Αρχική » Πέρα από την κοινωνία των δύο τρίτων

Πέρα από την κοινωνία των δύο τρίτων

από Άρδην - Ρήξη

Συγγραφέας:

Χάρης Ναξάκης

Ποτέ μέχρι σήμερα στην ιστορία των κοινωνικών συστημάτων δεν είχε παραχθεί τόσος πλούτος όσο τα τελευταία 50 χρόνια και ταυτόχρονα δεν είχε υπάρξει τόση φτώχεια, αποδεικνύοντας ότι η ανάπτυξη, και η ευημερία, δεν καταπολεμούν την φτώχεια αλλά αντίθετα τη γεννούν.
Κάθε νέα επένδυση σήμερα, αυτή καθ’ εαυτή η αναπτυξιακή διαδικασία, που συνήθως αφορά τη θέση εργασίας, καταργεί τουλάχιστον μια, αποδυναμώνοντας έτσι το γνωστό μακροοικονομικό επιχείρημα ότι ο κύκλος της τεχνολογικής αναδιάρθρωσης θα κλείσει, όπως στο παρελθόν, με τη δημιουργία περισσότερων θέσεων εργασίας απ’ αυτές που καταργήθηκαν στην πρώτη φάση του κύκλου. Η ανεργία, τελικά, δεν είναι αποτέλεσμα της έλλειψης επενδύσεων, αλλά της υπερεπένδυσης σε νέα τεχνολογικά μέσα, τα οποία παράγουν μεγαλύτερες ποσότητες εμπορευμάτων με λιγότερη εργασία.

Το ότι η αυτοματοποίηση επιφέρει μια οικονομία εργασίας μπορεί να καταδειχθεί από τα παρακάτω: 1) οι τεχνολογίες της πληροφορίας δεν εκτοπίζουν μόνο την απλή και επαναληπτική εργασία, μειώνοντας τις μη εξειδικευμένες θέσεις εργασίας, αλλά και εργασίες που εμπεριέχουν σύνθετα επίπεδα γνώσης. 2) Οι νέες βιομηχανίες που δημιουργούνται στον τομέα παραγωγής μέσων παραγωγής (Η\Υ, ρομπότ, κ.λπ) αδυνατούν να ισοσκελίσουν τις χαμένες θέσεις εργασίας, στον βαθμό που είναι οι πρώτες που αυτοματοποιούν την παραγωγή τους. 3) Οι υπηρεσίες επίσης πολλαπλασιάζουν τον ρυθμό εισαγωγής των νέων τεχνολογιών, αδυνατώντας έτσι να αποτελέσουν διέξοδο για μαζική δημιουργία θέσεων εργασίας.

Στον αναπτυγμένο, σήμερα, κόσμο εξελίσσεται μια αξεπέραστη αντίφαση πλούτου και φτώχειας, το παγκόσμιο προϊόν το 1900 εκτιμήθηκε σε 580 διό. δολάρια (360 δολάρια ανά κάτοικο), ενώ το 1986 ήταν 15 000 δις. δολάρια (3 000 δολάρια ανά κάτοικο), που για την παραγωγή του δεν απαιτούνται πολλαπλάσιες ώρες εργασίας, γεγονός που σημαίνει ότι η έκρηξη φτώχειας δεν οφείλεται στην έλλειψη ανάπτυξης, αλλά στην αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των προνομιούχων τάξεων. Το καπιταλιστικό σύστημα ήταν πάντα μια μηχανή δημιουργίας πλούτου, στηριζόμενο στην παραγωγή εμπορευμάτων, που γεννά την υπεραξία και το κέρδος, αλλά ταυτόχρονα και δημιουργίας φτώχειας, αφού κατέστρεφε μέσω των τεχνολογικών καινοτομιών το “απαρχαιωμένο” κεφάλαιο, δημιουργούσε νέες ανάγκες, νέα προϊόντα, και χρησιμοποιούσε την φτώχεια για να καθηλώσει τους μισθούς.

