κινημάτων και κινήσεων πολιτών που να προωθούν εναλλακτικές οικονομικές και κοινωνικές αντιλήψεις. Έτσι, παρόλο που το υπαρκτό κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης στοχεύει, δυστυχώς ασυνείδητα, στην άρση του παρασιτισμού και στην οικοδόμηση μιας κοινωνίας οικονομικά, κοινωνικά, πολιτισμικά αυτόνομης και παραγωγικής, δεν κατορθώνει να συνδεθεί με συγκεκριμένα κοινωνικά υποκείμενα, ούτε με το παγκόσμιο κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης.
Το κίνημα στην Ελλάδα αναζητά στο παρελθόν, είτε το θρησκευτικό –ορθοδοξία– είτε το πολιτικό –κομμουνιστικό κίνημα– τις λύσεις για τα προβλήματα του μέλλοντος.
Εξαιτίας αυτής της εν τοις πράγμασι σύγχυσης εμφανίζονται κάποια οξύμωρα φαινόμενα: Τμήματα της Αριστεράς και της άκρας Αριστεράς, εξαιρετικά μειοψηφικά στην ελληνική κοινωνία, που αναζητούν με παρασιτικό τρόπο την “ολοκληρωμένη” ενσωμάτωσή μας σε μια δυτικόστροφη Ευρώπη, και είναι φορείς του πιο ακραίου πολιτισμικού ισοπεδωτισμού, εμφανίζονται ως οι εγχώριοι εκφραστές του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος! Διότι ως οι πλέον παγκοσμιοποιημένοι και αποεθνικοποιημένοι, σπεύδουν ολοταχώς να ενσωματωθούν σε ένα κίνημα που εκφράζεται σε παγκόσμια κλίμακα. Εξ αιτίας της παρασιτικής υφής τους δεν έχουν και τίποτε να συνεισφέρουν στη διεθνή συζήτηση για τις εναλλακτικές προτάσεις έναντι της παγκοσμιοποίησης. Η φτώχια των απόψεών τους είναι πανθομολογούμενη.
Και όμως αυτό καθίσταται δυνατό ακριβώς διότι εκείνοι που διεξήγαγαν τις μεγαλύτερες μάχες ενάντια στην παγκοσμιοποίηση στο εσωτερικό της Ελλάδας μένουν εγκλωβισμένοι στον επαρχιωτικό και παλαιομοδίτικο απομονωτισμό τους. Μηπως αυτό δεν συμβαίνει με εκείνους που πρωτοστάτησαν στις κινητοποιήσεις ενάντια στον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία; Αυτοί που αντιδρούν στην πολιτισμική ισοπέδωσή τους δεν αυτοεγκλωβίζονται συχνά στην αυταπάτη μιας επιστροφής προς τα πίσω;
Το αίτημα που τίθεται σήμερα είναι το πώς θα συμβάλουμε στο υπό γένεσιν παγκόσμιο κίνημα και στο νέο οικουμενικό παράδειγμα προσφέροντας από την παράδοση και την ιστορική μας εμπειρία εκείνα τα στοιχεία που μπορούν να αναχωνευθούν με την οικουμενικότητα. Μια οικουμενικότητα όπου το τοπικό και το συγκεκριμένο, οι άνθρωποι και οι ανάγκες τους, θα αναβαθμιστούν έναντι του γενικευτικού και του αφηρημένου, έναντι του χρήματος και του κεφαλαίου. Σε μια τέτοια συζήτηση έχουμε πολλά να προσφέρουμε: Μια ιστορία αντίστασης οκτώ αιώνων (από το 1204), μια παράδοση κοινοτικής οικονομίας, τον έρωτα για την ελευθερία, την απόρριψη του ολοκληρωτισμού, τη συμβίωση ανθρώπου-φύσης, μυαλού και καρδιάς, “τα ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής”, την αποδοχή του άλλου.
Αν δεν το κάνουμε αυτό εμείς, αγαπητοί αναγνώστες, θα το κάνουν άραγε οι ατζέντηδες του παρασιτισμού;