Συγγραφέας: Θεοδώρα Γούλιαρου
Γενικά
Από το 1888 χρονιά που για πρώτη φορά ακούστηκε το σύνθημα «ψήφος στις γυναίκες» από την ομάδα της Καλλιρρόης Παρρέν και Καλλιόπης Κεχαγιά, 108 χρόνια μετά ακόμη αυτό το σύνθημα «ψήφος στις γυναίκες» με την ευρεία του έννοια, δηλαδή με την έννοια συμμετοχής των γυναικών στην πολιτική και στα κέντρα λήψης αποφάσεων παρουσιάζει σοβαρό έλλειμμα.
Στο Σύνταγμα του 1927 γίνεται για πρώτη φορά αναφορά στο ενδεχόμενο απονομής πολιτικών δικαιωμάτων στις γυναίκες και με βάση το Προεδρικό Διάταγμα του 1930 αναγνωρίζεται το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες στις δημοτικές εκλογές για τις εγγράμματες και άνω των 30 ετών γυναίκες. Το 1949 μειώνονται οι περιορισμοί και οι γυναίκες παίρνουν μαζικά μέρος στις δημοτικές εκλογές του 1951. Στο Σύνταγμα του 1952 αναγνωρίζονται πλήρως τα πολιτικά δικαιώματα στις γυναίκες και οι γυναίκες ψηφίζουν για πρώτη φορά στις βουλευτικές εκλογές του 1956 (Ζ. Χρονάκη – Δ. Σαμίου).
Η συμπεριφορά των γυναικών στις εκλογές άπτεται του ενδιαφέροντος που εκδήλωναν οι γυναίκες προς την πολιτική.
Σύμφωνα με την έρευνα για την πολιτική συμπεριφορά των γυναικών της Γενικής Γραμματείας Ισότητας και του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) του 11-1988 διαπιστώνονται τα παρακάτω:
-Το ποσοστό των γυναικών που δηλώνουν ενδιαφέρον για την πολιτική ανέρχεται σε 45% έναντι 61% των ανδρών (πιν.1).
Γυναίκες μεγάλης ηλικίας (άνω των 60 χρόνων) κατά ποσοστό 28,2% δηλώνουν ότι η πολιτική πρέπει να είναι υπόθεση των ανδρών και 32,4% από την ίδια ομάδα γυναικών ως άνω, δηλώνουν ότι δεν θα τις ενοχλούσε η κατάργηση του δικαιώματος της ψήφου.
Υπάρχει βέβαια τεράστια διαφοροποίηση ανάλογα με το μορφωτικό επίπεδο 35,8%των αναλφάβητων γυναικών έναντι 2,1% των πτυχιούχων, συμφωνούν απόλυτα ότι η πολιτική πρέπει να είναι υπόθεση των ανδρών.
«Για πολλές απ’ τις γυναίκες της τρίτης ηλικίας και χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, το ασύμπτωτο της σχέσης γυναίκες-πολιτική αποτελεί βίωμα, αφού εκτός των άλλων υπήρξαν ενήλικες χωρίς πολιτικά δικαιώματα (Μ. Μαλούτα, Γυναίκες και πολιτική).
– Στην έρευνα που αναφέρουμε ανωτέρων (Γενική Γραμματεία Ισότητας και ΕΚΚΕ) στην ερώτηση αν η πολιτική σας ενδιαφέρει έχουμε σαφή υπεροχή του ενδιαφέροντος των ανδρών 26,0% έναντι των γυναικών 13,6%.
Ενδιαφέρον για πολιτική | Γυναίκες | Άνδρες |
Πολύ | 13,6% | 26,0% |
Αρκετό | 31,9% | 35,6% |
Σύνολο | 45,5% | 61,6% |
(Πίνακας 1)
Σ’ αυτά υπάρχουν αρκετές διαβαθμίσεις ανάλογα με την ηλικία αυξητική του ενδιαφέροντος για την πολιτική στις νεότερες γυναίκες αλλά με αρκετά σημαντική διαφορά υπέρ των ανδρών σ’ όλες τις κατηγορίες.
