Αρχική » Ποιος φοβάται την 15η Νοεμβρίου;

Ποιος φοβάται την 15η Νοεμβρίου;

από Άρδην - Ρήξη

Συγγραφέας: Βάσος Φτωχόπουλος
Από το 1974 και μετά η Κύπρος θα γνωρίσει τρία αντικατοχικά μαζικά κινήματα που έπαιξαν ρόλο στην διαμόρφωση της συνειδητοποίησης του προβλήματος μας, όχι μόνο στους ξένους αλλά και σε εμάς τους ίδιους. Το κίνημα των γυναικών, το κίνημα των μαθητών και το κίνημα των μοτοσικλετιστών. Είναι κατ’ αρχήν αξιοσημείωτο ότι και στα τρία κινήματα δεν συμμετείχαν επισήμως καθόλου τα κόμματα ανεξαρτήτως εάν και στις τρεις περιπτώσεις μερικά κόμματα κατόπιν εορτής προσπάθησαν να οικειοποιηθούν τα κινήματα μόνο και μόνο επειδή κάποτε μέλη τους συμμετείχαν στις αντικατοχικές εκδηλώσεις. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι και στις τρεις περιπτώσεις ο όγκος των διαδηλωτών αποτελούνταν από συγκεκριμένες ομάδες πολιτών π.χ. γυναίκες, μαθητές, μοτοσυκλοτιστές και όχι από στενά πολιτικοποιημένα σύνολα. Αυτό όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι και στις τρεις περιπτώσεις οι πορείες ριζοσπαστικοποιούνται και παίρνουν πιο δυναμικές μορφές εκεί που η κρατική και κομματική εξάρτηση ελαχιστοποιείται ή εκμηδενίζεται λόγω της υπεροχής των ακομμάτιστων στελεχών της κάθε κίνησης. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι και οι τρεις κινήσεις έφτασαν στο ζενίθ τους αφού πρώτα πέρασαν από το ΣΥΜΒΟΛΙΚΟ τους στάδιο, δηλαδή το στάδιο που άνετα θα μπορούσαν να συμμετέχουν ή να ταυτιστούν τα κόμματα και η κυβέρνηση.

Εκείνο όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία στην δυναμική της κάθε κίνησης ήταν η ταξική προέλευση των μελών της, και το κοινωνικό τους στάτους.

Οι γυναίκες ήταν κυρίως διανοούμενες, επαγγελματίες, κρατικοί υπάλληλοι μέσης και υψηλής μόρφωσης, άτομα με όνομα στην κυπριακή κοινωνία, σημαντικά στελέχη κομμάτων και οργανώσεων κυρίως άτομα από τα μεσοαστικά και αστικά στρώματα. Ως εκ τούτου, η πρώτη τους πορεία είχε την σφραγίδα ενός ημικρατικού οργανισμού που αναλάμβανε να κάνει την κρατική επίσημη προπαγάνδα διαμέσου μόνον των γυναικών ανεξαρτήτως εάν συγκρούστηκαν με τους ΟΗΕδες και τους Τούρκους. Οι γυναίκες ριζοσπαστικοποιούνται και καταλήγουν στις φυλακές του Ντεκτάς αφού πρώτα η κίνηση διασπάται, αφού πρώτα υποχωρεί το ειρηνικό άσπρο πανί και το κρατικό σύμβολο της κυπριακής σημαίας και την θέση τους παίρνει η ελληνική σημαία και αφού στις τάξεις των διανοουμένων και επαγγελματιών μπαίνουν πια και πιο λαϊκά στρώματα όπως πρόσφυγες και νεαρές κοπέλες. Μετά την πορεία του Αγίου Κασσιανού η κίνηση ουσιαστικά διαλύεται δείχνοντας ταυτοχρόνως και τις δυνατότητές της.

Οι μαθητές θα δώσουν αρχικά το παρόν τους με την ανακήρυξη του τουρκοκυπριακού ανεξάρτητου κράτους το 1983. Μετά, κάθε χρόνο στην επέτειο του ψευδοκράτους τα σχολεία θα δίνουν το παρών τους και οι μαθητικές νεολαίες θα ελέγχουν την κατάσταση ώσπου κάποιοι πιτσιρικάδες θα τολμήσουν να εισέλθουν στα κατεχόμενα και να δημιουργήσουν τεραστία προβλήματα στην κυβέρνησή μας και στον Ραούφ Ντεκτάς. Στις εκδηλώσεις συμπαράστασης προς τους φυλακισμένους μαθητές και νέους θα συμμετέχουν και οι φοιτητές των τότε ανώτατων ιδρυμάτων μας, οι γυναίκες και πλήθος προσφύγων. Οι πρωτοστάτες των μαθητικών κινητοποιήσεων προέρχονταν κυρίως από τα μεσαία στρώματα με γονείς μέσης ή ανώτερης εκπαίδευσης. Το κίνημα των μαθητών ήταν σημαντικό διότι για πρώτη φορά εμφανίστηκε το φαινόμενο παιδιά μη προσφύγων και προσφυγόπουλα τα οποία γεννήθηκαν στις ελεύθερες περιοχές να συγκρουστούν και να εισέλθουν στα κατεχόμενα.

