Συγγραφέας: Θ. Στοφορόπουλος
Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΗΝ ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ
Ο Κ. Σημίτης και ο Θ. Πάγκαλος (που θα έπρεπε να είχαν παραιτηθεί, ίσως και παραπεμφθεί, μετά τα όσα διέπραξαν την 31η Ιανουαρίου) επισκέφθηκαν πρόσφατα την Ουάσιγκτον. Το ταξίδι αυτό, που πραγματοποιήθηκε μετά από πρόκληση του Κλίντον προς τον Έλληνα πρωθυπουργό κατά τη «νύχτα της Ίμιας», απέβλεπε αφ’ ενός να συγκαλύψει τις τότε ενέργειες των Ελλήνων «υπευθύνων» και αφ’ ετέρου να προετοιμάσει το έδαφος για περαιτέρω υποχωρήσεις μας.
ΟΙ ΕΥΘΥΝΕΣ
Την 31η Ιανουαρίου, η ελληνική κυβέρνηση (με κύριους υπεύθυνους, τον πρωθυπουργό, τον υπουργό Εξωτερικών και τον υπουργό Άμυνας) συνήψε προφορική (και γραπτή;) συμφωνία με τους Τούρκους αντιπάλους μας, κατόπιν «μεσολαβήσεως» των Αμερικανών αντιπάλων μας. Εξ όσων γνωρίζουμε (μπορεί να μην τα γνωρίζουμε όλα) με τη συμφωνία αυτή δεχθήκαμε να μην υψώνουμε τη σημαία μας στις (βραχο)νησίδες Ίμια και να μην έχουμε εκεί στρατό. Δεν είναι, βέβαια, αλήθεια ότι έτσι αποκαταστάθηκε το προηγούμενο καθεστώς», το status quo ante. Διότι πριν από τα γνωστά γεγονότα (προσάραξη τουρκικού πλοίου και όσα επακολούθησαν) δεν υπήρχαν μεν σημαίες ή στρατιωτικές δυνάμεις στα Ίμια, αλλά είχαμε τη δυνατότητα να υψώνουμε εκεί σημαίες και να διατηρούμε εκεί στρατό, όπως έχουμε τη δυνατότητα αυτή σε όλα τα σημεία της ελληνικής επικράτειας. Η αλήθεια είναι ότι, με τη συμφωνία της 31ης Ιανουαρίου, η κυβέρνηση δέχθηκε να μεταβληθούν σε αμφισβητούμενο έδαφος -σε ένα είδος «νεκρής» (no man’s) ή «ενδιάμεσης» (buffer) ζώνης- τα Ίμια, ένα μικρό, αλλά γενικότερης σημασίας) μέρος του ελληνικού εδάφους. Και το δέχθηκε αυτό η κυβέρνηση παρά την επισημότατη διαβεβαίωση που, ώρες πριν, είχε δώσει, ενώπιον της Βουλής, ο πρωθυπουργός Σημίτης: «τα Ίμια είναι ελληνικά· ουδέποτε θα υποστείλουμε την ελληνική σημαία», χειροκροτούμενος από όλους τους βουλευτές. Δήλωση με την οποία ρητά συνδυάστηκε η ελληνικότητα της Ίμιας με την εκεί διατήρηση της ελληνικής σημαίας.
Είναι, δυστυχώς, ξεκάθαρη η σημασία της διακρατικής συμφωνίας για την έπαρση σημαιών («noflags») και μη διατήρηση στρατιωτικής δύναμης («notroops»). Και μάλιστα παραμεθόριο περιοχή, όταν, κατά διεθνές έθιμο, συχνότατα υπάρχουν, σε τέτοιες περιοχές, σημαίες και ένοπλες μονάδες των κρατών στα οποία οι περιοχές αυτές ανήκουν. Συγχρόνως, με την ίδια συμφωνία, η κυβέρνηση δέχθηκε να μην ασκείται η ελληνική κυριαρχία στα Ίμια: φυσική συνέπεια της μεταβολής τους από ελληνικό έδαφος σε αμφισβητούμενο. Ότι έτσι έχουν τα πράγματα αποδεικνύεται και από το γεγονός πως τις ίδιες ακριβώς υποχρεώσεις ανέλαβε και το τουρκικό κράτος.
