Αρχική » ΕΚΛΟΓΕΣ ’96: ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

ΕΚΛΟΓΕΣ ’96: ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

από Άρδην - Ρήξη

Συγγραφέας: Βασίλης Στοϊλόπουλος

Άρδην τ. 05

Αποτελεί κοινή πλέον διαπίστωση ότι η κρίση σε όλες τις εκφάνσεις της, σε τοπική όσο και πλανητική κλίμακα, έχει αναδειχθεί σε τόπο, όπου εστιάζεται το αληθινό ζητούμενο της εποχής μας: η αξιοπρεπής διαβίωση του ανθρώπου σ’ ένα κόσμο όπου, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η οικολογική κρίση θα διευρύνεται συνεχώς. Παρόλο όμως που το σύνολο σχεδόν του πολιτικού και οικονομικού κόσμου φαίνεται να έχει αντιληφθεί το μέγεθος της κρίσης, εντούτοις ο τρόπος αντιμετώπισής της παρουσιάζει τεράστια ελλείμματα, καθώς η προτεινόμενη «ορθολογικότερη διαχείριση των φυσικών πόρων» -αλλά και οι περισσότεροι από τους εφαρμοζόμενους κανονισμούς περιβαλλοντικής προστασίας- ελάχιστα ανταποκρίνεται στις πραγματικές διαστάσεις της κρίσης. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν αποκλειστικός στόχος αυτής της διαχείρισης είναι η υλική ανάπτυξη που αγνοεί το οικολογικό κόστος και τις μελλοντικές επιπτώσεις για το περιβάλλον.

Παρά την διεύρυνση της κρίσης οι πολιτικές προϋποθέσεις για μια βαθειά τομή στα αναπτυξιακά μοντέλα των παραγωγικών τάξεων και μια ριζοσπαστική αλλαγή της οικολογικής συμπεριφοράς του καταναλωτή είναι σήμερα περισσότερο απόμακρες απ’ ότι πριν μερικά χρόνια. Μετά την σχετικά «πετυχημένη» παρουσία του οικολογικού κινήματος την περασμένη δεκαετία, τα πραγματικά αντικείμενα οικολογικής ενασχόλησης του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου, όπως η ρύπανση, ο καταναλωτισμός, η ποιότητα ζωής κλπ. εξοβελίζονται πλέον από το πολιτικό γίγνεσθαι, καθώς ο κυρίαρχος τρόπος προσέγγισης της οικολογικής προβληματικής δημιουργεί αντιφάσεις και οι πολυσυζητημένες «καταστροφολογικές» αναφορές για το περιβάλλον δεν είναι ικανές από μόνες τους να προκαλέσουν κοινωνικές αντιδράσεις με αντίκτυπο και στα εκλογικά αποτελέσματα.

Με δεδομένη την παραπάνω ιστορική τάση κι έχοντας ως σημείο αναφοράς την εξαγγελία άλλης μιας «νέας εποχής» για την Ελλάδα και ορόσημο την εντός ολίγων ετών απαρχή του «αιώνα της οικολογίας», θα ήταν «εύλογο» ο πολιτικός λόγος των κομμάτων σε όλη την πρόσφατη προεκλογική περίοδο, να πλαισιώνονταν τουλάχιστον από έναν σοβαρό, πέρα από συνθηματολογίες και καιροσκοπικές ρητορείες, διάλογο για το τρίπτυχο οικολογία-περιβάλλον-ανάπτυξη. Τρίπτυχο που παντού και παντοιοτρόπως προβάλλεται ως σωτήριος «μονόδρομος για το κοινό μας μέλλον» και απάντηση στα πολύμορφα πολιτισμικά, δημοκρατικά, δημογραφικά, αναπτυξιακά, περιβαλλοντικά, οικολογικά και κοινωνικά ελλείμματα που χαρακτηρίζουν το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι της πατρίδας μας.

