Αρχική » Επιμένω… και υπομένω

Επιμένω… και υπομένω

από Άρδην - Ρήξη

Συγγραφέας:

Της Σύνταξης

Στο εσωτερικό, η οικονομία έχει μεταβληθεί σε άθυρμα της λεοντείας συμμαχίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι εξαγωγές μας καλύπτουν πλέον μόνον το 25% των εισαγωγών, το χαμηλότερο ποσοστό στον κόσμο. Η αποβιομηχάνιση μαίνεται και η ανεργία βαραίνει πάνω στη νεολαία.

Οι κοινωνικές ανισότητες οξύνονται. Η Ελλάδα ανεπαισθήτως βαδίζει προς δύο κοινωνίες. Μια της αρπαχτής, της σπατάλης, των παχυλών μισθών και της κομπίνας στην οποία επιδίδονται ψευδοεπιχειρηματίες, πολιτικοί, ένα κομμάτι των διανοουμένων, κλπ. Και η άλλη των εργατών, των αγροτών, των υπαλλήλων, των πραγματικά καταστρεφόμενων μικρομεσαίων, των νέων διανοουμένων, της νεολαίας, των γυναικών.

Όσο για τις περιβαλλοντικές καταστροφές, αυτές είναι χωρίς όρια. Από τα δάση μέχρι τις πλημμύρες και τη μόλυνση, από το μποτιλιάρισμα μέχρι την τουριστική “μόλυνση”, κλπ.

Τα “μεγάλα έργα” που προωθεί το αθηνοκεντρικό κατεστημένο εργολάβων, πολιτικών και δημοσιογράφων θα επιτείνουν τον αθηναϊκό παρασιτισμό και τη μεταβολή της χώρας σε τουριστικό εξάρτημα της Δυτικής Ευρώπης.

Όμως αυτό το πολιτικό σκηνικό παραπαίει. Η ανικανότητα του να απαντήσει σε όλα τα μεγάλα προβλήματα της χώρας είναι πρόδηλη, ενώ έχει εξαντληθεί η δυναμική των όποιων κατακτήσεων της μεταπολίτευσης.

Η εθνική αφύπνιση απέναντι στη στάση της Δύσης αρχίζει να αποκτά διαστάσεις ρεύματος ιδεολογικού και πολιτικού, έστω και αν σε μεγάλο βαθμό έχει προκληθεί από τη συμπεριφορά των ίδιων των δυτικοευρωπαίων. Πράγματι, η κατάρρευση του σοβιετικού στρατοπέδου είχε σαν συνέπεια η Ελλάδα να πάψει να αποτελεί μέρος του δυτικού αναχώματος και “Δύση” και να μεταβληθεί σε “Βαλκάνια”. Οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης αντιμετωπίζουν όλο και πιο εχθρικά την ελληνική “ορθόδοξη” ιδιαιτερότητα. Επί πλέον η αυξανόμενη ανισορροπία των ανταλλαγών με την Ευρωπαϊκή Ένωση αναδεικνύει τα Βαλκάνια και παραπέρα την Ανατολική Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, ως τον μόνο χώρο όπου υπάρχουν δυνατότητες ισότιμων οικονομικών και πολιτιστικών σχέσεων. Το ρεύμα ενός βαλκανικού προσανατολισμού ως προνομιακού χοίρου της ελληνικής πολιτικής ενδυναμώνεται και ανοίγει τον δρόμο για μια νέα αντίληψη της σχέσης Ελλάδας-Δύσης.

Προς την ίδια κατεύθυνση συμβάλλουν και οι σημαντικές πολιτιστικές και ιδεολογικές αναζητήσεις για μια επανεκτίμηση της πορείας εκδυτικισμού της χώρας, αναζητήσεις που αρχίζουν από την ανάδειξη της ορθόδοξης παράδοσης και των ριζοσπαστικών ρευμάτων που την διαπερνούν και φτάνουν μέχρι τη νέα άνθιση του ελληνικού τραγουδιού ή του ελληνικού μυθιστορήματος. Η ανάγκη για μια γηγενή πολιτιστική παράδοση αναδεικνύεται προνομιακά ακόμα και όταν παίρνει εμπορευματικό ή και κερδοσκοπικό χαρακτήρα.

Η προϊούσα αγανάκτηση για τα κοινωνικά προβλήματα και την πολιτική της λιτότητας αρχίζει σιγά-σιγά να σπάει τη λογική της “μοιραίας” αποδοχής της “αναγκαιότητας” της λιτότητας και τείνει να ενεργοποιήσει νέες κοινωνικές κινητοποιήσεις, έστω και αν αυτές ακόμα εμφανίζονται με τη μορφή της αντίδρασης (αγρότες, εργάτες ναυπηγείων, φοιτητές) και όχι εκείνη της θετικής πρότασης.

Η περιβαλλοντική συνειδητοποίηση των πολιτών και ιδιαίτερα των μαθητών και των νέων αρχίζει να αποτελεί μια σημαντική κοινωνικοπολιτική παράμετρο για τη χώρα και να συνιστά μια από τις θεμελιώδεις συνιστώσες για οποιαδήποτε νέα πολιτική.

Η απόρριψη των πολιτικών κομμάτων και του ενιαίου διαχειριστικού συστήματος των δύο μεγάλων κομμάτων, ιδιαίτερα, δεν αποδεικνύεται μόνο μέσα από την άρνηση και τη λοιδορία της πολιτικής, αλλά τείνει να ενδυθεί και απόπειρες ενίσχυσης νέων κομματικών αποπειρών που στρέφονται (ή δήθεν στρέφονται) κατά του κατεστημένου, όπως η Πολιτική Άνοιξη, ή το νέο κόμμα του Τσοβόλα. Πάντως, ακόμα κυρίαρχη παραμένει η απόρριψη (άρνηση, αποχή, λευκό) και αυτή η απόρριψη αποτελεί κάτι το δυνητικά θετικό (όχι και αναγκαία βέβαια) όσο θα αρχίζει να μετασχηματίζεται σε απόπειρες ενεργοποίησης.

Είναι τα στοιχεία πάνω στα οποία θα στηριχτούμε για μια αληθινή υπέρβαση, για να αναδείξουμε έστω τη δυνατότητα μιας κριτικής στάσης, να αρνηθούμε, ει δυνατόν, μέσα από τη δράση μας το finis Graeciae, στηριγμένοι τόσο στην αρνητικότητα της απόρριψης όσο και στη θετικότητα της πρότασης. Και εν τέλει “δεν ταιριάζει σε σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλη” η αμαχητί παράδοση.

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