Η ακεραιότητα, όμως, της πατρίδας μας είναι πολυτιμότατο αγαθό, προστατευόμενο και από τον Ποινικό Κώδικα. Ο παλιός (του 1950) Π.Κ., που μαθαίναμε εμείς, περιελάμβανε, στο κεφάλαιο περί προδοσίας της χώρας «Όποιος επιχειρεί, με σωματική βία ή με απειλή τέτοιας βίας, ν’ αποσπάσει από το ελληνικό κράτος, έδαφος που ανήκει στο κράτος ή να ενσωματώσει σε άλλη Πολιτεία, έδαφος του ελληνικού κράτους, τιμωρείται με θάνατο»(1). Τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, η διάταξη αυτή δεν φαίνεται να προβλέπει τα διαπραχθέντα εν σχέσει με τα Ίμια (και όχι μόνον). Αλλά τίθεται το ερώτημα: πρόκειται περί αληθινού κενού του ποινικού δικαίου; Θέλησε, δηλαδή, ο νομοθέτης να παραμένουν ατιμώρητες πράξεις όπως εκείνες της κυβέρνησης;
Σύμφωνα, εξάλλου, με το άρθρο 27, παράγραφος 1, του Συντάγματος: «Καμιά μεταβολή στα όρια της Επικράτειας δεν μπορεί να γίνει χωρίς νόμο, που ψηφίζεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών»(2).
Στο δε άρθρο 28, παράγραφος 3 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Η Ελλάδα προβαίνει ελεύθερα, με νόμο που ψηφίζεται από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, σε περιορισμούς ως προς την άσκηση της εθνικής κυριαρχίας της, εφόσον αυτό υπαγορεύεται από σπουδαίο εθνικό συμφέρον, δεν θίγει τα δικαιώματα του ανθρώπου και τις βάσεις του δημοκρατικού πολιτεύματος και γίνεται με βάση τις αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος και γίνεται με βάση τις αρχές της ισότητας και με τον όρο της αμοιβαιότητας»(3).
Η ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΣΤΗ ΧΑΓΗ
Καμιά από τις προϋποθέσεις αυτές δεν τηρήθηκε στην περίπτωση της ΄Ιμιας.
Αυτά τα γνωρίζει η κυβέρνηση. τα γνωρίζουν και οι Αμερικανοί. Αισθάνονται, λοιπόν, την ανάγκη να ρίξουν στάχτη στα μάτια του ελληνικού λαού. Και το επιχειρούν με την «πρόσκληση» προς τους Τούρκους να προσφύγουν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Χωρίς, όμως, να τους λέει η Ουάσιγκτον ότι, αν δεν το πράξουν (μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα), η Ελλάδα, με τη βοήθεια των ΗΠΑ, θα υψώσει τη σημαία της και θα στείλει στρατιωτική δύναμη στα Ίμια. Χωρίς, επίσης, να κάνουν ο,τιδήποτε άλλο οι Αμερικανοί για να πειθαναγκάσουν τους Τούρκους να πάνε στη Χάγη. Έτσι ο Κλίντον δεν παραβιάζει τη συμμαχία της υπερδύναμης με τον τουρκικό φασισμό, ενώ, συγχρόνως, προσπαθεί να εξευμενίσει τους ελληνοαμερικάνους ψηφοφόρους και να βοηθήσει την ευπειθή ελληνική κυβέρνηση.
Η «πρόσκληση» προς την Τουρκία -που επαναλήφθηκε κατά την επίσκεψη στην Ουάσιγκτον- είναι τόσο μάλλον απαραίτητη που κοντεύουν τρεις μήνες, από την «αποκλιμάκωση» στα Ίμια και έχει γίνει πλέον εξόφθαλμο πως επρόκειτο για συμφωνία αορίστου χρόνου την οποία τηρούμε ευλαβικά: η παρουσία των κατσικιών του Βεζυρόπουλου δεν αποτελεί άσκηση κρατικής κυριαρχίας ενώ επιβεβαιώνει όσα γράφουμε ανωτέρω η υποστολή -κατόπιν απειλών μονάδων του τουρκικού πολεμικού ναυτικού και της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας- ελληνικής σημαίας που ύψωσαν στα Ίμια ιδιώτες, την 17η Απριλίου. Γίνεται, συνεπώς, επιτακτικότερη η ανάγκη να δημιουργείται η εντύπωση πως η συμφωνία της 31ης Ιανουαρίου είναι «προσωρινή», πως θα ισχύει «μέχρι» να επιληφθεί το Διεθνές Δικαστήριο.
