Συγγραφέας: Χάρης Ναξάκης
Οι εκλογές διεξήχθησαν μέσα σε ένα δεδομένο διεθνές περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία της οικονομίας της αγοράς, την διεθνοποίηση των οικονομικών μεγεθών, την νέα τάξη πραγμάτων και τις δεσμεύσεις της Ελλάδας να κινηθεί ταχύτερα προς τους στόχους του προγράμματος σύγκλισης.
Το περιβάλλον αυτό καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τον χαρακτήρα και το περιεχόμενο των προεκλογικών προγραμμάτων των κομμάτων (κυρίως του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ.) και θα καθορίσει ακόμα περισσότερο την πράξη της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, γιατί βέβαια είναι γνωστό ότι τα προγράμματα απέχουν πολύ από ότι θα εφαρμοστεί και αποκρύπτουν ότι δυσάρεστο θα εφαρμοστεί, εξωραΐζοντας την πραγματικότητα.
Οι συγκεκριμένες εκλογές, θεσμός της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας που δεν έχει προφανώς καμία σχέση με την κλασσική έννοια της δημοκρατίας και πόσο μάλλον με την άμεση δημοκρατία, για πρώτη φορά ίσως σε τέτοια έκταση καθορίστηκαν επίσης και από τα ΜΜΕ, ζήτημα όμως με το οποίο δεν θα ασχοληθούμε στο παρόν άρθρο.
Οι εκλογές λοιπόν επιβεβαίωσαν ότι οι διαφορές που αποτυπώνονταν στο παρελθόν και στα προγράμματα των κομμάτων, μεταξύ σοσιαλδημοκρατών (ΠΑΣΟΚ) και φιλελεύθερων (ΝΔ), τείνουν να ελαχιστοποιηθούν, κάτω από την πλήρη κυριαρχία της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς.
Η παλιά κλασσική διαφορά της επιδίωξης από τους σοσιαλδημοκράτες του ελέγχου της αγοράς από το κράτος, το κεϋνσιανικό παρεμβατικό κράτος -εξασφάλιση πλήρους απασχόλησης, ανακατανομή του πλούτου, δημόσιες υπηρεσίες, κ.λπ.- έχει ήδη καταρρεύσει από την δεκαετία του 1980.
Δεν είναι όμως μόνο αυτό το επίπεδο στο οποίο συγκλίνουν πλέον σοσιαλδημοκράτες και φιλελεύθεροι, ότι δηλαδή και οι δύο αναγνωρίζουν την πρωτοκαθεδρία της αγοράς.
Μετά την επιδείνωση των κοινωνικών ανισοτήτων (ανεργία, φτώχεια, κ.λπ.), στην οποία οδήγησε η αποδιάρθρωση του κράτους πρόνοιας, ο θρίαμβος της αγοράς, οι σοσιαλδημοκράτες, αλλά και ορισμένοι τουλάχιστον φιλελεύθεροι, αναφέρονται πλέον στην ανάγκη για κοινωνικό έλεγχο της αγοράς (μείωση ανεργίας, αύξηση εισοδημάτων, περιορισμό του κοινωνικού αποκλεισμού, κ.λπ).
Όμως ακόμα και ο κοινωνικός έλεγχος της αγοράς αποτελεί περισσότερο μια προεκλογική υπόσχεση παρά πραγματική πρόθεση των κυρίαρχων ελίτ, αλλά και αν αποτελούσε πρόθεση τους οι δεδομένες δεσμεύσεις της χώρας στα πλαίσια του προγράμματος σύγκλισης της Ε.Ε και ο άγριος διεθνής ανταγωνισμός που είναι αποτέλεσμα της διεθνοποίησης της οικονομίας, επιβάλλουν την μείωση των κοινωνικών ελέγχων στην αγορά.
Η αγορά τελικά, με ελάχιστους κρατικούς και κοινωνικούς ελέγχους αποτελεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθεί η οικονομική διαχείριση την επόμενη τετραετία, στο δίπτυχο σταθεροποίηση-ανάπτυξη, η σταθεροποίηση είναι κυρίαρχη, γεγονός που σημαίνει:
α. Παραπέρα αποδιάρθρωση του κοινωνικού-παρεμβατικού κράτους σύμφωνα με τις προσταγές του προγράμματος σύγκλισης, τις συμβουλές των διεθνών οικονομικών οργανισμών και των ντόπιων ελίτ (ΣΕΒ, αύξηση της ανεργίας στον βαθμό που ο δημόσιος τομέας στην Ελλάδα αποτέλεσε τον βασικό παράγοντα απορρόφησης της ανεργίας των νεοεισερχομένων στην αγορά εργασίας.
Άλλωστε οι ιδιωτικοποιήσεις και η περικοπή των δημοσίων δαπανών αποτελούν μια από τις δεσμεύσεις της Ελλάδας, με βάση την συμφωνία του Μάαστριχτ, για να επιτευχθεί ο στόχος της πτώσης του πληθωρισμού, αλλά αποτελούν και στόχο των ντόπιων ελίτ για να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων που πλήττεται από την διεθνοποίηση της οικονομίας και την ισχνή σημασία του τεχνολογικού παράγοντα στην παραγωγική δομή της ελληνικής οικονομίας.
β. Ταυτόχρονα, μέσω της μείωσης των κοινωνικών ελέγχων πάνω στην αγορά, επιχειρείται η δημιουργία ενός κατάλληλου επιχειρηματικού περιβάλλοντος, χωρίς περιττές κοινωνικές ευαισθησίες, που αποτελεί απαραίτητο όρο για την προσέλκυση ξένων και ντόπιων επενδύσεων.