Με την αποφυλάκιση των νεαρών και το κίνημα αυτό αδρανοποίησε και οι μαθητές.

Η κίνηση των μοτοσικλετιστών ήταν η πιο εθνική και ΤΑΞΙΚΗ κίνηση των μετακατοχικών χρόνων. Οι μοτοσικλετιστές στην Κύπρο είναι έτσι κι αλλιώς ιδιόμορφη «φυλή» διότι η μηχανή δεν χρησιμοποιείται για λόγους πιο εύκολης και οικονομικής διακίνησης αλλά από αγάπη προς το ίδιο το μηχάνημα και την κουλτούρα του. Στην τελευταία πορεία των μοτοσικλετιστών συμμετείχαν άτομα από τα πιο χαμηλά στρώματα και από τις πιο περιθωριακές κοινωνικές ομάδες. Μηχανόβιοι όλων των ηλικιών, πρόσφυγες των συνοικισμών, χωριατόπαιδα, ημιαπασχολούμενοι, φτωχοί φοιτητές, εργάτες στην τουριστική βιομηχανία και γενικώς άτομα που δεν έχουν καταφέρει να αποτελέσουν τμήμα της ευημερούσας κυπριακής κοινωνίας. Οι ελάχιστοι διανοούμενοι και πολιτικοποιημένοι αποτελούσαν την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Στην νεκρή ζώνη στο Σοπάζ και στην Δερύνεια, όπως και στις κηδείες στο Παραλίμνι, μόνον από τις φάτσες των συμμετεχόντων καταλάβαινε κανείς ότι εκεί ήταν μια άλλη Κύπρος· μια Κύπρος ΛΑΪΚΗ, μια Κύπρος που δεν θα περνούσε το Face-control ακόμη και του πιο out λευκωσιατικού μπαρ.

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι κύριος συμπαραστάτης της πορείας των μοτοσυκλετιστών ήταν ένας άλλος «περιθωριακός» ένας άλλος που αρνείται να υιοθετήσει την κυρίαρχη πολιτική ιδεολογία του νησιού, ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος, ο οποίος καθ’ όλην την διάρκεια των γεγονότων υπήρξε ένας άψογος ποιμήν. Δεν είναι επίσης τυχαίο που την πιο ΤΑΞΙΚΗ πορεία που έγινε ποτέ στην Κύπρο την πολέμησε με περισσότερη λύσσα το μικροαστικό ΑΚΕΛ. Τα κοινωνιολογικά συμπεράσματα τα αφήνουμε για τους κοινωνιολόγους. Μετά από τη δεύτερη δολοφονία οι μοτοσυκλετιστές και οι συμμετέχοντες πολύ σωστά έκαναν μια τακτική υποχώρηση, δεν διαλύθηκαν όπως οι γυναίκες και οι μαθητές. Οι λογαριασμοί είναι ανοικτοί. Είναι πια σίγουρο ότι η επόμενη πορεία δεν μπορεί να είναι όπως οι άλλες. Είναι πια σίγουρο ότι οι γυναίκες, οι μαθητές, οι μοτοσυκλετιστές, οι πρόσφυγες και όλα τα υπόλοιπα «αχαϊρευτα λαϊκά στρώματα» θα βρεθούν μαζί σε κάποιου είδους εκδηλώσεις πολύ πιο μαζικές. Είναι σίγουρο πια ότι γνωρίζουμε πολύ καλά που βρίσκεται η μαγεία και η μαγκιά του έθνους. Είναι σίγουρο πια ότι στα γραφεία των κομμάτων, στο προεδρικό και στην κατεχόμενη Λευκωσία κάποιοι δεν κοιμούνται καλά. Η επέτειος της ανακήρυξης του λεγόμενου ψευδοκράτους στις 15 Νοεμβρίου δεν είναι μακριά. Ίσως ο πόνος και η οργή να μην εκφραστούν φέτος. Όμως κάποια στιγμή αυτός ο κόσμος θα εκφραστεί και ειλικρινά δεν ξέρω ποιοί πρέπει να φοβούνται περισσότερο, οι δικοί μας Αττίλες ή οι απέναντι.

Όλες οι πορείες ως τώρα έδειξαν ξεκάθαρα τα όριά τους. Ελπίζω όλοι, ιθύνοντες και διαδηλωτές να αλλάξουν τα συνθήματα. Δίχως στρατό, στράτευση της οικονομίας και της κοινωνίας ολόκληρης και δίχως μάχιμο και μαχητικό λαό δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα.

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