του Βάσου Φτωχόπουλου
Τέτοιο ματς δεν το χάνω με τίποτα. Προημιτελικός του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου 2008 μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στην Istanbul. Τηλεφώνησα στο ταξιδιωτικό μου γραφείο και σε λίγα λεπτά όλα ήσαν έτοιμα, εισιτήρια για Αθήνα, εισιτήριο για το ματς, ξενοδοχεία, όλα, συν φυσικά και το bonus της πιστωτικής μου κάρτας, μια ποδοσφαιρική μπάλα γαλαζοκόκκινη για τον γιο μου. Α ναι, ξέχασα το συνάλλαγμα.
Μην στεναχωριέσαι, μου λεει ο φιλικός μου τραπεζίτης, ευτυχώς η Τράπεζα Κύπρου έχει παράρτημα στην Istanbul, οπότε συναλλαγματικά προβλήματα γιόκ. Ανακουφίστηκα. Το επόμενο πρωί αναχωρώ από το ουδέτερο αεροδρόμιο της Λευκωσίας για τες Αθήναις. Από το αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος-Κεμάλ Ατατούρκ αναχωρώ για Θεσσαλονίκη δίχως να πραγματοποιήσω το όνειρό μου των τελευταίων ετών, να δω το αναστηλωμένο τζαμί δίπλα από τον Παρθενώνα. 30 λεπτά είχα ο δόλιος, που να προλάβω να δω αυτή την μεγάλη δωρεά του Ηλία Πετρόπουλου. Ας είναι. Ίσως στην επιστροφή να τα καταφέρω.
Χάλια η Θεσσαλονίκη. Δυο εκατομμύρια προσφυγικές βαλκανικές ψυχές που να χωρέσουν; Ούτε που κατάλαβα το Arish Ttotel University. Μπροστά στην λέσχη του Πανεπιστημίου, εκεί που τρώγαμε κρέας με κάτι τεράστια σκουληκάκια, εκεί που πέρασα τόσες ωραίες στιγμές, είδα ένα μεγάλο πηγαδάκι που έφερε στο νου μου παλιές εικόνες με πρωταγωνιστές τους συντρόφους της ΣΑΚΕ να μας ερμηνεύουν το κυπριακό με βάση την τάδε παράγραφο στην τάδε σελίδα του “Κεφαλαίου” του Μαρξ. Από περιέργεια πήγα να ακούσω τι έλεγε το πλήθος. Είχα καιρό να δω πηγαδάκι. Έσπρωξα λοιπόν και βρέθηκα κοντά στους ομιλητές. Ένας Κύπριος φοιτητής, προφανώς Παφίτης –τον κατάλαβα εγώ διότι Κύπριος είμαι κι εγώ και αναγνωρίζω τους ομοίους μου– μιλούσε στα Αγγλικά διότι, όπως είπε, είναι ρατσιστικό να μιλάμε ελληνικά την στιγμή που το ακροατήριο αποτελείται από Τουρκόφωνους, Αλβανόφωνους, Βουλγαρόφωνους, Σκοπιανοβορειομακεδόνες και οικονομικούς πρόσφυγες από το Αφχανιστάν. Εκεί λοιπόν που ο Κύπριος φοιτητής έλεγε πόσο περήφανος ως Έλληνας ήταν που ο Σάκης Ρουβάς έδωσε τα καθαρά κέρδη από την τελευταία του συναυλία στα παιδάκια των εποίκων της Αλεξανδρούπολης, μια ξανθιά γκόμενα, μάλλον ρωσικής προέλευσης, με κοίταξε στα μάτια. Την κοίταξα κι εγώ στα μάτια μόνο για λίγο όμως. Τόσο πολύ θύμωσα με τον συμπατριώτη μου και την άποψή του που δεν άντεξα ούτε την ματιά της ξανθιάς ούτε την σιωπή μου, οπότε μ’ ένα μάτι στην ξανθιά και το άλλο στο συμπατριώτη αλληθωρίζοντας, είπα στο Παφίτη και σ’ όλους που ήταν εκεί: “Ο Σάκης είναι μαλάκας. Τα χρήματα έπρεπε να τα δώσει στα παιδιά των Κυπρίων εποίκων”. Τρεις γροθιές κατέφθασαν κεραυνοβόλα στο αριστερό μου μάτι. Καθώς είμαι