Συνεχίζοντας σύμφωνα με την ίδια έρευνα διαπιστώνονται και τα εξής:
-Ότι η αίσθηση ματαιότητας στην παρέμβαση του πολίτη στην πολιτική είναι σαφώς εντονότερη στις γυναίκες απ’ ότι στους άνδρες:
– Όσον αφορά την οικογενειακή ομοιογένεια της ψήφου φαίνεται να αποδίδουν μεγαλύτερη σημασία στην ομοιογένεια οι γυναίκες. Το 30,1% των γυναικών δηλώνουν πως θεωρούν ότι είναι σημαντικό γι’ αυτές να ψηφίζουν όπως και οι υπόλοιπη οικογένεια, ενώ το 20,5% των ανδρών αποδέχεται μια τέτοια συλλογιστική.
Συμπερασματικά η έρευνα καταλήγει: « …ένας πυρήνας που ανέρχεται γύρω στο 15% εμφορείται από τις στερεότυπες αντιλήψεις που παραχωρούν απόλυτα και χωρίς σκέψη το δημόσιο χώρο στο ανδρικό φύλο, αξιολογούν αρνητικά τις ικανότητες του φύλου τους συνειδητοποιώντας παράλληλα ότι οι γυναίκες ασχολούνται λίγο με την πολιτική και η πολιτική λίγο με τις γυναίκες».
Τί ψηφίζουν οι γυναίκες
Οι γυναίκες παραδοσιακά ψήφιζαν δεξιά κόμματα με βάση στερεότυπα πόλων, αντιλήψεων και αρχών που ενυπήρχαν στην Δεξιά αντίληψη.
Από το 1956-1990 όμως βλέπουμε μια σταδιακή εξισορρόπηση της γυναικείας ψήφου με αυτή των ανδρών, σε σχέση και με την αριστερά.
-Έτσι από έρευνα του Ε.Κ.Κ.Ε. το 1985 οι άνδρες υπερτερούν στην αριστερά όπως αυτοτοποθετούνται: 42,3% άνδρες έναντι 39,9% γυναίκες. Ενώ το 1988 οι γυναίκες αυτοτοποθετούνται στην Αριστερά κατά ποσοστό 33,6% και οι άνδρες κατά 32,5%. Μέσα σε 3 χρόνια υπάρχει μια σημαντική διαφοροποίηση. Όμως, στην ίδια έρευνα οι γυναίκες παρουσιάζουν υπεροχή και στην Δεξιά, όπως αυτοτοποθετούνται.
Αυτή η ελαφρότατη υπεροχή των γυναικών στην Αριστερά και κυρίως σε ηλικίες 18-29 χρονών όπου έχουμε 46% γυναίκες και αυτοτοποθετούνται στην Αριστερά έναντι 33,3% ανδρών που αυτοτοποθετούνται στην Αριστερά προκαλεί έκπληξη γιατί έρχεται σε σύγκρουση με τις κυρίαρχες προϊδεάσεις.
