Αρχική » Φυλακές: Το αβέβαιο μέλλον των αναγκαίων αλλαγών

Φυλακές: Το αβέβαιο μέλλον των αναγκαίων αλλαγών

από Άρδην - Ρήξη

Συγγραφέας: Π. Παπανδρέου – Νίκος Κόμπλας

Άρδην τ. 02

ΦΥΛΑΚΕΣ: ΤΟ ΑΒΕΒΑΙΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΩΝ ΑΝΑΓΚΑΙΩΝ ΑΛΛΑΓΩΝ.

Μια ακόμη μεταρρυθμιστική προσπάθεια στον χώρο της φυλακής δρομολόγησε πρόσφατα ο Υπουργός Δικαιοσύνης Ευάγ. Βενιζέλος, με το σχέδιο νόμου το οποίο κατέθεσε στη Βουλή. Το νομοσχέδιο φιλοδοξεί να επιλύσει τα χρόνια προβλήματα του σωφρονιστικού συστήματος, για την οξύτητα των οποίων δεν άφησε πολλές αμφιβολίες το κύμα των εξεγέρσεων και καταλήψεων που σάρωσε τον χειμώνα όλες τις μεγάλες φυλακές της χώρας. Οι εξεγέρσεις και οι καταλήψεις αυτές δεν ήταν βέβαια αυτές οι πρώτες που γνώρισαν οι ελληνικές φυλακές την τελευταία δεκαετία. Είχαν προηγηθεί δεκάδες άλλες. Αυτό όμως που χαρακτηρίζει ως ιδιαίτερες τις τελευταίες, και δικαιολογεί την αίσθηση κορύφωσης που προξένησαν, είναι η αλυσιδωτή επέκτασή τους σε όλες τις φυλακές αλλά και η ίδια η ένταση του τυφλού ξεσπάσματος, το οποίο άφησε πίσω του έναν δολοφονημένο από συγκρατούμενους, τρεις νεκρούς από υπερβολική κατανάλωση ψυχοφαρμάκων, καμένα ερείπια και καθόλου αυταπάτες για τις πίσω από τα κάγκελα πραγματικότητες.

Oι απευθείας αναμεταδόσεις των «μέσων» μας μετέφεραν συγκλονιστικές εικόνες των φλεγόμενων κάτεργων, των ασφυκτικά γεμάτων από απόκληρους, και των τυφλών – συχνά αυτοκτονικών – συγκρούσεων που η απελπισία πυροδότησε. Χώροι αποθήκευσης που ούτε προσχηματικά δεν μπορούν να υπηρετήσουν τη «αναμόρφωση» και τον «σωφρονισμό». Χώροι εξευτελισμού της αξιοπρέπειας, σωματικής και σεξουαλικής κακοποίησης, υψηλής εγκληματικής κατάρτισης, χρήσης και διακίνησης ναρκωτικών, χρηματισμού, εξαγοράς και αθέμιτων συναλλαγών όλων των ειδών.

Αν οι εξεγέρσεις των προηγούμενων χρόνων είχαν οδηγήσει στην ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης σχετικά με τα προβλήματα των συνθηκών κράτησης, οι πρόσφατες υπενθύμισαν ότι δεν έχουν όλοι την ευχέρεια να περιμένουν για τις αναγκαίες στοιχειώδεις μεταρρυθμίσεις. Γιατί στην πραγματικότητα πολύ λίγα πράγματα έχουν μεταβληθεί από τότε που η δημόσια κατακραυγή και οι εκθέσεις των εισαγγελέων Χρ. Γιαταγάνα και Κωνστ. Λογοθέτη οδήγησαν σε κλείσιμο τα μεσαιωνικά κολαστήρια του Γεντί – Κουλέ και της Αίγινας, σκοτεινά και κακόφημα μνημεία πλέον. Οι σημαντικότερες μεταβολές επήλθαν στο επίπεδο της αντίληψης της κοινωνίας για τη φυλακή, παρά σε αυτή την ίδια, όπου οι συνθήκες χειροτερεύουν.