Θα προσφύγει, όμως, η Άγκυρα; Ήδη ο «βελτιωμένος» Γιλμάζ το απέκλεισε, αμέσως μετά τις δηλώσεις στην αμερικανική πρωτεύουσα, κατά την εκεί επίσκεψη Σημίτη. Η υπόθεση της Ίμιας, επιπλέον του γενικότερου, σοβαρότατου, χαρακτήρα της, παρουσιάζει και μεθοδολογικό ενδιαφέρον για όσους ασκούν τη διπλωματία ή ασχολούνται θεωρητικά με αυτήν. Διότι από την εξέλιξη της ξεκάθαρης αυτής υπόθεσης θα φανεί αν έχουν δίκιο όσοι «πιστεύουν» -προσποιούνται ότι πιστεύουν- πως τις συνέπειες έλλειψης ή μη χρήσης εθνικής ισχύος μπορούν να αναπληρώσουν προσφυγές στη «διεθνή νομιμότητα». «Σχολή σκέψης» που θα δικαιωθεί, αν η Τουρκία προσφύγει στη Χάγη μόνο για την Ίμια, χωρίς να χρειασθεί να καταβάλουμε «ανταλλάγματα» για την «παραχώρηση» αυτή.
Δεν φαίνεται πιθανό ότι θα συμβεί αυτό, αφού η τουρκική αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στα Ίμια εντάσσεται στη γενικότερη έλλειψη σεβασμού προς το διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες, που χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά της Άγκυρας (και) στο Αιγαίο. (Και τάχθηκε μεν, κατά τον Έλληνα πρωθυπουργό, ο αμερικανός Πρόεδρος υπέρ του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συνθηκών, αλλά υπέρ αυτών τάσσεται -λεκτικά- και η Τουρκία).
ΟΙ ΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΕΠΙΔΙΩΞΕΙΣ
Κατά την παρούσα φάση, οι Τούρκοι επικεντρώνουν την παράνομη συμπεριφορά τους σε δυο θέματα: στην αμφισβήτηση της ελληνοτουρκικής μεθορίου στο Αιγαίο και, βέβαια, στην προσπάθεια να μην καθορίσει η Ελλάδα την αιγιαλίτιδα ζώνη της σύμφωνα με το Δίκαιο της Θαλάσσης.
Με τέσσερις τρόπους προσπαθεί η Άγκυρα να μετατοπίσει τα θαλάσσια σύνορα προς δυσμάς. Πρώτον, με την άρνηση να δεχθεί την αρχή της μέσης γραμμής: το 1982, η Τουρκία δημοσίευσε (εσωτερικό) νόμο, σύμφωνα με τον οποίο οι θαλάσσιες ζώνες οριοθετούνται με βάση την «αρχή της ευθυδικίας»(4). Δεύτερον, με την οριοθέτηση της τουρκικής αιγιαλίτιδας ζώνης ξεκινώντας από ευθείες γραμμές βάσης, ενώ η Ελλάδα ακολουθεί τη λιγότερο ευνοϊκή γι αυτήν μέθοδο οριοθέτησης με βάση τη φυσική ακτογραμμή(5). Τρίτον, με την άρνηση αναγνώρισης της ισχύος δύο συμφωνιών, που η ίδια η Τουρκία είχε συνομολογήσει με την Ιταλία (την οποία διαδέχθηκε η Ελλάδα): τη; συμφωνίας της 4ης Ιανουαρίου 1932 (σχετικής με την κυριαρχία σε ορισμένες νησίδες του Καστελόριζου) και εκείνης της 28ης Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, που οριοθετεί την αιγιαλίτιδα ζώνη μεταξύ Δωδεκανήσων και τουρκικών ακτών(6). Τέταρτον με τη συνακόλουθη αμφισβήτηση της ελληνικότητας ορισμένων νησίδων και βραχονησίδων στην περιοχή της μεθορίου. Μέρος της τακτικής αυτής είναι και η υπόθεση της Ίμιας.