Από το 1985-1993 η τάση σύγκλισης σε άνδρες και γυναίκες γίνεται πιο έντονη:
Στις εκλογές 1985:
Γυναίκες υπέρ Ν.Δ +1 εκατοστιαία μονάδα
Γυναίκες υπέρ ΠΑΣΟΚ +1,5 εκατοστιαία μονάδα
Στις εκλογές 1989:
Γυναίκες υπέρ Ν.Δ +0,6 εκατοστιαίες μονάδες
Γυναίκες υπέρ ΠΑΣΟΚ +0,7 εκατοστιαίες μονάδες
Γυναίκες κατά Συνασπισμού -1 εκατοστιαία μονάδα
Στις εκλογές 1990:
Γυναίκες υπέρ Ν.Δ +0,8 εκατοστιαίες μονάδες
Γυναίκες υπέρ ΠΑΣΟΚ +0,8 εκατοστιαίες μονάδες
Γυναίκες κατά Συνασπισμού -0,9 εκατοστιαίες μονάδες
Στις εκλογές του 1993:
Γυναίκες υπέρ Ν.Δ +1 εκατοστιαία μονάδα
Γυναίκες υπέρ ΠΑΣΟΚ +1,3 εκατοστιαία μονάδα
Γυναίκες κατά ΚΚΕ -1 εκατοστιαία μονάδα
;;;;
Τέλος στις εκλογές του 1996 μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι οι γυναίκες ψηφοφόροι καθόρισαν τα αποτελέσματα των εκλογών δίνοντας 12% στο ΠΑΣΟΚ
Έτσι:
ΠΑΣΟΚ | Ν.Δ | Κ.Κ.Ε | Συνασπισμός | ΔΗΚΚΙ | |
Άνδρες | 39,2% | 37,5% | 6,4% | 5,5% | 5,1% |
Γυναίκες | 42% | 37,8% | 5,5% | 5,8% | 4,1% |
(Πίνακας 2)
Οι γυναίκες στις πρόσφατες υπερψήφισαν το ΠΑΣΟΚ +3%, ενώ υπέρ Ν.Δ +0,3%.
Ψήφισαν δηλαδή σύμφωνα με τους παραδοσιακούς διαχωρισμούς αριστεράς-δεξιάς, πιο αριστερά απ’ ότι οι άνδρες.
Όμως οι γυναίκες που εξελέγησαν βουλευτές είναι μόλις 18, στο σύνολο όλων των βουλευτών (δηλ. 300).
Αναλυτικά:
-Στο ΠΑΣΟΚ εξελέγησαν 7 γυναίκες βουλευτές σε σύνολο 162 βουλευτών δηλαδή ποσοστό (4,3%) που είναι το χαμηλότερο.
-Στη Ν.Δ. εξελέγησαν 5 γυναίκες βουλευτές σε σύνολο 108 βουλευτών δηλαδή ποσοστό (4,6%).
-Στο ΚΚΕ εξελέγησαν 2γυναίκες βουλευτές σε σύνολο 11 βουλευτών δηλαδή ποσοστό (18,18%).
-Στο Συνασπισμό εξελέγησαν 3 γυναίκες βουλευτές σε σύνολο 18 βουλευτών δηλαδή ποσοστό (30%).
-Στο ΔΗΚΚΙ εκλέχτηκε 1 γυναίκα βουλευτής σε σύνολο 9 βουλευτών δηλαδή ποσοστό (11,11%).
-Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι οι γυναίκες και οι άνδρες ψηφίζουν περίπου ίδια τα κόμματα, δηλαδή εξισορροπείται αρκετά η ψήφος ανάμεσα στα φύλα και η μοναδική σημαντική διαφοροποίηση είναι το ότι οι γυναίκες ψήφισαν υπέρ ΠΑΣΟΚ, στις εκλογές του 1996.
-Επίσης οι γυναίκες βουλευτές ψηφίζονται και από γυναίκες και από άνδρες και μάλιστα στα περισσότερα κόμματα της ελληνικής βουλής εξελέγησαν οι γυναίκες βουλευτές πρώτες. Έτσι στο ΠΑΣΟΚ εξελέγη πρώτη η Βάσω Παπανδρέου, στην Ν.Δ. η Ντόρα Μπακογιάννη, στον Συνασπισμό η Μαρία Δαμανάκη.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ο γυναικείος πληθυσμός δεν δείχνει ενδιαφέρον για την πολιτική, κυρίως όταν πρέπει να συμμετάσχει σε πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Πέρα από τα παραδοσιακά στερεότυπα που εμποδίζουν τις γυναίκες από τη συμμετοχή τους στην πολιτική, βλέπουμε ότι το κύριο πρόβλημα είναι ότι οι γυναίκες έχουν υποχρεώσει κοινωνικά -όχι μόνο παραδοσιακά- είναι ανατιθέμενες σ’ αυτές. Η επιφόρτιση των γυναικών με την αναπαραγωγική λειτουργία δηλαδή την οικογένεια με όλες τις απαραίτητες εργασίες για την διατήρηση της, τη μητρότητα καθώς και με όλη την σφαίρα της ιδιωτικής ζωής και ότι αυτή συνεπάγεται, δεν δίνει τις ίδιες δυνατότητες σε άνδρες και γυναίκες.