Η ανάπτυξη, τελικά, γεννάει την υποβάθμιση και την φτώχεια, στον βαθμό που η οικονομική επιταγή της απόδοσης απαιτεί αυξανόμενες σπατάλες, διαρκή καταστροφή (απαξίωση) παραγωγικών μέσων και ειδικοτήτων, ενώ τα οφέλη από κάθε νέο αναπτυξιακό κύκλο τα καρπώνονται οι ήδη πλούσιοι, όπως φαίνεται καθαρά στις ΗΠΑ, αλλά και στην Ευρώπη, όπου το ποσοστό της ανεργίας και ειδικά της φτώχειας δεν έπεσε2 από το 1960 ως το 1980, παρ’ ότι το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ σχεδόν διπλασιάστηκε.

Η νεοφιλελεύθερη και η σοσιαλδημοκρατική επιλογή σήμερα είναι: οι ωφέλειες της αυξημένης παραγωγικότητας, που προσφέρει η παραγωγική τεχνολογική αναδιάρθρωση, να κατευθύνονται προς τα κέρδη, οδηγώντας σε μια διχοτόμηση της κοινωνίας (δυαδική κοινωνία ή κοινωνία των δύο τρίτων στην καλύτερη περίπτωση) και στην πόλωση της απασχόλησης. Στο ένα άκρο ένας μικρός πυρήνας μόνιμων μισθωτών με διευρυμένες τεχνικές και γνωστικές ικανότητες και στο άλλο άκρο ένας αυξανόμενος αριθμός ανέργων νεόπτωχων, μερικά απασχολούμενων, εποχιακών, “αναπληρωματικών” εργαζόμενων, χωρίς κοινωνική προστασία και με χαμηλές αμοιβές.

Η φυγή τελικά του κεφαλαίου προς τα εμπρός, μέσω της αυτοματοποίησης και της πληροφορικοποίησης, δημιουργεί συγκριτικά πλεονεκτήματα, αλλά και την ίδια στιγμή δημιουργεί μακροκοινωνικά μειονεκτήματα. Εκτοπίζοντας τη ζωντανή εργασία και επεκτείνοντας τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης (μερική απασχόληση, σύμβαση ορισμένου χρόνου, φασόν κ.λπ.), μειώνει το άμεσο και έμμεσο κόστος της εργασίας, αλλά ταυτόχρονα “καταργεί” τους δυνητικούς αγοραστές, αδυνατώντας έτσι να τροφοδοτήσει την ζήτηση, και την μαζική πρόσβαση, ιδιαίτερα στα νέα καταναλωτικά αγαθά (οικιακοί υπολογιστές, οπτικοακουστικά μέσα, πληροφορία, κ.λπ.). Οι κυρίαρχες τάξεις στις αναπτυγμένες χώρες είναι σύμφωνες στην προώθηση του δυιστικού κοινωνικού μοντέλου, παρ’ όλες τις επιμέρους διαφορές τους. Για παράδειγμα στην Αμερική, την Αγγλία και την Ολλανδία η ανεργία “αντιμετωπίζεται” με την επέκταση των νέων μορφών απασχόλησης, του part time, της καθήλωσης των μισθών και της κάθε μορφής κοινωνικής κατάκτησης.

Σε άλλες χώρες (Γερμανία, Σουηδία, Βέλγιο) η ανεργία και η φτώχεια αντιμετωπίζεται με τη σταδιακή επέκταση των νέων μορφών απασχόλησης, αλλά και με μια περιορισμένη μείωση των ωρών εργασίας, με διατήρηση των επιδομάτων ανεργίας και ορισμένων κοινωνικών παροχών.
Γιατί δεν προωθείται η μείωση του χρόνου εργασίας;
Γιατί όμως οι κυρίαρχες τάξεις προτιμούν ένα συνδυασμό νεοφιλελεύθερης και σοσιαλδημοκρατικής στρατηγικής, ποια είναι τα αξεπέραστα όρια που δεν επιτρέπουν την αποτελεσματική απάντηση στην ανεργία και την φτώχεια, που είναι η διανομή των ωφελειών της παραγωγικότητας, τις οποίες επιφέρει η τεχνολογική επανάσταση, προς την κατεύθυνση της ριζικής μείωσης των ωρών εργασίας (π.χ. 32 ώρες), την κοινωνική προστασία και την κοινωνική ανάπτυξη;