Στα πλαίσια αυτά επεκτείνεται η ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας, ενθαρρύνεται η ευελιξία της, μέσω της διεύρυνσης των νέων μορφών απασχόλησης -μερική απασχόληση, σύμβαση ορισμένου χρόνου, κ.λπ.- έτσι ώστε να μειωθεί το άμεσο και έμμεσο κόστος της εργασίας, οδηγώντας παράλληλα σε παραπέρα άνοδο της ανεργίας και πτώση του βιοτικού επιπέδου.
Προς αυτή την κατεύθυνση είναι και οι προτάσεις του ΣΕΒ για μεγαλύτερη ελευθερία στις απολύσεις, μείωση των εργοδοτικών εισφορών, αναδιάρθρωση (βλ. αποδιάρθρωση) του συστήματος της κοινωνικής ασφάλισης, η συρρίκνωση των αποζημιώσεων, η συνέχιση μιας περιοριστικής πολιτικής για τους μισθούς, κ.λπ.
Όσο δε αφορά το τελευταίο οι όποιες περιορισμένες αυξήσεις θα δοθούν στους μισθούς έχουν ως στόχο όχι βέβαια την κάλυψη των απωλειών στο εισόδημα των εργαζομένων, αλλά την συγκράτηση των κοινωνικών αντιδράσεων και την προσπάθεια να μην καταρρεύσει η ζήτηση, η κατανάλωση.
Να σημειώσουμε εδώ ότι στην μείωση του άμεσου και έμμεσου κόστους της εργασίας, έτσι ώστε να προσελκυσθούν ξένες και ντόπιες επενδύσεις, επαφίεται η ανάπτυξη και δευτερευόντως στο πακέτο Ντελόρ, το οποίο άλλωστε αφορά μόνο έργα υποδομής, απαραίτητα με για την δυναμική της ανάπτυξης, αλλά από μόνα τους δεν μπορούν να οδηγήσουν την οικονομία σε μια αναπτυξιακή τροχιά.
Είναι λοιπόν φανερό ότι μετά τις εκλογές με ακόμα εντονότερους ρυθμούς θα ακολουθηθεί μια σοσιαλ-φιλελεύθερη διαχείριση της οικονομίας, με βασικό χαρακτηριστικό την μείωση των κοινωνικών ελέγχων στην αγορά, γεγονός που θα μεγαλώσει ακόμα περισσότερο το χάσμα ανάμεσα σε μια προνομιούχα μειονότητα του πλούτου (και στην εργατική αριστοκρατία, κυρίως τους υψηλόμισθους εργαζόμενους στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα) και σε μια όλο και αυξανόμενη μερίδα του πληθυσμού, που σ’ αυτήν περιλαμβάνονται: οι χειρωνακτικοί εργαζόμενοι, οι συνταξιούχοι και κυρίως οι εργαζόμενοι με μερική απασχόληση ή ευκαιριακή σε κακοπληρωμένες δουλειές και με ελάχιστη ασφαλιστική κάλυψη, οι άνεργοι, κ.λπ.
Το φαινόμενο των νεόπτωχων, αυτών που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας, αρχίζει ήδη να γίνεται εμφανές και στην Ελλάδα και θα επιδεινωθεί πολύ περισσότερο, όπως και όλα τα χαρακτηριστικά που το συνοδεύουν, ξενοφοβία, αύξηση εγκληματικότητας, ρατσισμός, κοινωνική περιθωριοποίηση κ.λπ.
Το πλαίσιο μάλιστα μέσα στο οποίο θα ασκηθεί η σοσιαλ-φιλελεύθερη διαχείριση της οικονομίας δεν φαίνεται να έχει ημερομηνία λήξης, βαδίζουμε σε μια «αιώνια» λιτότητα, στον βαθμό που η Ε.Ε προωθεί ένα σύμφωνο σταθερότητας, όπως φάνηκε στην πρόσφατη σύνοδο του Δουβλίνου, το οποίο έχει ως στόχο να διασφαλίσει ότι οι χώρες που θα συμμετέχουν στο ενιαίο νόμισμα, θα συνεχίσουν την πολιτική λιτότητας και κυρίως τον περιορισμό του δημοσίου ελλείμματος, που δεν θα πρέπει να ξεπερνά το 3% του ΑΕΠ.
Όσες δε χώρες υπερβούν κατά μια μονάδα το όριο του 3% θα καταβάλουν υποχρεωτικά και ατόκως στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ένα χρηματικό ποσό, που θα φθάνει στο 0,5% του ΑΕΠ της, και στον βαθμό που σε έξι μήνες δεν έχει διορθωθεί η παρέκκλιση αυτή τότε η άτοκη κατάθεση θα γίνεται πρόστιμο που θα πηγαίνει στον κοινοτικό προϋπολογισμό, ενώ δεν αποκλείεται να διακόπτονται για ένα διάστημα και οι κοινοτικές χρηματοδοτήσεις.
Στα πλαίσια αυτά κάθε χώρα, και ιδιαίτερα οι οικονομικά αδύναμες, πρέπει να υποβάλει νέο συμπληρωματικό πρόγραμμα σύγκλισης το 1998, επιπρόσθετα δηλαδή σκληρά μέτρα οικονομικής πολιτικής, γεγονός που προδιαγράφει τα όρια και τα περιθώρια για την άσκηση ακόμα και αυτής της πολιτικής κοινωνικού ελέγχου της αγοράς, που προεκλογικά και μετεκλογικά διακηρύσσει το ΠΑΣΟΚ. Αντίθετα μάλιστα η οικονομική πολιτική ιδιαίτερα το 1997 και 1998 προβλέπεται αρκετά σκληρή, έτσι ώστε το όποιο συμπληρωματικό πρόγραμμα σύγκλισης να είναι «ήπιας» λιτότητας.