Οι γυναίκες δεν έχουν και ιστορική μνήμη ενασχόλησης των ομόφυλών τους με την πολιτική. Εκτός από συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές που δρουν σαν εξαιρέσεις στην τρέχουσα πραγματικότητα, ή από εξαιρετικές γυναικείες μορφές με τις οποίες δύσκολα ταυτίζονται οι γυναίκες. Τα πολιτικά κόμματα απωθούν τις γυναίκες και με τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας τους. Η πολιτική κορυφής, όπως ασκείται, η ανταγωνιστικότητα, οι ιεραρχίες, η γραφειοκρατία, ο χρόνος της πολιτικής και η γλώσσα της είναι πράγματα όχι μόνο άγνωστα στις γυναίκες, αλλά και μη αποδεκτά συνειδητά ή ασυνείδητα» (Ζ. Χρονάκη: Η σχέση γυναικών και πολιτικής).
Είναι γεγονός ότι ούτε η πολιτική δέχεται τις γυναίκες σαν διαφορετικά υποκείμενα, ούτε οι γυναίκες εκφράζονται μέσω της πολιτικής και την αποδέχονται. Οι ίδιες οι γυναίκες νοιώθουν φιλοξενούμενες και προσπαθούν να αποδείξουν την «αξία» τους γι’ αυτό θέτουν σε δεύτερη μοίρα τα γυναικεία προβλήματα.
Οι γυναίκες που ασχολούνται με την πολιτική δεν αναδείχτηκαν ούτε συμμετείχαν στο γυναικείο κίνημα. Έτσι είναι ελλειπής και η γνώση των γυναικείων προβλημάτων από τις γυναίκες που κατά καιρούς συμμετείχαν στα πολιτικά κόμματα ή που εξελέγησαν βουλευτές, εκτός μεμονωμένων περιπτώσεων. Πρέπει βέβαια να αναγνωρίσουμε και το γεγονός ότι, ενώ υπάρχει μεγάλη μερίδα φεμινιστριών με υψηλό επίπεδο γνώσης των γυναικείων προβλημάτων, αμφισβητούν τον τρόπο άσκησης της πολιτικής σαν ανδροκεντρικής και πιστεύουν ότι η πολιτική δεν περιλαμβάνει τις γυναίκες σαν μια κοινωνική κατηγορία, επιλέγοντας έτσι την αποχή από τα κέντρα λήψης αποφάσεων και την κεντρική πολιτική σκηνή.
Αντί επιλόγου:
Και ενώ κανείς δεν αρνείται, ότι οι γυναίκες στο Κοινοβούλιο είναι ελάχιστες έτσι ώστε ο γυναικείος ελληνικός πληθυσμός που ανέρχεται στο 52% περίπου του όλου ελληνικού πληθυσμού να αντιπροσωπεύεται σαν φύλο -όχι πολιτικά- από το 5,3% των βουλευτών (εκλογές 1993), παρόμοια και στις εκλογές του 1996, όπως επίσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υπάρχουν μόνο 4 Ελληνίδες βουλευτές σε σύνολο 25 Ευρωβουλευτών (Έκθεση διακομματικής κοινοβουλευτικής επιτροπής 1995), η ερμηνεία καθώς και οι προτάσεις για την επίλυση του προβλήματος είναι ανύπαρκτες, αποδίδοντας τα πάντα στην παραδοσιακή λογική των γυναικών, και θεωρώντας ότι θα διορθωθούν με περισσότερο εκσυγχρονισμό.