Χάρις στις εξεγέρσεις των κρατουμένων, την επιστημονική συζήτηση και τα κινήματα συμπαράστασης που αναπτύσσονται από το 1980, οι συντηρητικές αντιλήψεις, οι οποίες επιμένουν στην προτεραιότητα της τιμωρίας του παραβάτη και ευνοούν τον εξοβελισμό του, δεν κυριαρχούν πλέον ούτε στον δημόσιο διάλογο ούτε στον πολιτικό λόγο. Υπάρχει αντίθετα, σήμερα, ευρεία συναίνεση για την εφαρμογή ενός προγράμματος μεταρρυθμίσεων που θα οδηγήσει σε βελτίωση των συνθηκών κράτησης και την ανάπτυξη μηχανισμών και υπηρεσιών υποστήριξης της κοινωνικής ένταξης των κρατουμένων.

Παρά το ευνοϊκό αυτό κλίμα των τελευταίων ετών, της σημερινής προσέγγισης του Ευάγγ. Βενιζέλου είχαν προηγηθεί οι ατυχείς προσπάθειες του Αθ. Κανελλόπουλου, ο οποίος προώθησε πρόγραμμα (χωρίς συνέχεια) ανέγερσης νέων φυλακών και του Γιώργου Κουβελάκη, του οποίου η σύγκρουση με τη μαφία των φυλακών (και τους «υψηλούς» προστάτες της) του στοίχισε τη καρέκλα.

Είναι φανερό ότι οι ριζοσπαστικές προθέσεις και η φιλόδοξη θέληση για τη παραγωγή «έργου» καθόλου δεν επαρκούν για την αντιμετώπιση των δομικών προβλημάτων… Αντίθετα ακόμα και οι αναγνωριστικές προσεγγίσεις προσκρούουν σε αδιαπέραστα και διαπλεκόμενα συμφέροντα φυλάκων, δικηγόρων, μεγαλοκρατουμένων αλλά και των συντηρητικών και ευθυνόφοβων πρακτικών απονομής της δικαιοσύνης. Το πλέγμα αυτό όχι μόνο αναπαράγει αλλά διογκώνει τα προβλήματα. Και τελικά όλο το βάρος της κρίσης, της οποίας την επίλυση εμποδίζει το ένα ή το άλλο κέντρο εξουσίας και συμφερόντων, μετατίθεται νομοτελειακά στον πάτο της κλίμακας, στη φυλακή, η οποία απορροφά την ένταση, αυξάνοντας τον πληθυσμό των κρατουμένων σε ύψη υπερδιπλάσια από εκείνα του τέλους της δεκαετίας του 70 και μεταβάλλοντας σε αφόρητες τις συνθήκες κράτησης. Και βέβαια κάποια στιγμή αρνείται πλέον να συμμορφωθεί, και εξεγείρεται τυφλά, καταστρέφοντας τα πάντα, επειδή αυτός είναι ο μόνος λόγος που διαθέτει για να δηλώνει την απελπισία της.

Πάνω από αυτή την εκρηκτική κατάσταση διαπλέκονται τα συμφέροντα των σωφρονιστικών υπαλλήλων που θίγονται από τις επερχόμενες μεταρρυθμίσεις, των μαφιών που παλεύουν για την εξουσία μέσα στο κάτεργο, των διαμεσολαβούντων δικηγόρων, των διακινητών κάθε είδους παρανόμων «αγαθών». Αλλά όλα αυτά υπήρχαν, και μάλλον δεν θα πάψουν να υπάρχουν, αλλά από μόνα τους δεν αρκούν για να εξηγήσουν την έκρηξη του χειμώνα. Αυτή μάλλον εκδηλώθηκε εκεί που διασταυρώθηκε η αφόρητη όξυνση των προβλημάτων με την καθυστέρηση των διατυμπανιζόμενων μεταρρυθμίσεων.

Είναι λοιπόν η κατάσταση πέρα από κάθε ελπίδα βελτίωσης;

ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Από το 1994 που δημοσιεύτηκε το ομόφωνο πόρισμα της ειδικής διακομματικής επιτροπής της Βουλής, σχετικά με την κατάσταση τουσωφρονιστικού συστήματος τα πράγματα είναι λίγο πολύ γνωστά. Το επιστημονικό προσωπικό που συμβουλεύτηκε η επιτροπή αξιοποιήθηκε εξάλλου και από όλους τους μετέπειτα υπουργούς.

Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι το κεντρικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει το σωφρονιστικό σύστημα είναι το πληθυσμιακό, αφού είναι ο συνωστισμός που κάνει αφόρητες τις συνθήκες κράτησης στις άθλιες και απηρχαιωμένες εγκαταστάσεις. Ο πληθυσμός των κρατουμένων τα τελευταία έτη, κάπου ανάμεσα στους 6.000 με 7.000 είναι πολύ πάνω από τη δυναμικότητα των φυλακών που στις αρχές του 1996 ήταν 4.300 θέσεις. Ο αριθμός των κρατουμένων έχει γενικά τάσεις αύξησης, παρά την κάμψη που εμφάνισε μετά το 1994, λόγω της δέσμης μέτρων που τότε προώθησε το Υπ. Δικαιοσύνης. Οι πηγές αυτών των αυξητικών τάσεων θα πρέπει να αναζητηθούν ανά κατηγορία κρατουμένων.

  1. Το 30% των κρατουμένων είναι υπόδικοι. Παρά τη νομοθετική προσπάθεια η οποία ενισχύεται και με το νομοσχέδιο του Ε. Βενιζέλου, η δικαστική αυστηρότητα, αναλγησία ή ευθυνοφοβία συνεχίζει να στέλνει σωρηδόν υπόδικους στη φυλακή κρίνοντάς τους προσωρινά κρατούμενους, πολύ συχνά για αστεία αδικήματα. Η συντηρητική νοοτροπία του σώματος, αλλά και οι πειθαρχικοί έλεγχοι με τους οποίους απειλεί η υπερσυντηρητική δικαστική ηγεσία, καθιστούν σχεδόν αναπόφευκτη την προφυλάκιση. Στη συνέχεια η γνωστή βραδύτητα των δικαστηρίων οδηγεί σε πολύμηνες προφυλακίσεις ανθρώπων οι οποίοι μπορεί τελικά να κριθούν αθώοι.
  2. Μεγάλος αριθμός κρατουμένων έχουν καταδικαστεί ή είναι υπόδικοι για παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών (πάνω από το ένα τρίτο των κρατουμένων, τα τελευταία χρόνια). Οι περισσότεροι από αυτούς είναι εξαρτημένοι και διετέλεσαν τα αδικήματα για τα οποία κρατούνται είτε υπό την επήρεια των ουσιών είτε προκειμένου να συντηρήσουν την εξάρτηση τους (εμπορεία μικρών ποσοτήτων, κλοπές, πορνεία κλπ). Ελάχιστοι είναι οι πραγματικοί έμποροι που βρίσκονται στη φυλακή. Η υψηλή διαθεσιμότητα των ναρκωτικών μέσα στη φυλακή, όπου διαβιούν μαζί με όλους τους άλλους κρατούμενους, τους εξαθλιώνει σωματικά, ψυχολογικά, οικονομικά. Στη φυλακή εξάλλου χρήστες γίνονται η πλειοψηφία των κρατούμενων. Ναρκωτικά και φυλακή είναι δύο αξεχώριστες πραγματικότητες. Ο μεγάλος αριθμός κρατουμένων του νόμου περί ναρκωτικών μπορεί κατ’ αρχήν να εξηγηθεί από την γενικότερη επέκταση του φαινομένου της χρήσης ουσιών. Παρόλα αυτά οι μεγάλοι αριθμοί κρατουμένων χρηστών δεν εναρμονίζονται ούτε με το κοινό αίσθημα αλλά ούτε με τη βούληση του νομοθέτη, οι οποίοι -τα τελευταία χρόνια- θέλουν να βοηθήσουν μάλλον τον χρήστη παρά να τον τιμωρήσουν. Άλλα φρονούν όμως τα όργανα του νόμου και οι απονέμοντες δικαιοσύνη και έτσι οι καταδίκες πέφτουν σωρηδόν παρά τις διατάξεις του νόμου (2161/93) που παρέχουν τη δυνατότητα ατιμωρησίας της απλής χρήσης ή αναστολής της δίωξης χρηστών οι οποίοι εντάσσονται σε θεραπευτικά προγράμματα (1727/87). Οι δυνατότητες αποφυλάκισης χρηστών κρατουμένων προκειμένου να ενταχθούν σε θεραπευτικά προγράμματα δεν έχουν ουσιαστικά ενεργοποιηθεί σε μεγάλη κλίμακα.