Δεν πρέπει, κατά συνέπεια, να μας εκπλήξει αν η Τουρκία μας πιέσει 9ήδη έχει αρχίσει) να δεχθούμε ότι (όλες) οι αυθαίρετες αυτές θέσεις της συνιστούν «γνήσιες διαφορές», που πρέπει να υποβληθούν στο διεθνές Δικαστήριο ή, μάλλον, σε διμερείς, «πολιτικές», συνομιλίες και, 9μόνον) «σε δεύτερο βαθμό», σε κάποιο διαιτητικό ή μεσολαβητικό όργανο, το οποίο να μπορούν οι Τούρκοι 9και οι Αμερικανοί) ευκολότερα να επηρεάσουν.
Αυτά καθ’ όσον αφορά το «πρώτο βήμα» της «βήμα προς βήμα» (step by step) διαδικασίας που «πρότεινε» ο Έλληνας πρωθυπουργός και που φέρεται να «δέχθηκε» ο αμερικανός πρόεδρος. Το «δεύτερο βήμα» -που επίσης προτείναμε και που δέχθηκε ο Κλίντον- είναι η σύνταξη συνυποσχετικού για την παραπομπή, στο Διεθνές Δικαστήριο, της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας. Όλοι, όμως, οι επαΐοντες συμφωνούν πως η παραπομπή αυτή θα έχει ολέθρια αποτελέσματα για την Ελλάδα, αν δεν έχουμε, προηγουμένως, επεκτείνει τα χωρικά μας ύδατα στα δώδεκα μίλια. Διότι, από νομική άποψη, επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης μετά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας δεν θα μπορεί να μεταβάλει τα αποτελέσματα της οριοθέτησης αυτής, που θα έχει γίνει με βάση ελληνικά ύδατα πλάτους μόνον έξι μιλίων. Θα έχουμε, δηλαδή, χάσει οριστικά ένα σημαντικό μέρος της υφαλοκρηπίδας που πρέπει να μας ανήκει σύμφωνα με το Δίκαιο της Θαλάσσης. Ακόμη αρνητικότερα, όμως, θα είναι τα αποτελέσματα από πολιτική άποψη. Διότι προσφυγή και απόφαση με βάση τα έξι μίλια θα αποδυναμώσει, στην πράξη, το προς επέκταση δικαίωμά μας.
Είναι άκρως ανησυχητικό ότι, μετά τις δηλώσεις Παπανδρέου, το φθινόπωρο του 1994, πως «θα ασκήσουμε το δικαίωμα επέκτασης, όχι τώρα, αλλά όταν χρειασθεί»(7) (δηλώσεις που η σημερινή κυβέρνηση έχει επαναλάβει, και μάλιστα κατά τη «νύχτα της Ίμιας») εξακολουθούμε να προτείνουμε δικαστικό διακανονισμό βασισμένο στη σημερινή κατάσταση. Η πρότασή μας αυτή υπονομεύει το δικαίωμά μας, όπως το υπονομεύουν και όσοι συμπατριώτες μας εισηγούνται «συμβιβαστικές» λύσεις.(8)
Το δικαίωμα επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης μας στα δώδεκα μίλια δεν αποτελεί «ελληνική διεκδίκηση» και μάλιστα… «μαξιμαλιστική» (μέχρι και αυτό ειπώθηκε από ελληνικά χείλη).
Τα χωρικά μας ύδατα στο Αιγαίο πρέπει να έχουν πλάτος δώδεκα μιλίων (ορθότερα:έχουν τουλάχιστον τέτοιο πλάτος και αυτό πρέπει και τυπικά να θεσμοθετηθεί) λόγω της ύπαρξης και της μορφής του ελληνικού αρχιπελάγους: των τόσο πολυάριθμων ελληνικών νήσων και βραχονησίδων, που βρίσκονται τόσο κοντά μεταξύ τους, σε ολόκληρο το πέλαγος, και που αποτελούν ένα σύνολο, το οποίο συνεχίζει την ηπειρωτική Ελλάδα. Στη γεωγραφική αυτή πραγματικότητα προστίθεται το καθεστώς που δημιουργούν οι διατάξεις του Διεθνούς Δικαίου.