Ο τρόπος άσκησης της πολιτικής καθώς και το πλαίσιο του υπάρχοντος συστήματος, δημιουργούν εύλογες αμφιβολίες για το αν μπορούν να επιλυθούν τα κοινωνικά, οικονομικά, προσωπικά προβλήματα των γυναικών και ακόμη περισσότερο το πρόβλημα των κοινωνικών ρόλων με δεδομένο το χαρακτήρα της καθιερωμένης πολιτικής διαδικασίας.
Όμως βραχυπρόθεσμα, πιστεύουμε ότι το αίτημα που έχει θέσει το γυναικείο κίνημα για θετικές διακρίσεις και στα κέντρα λήψης αποφάσεων (ποσοστώσεις), αν και έχει κατηγορηθεί και από μερίδα του γυναικείου κινήματος σαν σεξισμός, με την έννοια του διαχωρισμού με βάση τα φύλα, είναι χρήσιμο και βοηθητικό για τις γυναίκες, αν θεωρήσουμε ότι η συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική είναι στοιχειώδες δικαίωμά τους και η συμμετοχή του γυναικείου κινήματος στην πολιτική, απαραίτητη.
Οι πιο σημαντικές αντιρρήσεις και η κριτική στο αίτημα των ποσοστώσεων στα πλαίσια του γυναικείου κινήματος, είναι ότι οι γυναίκες που θα εκλέγονται δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα εκφράσουν γυναικείο πολιτικό λόγο ή ότι θα προχωρήσουν σε κριτική του υπάρχοντος πολιτικού πλαισίου ή τέλος ότι θα εκφράσουν ένα άλλο πολιτικό ήθος.
Επειδή όμως η κριτική αυτή εκ των προτέρων κατηγοριοποιεί τις γυναίκες και «πιστοποιητικά γνησιότητας έκφρασης της γυναικείας λογικής» δεν υπάρχουν, το αίτημα για ποσόστωση είναι ένα θετικό βήμα, το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε βελτίωση των συνθηκών ζωής των γυναικών.
Η κριτική για το είδος πολιτικής που θα ασκήσουν οι γυναίκες έπεται.
Το επικρατέστερο αίτημα, γιατί υπάρχουν διακυμάνσεις στους αριθμούς, είναι 35% συμμετοχή των γυναικών στο Κοινοβούλιο. Το θέμα των ποσοστώσεων ήδη έχει αναγνωριστεί από τα περισσότερα κόμματα της ελληνικής Βουλής, χωρίς βέβαια και να το εφαρμόζουν.
Στην Έκθεση της διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής 1995» παρατηρείται ότι « …Στις ελληνικές κυβερνήσεις κατά τα έτη 1981 έως 1993 μετείχαν 3-5 γυναίκες υπουργοί, στην καλύτερη περίπτωση, σε σύνολο 48 μελών…» και «τα θετικά μέτρα, όπως οι ποσοστώσεις ή και τα ψηφοδέλτια σταυροδοσίας με εναλλάξ ονόματα ανδρών και γυναικών, έχουν μεταβατικό χαρακτήρα, με στόχο να λειτουργήσουν εκπαιδευτικά και να μεταβάλουν τις παραδοσιακές τάσεις». Βέβαια δεν καταλήγουν σε πρόταση, αλλά περιορίζονται σε εντελώς γενικόλογες διαπιστώσεις, όμως διαφαίνεται ότι το πρόβλημα της συμμετοχής των γυναικών αρχίζει και προβληματίζει ακόμη και τα κόμματα.