Από την αρχή της προεκλογικής αντιπαράθεσης έγινε σαφές, ότι η διάσταση από το παραπάνω τρίπτυχο που θα υπερτονίζονταν, θα ήταν αποκλειστικά η αναπτυξιακή. Γεγονός που επιβεβαιώθηκε στις ελάχιστες φορές που τα περιβαλλοντικά θέματα αποτέλεσαν αντικείμενο κομματικής αναμέτρησης κι επισφραγίστηκε περίτρανα με τις συνεντεύξεις των κομματικών αρχηγών. Ενδεικτικό της θλιβερής πραγματικότητας ήταν όμως η διαπίστωση ότι μέσα στον προεκλογικό αναβρασμό και την ψηφοθηρία, ο αναπτυξιακός στόχος εκείνων των κομμάτων που πρόταξαν κατά το παρελθόν τον όποιο «οικολογικό προσανατολισμό», απώλεσε γρήγορα και την περιβόητη «αειφορία» του. Τα στοιχεία που τελικά κυριάρχησαν ήταν αφενός η πίστη στα συμβατικά πρότυπα ανάπτυξης χωρίς ωραιοποιήσεις και ευσεβείς πόθους και αφετέρου η επιταγή συσσώρευσης κεφαλαίου με έμφαση στην «ανα-διανομή» των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων για τα «μεγάλα έργα» κυρίως σε κλειστά ή συγκοινωνούντα «κυκλώματα». Γρήγορα έγινε επίσης αντιληπτό ότι η εξαγγελία μιας ισόρροπης και βιώσιμης ανάπτυξης που «σέβεται τον άνθρωπο, το περιβάλλον και τον πολιτισμό» εν μέσω μιας διεθνοποιημένης αγοράς νεοφιλελεύθερων προδιαγραφών, ενός «επιτέλους αποκατασταθέντος κοινωνικοηθικά» ιδιωτικού κέρδους αναφορικά με τα δημόσια έργα και ενός «παμφάγου» αθηνοκεντρισμού, αντανακλά περισσότερο την ευγενική πρόθεση των ελαχίστων πολιτικών προσώπων που την εξαγγέλλουν, παρά μια συγκεκριμένη οικολογική πολιτική, που συνοδεύεται από άκαμπτη πολιτική βούληση και στρατηγική για μια άλλης μορφής ανάπτυξη, με έμφαση οικολογικά κριτήρια.

Παρά τις αντίθετες διακηρύξεις, έγινε και πάλι εμφανές ότι οι αρχές που διέπουν στο σύνολό τους τα πολιτικά κόμματα δεν τους επιτρέπουν να πληροφορήσουν τον ελληνικό λαό ότι η πολιτική της ανεξέλεγκτης υλικής ανάπτυξης στα πλαίσια της ελεύθερης αγοράς και με στόχο την κοινωνία της υπερκατανάλωσης, του ευδαιμονισμού και της σπατάλης, οδηγεί, σε συνδυασμό με την άσκηση κοινωνικού ελέγχου από τους θιασώτες της τεχνοεπιστήμης και των ΜΜΕ, όχι μόνο στη συνέχιση της οικολογικής καταστροφής και της λεηλασίας των περιορισμένων φυσικών πόρων αλλά και στην κοινωνική χειραγώγηση και την πολιτισμική αλλοτρίωση. Μέσα στην γενικευμένη, αν και συγκριτικά με παλαιότερες εκλογικές αναμετρήσεις αισθητά περιορισμένη ρύπανση από αφίσες και μεγάφωνα, η κοινή διαπίστωση ότι η κοινωνία της οικονομικής ανάπτυξης σε γνώριμα καπιταλιστικά πλαίσια δεν έχει μόνο φυσικά αλλά και κοινωνικά όρια φάνταζε παράφωνη αν όχι προκλητική. Μια διαπίστωση που το συνηθισμένο σε προεκλογικές οικονομικές παροχές εκλογικό σώμα διαχρονικά αδυνατεί να αντιληφθεί και τα κόμματα αρνούνται, για ευνόητους λόγους, να του την επισημάνουν.

Όσον αφορά δε στη περιβαλλοντική παράμετρο του προαναφερθέντος τρίπτυχου, αυτή περιορίσθηκε σε ολόκληρη την προεκλογική περίοδο σχεδόν αποκλειστικά στην προβολή των μεγάλων δημοσίων έργων, που «αυτή τη φορά θα γίνουν», στην κομματική αντιπαράθεση για τη σκοπιμότητά τους και στην απορρόφηση κονδυλίων από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν έλειψαν βεβαίως και οι μεμψίμοιρες αναφορές για τις προμήθειες, τον «υγιή ανταγωνισμό» και τις περιβόητες «διαφανείς διαπραγματεύσεις του κράτους με τους ιδιώτες». Για όλο σχεδόν τον πολιτικό κόσμο η μεγάλη πρόκληση του μέλλοντος εστιάστηκε στην ορθολογική διαχείριση των κοινοτικών και εθνικών πόρων που θα αποτελέσουν «την ατμομηχανή μιας βιώσιμης ανάπτυξης» σε «εκσυγχρονιστική» ασφαλώς τροχιά. Τα προφανή αδιέξοδα και οι αποτυχίες δεκαετιών ενταφιάστηκαν πολύ σύντομα στον κόσμο των ψευδαισθήσεων που καλλιεργεί η κάθε προεκλογική περίοδος και οι γενικές αναφορές και οι προτάσεις για την προστασία του περιβάλλοντος έμειναν ουσιαστικά κενό γράμμα σε κάποια επιμέρους κομματικά προγράμματα.