Η εφαρμογή της Διεθνούς Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θαλάσσης συνεπάγεται και μειονεκτήματα για την Ελλάδα. Από αυτά αναφέρουμε, ενδεικτικά, τα απορρέοντα από τον θεσμό των διεθνών στενών, τη διάκριση μεταξύ νήσων και βράχων (οι βράχοι-οι βραχονησίδες-δεν έχουν υφαλοκρηπίδα), την παράλειψη της αρχής της μέσης γραμμής για τις οριοθετήσεις υφαλοκρηπίδων και τον (αυθαίρετο) περιορισμό του αρχιπελαγικού καθεστώτος μόνον στις χώρες που είναι αμιγώς αρχιπελαγικές (που δεν συναποτελούνται, δηλαδή, όπως η Ελλάδα, από αρχιπέλαγος και από ηπειρωτικό έδαφος).
Η τουρκική θέση και απειλή (casus belli) ισοδυναμεί με απαίτηση να υποστεί η Ελλάδα τις δυσμενείς γι’ αυτήν συνέπειες του Δικαίου της θαλάσσης, αλλά να στερηθεί της εφαρμογής των ευνοϊκών συνεπειών που της παρέχουν αποτελεσματικό τρόπο άμυνας στον τουρκικό επεκτατισμό, τον οποίο οι δυσμενείς συνέπειες διευκολύνουν.
Είναι δε ανακριβέστατα όσα επαναλαμβάνει ο Γιλμάζ, ότι, δήθεν, αν ερευνήσουμε τα χωρικά μας ύδατα, η Τουρκία θα αποκλεισθεί το Αιγαίο. Η αλήθεια είναι πως θα μπορεί να το χρησιμοποιεί σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο.
Η ΜΟΝΗ ΛΥΣΗ
Όλα αυτά τα γνωρίζει, ασφαλώς, η ελληνική κυβέρνηση. Προτείνει, όμως τη «βήμα προς βήμα» διαδικασία, προσποιούμενη ότι ελπίζει πως έτσι θα μειώσει τις πιέσεις του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, που υποστηρίζει τους Τούρκους στρατοκράτες και μας σπρώχνει ή να διεξάγουμε με την Άγκυρα «διάλογο εφ’ όλης της ύλης» (κατά τον οποίο να δεχθούμε τις τουρκικές απαιτήσεις) ή να αναγνωρίσουμε de facto τα διαδοχικά τετελεσμένα που δημιουργεί η Τουρκία.
Παριστάνει, επίσης, η κυβέρνηση ότι ελπίζει πως, προτείνοντας τα ανωτέρω «βήματα», θα ενισχύσει την θέση της έναντι των κοινοτικών μας «εταίρων» (που ευθυγραμμίζονται με την Ουάσιγκτον και την Άγκυρα) ώστε να μπορέσει να συνεχίσει το μπλοκάρισμα εφαρμογής της Τελωνειακής Ένωσης Τουρκίας-Ε.Ε. και να αναγκάσει το τουρκικό καθεστώς να μεταβάλει διαγωγή.
Μάταιες «ελπίδες». μόνον η ανάπτυξη παλλαϊκού αντιστασιακού πνεύματος και η ενίσχυση των πραγματικών δυνατοτήτων του ελληνικού έθνους μπορούν να σταματήσουν τον κατήφορο.
(1) Αντιγράφω από τη μετάφραση του παλαιού Π.Κ. στη δημοτική, την οποία είχε εκπονήσει ο Χρ. Χρηστίδης, ο «Δαμωνίδης», που τόσο μόχθησε για την ελευθερία της Κύπρου και της Ελλάδας. Επαναλαμβάνεται η διάταξη αυτή στον ισχύοντα Π.Κ., με τον ίδιο αριθμό (άρθρο 38?). Η ποινή του θανάτου καταργήθηκε με το Ν. 2207/1994.