(α) Κατ’ αρχάς, στο πλαίσιο της οικονομίας, της ανάπτυξης και του κέρδους, οι κυρίαρχες ελίτ είναι υποχρεωμένες να συνυπολογίσουν τη διεθνοποίηση των οικονομικών σχέσεων, στο βαθμό που η δυναμική της ανάπτυξης και της απασχόλησης δεν εξαρτάται πλέον από τις εθνικές παρεμβάσεις. Μια προοπτική δηλαδή διανομής των ωφελειών της παραγωγικότητας προς τη μείωση των ωρών εργασίας απαιτεί διεθνείς συμφωνίες και θεσμούς, γιατί κινδυνεύει, αν εφαρμοστεί από μια και μόνη χώρα, σε ένα διεθνοποιημένο οικονομικό περιβάλλον, να μειώσει την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων της, σε σχέση με τις χώρες αυτές που δεν ακολουθούν την ίδια επιλογή.
Για παράδειγμα στην Ιαπωνία3, παρόλο που ο ετήσιος μέσος όρος του χρόνου εργασίας έπεσε από 2.000 ώρες, το 1990, σε 1.850 το 1994, οι Ιάπωνες εργαζόμενοι συνεχίζουν να απασχολούνται σχεδόν 25% παραπάνω από τους Γερμανούς, τους Γάλλους, ενώ την ίδια στιγμή ο χρόνος εργασίας στην Βραζιλία, την Κίνα, την Κορέα, κυμαίνεται ετησίως γύρω στις 2.300 ώρες. Η πραγματικότητα αυτή αποτελεί έναν περιοριστικό παράγοντα στην προσπάθεια μείωσης του χρόνου εργασίας και ενίσχυσης του δυϊστικού μοντέλου απασχόλησης.

(β) Όσο ο Τρίτος Κόσμος βρίσκεται βυθισμένος στην υπανάπτυξη και την φτώχεια και καθυστερεί η διαδικασία εκβιομηχάνισης του τόσο διατηρεί το “πλεονέκτημα” της φθηνής εργασίας, ανταγωνιζόμενος τον αναπτυγμένο Βορρά με βάση το φθηνό εργατικό κόστος, καθυστερώντας έτσι τη γενίκευση της πληροφοριοποίησης (αυτοματοποίησης) στον Βορρά. Το γεγονός αυτό περιορίζει την παραπέρα αύξηση της παραγωγικότητας, που θα προέκυπτε από την γενικευμένη αυτοματοποίηση και την συνακόλουθη διανομή των ωφελειών της παραγωγικότητας προς τη δραστική μείωση των ωρών εργασίας. (γ) Με δεδομένο ότι ορισμένες φορές το ύψος των επιδομάτων ανεργίας και των άλλων μέτρων κοινωνικής προστασίας, για να μην οδηγηθεί σε κατάρρευση η κατανάλωση, μέσω ενός ακραίου χωρισμού της κοινωνίας σε φτωχούς και εξασφαλισμένους, είναι πολλές φορές υψηλότερο από το κόστος των μεγαλύτερων μισθών που θα πληρώνουν, αν μέσω της μείωσης των ωρών εργασίας αυξηθεί η απασχόληση, τότε η άρνηση από τις κυρίαρχες τάξεις να μειώσουν τον χρόνο εργασίας δεν έχει μόνο οικονομικές διαστάσεις. Για το κεφαλαιοκρατικό σύστημα η μισθωτή απασχόληση και ο χρόνος εργασίας4 αποτελούν τα θεμέλια πάνω στα οποία στηρίζονται η λατρεία της παραγωγικότητας, η ηθική της αποδοτικότητας και της εργασίας, στα πλαίσια του εργάσιμου χρόνου επιβάλλεται ο δεσποτισμός και η πειθαρχία ως απαραβίαστες αρχές και αναπτύσσονται μια σειρά μηχανισμών κοινωνικοποίησης και ελέγχου της εργατικής δύναμης.