μιας ηλικίας, 51 ετών και ανύπαντρος, έπεσα στο δάπεδο αμέσως. Τρεις Νέο-Πασοκτζήδες και ένας Κοσσοβάριος με σήκωσαν χέρια-πόδια και με πέταξαν στο γρασίδι. Πονούσα παντού. Το αριστερό μου μάτι έβλεπε αστερούθκια και μισοφέγγαρο και το δεξί μου προσπαθούσε να προσδιορίσει την τραγωδία μου. Αίφνης νιώθω ένα ξανθό χάδι πάνω στο μάγουλό μου. Η ξανθιά γκόμενα ως άγγελος φύλακας με σήκωσε πάνω και με νόημα με τα μάτια της μου είπε να την ακολουθήσω. Αυτό έκανα. Πίσω από μια κολώνα της εισόδου της λέσχης με χάιδεψε σχεδόν ημιερωτικώς. Την ευχαρίστησα στα Αγγλικά, Κύπριος κι εγώ αλλά Αμμοχωστιανός. Δυστυχώς η κοπέλα δεν ήταν Ρωσίδα αλλά Τουρκάλλα. Γκρίζα Σκύλλα που μ’ έσωσε απλώς για να μου πουλήσει στην μαύρη αγορά ένα εισιτήριο για το ματς Ελλάδα-Τουρκία. Όταν της είπα ότι πήρα εισιτήριο από την Κύπρο, μου είπε ότι για 500 δολάρια μπορεί να κανονίσει να πάω να επισκεφθώ το σπίτι μου στην κατεχόμενη Κύπρο και αεροπορικώς να επιστρέψω στην Istanbul και να προλάβω το ματς. Σοκαρίστικα λιγάκι αλλά ευγενικώς είπα ότι θα το σκεφθώ. Μου έδωσε ένα αριθμό τηλεφώνου και μου είπε μόλις φτάσω στην Istanbul να τηλεφωνήσω και οι άνθρωποί της θα με βοηθήσουν να περάσω στα κατεχόμενα και να δω το σπίτι μου στη Γιαλούσα με πρόγευμα και μεσημεριανό και μ’ ένα σακκουλάκι χώμα κι όλα αυτά με 500 δολάρια. Την ευχαρίστησα και έφυγα.
Το επόμενο πρωί, στα σύνορα με την Ομοσπονδία Ελληνο-Τουρκικής Θράκης στον Λαγκαδά, πήρα το λεωφορείο για την Istanbul. Όταν φτάσαμε στην Κομοτηνή, κάναμε σταθμό για φαγητό. Θυμήθηκα τον φίλο μου τον Κώστα του Αντιφωνητή και είπα, μετά από τόσο καιρό, να τον πάρω ένα τηλέφωνο. Απάντησε η μάνα του και μου είπε ότι ο Κώστας βρίσκεται στις φυλακές της Istanbul. Α ωραία της λεω, έτσι αυθόρμητα, εκεί πηγαίνω, ίσως καταφέρω και τον δω. Κωλοκύπριε, μου λεει και τακ κλείνει το τηλέφωνο. Κατάλαβα.
Επιτέλους στην Istanbul. Στο προαύλιο της Αγίας Σοφίας πέφτω στα γόνατά μου και προσκυνώ τα ιερά χώματα. Βλέπω απειλητικά να με πλησιάζουν 5-6 αστυνομικοί. Πριν προλάβουν να δουν το σταυρό μου κατανοώ τον κίνδυνο, ενώνω τα χέρια μου και αρχίζω να τραγουδώ δυνατά: Χάρι Κρίσνα, Χάρι Κρίσνα. Ευτυχώς που ο θεός με επροίκισε μ’ ένα εξαίσιο φαλακρό κεφάλι. Την γλίτωσα.
Το βράδυ σ’ ένα καπηλειό ήπια το ούτσαλι μου. Το μεθύσι μ’ αναστάτωσε. Σκέφτηκα να τηλεφωνήσω στον σύνδεσμο της Γκρίζας Σκύλλας και να δώσω τα 500 δολάρια για να ξαναδώ μετά από τόσα χρόνια το χωριό μου. Να διασχίσω την Μικρά Ασία όπως ακριβώς ο παππούς μου και η γιαγιά μου και να φτάσω στην Αττάλεια κι απ’ εκεί με βάρκα ν’ αντικρίσω τη Γιαλούσα, να κατέβω στην Λιμιώνα κι απ’ εκεί με τα πόδια να πάρω την ανηφόρα και να φτάσω στο σπίτι του άλλου μου του παππού και να θυμηθώ τον αμανέ που μου τραγούδαγε με δάκρυα στα μάτια.