(2) Δεν υπάρχει, νομίζουμε, αμφιβολία, ότι η υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας είναι βασικό καθήκον της κυβέρνησης. Και του Προέδρου της Δημοκρατίας, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που του απέμειναν μετά την αναθεώρηση του 1986. Πριν αναλάβει την άσκηση των καθηκόντων του, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δίνει, ενώπιον της Βουλής, τον ακόλουθο όρκο: «Ορκίζομαι στο όνομα της Αγίας και Ομοούσιας και Αδιαίρετης Τριάδας να φυλάσσω το Σύνταγμα και τους νόμους, να μεριμνώ για την πιστή τους τήρηση, να υπερασπίζω την εθνική ανεξαρτησία και την ακεραιότητα της χώρας (…)» (Άρθρο 33, παρ.2 Συντάγματος. Η υπογράμμιση δική μας)
(3) Ισχύουν και εδώ όσα είπαμε σχετικά με τη διάταξη περί προδοσίας της χώρας. και αν ακόμα θεωρηθεί πως η παρ.3 του άρθρου 28 του Συντάγματος δεν είναι εφαρμοστέα στην περίπτωση που εξετάζουμε (πάντως, η διάταξη αυτή δεν αφορά τη συμμετοχή της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες: βλ. Γ. Παπαδημητρίου, Το Σύνταγμα και η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, τόμος πρώτος, έκδοση Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1982, σελ. 164) παραμένει αναπάντητο το -νομικό καιν πολιτικό- ερώτημα εάν η εκάστοτε κυβέρνηση μπορεί να αποφασίζει, μόνη της και αυθαίρετα, αν και από πόση εθνική κυριαρχία θα παραιτείται.
(4) Βλ. Χ. Ροζάκη, «Το διεθνές νομικό καθεστώς του Αιγαίου», στο Α. Αλεξανδρή κ.ά.,Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις 1923-1987, εκδόσεις «Γνώση», Αθήνα 1988, σελ. 462, σημ. 198.
(5)Ένθ. ανωτ., σελ. 342-343.
(6) Ένθ. ανωτ., σελ. 343.
(7) Τώρα είναι που χρειάζεται.
(8) Στο βιβλίο τους, Σκέψεις και Προβληματισμοί (έκδοση ΕΛΙΑΜΕΠ-Ι. Σιδέρη, Αθήνα 1995), οι πρέσβεις ε.τ. Β. Θεοδωρόπουλος, Ε. Λαγάκος, Γ. Παπούλιας και Ι. Τζούνης γράφουν: «Ίσως μια πρόσφορη από τις διάφορες εναλλακτικές λύσεις θα ήταν η επέκταση [στα 12 ν.μ.] να γίνει μεν στο Ιόνιο και στο Λιβυκό συνολικά, για δε το Αιγαίο να γίνει μόνο για τις ηπειρωτικές ακτές -με ή χωρίς την Εύβοια- και για την υπόλοιπη νησιωτική χώρα να παραμείνουν τα 6 ν.μ.» (σελ. 67). Είναι φανερό πως η πρόταση αυτή ενισχύει την τουρκική επιδίωξη να μην εφαρμοστούν στο Αιγαίο εκείνοι οι γενικοί κανόνες του Δικαίου της Θαλάσσης που μπορούν να εμποδίσουν τον επεκτατισμό της γείτονος. Τις επιδιώξεις της Άγκυρας εξυπηρετούν -αντικειμενικά- και οι καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών Θ. Βερέμης και Θ. Κουλουμπής (που κατείχαν, αντίστοιχα, τις θέσεις του διευθυντή και του προέδρου του ΕΛΙΑΜΕΠ), όταν γραφούν: «Η φόρμουλα για τη λύση των προβλημάτων του Αιγαίου αποκλείει δύο ακραίες επιλογές: Η Ελλάδα δεν διεκδικεί τη δημιουργία στο Αιγαίο μιας «Ελληνικής Λίμνης» με επέκταση των χωρικών της υδάτων στα 12 ν.μ. Η Τουρκία, από την πλευρά της, εγκαταλείπει διεκδικήσεις που αποβλέπουν στη «διχοτόμηση» του Αιγαίου «εγκλωβίζοντας» τα νησιά μας σε μια τουρκική ζώνη πολλαπλών λειτουργικών ευθυνών». [Θ. Βερέμη και Θ. Κουλουμπή, Ελληνική Εξωτερική Πολιτική-Προοπτικές και Προβληματισμοί, έκδοση Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής [πρώην ΕΛΙΑΜΕΠ]- Ι. Σιδέρη, Αθήνα 1994, σελ 52. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι (με την εκτίμηση πως η άσκηση του δικαιώματος επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων συνιστά «ακραία επιλογή» αντίστοιχη των τουρκικών επεκτατικών διεκδικήσεων) οι συγγραφείς απαξιώνουν το δικαίωμά μας, που προτείνουν να αξιοποιήσουμε ως «αντάλλαγμα».