Γιατί αυτή θα μπορούσε να εφαρμοστεί;

Τι θα γίνουν όμως αυτές οι αρχές, θεμέλια του βιομηχανισμού, αν αφαιρεθεί η πραγματική βάση συγκρότησης τους, ο αυξημένος, δηλαδή, χρόνος εργασίας, πώς, δηλαδή, θα εμπεδωθούν οι παραπάνω αξίες, αν απαξιωθεί ο κόσμος της εργασίας, αν ο ορισμός της ζωής δεν απορρέει από την διάρκεια του χρόνου μισθωτής εργασίας αλλά από τον ελεύθερο χρόνο; Βέβαια, παρ’ ότι οι παραπάνω λόγοι αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες στην μείωση του χρόνου εργασίας, υπάρχει μια σειρά από άλλους λόγους, που τους επικαλούνται ακόμα και οι υπέρμαχοι της οικονομίας της αγοράς, που συνηγορούν στην περιορισμένη, έστω, μείωση του χρόνου εργασίας και οι οποίοι είναι:

1. Η μείωση των ωρών εργασίας δεν συνεπάγεται και μείωση του όγκου της παραγωγής, έτσι ώστε να απαιτούνται αυξημένες επενδύσεις για την παραγωγή της ίδιας ποσότητας προϊόντων. Το πλεονέκτημα της αυτοματοποίησης είναι η δυνατότητα που παρέχει για να διατηρηθεί και να αυξηθεί ο όγκος της παραγωγής με μικρότερες ποσότητες εργασίας, κεφαλαίου και σε λιγότερο χρόνο.

2. Στον βαθμό που ο όγκος των εμπορευμάτων αυξάνεται, ενώ μειώνεται ο αριθμός αυτών που έχουν τη δυνατότητα να τα αγοράσουν, τότε η εμπορευματική τάξη κινδυνεύει από μια γενικευμένη κρίση υποκατανάλωσης και η δημόσια τάξη από μια διευρυμένη αναταραχή. Το γεγονός αυτό πιέζει για τη σύναψη ενός κοινωνικού συμβολαίου για το μοίρασμα του χρόνου, στον βαθμό που δεν μπορεί να διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα η κοινωνία σε ανισορροπία.

3. Τα καινούρια καταναλωτικά αγαθά (οικιακοί υπολογιστές, οπτικές και ακουστικές συσκευές, κ.λπ.) απαιτούν καταναλωτικό χρόνο, ελεύθερο χρόνο για τη μαζική πρόσβαση σ’ αυτά, μείωση δηλαδή των ωρών εργασίας, αλλά και διεύρυνση της ικανότητας να αγορασθούν από ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού.

4. Η περιορισμένη μείωση των ωρών εργασίας δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην και μείωση των κερδών και της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων, λόγω της αύξησης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, ως αποτέλεσμα των νέων προσλήψεων και κατά συνέπεια μείωση των επενδύσεων και αύξηση ξανά της ανεργίας. Η ανταγωνιστικότητα των προϊόντων εξαρτάται όλο και περισσότερο από τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που προσφέρει η παραγωγή γνώσης και πληροφορίας και λιγότερο από το κόστος της χειρωνακτικής εργασίας. Σύμφωνα με υπολογισμούς, το κόστος εργασίας στις ευρωπαϊκές χώρες υπολογίζεται σήμερα στο κόστος παραγωγής μόνο κατά· 20% και μια μείωση των ωρών εργασίας στις 35 ώρες, με ταυτόχρονη μείωση των υπερωριών, θα επιβαρύνει το κόστος μόνο κατά 3%-4%, ενώ η εφαρμογή του 35ώ-ρου σε πανευρωπαϊκό επίπεδο θα αυξήσει την απασχόληση πάνω από 5% και θα διασώσει από απολύσεις ένα 5% των εργαζομένων.
Να σημειώσουμε επίσης ότι το ποσοστό κέρδους δεν επηρεάζεται μόνο από το κόστος εργασίας, αλλά και από τη χρησιμοποίηση των τεχνολογιών της πληροφορίας, που επιτρέπουν την εξοικονόμηση σταθερού κεφαλαίου, λόγω της πολυλειτουργικότητας και της ευελιξίας τους στις προσαρμογές της ζήτησης.