iii. Το άλλο κρίσιμο στοιχείο σχετίζεται με τη ραγδαία αύξηση των αλλοδαπών κρατουμένων (περίπου 1800 επί συνόλου 6000). Οι περισσότεροι από αυτούς είναι Αλβανοί, αλλά και Ρουμάνοι, Πολωνοί, Τούρκοι κλπ. Εδώ συναντάμε τους απόκληρους των αποκλήρων που «μπήκαν» στην Ελλάδα ψάχνοντας το παράδεισο ή «για να πιάσουν τη καλή». Στην κατάσταση ελάχιστων επιλογών που βρίσκονται, η παρανομία είναι συχνά μονόδρομος. Εξάλλου δεν διαθέτουν και νόμιμους τρόπους ύπαρξης, άδεια παραμονής, εργασίας. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι δίκες στις οποίες κρίνονται είναι «στοιχειώδεις», ο κοινωνικός ρατσισμός δεδομένος και οι ποινές τους βαριές. Σχεδόν όλοι αντιμετωπίζουν το φάσμα της απέλασης είτε κριθούν αθώοι είτε εκτίσουν τη ποινή τους. Το νομοσχέδιο Βενιζέλου, ενώ προστατεύει εκείνους που έχουν καταδικασθεί σε μικρές ποινές (κάτω από 3 μήνες) από την απειλή της απέλασης, επιχειρεί να αποσυμφορήσει τις φυλακές εννοώντας τις απελάσεις των υπολοίπων.

  1. Η εικόνα της βαρύτητας των καταδικών έχει ως εξής: Οι κρατούμενοι που εκτίουν ποινή μεγαλύτερη των πέντε ετών ήταν στις αρχές του ΄96, 2.347 ενώ οι κρατούμενοι για χρέη και αυτοί με ποινές έως πέντε χρόνια περίπου 1.300.

Απέναντι στο κεντρικό πρόβλημα του πληθυσμιακού έχουν προταθεί δύο τύπων λύσεις:

  1. Ανέγερση νέων φυλακών με νέες προδιαγραφές. Είναι μια πρόταση συντηρητική, αφού δεν παρεμβαίνει ουσιαστικά ούτε στην αντεγκληματική ούτε στη σοφρωνιστική πολιτική, μικρού πολιτικού ρίσκου αλλά μεγάλου οικονομικού κόστους. Έχει υποστηριχθεί από τον τότε υπουργό Αθαν. Κανελλόπουλο, τον πρωθυπουργό Σημίτη και άλλους. Το εμπόδιο εδώ έγκειται στο ότι, μόλις απομακρυνθούν οι εξεγέρσεις και οι καταλήψεις, αφήνονται στην άκρη και τα μεγάλα και δαπανηρά σχέδια.
  2. Πληθυσμιακή αποσυμφόρηση μέσω νομοθετικής μεταρρύθμισης η οποία θα προωθεί την αποεγκληματοποίηση παραβατικών συμπεριφορών και τις εναλλακτικές της φυλακίσεως, όπως διοικητικές κυρώσεις, υπό όρους απολύσεις κλπ. Είναι μια κατεύθυνση μικρού οικονομικού κόστους αλλά σημαντικών πολιτικών τριβών. Σε αυτή την κατεύθυνση είχε κινηθεί η μεταρρύθμιση του 1994 αλλά και η σημερινή. Είναι χαρακτηριστικό ότι καμιά από τις προτεινόμενες σήμερα ρυθμίσεις δεν είναι καινούργιες, αλλά επανέρχονται συνέχεια. Αυτό ισχύει όπως προαναφέραμε τόσο για την νομοθετική προσπάθεια για την αποφυγή των προφυλακίσεων, όσο για τον θεσμό των υφ’ όρων απολύσεων κλπ. Η επίδραση των μέτρων αυτών είναι περιορισμένη αφού δεν υφίστανται οι όροι της συνολικήςεπίδρασης στην αλυσίδα των αιτιών που γεννούν την κρίση.

ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ

Στη βάση του προβλήματος της αύξησης των κρατουμένων είναι τα νέα «μοντέρνα» κοινωνικά δεδομένα που δημιουργούν η οικονομική κρίση, η κρίση αξιών της χώρας αλλά και η αντίστοιχη κατάρρευση των γειτόνων. Η αύξηση της ανεργίας, η διάλυση των παραδοσιακών δικτύων συνοχής της κοινωνίας δεν μπορεί παρά να αντανακλαστούνσε αύξηση της εγκληματικότητας. Η λεγόμενη «πρόληψη του εγκλήματος», εδώ, ταυτίζεται με το στόχο μιας συνεκτικής κοινωνίας και το κλείσιμο της ψαλίδας των εισοδημάτων. Αλλά επειδή αυτός ο στόχος δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο «νομοθετικών ρυθμίσεων», είναι βέβαιο ότι οδεύουμε προς «εκσυχρονισμό» των δεδομένων και αύξηση της παραβατικότητας.

Αντίστοιχες είναι οι τάσεις στο πρόβλημα της χρήσης παράνομων ουσιών, η διάδοση των οποίων συνεχώς διευρύνεται. Πιθανή νομιμοποίηση της χρήσης των μαλακών (χασίς, κάνναβις), υπέρ της οποίας συνηγορεί η μικρή τοξικότητα της ουσίας, απλά μεταφέρει την προσοχή της μαύρης αγοράς σε νέα «προϊόντα». Ηρωίνη, κοκκαΐνη, έκσταση, κρακ κλπ. Οι φτωχοδιάβολοι που τις διακινούν ή κλέβουν για να εξασφαλίσουν τη δόση τους καταλήγουν και πάλι στη φυλακή. Ατιμώρητοι πάντα μένουν εκείνοι που δεν βρίσκονται στους δρόμους, αλλά συναλλάσσονται από τα γραφεία τους. Αυτή είναι η περίπτωση ακόμη και στην φιλεύθερη Ολλανδία, όπου και εκεί σημαντικό μερίδιο των φυλακισμένων σχετίζεται με τα ναρκωτικά. Η εναλλακτική της καταστολής και της τιμωρίας δεν βρίσκεται στηναπλή αποεγκληματοποίηση της χρήσης κάποιων ουσιών, αλλά απαιτεί την πρόληψη της χρήσης και την ανάπτυξη θεσμών απεξάρτησης και κοινωνικής επανένταξης των εξαρτημένων.

Απέναντι σ’ αυτή την έξαρση της εγκληματικότητας, οι δικαστέςαντιδρούν, ενστικτώδικα υπεραμυνόμενοι του νόμου και της τάξης. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον οι ευεργετικές διατάξεις, ατονούν με την πάροδο του χρόνου και αγνοούνται προς όφελος των άτεγκτων ερμηνειών και της αυστηρής εφαρμογής του νόμου. Η μεταρρύθμιση των διαδικασιών απονομής της δικαιοσύνης απαιτεί επομένως κάτι παραπάνω από την αλλαγή της νοοτροπίας και την εκπαίδευση των δικαστών. Είναι τελικά θέμα πολιτικής στάσης.