Αν όμως η προστασία του περιβάλλοντος εντάχτηκε ως υποσύνολο στο σχεδιασμό της οικονομικής ανάπτυξης και των παραγωγικών δραστηριοτήτων, η οικολογική παράμετρος υποτάχθηκε πλήρως στα ποσοτικά μεγέθη της οικονομίας, στον «οικονομικό ρεαλισμό» της κυβέρνησης και στην ακατάσχετη υποσχεσιολογία της αντιπολίτευσης. Στη μάχη της κάλπης του περασμένου Σεπτεμβρίου η οικολογική προβληματική, αν και υπήρχε άμεση αναγκαιότητα ν’ αναδειχθεί σε κεντρικό πολιτικό θέμα στα πλαίσια μιας ολικής θεώρησης της πολιτικής, αποσιωπήθηκε επιμελώς. Η οικολογία με την ανατρεπτική της πτυχή, όπως άλλωστε ο πολιτισμός και η παιδεία, παρέμειναν στ’ αζήτητα της προεκλογικής αναμέτρησης, παρότι ένα μεγάλο τμήμα των ψηφοφόρων όλου του κομματικού φάσματος συνέδεσαν την εκλογική τους συμπεριφορά με περιβαλλοντικά θέματα και την ποιότητα ζωής. Προφανώς επειδή εκλήφθηκαν ως μη έχοντα το κατάλληλο ειδικό βάρος στις «στρατηγικές» της εκλογικής νίκης και στους τυχοδιωκτικούς εντυπωσιασμούς πολλών από τους υποψήφιους βουλευτές. Όπως ήταν άλλωστε αναμενόμενο η πανταχόθεν έλλειψη οικολογικής κριτικής και διαλόγου στα πλαίσια της πολύκροτης σχέσης φύση-κοινωνία δεν άργησε να μετατρέψει και τα λιγοστά φραστικά ανοίγματα ορισμένων πολιτικών προσώπων για δημιουργική δράση με στόχο τη σωτηρία του περιβάλλοντος σε κενολογία. Εκείνο που πρέπει πάντως να επισημανθεί είναι πως η χλιαρή αντιμετώπιση της προϊούσας οικολογικής υποβάθμισης στον ελληνικό χώρο από το σύνολο του πολιτικού φάσματος, κατέδειξε για πολλοστή φορά το διαχρονικό και τεράστιο πολιτικό έλλειμμα σε οικολογικές αρχές, σε κατευθυντήριες επιλογές για την προστασία του περιβάλλοντος και σε οράματα για μια κοινωνία πιο δίκαιη και πιο ανθρώπινη. Και μάλιστα σε μια εποχή με τις πλέον αντίξοες συνθήκες για το περιβάλλον και τις πλέον δυσοίωνες προβλέψεις για την ποιότητα ζωής.

Ανεξάρτητα όμως από τις προεκλογικές αντιπαραθέσεις και την ποιότητα της εκλογικής μάχης, τα εκλογικά αποτελέσματα και την πλήρη απουσία οικολογικού λόγου, η Ελλάδα αντιμετωπίζει ήδη οξυμένα περιβαλλοντικά προβλήματα και απαιτούνται ριζοσπαστικές λύσεις με μέτρο την φύση και τον άνθρωπο. Παρά την σιωπή που επικράτησε η νέα κυβέρνηση θα κληθεί να δώσει αργά ή γρήγορα απαντήσεις σε πολύπλοκα περιβαλλοντικά προβλήματα που δεν πρέπει να είναι μια απλή εξισορρόπηση οικονομικών συμφερόντων και περιβαλλοντικών αναγκαιοτήτων. Το κύριο ερώτημα που τίθεται είναι αν, πέρα από τις όποιες προγραμματικές δεσμεύσεις κι εξαγγελίες, υπάρξει εκείνη η πολιτική βούληση που θα διαπιστώσει την αληθινή διάσταση του οικολογικού προβλήματος και θα ανατρέψει τραγικές πρακτικές του παρελθόντος, που σηματοδότησαν αρνητικά βασικές πτυχές της περιβαλλοντικής πολιτικής όλων των κυβερνήσεων αλλά και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Διότι πέρα από τις όποιες θετικές ενέργειες που καταγράφονται ασφαλώς στο ενεργητικό των αρμοδίων φορέων διαχείρισης του περιβάλλοντος, η αλήθεια είναι ότι ακόμη:

– Προωθούνται και χρηματοδοτούνται κυρίως αντανακλαστικές στρατηγικές προστασίας του περιβάλλοντος και συχνότατα αντιμετωπίζονται μόνο τα συμπτώματα μιας στρεβλής και αντιοικολογικής ανάπτυξης και όχι τα αίτια που την προκαλούν, ενώ σπανίως δίνεται έμφαση στην πρόληψη.