5. Η παραγωγικότητα ενός εργαζομένου με μειωμένο χρόνο εργασίας είναι μεγαλύτερη απ’ αυτήν του εργαζομένου με αυξημένο εργάσιμο χρόνο. Η διάθεση για δουλειά, η δεξιοτεχνία, η αποδοτικότητα, είναι πολύ μεγαλύτερες με μειωμένο ωράριο, ενώ τα σφάλματα, τα ελαττωματικά προϊόντα, η αδιαφορία, είναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα του αυξημένου ωραρίου. Επιπλέον, ο περισσότερος ελεύθερος χρόνος επιτρέπει την ανανέωση των γνώσεων σε μια περίοδο που η γνώση είναι καθοριστικός παράγοντας στην παραγωγή.

6. Η μείωση των ωρών εργασίας είναι σχετικά εύκολο να πραγματοποιηθεί κατ’ αρχάς στους κλάδους παραγωγής που θέτουν σε συνεχή λειτουργία, σε συνεχή βάση, τον πάγιο εξοπλισμό τους και άρα έχουν χαμηλό κόστος εργασίας, όπως στην υαλουργία, στην τσιμεντοβιομηχανία, στη μεταλλουργία, στην επεξεργασία πετρελαίου, αλλά και στις επιχειρήσεις με υψηλή κερδοφορία (τράπεζες).

7. Η περιορισμένη αύξηση του κόστους παραγωγής, λόγω μείωσης του χρόνου εργασίας, δεν αντισταθμίζεται μόνο από την αύξηση της παραγωγικότητας, αλλά και από την μείωση των δαπανών για επιδόματα ανεργίας (400 δις. ΕCU κάθε χρόνο στην Ε.Ε.) και την αύξηση των εσόδων των ασφαλιστικών ταμείων και του κρατικού προϋπολογισμού, λόγω διεύρυνσης της φορολογικής βάσης.

Σήμερα, λοιπόν, οι υλικές προϋποθέσεις για μια ριζική μείωση των ωρών εργασίας είναι κατά μεγάλο βαθμό εκπληρωμένες και μόνο το κοινωνικό συμφέρον των κυρίαρχων τάξεων και το κοινωνικό μοντέλο, που αυτό συνεπάγεται, αποτελεί εμπόδιο για την πραγματοποίηση της.
Βέβαια, ήδη η διάρκεια της εργασίας έχει υποστεί σημαντικές6 αλλαγές σε διάστημα λίγο περισσότερο από ένα αιώνα, σε σημείο που ένας εργάτης της πόλης στην Γαλλία σήμερα εργάζεται 1.600 ώρες τον χρόνο, σε σχέση με τις 4.000 ώρες πριν ενάμιση αιώνα, ή τις 3.000 ώρες πριν ένα αιώνα και τις 2.100 ώρες το 1960. Η διάρκεια τελικά του ελεύθερου χρόνου στον κύκλο της ζωής έχει αρχίσει να ξεπερνάει την διάρκεια του χρόνου εργασίας, σε σημείο που ο σημερινός νέος θα περάσει περισσότερο χρόνο βλέποντας τηλεόραση παρά εργαζόμενος.

Η μείωση, όμως, του χρόνου εργασίας που πραγματοποιήθηκε τα τελευταία τριάντα χρόνια δεν συντέλεσε στην μείωση της ανεργίας, διότι η μείωση δεν οδηγεί αυτόματα σε αύξηση απασχόλησης, ιδιαίτερα όταν η σημερινή τεχνολογική επανάσταση έχει ως κύριο στοιχείο την εκτόπιση της εργασίας, γιατί εξαρτάται από τους όρους με τους οποίους συντελείται η μείωση αυτή.
Η μείωση του χρόνου εργασίας οδηγεί στην μείωση της ανεργίας, μόνο όταν είναι μεγάλη και όχι σταδιακή, και μικρή και γίνεται ανά επιχείρηση. Οι μικρές, σταδιακές μειώσεις του εργάσιμου χρόνου, της μιας ώρας ανά έτος, και μάλιστα σε επιλεγμένους κλάδους παραγωγής, δεν οδηγεί στην μείωση της ανεργίας, στον βαθμό μάλιστα, που οι επιχειρήσεις καλύπτουν το “κενό” της μιας ώρας με αύξηση της εντατικοποίησης της εργασίας, της παραγωγικότητας, με αναδιοργάνωση της παραγωγής ή με υπερωρίες.