“Απ’ την Σμύρνη τζ’ απ’ την Πόλη
τζ’ απ’ το Κορδελλιό Αμάν Αμάν Αμάν”
Όχι. Δεν επιστρέφω στο χωριό μου ως τουρίστας. Χουλιγκάνος είμαι και βρίσκομαι εδώ για το μεγάλο ματς και σαν σκοράρει ο Χαριστέας εγώ θα φωνάζω η Πόλη η Πόλη είναι ελληνική, κάπως έτσι ξανασκέφτηκα μέσα στο θολωμένο μου μυαλό. Συνέχισα να πίνω. Δεν θυμάμαι τίποτα μετά.
Στο στάδιο ήσαν όλοι εκεί. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας και Πρόεδρος της Νέας Πασοκείας κος Γιωργάκης Παπανδρέου, ο Πρόεδρος του Federal State of Cyprus κ. Λέλος Δημητριάδης, η Άντζελα Δημητρίου-Εσιέκιογλου, ο Μάικλ Τζάκσον ακόμα και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Πέρασαν 89 λεπτά και ούτε ένα φάουλ δεν έχει διαπραχθεί. Στο 90΄ ο Ισμαήλ Κεσμίτογλου ρίχνει στο έδαφος τον Δημήτρη Κεσμίτογλου. Πέναλτυ. Ο πρωθυπουργός μας κτυπάει την κεφαλή του. Αναμονή. Ποιος θα χτυπήσει το πέναλτι; Ο κλήρος πέφτει στον νεαρό Πετράκη Πέτρου. Ο Πετράκης Πέτρου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1986. Ο πατέρας του, Κύπριος από την Κερύνεια, έφυγε από το νησί μετά τον πόλεμο του 1974 για να γιατρέψει το σακατεμένο από τα βασανιστήρια κορμί του. Οι Τούρκοι τον είχαν αιχμάλωτο στα Άδανα και τον βασάνισαν βάναυσα. Στην Αθήνα, ο πατέρας του Πετράκη ερωτεύτηκε την νοσοκόμα του, παντρεύτηκαν και απέκτησαν τρία παιδιά. Ο Πετράκης είναι το πιο μικρό του παιδί. Ο πατέρας του Πετράκη δεν επέστρεψε στην Κύπρο ούτε για διακοπές.
Ο Πετράκης Πέτρου πλησιάζει τα έντεκα βήματα. Εκτελεί το πέναλτι. Όχι μπροστά προς τον τερματοφύλακα αλλά πλαγίως προς τους φανατικούς Τούρκους φιλάθλους και τους στέλνει με τα χέρια φιλιά. Ο Γεωργάκης Παπανδρέου χοροπηδά. Οι παίκτες, Έλληνες και Τούρκοι –τι έχουν να χωρίσουν άλλωστε– πέφτουν απάνω στον Πετράκη και πανηγυρίζουν, φιλιούνται, αγκαλιάζονται και μόνο ο Αλλάχ ξέρει τι άλλο.
Εγώ ξυπνώ καταϊδρωμένος, κι ας ήταν το σύστημα κλιματισμού στο φουλ που λέμε στα κυπριακά. Ανοίγω το παράθυρο για αέρα, κοντεύω να τρελαθώ σαν ακούω τον Χότζα της Λευκωσίας να καλεί τους πιστούς σε προσευχή. Κλείνω το παράθυρο και πηγαίνω στο γραφείο μου. Ανάβω την τηλεόραση από αμηχανία. 29 Αυγούστου πρωί, τα κανάλια μας ασχολούνται ή με το χρηματιστήριο ή με κάτι αλλόκοτες γυμναστικές από μανούλια όπως την ξανθιά του ονείρου μου. Αλλάζω κανάλι. Καταϊδρωμένος. Στο Τουρκικό κανάλι βλέπω ξανά την ίδια περίπου ξανθιά γκόμενα να λεει ακαταλαβίστικες λέξεις. Η εικόνα αλλάζει. Μαυρόασπρη σκηνή. Η Σμύρνη καίγεται. Τούρκοι στρατιώτες και στρατιωτικοί χαμογελούν και κάνουν χειραψίες. Η ξανθιά Τουρκάλα στο στούντιο χαμογελάει.
Λευκωσία 29 του Αυγούστου. Ελλάδα μηδέν – Τουρκία 22.
Βάσος Φτωχόπουλος
Γιαλούσα
Νομός Αμμοχώστου
Ελλάς