– Ο περιβαλλοντικός σχεδιασμός, αν και ομολογουμένως αποτελεί για την κυβέρνηση εθνική προτεραιότητα, δεν είναι πλήρως ενταγμένος στην ελληνική πραγματικότητα κι ακολουθεί αναπτυξιακούς δρόμους που αναπαράγουν εξαρτημένες σχέσεις με τρίτες, ισχυρότερες τεχνολογικά και οικονομικά χώρες.

– Η περιβαλλοντική νομοθεσία είναι ελαστική, αποσπασματική και σε ορισμένους κρίσιμους τομείς ανύπαρκτη, ενώ δεν έχει θεσμοθετηθεί επαρκώς ο απαιτούμενος αυστηρός έλεγχος από την πλευρά της Πολιτείας και υπάρχουν ακόμη τεράστια κενά σε θέματα ενημέρωσης και συμμετοχής του πολίτη.

– Ο αληθινός πυρήνας πολλών «οικολογικών προγραμμάτων» περιβαλλοντικής προστασίας που χρηματοδοτούνται από την Ε.Ε. βρίσκεται στη συνέχιση της «τεχνοποίησης» της φύσης κι όχι στην προστασία της, ενίοτε δε εξυπηρετούν ξένους προς την οικολογία και το περιβάλλον σκοπούς.

– Τα όρια ρύπανσης θεσμοθετούνται – σε ευρωπαϊκό επίπεδο – αποκλειστικά στη βάση τεχνολογικών επιχειρημάτων ή οικονομικών προτεραιοτήτων κι άλλοτε πάλι παραβλέπονται χάριν εκλογικών ή άλλων σκοπιμοτήτων.

– Η λήψη οικονομικών και φορολογικών μέτρων εξακολουθεί να γίνεται χωρίς τον αναγκαίο οικολογικό σχεδιασμό.

– Οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που είναι ανάγκη να προβληθούν, όπως και ο τρόπος που πρέπει να προωθηθούν δεν αποτελούν αντικείμενο περιβαλλοντικής πολιτικής.

Θα ήταν όμως παράληψη και οφθαλμοφανής αδικία αν εντόπιζε κανείς τα ελλείμματα του παρελθόντος και την σημερινή απουσία οικολογικού λόγου αποκλειστικά στις λανθασμένες επιλογές και στον παραδοσιακό τρόπο άσκησης εξουσίας της πολιτικής ηγεσίας που διαχειρίζεται τις τύχες αυτού του τόπου. Συγκεκριμένες συντεχνιακές ομάδες και συνασπισμοί ιδιωτικών οικονομικών συμφερόντων με σημαίνον πολιτικό βάρος συναινούν, έχοντας γνώμονα τα προσωρινά οικονομικά οφέλη, στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος κι επενδύουν στο «στίβο της παραγωγικότητας» αδιαφορώντας συχνά όχι μόνο για τη λειτουργικότητα και πολυπλοκότητα της φύσης αλλά και για τις όποιες προτροπές εκ μέρους των αρμοδίων φορέων για σεβασμό στο φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον. Δεν είναι λίγες δε οι περιπτώσεις που η περιβαλλοντική καταστροφή και η σπατάλη των πόρων συντελείται στο όνομα της «εικονικής» οικολογίας, κάνοντας συχνά τους αρμόδιους δημόσιους φορείς προστασίας του περιβάλλοντος να πάλλονται μεταξύ μοιρολατρίας, δυστοκίας και ψευδαίσθησης.