Θα μπορούσαμε συμπερασματικά, με δεδομένη την συντελούμενη αύξηση της παραγωγής και της παραγωγικότητας τα τελευταία χρόνια, να διατυπώσουμε τέσσερα σενάρια μείωσης του χρόνου εργασίας:

1. Διατηρείται ο σημερινός χρόνος εργασίας, μειώνεται η απασχόληση και αυξάνονται περιορισμένα οι μισθοί.

2. Διατηρείται το απασχολούμενο δυναμικό στα σημερινά επίπεδα, μειώνεται λίγο ο χρόνος εργασίας και οι μισθοί αυξάνονται περιορισμένα.

3. Μειώνεται ο χρόνος εργασίας (35ωρο), αυξάνεται η απασχόληση και οι μισθοί παραμένουν στα σημερινά επίπεδα ή μειώνονται.

4. Μειώνεται ο χρόνος εργασίας (35ωρο με προοπτική τις 32 ώρες), αυξάνεται η απασχόληση και οι μισθοί.


Το μόνο αποτελεσματικό σενάριο
Είναι φανερό ότι το μόνο σενάριο που δεν επιλέγεται σήμερα από τις κυρίαρχες ελίτ είναι το τέταρτο, ενώ εφαρμόζονται διάφορες παραλλαγές των τριών άλλων, γεγονός που σημαίνει διατήρηση της ανεργίας και της φτώχειας. Η ριζική, άμεση, και όχι σταδιακή, μείωση του χρόνου εργασίας στις 35 ώρες, και στις 32 ώρες σε μία πενταετία (4ήμερη εργασία) ή στις 30 ώρες (πενθήμερη εβδομάδα δώρων), χωρίς μείωση μισθών, αποτελεί τον μόνο κοινωνικό στόχο που έχει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει την κοινωνία των δύο τρίτων. Στον βαθμό, δηλαδή, που η παραγωγική μηχανή επιτρέπει σήμερα να παράγονται περισσότερα προϊόντα με λιγότερη εργασία, τότε είναι εφικτό να επιδιωχθεί μία αναδιανομή των κερδών της παραγωγικότητας, έτσι ώστε όλοι να εργάζονται λιγότερο και η όποια αύξηση της παραγωγής να μεταφράζεται σε μεγαλύτερη απασχόληση χωρίς μείωση του μισθού. Όσον αφορά το τελευταίο, οι εργαζόμενοι σήμερα, σε σχέση με την αρχή του αιώνα, εργάζονται το μισό χρόνο, αλλά αυτό δεν οδήγησε σε μειωμένο εισόδημα, αλλά αντίθετα σε πενταπλάσιο. Άρα στον βαθμό που η παραγωγικότητα συνεχίζει να αυξάνεται, δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην διατηρήσουμε την σημερινή αγοραστική μας δύναμη και στο μέλλον.