Αλλά πολιτική είναι τελικά και η μόνη αντιμετώπιση του προβλήματος της εγκληματικότητας των αλλοδαπών (δηλ. των μεταναστών). Δεν μπορεί να ελπίζει κανείς ότι θα μειωθεί, αν δεν προσφερθούν στους ανθρώπους αυτούς συνθήκες αξιοπρεπούς διαβίωσης. Η νομιμοποίηση των παράνομων αλλοδαπών εργατών, μπορεί να επιτρέψει τηνανάπτυξη δεσμών με την ελληνική κοινωνία, τον κόσμο της εργασίας και τη δημιουργία των δικών τους εθνικών κοινοτήτων. Αυτά μπορούν να ελέγξουν την τυφλή εγκληματικότητα των λαθρομεταναστατών πολύ πιο αποτελεσματικά από τα κύματα απελάσεων, οι οποίες απλά ανανεώνουν τα εξαγριωμένα πρόσωπα στις φυλακές. Τέλος, σε κάθε περίπτωση, οι άνθρωποι αυτοί δικαιούνται δίκαιες δίκες και ίση μεταχείριση.

ΟΙ ΕΥΡΥΤΕΡΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ

Η κεντρικότητα των εξωνομικών προϋποθέσεων είναι ακόμα πιο προφανής σε ό,τι αφορά τη μεταρρύθμιση της φυλακής, που εξ ορισμού καθορίζεται από τους εσωτερικούς της όρους. Και αυτοί είναι όπως προαναφέραμε, οι φύλακες, τα συμφέροντα, τα κέντρα εξουσίας. Δεν είναι, για παράδειγμα, δυνατό να λειτουργήσει ένα αποτελεσματικό σύστημα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης των κρατουμένων το οποίο θα βασίζεται στα σημερινά ιατρεία των σκοτεινών δοσοληψιών (μεταγωγές, δραπετεύσεις κλπ) και της γενικευμένης προληπτικής καταστολής με ψυχοφάρμακα. Για να υπάρξει πραγματική βελτίωση θα πρέπει να σπάσουν τα στεγανά, να διασυνδεθεί για παράδειγμα με το ΕΣΥ. Για να ελέγχονται οι συνθήκες κράτησης, δεν μπορούμε να επαφιέμεθα στις εξαιρέσεις των εισαγγελέων, που ριψοκινδυνεύουν τη σύγκρουση με τα συμφέροντα των δισεκατομμυρίων, για να κάνουν τη δουλειά τους. Θα πρέπει να διασφαλισθεί ο κοινωνικός έλεγχος των συνθηκών με την κατοχύρωση θεσμικού ρόλου σε ανεξάρτητους φορείς, στο δικηγορικό σύλλογο για παράδειγμα, σε κοινωνικούς λειτουργούς, οργανισμούς επαγγελματικής κατάρτισης, απεξάρτησης από τα ναρκωτικά κλπ. Μέσω της διαπίδυσης αυτής, με τους κοινωνικούς φορείς, μπορεί να αναπτυχθούν στη συνέχεια οι θεσμοί της ημιελεύθερης διαβίωσης, της απόλυσης υπό επιτήρηση κλπ, που είναι αδύνατο να τους φαντασθεί κανείς να λειτουργούν στη σημερινή κατάσταση διαφθοράς και διάλυσης.

Ριζική λύση στο πρόβλημα της φυλακής δεν υφίσταται, αφού όλοι οι φυλακισμένοι δεν είναι «άγγελοι», παρόλο που η σημερινή κατάσταση κάνει συχνά ελκυστική την ιδέα της πλήρους κατάργησής της. Αλλά και εδώ όπως και σε όλα τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα,ακόμα και για τη βελτίωση ή την ανακούφιση δεν επαρκούν οι διαχειριστικές ρυθμίσεις. Αυτές, για να ευοδωθούν, χρειάζονται την πλαισίωση ενός κοινωνικού ρεύματος που να μάχεται για να εξασφαλίσει τα μέσα και τις προϋποθέσεις αλλαγής. ‘Η απλούστερα, οι νόμοι, στην Ελλάδα ειδικά, έρχονται και παρέρχονται. Η επιμονή και η συνέχεια, οι απαραίτητες για την αλλαγή ενός τόσο εκ φύσεως συντηρητικού και αγκυλωμένου θεσμού όπως η φυλακή, δεν μπορεί παρά να προέλθει από τα κοινωνικά ρεύματα που θα διεκδικήσουν, με σταθερότητα, αξιοπρέπεια για τους ανθρώπους που βρίσκονται πίσω από τα κάγκελα και ευκαιρίες για την ένταξή τους στη κοινωνία.

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