Πέρα από αυτό όμως δεν πρέπει να λησμονείται και η εκμηδένιση του οικολογικού-εναλλακτικού ρεύματος στην Ελλάδα -και η «ανάδειξη» στα μάτια της κοινής γνώμης «γραφικών τύπων» σε εκφραστές …της οικολογίας- εξαιτίας κυρίως της αποτυχημένης παρουσίας της Ομοσπονδίας Οικολογικών Εναλλακτικών Οργανώσεων στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας. Ενδεικτικό του σημερινού ευτελισμού του οικολογικού κινήματος αποτελεί το γεγονός ότι αρκετά από τα στελέχη της «εναλλακτικής οικολογίας», αποδεχόμενα τον «ρεαλισμό» της εποχής κι έχοντας προφανώς επίγνωση της οπισθοδρόμησης στην οποία συνέβαλαν και οι ίδιοι με τις ακατονόμαστες συμπεριφορές τους, συντάσσονται σήμερα πίσω από κόμματα, ενώ άλλα επιβιώνουν από πλουσιοπάροχες κρατικές χρηματοδοτήσεις των «οικολογικών προγραμμάτων» τους, αφήνοντας ουσιαστικά τον οικολογικό λόγο να εκπνεύσει μέσα σε χωματερές, σε καμένα δάση και σε νεκρά ποτάμια.

Ασφαλώς και δεν είναι στις προθέσεις του παρόντος να διερευνηθούν σε βάθος οι λόγοι της απάλειψης της οικολογίας από τον πρόσφατο προεκλογικό αγώνα κι ούτε να εξεταστούν οι κοινωνιολογικές αιτίες που οι Έλληνες ψηφοφόροι, όντας προσηλωμένοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία σε φτηνές προεκλογικές παροχές, δεν απέδειξαν με την ψήφο τους την αντίθεσή τους σε μια πολιτική που προσβλέπει στο μέλλον χωρίς την οικολογία και τις αξίες της. Σε γενικές γραμμές, εκείνο που έγινε και σε αυτήν την προεκλογική περίοδο εμφανές είναι πρώτον ότι πίσω από τις εκλογικές εξαγγελίες κρύβεται η επιλογή όχι μόνο του πολιτικού αλλά και του επιχειρηματικού κόσμου στα συμβατικά πρότυπα ανάπτυξης χωρίς οικολογικές δεσμεύσεις και δεύτερον ότι η οικολογική διάσταση της σημερινής κρίσης αφήνει παγερά αδιάφορους τους ψηφοφόρους, αφού η εξαχρείωση της πολιτικής δεν τους επιτρέπει να ξεχωρίσουν το φαντασιώδες από το πραγματικό και το ουσιώδες από το ανούσιο. Γι αυτό, εν όψει μάλιστα ακόμη πιο δυσοίωνων εξελίξεων και με δεδομένη την άκρως απογοητευτική υπάρχουσα οικολογική τάξη πραγμάτων στην Ελλάδα, εκείνο που πρέπει να ελπίζει κανείς προς το παρόν -κι είναι δυστυχώς το ελάχιστο- είναι οι πολιτικοί ιθύνοντες των αρμόδιων φορέων που διαχειρίζονται το ελληνικό περιβάλλον να διακατέχονται προσωπικώς από οικολογικές ευαισθησίες και ενδεχομένως να έχουν τη πολιτική δύναμη και βούληση να τις ενσωματώσουν στις πολιτικές τους αποφάσεις. Αρκεί βεβαίως να γίνει συνείδηση ότι το οικολογικό μέλλον είναι συνυφασμένο αφενός με το κράτος δικαίου και πρόνοιας και αφετέρου με μια αναπτυξιακή πολιτική που θα σέβεται πάνω απ’ όλα τις λεπτές ισορροπίες των οικοσυστημάτων.

Στην παρούσα κρίσιμη περίοδο που διανύουμε προς το 2000 η θέση της σημερινής πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΕΧΩΔΕ ότι «στην Ελλάδα είχαμε για δεκαετίες ένα μεγάλο έλλειμμα στα Προγράμματα και στα Έργα στις Ευαισθησίες και στις Παρεμβάσεις για την Προστασία του Περιβάλλοντος και για τη Διατήρηση των Ευαίσθητων Ισορροπιών στα κρίσιμα οικοσυστήματα» κι ότι «η κάλυψη αυτού του ελλείμματος αποτελεί Εθνική προτεραιότητα» μπορεί για πολλούς να μην ξεπερνά τα στενά όρια του Περιβαλλοντισμού, αποτελεί όμως μια ένδειξη ότι το «εκσυγχρονιστικό» αναπτυξιακό μοντέλο για την Ελλάδα θα μπορούσε να πλαισιωθεί και με κάποιες οικολογικές ιδέες και ευαισθησίες. Εξάλλου οι τραυματικές εμπειρίες από την βραχύβια πολιτική παρουσία του ελληνικού οικολογικού κινήματος και η βαριά σκιά που ρίχνει στο σημερινό πολιτικό πεδίο δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για άλλου είδους ελπίδα και κατ’ επέκτασιν για μια πολιτική παρουσία με αυθεντικούς οικολογικούς προσανατολισμούς.

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