Να επισημάνουμε εδώ, ότι η μείωση του χρόνου εργασίας πρέπει να συνοδευτεί από τον προσανατολισμό προς μία κοινωνική ανάπτυξη, από τη δημιουργία σε πλανητικό επίπεδο θέσεων απασχόλησης, από την ικανοποίηση των πρωταρχικών κοινωνικών αναγκών (υγεία, παιδεία, στέγη, κ.λπ) και την ανάπτυξη νέων τεχνολογικών συστημάτων που θα αξιοποιούν και δεν θα αντικαθιστούν τους ανθρώπινους πόρους. Επίσης, να σημειώσουμε ότι η μείωση του χρόνου εργασίας θα ανοίξει τον δρόμο για μια κοινωνία που ο πλούτος της θα είναι ο ελεύθερος χρόνος, ο οποίος για να μην μετατραπεί σε χρόνο κατανάλωσης εμπορευμάτων που παράγουν οι βιομηχανίες του ελεύθερου χρόνου, πρέπει να συνδυαστεί με ένα πολιτισμό αυτόνομων, αυτοπροσδιορισμένων και αυτοδιαχειριζόμενων δραστηριοτήτων, ζήτημα όμως, με το οποίο δεν θα ασχοληθούμε στο παρόν άρθρο. Απέναντι λοιπόν στην νεοφιλελεύθερη και τη σοσιαλδημοκρατική διαχείριση, που οδηγούν σε ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό την κοινωνία στην φτώχεια και την διαίρεση, η απάντηση είναι η μείωση της ποσότητας της εργασίας που η κοινωνία έχει ανάγκη, η αποδέσμευση της κοινωνικά αναγκαίας διάρκειας της εργασίας από το εισόδημα και όχι από την ίδια την εργασία. Όταν, δηλαδή, η εργασία που απαιτείται για την παραγωγή του κοινωνικού πλούτου συνεχώς μειώνεται, για να αποτραπεί ο χωρισμός της κοινωνίας και να κατανεμηθεί η εργασία σ’ ολόκληρη την κοινωνία, το εισόδημα πρέπει να σταματήσει να εξαρτάται από την ποσότητα της εργασίας που προσφέρεται και να συνδεθεί με την ποσότητα του πλούτου που η κοινωνία επιλέγει να παράγει. Έτσι, για παράδειγμα, αν υποθέσουμε ότι η ποσότητα του παραγόμενου πλούτου (το ΑΕΠ) αυξάνει 3% το χρόνο και ότι η ετήσια αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας είναι 4%-5% τον χρόνο, τότε μια κατανομή της ανόδου της παραγωγικότητας κατά το ένα τρίτο με τη μορφή συμπληρωματικής αγοραστικής δύναμης και κατά τα δύο τρίτα με τη μορφή συμπληρωματικού ελεύθερου χρόνου, θα οδηγούσε άμεσα σε μια πτώση της εργασίας σε 35 ώρες, στις 30 ώρες σε 8-10 χρόνια και σε 15-20 χρόνια οι εβδομάδα των 20 ωρών θα ήταν πραγματικότητα. Για την υλοποίηση της παραπάνω κατεύθυνσης είναι απαραίτητο:

1. Οι εργαζόμενοι που έχουν ελλιπή επαγγελματική εκπαίδευση να έχουν την δυνατότητα να μετακινηθούν από την πλήρη στην μερική απασχόληση, με εγγυημένη την επαναπρόσληψη, για να επανεκπαιδευτούν, και με δεδομένο ότι το κράτος θα καλύπτει την απώλεια του μισθού. Στην ίδια κατεύθυνση εντάσσεται η δυνατότητα χορήγησης στους εργαζόμενους άδειας για επανεκπαίδευση με διατήρηση του μισθού.

2. Οι εργαζόμενοι να μπορούν να παίρνουν7 άδεια ενός έτους κάθε εφτά χρόνια, γεγονός που θα δημιουργήσει νέες θέσεις απασχόλησης, και με εγγυημένο τον μισθό.

3. Η μείωση των ωρών εργασίας πρέπει να κατοχυρωθεί και νομοθετικώς, όπως επίσης με νομοθετική ρύθμιση πρέπει να καταργηθούν οι υπερωρίες.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Le Monde Diplomatique {ελληνική έκδοση} (1993), τχ. 3.

2. Τ. Τrainer (1994), “Τι Είναι Ανάπτυξη”, Κοινωνία και Φύση, τχ. 7.

3. Γ. Καραμπελιάς (1995), Στα Μονοπάτια της Ουτοπίας, Νέα Σύνορα-Α. Α. Λιβάνης.

4. Κ. Μαρξ (1983), “Αποτελέσματα της Άμεσης Διαδικασίας Παραγωγής”, Α/συνέχεια.

5. Δελτία (10-15) Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ.

6. Α. Γκορζ (1993), Καπιταλισμός, Σοσιαλισμός και Οικολογία, Εναλλακτικές Εκδόσεις.

7. Γ. Αζνάρ (1994), “20 προτάσεις για τη Μείωση του Χρόνου Εργασίας”, Εποχή15/5/94.

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